MENU
Χρόνος ανάγνωσης 7’

Μες στο κλειστό δωμάτιο ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς θα παλέψει για την ζωή του...

0

«Γεννήθηκα στο Βούκοβαρ, για εμένα ήταν η πιο όμορφη πόλη στον κόσμο. Μετά έγινε σύμβολο του πολέμου.

Γύρισα μετά από είκοσι πέντε χρόνια. Είχαν ισοπεδωθεί όλα, δεν μπορούσα καν να το φανταστώ.

Δεν μπορούσα να καταλάβω τους δρόμους. Μόνο ερείπια και μηχανές που στοιβάζονται για να δημιουργήσουν χαρακώματα.

Δεν πετούσε πουλί, δεν υπήρχε σκύλος, τίποτα. Πόλεμος.

Πήγα πίσω στη πόλη μου, όταν οι Σέρβοι την ελευθέρωσαν. Δεν έμεινε τίποτα. Είδα κάτι που δεν θα ξεχάσω ποτέ. Δύο παιδιά δέκα ετών πλησίασαν με όπλα στα χέρια τους. Πάντα θα θυμάμαι τα μάτια τους. Ήταν τα θλιμμένα μάτια αυτών που είχαν ζήσει τα πάντα εκτός από την παιδική ηλικία τους… 

Η αδελφοκτονία που ζήσαμε στην πρώην Γιουγκοσλαβία είναι το χειρότερο που μπορούσε να συμβεί. Φίλοι πυροβολούσαν ο ένας τον άλλο, χάθηκαν οικογένειες…

Ο καλύτερος φίλος μου κατέστρεψε το σπίτι μου. Πήρε το όπλο, πήγε μπροστά από μια φωτογραφία μου με το κόκκινο αστέρι και πυροβόλησε την εικόνα μου, οι γονείς μου έπρεπε να παραδοθούν. Μόλις βγήκαν από το σπίτι οι γονείς μου, ο φίλος μου έριξε μια βόμβα και το ανατίναξε.

Για πολύ καιρό αναρωτιόμουν πώς ήταν δυνατόν αυτός, που ήταν αδελφός μου, να είχε κάνει κάτι τέτοιο.

Τα ίδια μπορεί να πει ένας Κροάτης ή ένας Βόσνιος.

Ο πατέρας μου ήταν φορτηγατζής, πέθανε από όγκο στον πνεύμονα. Όταν «έφυγε» δεν ήμουν εκεί. Το σκέφτομαι κάθε μέρα.

Κατά τη διάρκεια του πολέμου, μπορούσε να έρθει στην Ιταλία αλλά ήθελε να μείνει στη χώρα του. Μακάρι να μπορούσε να δει πώς μεγάλωσαν τα εγγόνια του. Η μητέρα μου ακόμα με κοιτάζει με τα ίδια μάτια όπως όταν ήμουν παιδί. Δεν μιλάει ιταλικά και τα παιδιά μου δεν μιλούν σέρβικα.

Μερικές φορές νομίζω ότι είμαι 150 χρόνων, για όλα όσα έχω ήδη ζήσει.

Εφηβεία στη Σερβία, καριέρα σε πολλές πόλεις, έξι παιδιά, φτώχεια, επιτυχίες.

Πόλεμοι, πληγές, δάκρυα». 

Μες στο κλειστό δωμάτιο μπορείς να βρεις ό, τι δεν τόλμησες ποτέ να ονειρευτείς κι ό,τι μέσα σου βαθιά αγάπησες κι όμως ποτέ δεν είδες να βγαίνει αληθινό

Και η λευχαιμία… Πρώτη φορά το καλοκαίρι του 2019. Άλλη μια μάχη, άλλος ένας πόλεμος. Άντεξε τον εμφύλιο, άντεξε την αιματοχυσία, άντεξε τόσα χρόνια μακριά από το σπίτι. Βίωσε την φρίκη, θρήνησε μα η ζωή του φύλαγε κι άλλα… 

«Έκανα 13 χημειοθεραπείες σε 5 ημέρες, αλλά ήδη μετά την τρίτη είχαν καταστραφεί τα πάντα. Ο πρώτος κύκλος ήταν ο πιο δύσκολος, έπαθα και κρίσεις πανικού, που δεν μου είχαν συμβεί ποτέ στη ζωή μου, επειδή κλεισμένος σε ένα δωμάτιο με φιλτραρισμένο αέρα. Δεν μπορούσα να βγω έξω και είχα τρελαθεί. Ήθελα να σπάσω το παράθυρο με μια καρέκλα.
Ευχαριστώ από καρδιάς την οικογένεια μου, τον αδερφό μου, την μητέρα μου, τα παιδιά μου, την γυναίκα μου. Το μόνο πρόσωπο που πραγματικά έχει μεγαλύτερα αρχ…α από μένα!

Ποτέ δεν ένιωσα ήρωας, είμαι απλώς ένας άνθρωπος. Αυτή η αρρώστια δεν μπορεί να ξεπεραστεί μόνο με θάρρος, αλλά με φροντίδα. Δεν είναι ντροπή. Το μόνο πράγμα που οι ασθενείς δεν πρέπει να χάσουν είναι η θέληση τους για ζωή. Χρειάζεται υπομονή για να πολεμήσεις αυτή την ασθένεια, είναι μπάσταρδη. Το να περάσει κανείς τέσσερις μήνες σε ένα δωμάτιο χωρίς να πάρει ούτε μία ανάσα καθαρού αέρα δεν είναι εύκολη. Ακόμα φοβάμαι, αλλά με δυναμώνει κιόλας, με βοηθάει να μην είμαι υπερβολικός. Ελπίζω να βγω από εδώ ένας καλύτερος άνθρωπος. Στην προηγούμενη ζωή μου η υπομονή δεν ήταν το φόρτε μου. Τώρα είναι ένα δώρο που πρέπει να έχω. Απολαμβάνω κάθε λεπτό.

Κάποιες φορές οι νοσοκόμες δίσταζαν να μπουν μέσα στο δωμάτιο, επειδή ήμουν πολύ νευρικός, επειδή ήθελα να πάρει η ομάδα βαθμούς, ώστε να επιστρέψουμε στο σωστό δρόμο. Όταν έφυγα η σύζυγος μου πόσταρε μία φωτογραφία με μία φράση του Έρος Ραματσότι που έλεγε ότι τα καλύτερα πράγματα δεν έχουν έρθει ακόμα. Τώρα θέλω να χρησιμοποιήσω μία άλλη φράση του Βάσκο Ρόσι: Είμαι ακόμα εδώ. Και θα είμαι!» θα είναι τα συγκλονιστικά λόγια που θα πει μερικούς μήνες μετά την σοκαριστική ανακοίνωση ότι είναι άρρωστος. 

Όλα είναι εκεί, εκεί υπάρχουν όλα μες στο κλειστό δωμάτιο, όλα και τίποτα αγάλματα θεών λησμονημένων και της Ελένης το πουκάμισο όλα είναι εκεί κι άλλα πολλά, που κάποτε φαντάστηκες

Μπήκε στο νοσοκομείο, έκανε τις θεραπείες του και μεταμόσχευση μυελού των οστών, είδε ανθρώπους στα διπλανά κρεβάτια να «λιώνουν» από την αρρώστια, άλλους να νικούν και άλλους να χάνονται, άκουγε τους παίκτες του να μαζεύονται κάτω από το παράθυρο του νοσοκομείου και να φωνάζουν ρυθμικά το όνομά του μετά από κάποια νίκη, πάλεψε με νύχια και με δόντια για να γεννηθεί ξανά. Ποιος είπε πως δεύτερη ζωή δεν έχει; 

«Η ζωή είναι υπέροχη και ειδικά όταν περνάς από αυτό που πέρασα, τότε απολαμβάνεις τα πάντα στο έπακρο, κάθε λεπτομέρεια. Εγώ γεννήθηκα δύο φορές. Η πρώτη στις 20 Φεβρουαρίου του 1969 και η δεύτερη στις 29 Οκτωβρίου του 2019, πενήτα χρόνια αργότερα. Το να βλέπεις έναν σκληρό άντρα να κλαίει είναι τρυφερό. Με αυτήν την ασθένεια έχω μάθει να βγάζω συναισθήματα, έχω μάθει να κλαίω και δεν ντρέπομαι να το κάνω. Κανείς δεν πρέπει να ντρέπεται να το κάνει. Πριν κρατούσα τα πάντα μέσα μου, αλλά συνειδητοποίησα ότι το κλάμα είναι καλό πράγμα, καθώς έδειχνα τα συναισθήματά μου στους ανθρώπους που αγαπώ...

Ήθελα να ζήσω, να πολεμήσω. Δεν μπορούσα να φύγω. Δεν μπορούσα να το αντέξω για τη γυναίκα μου, για τα παιδιά, για τη μητέρα μου. Αυτός δεν είναι ο σωστός κύκλος. Γι 'αυτό ξυπνάω πάντα χαρούμενος. Ακόμα και στο νοσοκομείο το έκανα. Φόβος; Φυσικά, φοβόμουν. Το όνειρο, ακόμη και αρκετές φορές, της κηδείας κάποιου είναι παράξενο. Αλλά δεν έχασα ποτέ την ελπίδα, που συνδέεται με την επιθυμία μου να πολεμήσω. Τρεφόμουν από το θάρρος μου. Βέβαια εάν δεν υπήρχαν οι γιατροί μου και οι θεραπείες, το θάρρος δεν θα ήταν αρκετό...

Η αγάπη των ανθρώπων προκάλεσε δύο συγκρουόμενα συναισθήματα μέσα μου: Ήμουν χαρούμενος όταν τους είδα να μαζεύονται από το μπαλκόνι, που είχαν έρθει με σκοπό να με χαιρετήσουν, για να δω πόσα άτομα με αγάπησαν. Αλλά ένιωσα επίσης λυπημένος που δεν μπορούσα να είμαι εκεί μαζί, μαζί με τους ανθρώπους. Αλλά βασικά δεν είχα ποτέ αμφιβολίες, ήξερα ότι θα το έκανα κάποια στιγμή, όταν θα ήμουν καλά».

Ο φόβος του Χριστού στον κήπο της Γεθσημανή τα βήματα της θλίψης του, της αίγλης του το φως το αίμα των θυσιασμένων και οι χαμένοι στόχοι τους το ψύχος το δριμύ των χωρισμών

Κι έτσι την κέρδισε αυτή την δεύτερη ζωή. Μα δεν τελείωσε εκεί. Ο πόλεμος δεν τελείωσε. Η λευχαιμία τώρα επέστρεψε. 

«Αυτή η αρρώστια είναι πολύ θαρραλέα για να έχει διάθεση να τα βάλει ξανά με κάποιον όπως εγώ. Εάν δεν της έφτανε ένα μάθημα, εγώ είμαι εδώ για να της δώσω και ένα δεύτερο. Μπορεί να πέσεις αλλά χρειάζεται να βρεις τη δύναμη για να σηκωθείς ξανά». 

Αυτό θα κάνει τώρα. Η λευχαιμία είναι ξανά απέναντί του. 

Το διαμαντένιο αηδόνι του βασιλιά της Κίνας σινιάλα από φάρους που σβηστήκαν και μαγικά τοτέμ από άγνωστες φυλές κι εφηβικά κορμιά και καλοκαίρια γαλανά θάνατοι και φωτιές κι αόρατη ομορφιά

Θα σκέφτεται πως με πατέρα τον Σέρβο Μπόγκνταν και μητέρα την Κροάτισσα Βικτόρια ήταν καταδικασμένος να επιλέξει πλευρά στον εμφύλιο σπαραγμό της χώρας του, όποια κι αν επέλεγε, θα τον μισούσε η άλλη. Μέχρι το 1991 ήταν ήρωας για όλους. Αν πήγαινε στην Ντιναμό και έπαιζε για την εθνική Κροατίας, οι Σέρβοι θα τον μισούσαν.

Θα σκέφτεται τότε που οι γονείς του δεν είχαν τα λεφτά για να στείλουν το μικρότερο αδερφό του στον παιδικό σταθμό και τον πρόσεχε αυτός. Ξυπνούσε στις έξι το πρωί, όταν έφευγαν για τη δουλειά τους. Πήγαινε να πάρει ένα λίτρο γάλα κι ένα καρβέλι ψωμί. Έκανα πράγματα ενός ενήλικου, όμως δεν ήταν παρά 5-6 ετών, ένα παιδί που φοβόταν. Με το που γυρνούσε σπίτι, καθόταν ακίνητος στην καρέκλα με τα μάτια καρφωμένα στην πόρτα. Φοβόταν μην μπει κάποιος στο σπίτι.

Θα σκέφτεται πως το μεγαλύτερο στίγμα της ζωής του ήταν η σύνδεση του με τον παραστρατιωτικό και εγκληματία πολέμου, Ζέλικο Ραζνάτοβιτς, τον διαβόητο Αρκάν. Είχε βοηθήσει τον Μιχαΐλοβιτς  στα πρώτα χρόνια των συγκρούσεων, όταν η διπλή εθνικότητα τού προκαλούσε προβλήματα. Μετά την δολοφονία του, τον Ιανουάριο του 2000, ο Μιχαΐλοβιτς τον τίμησε και ζήτησε και από τους οπαδούς της Λάτσιο να κάνουν το ίδιο.

Θα σκέφτεται και τα θλιμμένα μάτια εκείνων των παιδιών, εκείνων που κρατούσαν τα όπλα και έγιναν άνδρες πριν ενηλικιωθούν. 

Θα σκέφτεται τους άδειους δρόμους του Βούκοβαρ. Θα ακούει τα πουλιά να πετούν ελεύθερα. Θα σκέφτεται τις πληγές που έχει στην ψυχή του. 

Και θα κλάψει χωρίς να ντραπεί, θα μείνει εδώ και θα υπάρχει όπως μπορεί περιμένοντας άλλες μέρες… 

Μες στο κλειστό δωμάτιο υπάρχουν όλα αν έχεις μάτια να τα δεις, αν έχεις χέρια να τ’ αγγίξεις μπορείς να βρεις κλειδί να ξεκλειδώσεις τη σιωπή τους αρκεί να πας, ολάνοιχτος, γυρεύοντάς τα
 

Μες στο κλειστό δωμάτιο ο Σίνισα Μιχαΐλοβιτς θα παλέψει για την ζωή του...