MENU

Μπορεί να σοκάρω τους λάτρεις του δόγματος: «κύπελλο εμείς ή κανείς», αλλά σε έναν τελικό υπάρχουν πάντα δύο ενδεχόμενα: 1. Να τον κερδίσεις. 2. Να τον χάσεις.

Αυτό που έχει μεγαλύτερη σημασία στο τέλος της ημέρας, είναι να φύγεις από το γήπεδο καλύτερα από ότι όταν μπήκες σε αυτό. Να φύγεις γεμάτος, ολοκληρωμένος, να τρεκλίζεις, να σέρνεσαι. Να νιώθεις ότι έδωσες ότι είχες και δεν είχες, ότι παρέδωσες πνεύμα, ότι τα ΄παιξες. Και να νιώθεις το ίδιο και για τον διπλανό σου. Τον συμπαίκτη σου. Αυτόν που έμεινε στον πάγκο. Τον προπονητή σου. Το τεχνικό τιμ. Τους γυμναστές. Τους φροντιστές. Να ξέρεις ότι έκλεισε η φωνή τους, μούδιασε το κορμί τους, διαλύθηκε το «είναι» τους από την υπερπροσπάθεια. 

Αυτό είναι ένας τελικός. Η υπέρβαση. Η αίσθηση της αποστολής. Του κοινού σκοπού. Της ιερής προσήλωσης. Του «εμείς». 

Αυτό το «εμείς» δεν είναι μία αφηρημένη γενική έννοια. Έχει όρους, κανόνες και συνέχεια. Σφυρηλατείται κάθε μέρα, ατσαλώνει και μορφοποιείται σε κάθε προπόνηση, σε κάθε αγώνα, σε κάθε ταξίδι. 

Ο παλιότερος όλων εκεί μέσα, ξέρει ότι το «εμείς» θέλει πάντα μία υπενθύμιση. Μία αφύπνιση.

Το τραπέζωμα από τον Αντρέ Βιεϊρίνια για κάποιους μοιάζει ένα απλό ντερλίκωμα, μία υποχρέωση, ένα γεύμα για τα μάτια του κόσμου, μα δεν είναι έτσι. Ο «παλιός» ξέρει ότι ένας τέτοιος μυστικός δείπνος είναι πολύ σημαντικότερος από δέκα ώρες τακτικής ομιλίας κι από χιλιόμετρα προπόνησης στο γήπεδο.

Μεταξύ τυρού κι αχλάδίου, η γλώσσα πάντα λύνεται. Στην επιφάνεια βγαίνουν αλήθειες που υποφώσκουν και χάνονται στην καθημερινή ρουτίνα. Παρεξηγήσεις λύνονται, εντάσεις αποκλιμακώνονται και σκιές εξαφανίζονται. 

Το «εμείς» μπαίνει ξανά μπροστά από το «εγώ», αν δεν είσαι πρώτα παρέα, είναι δύσκολο να γίνεις (καλή) ομάδα.

Λίγο πριν τον τελικό, ο ΠΑΟΚ χρειαζόταν μία γερή δόση αμπαλαέα για να πάρει μπροστά, να ξυπνήσει, να σειστεί λίγο. Για όσους δεν ξέρουν τι σημαίνει αμπαλαέα είναι μία λέξη ασπρόμαυρης πατρότητας και απροσδιόριστης έννοιας. Ο καθένας την ερμηνεύει όπως θέλει είναι σαν την περίφημη αίσθηση «ουνάγκι» του Ρος στα «Φιλαράκια». Είναι σαν τις πρόσφατες δηλώσεις του Πάμπλο Γκαρσία μπροστά στις κάμερες του συνδρομητικού. Ο καθένας τις παίρνει όπως θέλει, τις αποκωδικοποιεί όπως θέλει, ο καθένας έχει την δική του αλήθεια, αυτή που βολεύει καλύτερα την ψυχή του. 

Αυτός ο δυσερμήνευτος χρησμός του canario ήταν ένα ταρακούνημα -άσχετα αν αυτός ήταν ο σκοπός του ή όχι. Δημιούργησε μία οχλοβοή, έναν σασυρμά, μία αναστάτωση. Έφερε προβληματισμό, βαβούρα, ενδοσκόπηση. Ανέβασε την αδρεναλίνη, τσίτωσε τους πάντες. 

Ο Πάμπλο μπορεί να φύγει αύριο, την Κυριακή ή σε δέκα χρόνια. Όλοι οι προπονητές φεύγουν κάποια στιγμή, ποτέ δεν μένει κανείς ισόβια σε έναν πάγκο. Το μόνο που μετράει είναι να είσαι καλύτερος από ότι χθες. Να εξελίσσεσαι και να προοδεύεις. 

Η δέσμευση του Γιώργη Σαββίδη ότι θα βρίσκεται στο «ΟΑΚΑ» και θα ηγηθεί της αποστολής (πιθανότατα μαζί με τον αδερφό του, τον Νίκο) ενδεχομένως να αποδειχθεί η καλύτερη είδηση για τον σύλλογο. Όχι, γιατί φανερώνει την… καψούρα των «μικρών» με τον σύλλογο, αλλά γιατί για πρώτη φορά θεσμικά βγαίνουν μπροστά. Κι αυτό, σημειολογικά, μπορεί να αποδειχθεί σημαντικότερο κι από μία ενδεχόμενη κατάκτηση ενός ακόμα κυπέλλου -του τέταρτου τα τελευταία πέντε χρόνια.

Το Κύπελλο είναι μία διοργάνωση της στιγμής, της μέρας. Η ηδονή που προσφέρει είναι έντονη, αλλά παροδική. Σβήνει γρήγορα, σαν την επόμενη μέρα μετά από μεθύσι. Αυτό που μετράει πάντα είναι η συνέχεια. Η μεγάλη εικόνα. Το αύριο…

Λοιπόν μάγκες…