MENU

34 ἔφη αὐτῷ ὁ ᾿Ιησοῦς· ἀμὴν λέγω σοι ὅτι ἐν ταύτῃ τῇ νυκτὶ πρὶν ἀλέκτορα φωνῆσαι τρὶς ἀπαρνήσῃ με. 35 λέγει αὐτῷ ὁ Πέτρος· κἂν δέῃ με σὺν σοὶ ἀποθανεῖν, οὐ μή σε ἀπαρνήσομαι. ὁμοίως δὲ καὶ πάντες οἱ μαθηταὶ εἶπον».

Λίγο πριν τη σύλληψή του, ο Ιησούς μιλά στους μαθητές του και προβλέπει τον διασκορπισμό τους μετά τη σταύρωση. Στον δε αγαπημένο του Πέτρο, ο οποίος ωρύεται μέχρι την ύστατη ώρα ότι δεν πρόκειται ποτέ να τον εγκαταλείψει, να τον προδώσει, εξηγεί ότι θα το κάνει και μάλιστα τρεις φορές, πριν καλά καλά ξημερώσει. Μάλλον γιατί ήξερε καλύτερα απ' όλους την ανθρώπινη φύση...

Σύμφωνα με τις Γραφές, μετά την Ανάσταση, ο Ιησούς που είχε... επιβεβαιωθεί για όσα προέβλεψε, όταν μίλησε για πρώτη φορά στον Πέτρο, δεν τον ρώτησε αν τώρα τον πίστευε. Αυτό που τον ρώτησε ήταν το εξής απλό: «μ' αγαπάς;».

Ο Πέτρος που νικήθηκε από την ανθρώπινη υπόστασή του, όταν πια όλα είχαν τελειώσει, ήξερε πόσο αγαπούσε τον Ιησού και τί έπρεπε να κάνει – να διαδώσει το μήνυμά του. Η ιστορία αυτή των τριών αρνήσεων ήρθε σχεδόν ακαριαία στο μυαλό, όταν ο επίγειος Θεός του ποδοσφαίρου έφυγε από κοντά μας το απόγευμα της Τετάρτης. Τώρα που ο Ντιέγκο εγκατέλειψε τα εγκόσμια, όλοι εμείς που αγαπάμε το ποδόσφαιρο -αρνητές και μη- βαθιά μέσα μας, ξέρουμε τί πρέπει να κάνουμε. Είτε... πιστεύουμε, είτε όχι, τον συμπαθούσαμε ή τον αντιπαθούσαμε, με όλα τα καμώματα, τα πάθη και τα λογής κουσούρια του, είτε τον θεωρούσαμε κορυφαίο όλων των εποχών ή όχι, πλέον άπαντες πρέπει να τον τιμήσουμε και να διαδώσουμε το μήνυμά του.

Θεός και Διάβολος μαζί, γιν και γιανγκ. Όπως ο ίδιος είχε πει λίγα λεπτά αφότου η Αργεντινή του είχε προκριθεί στο τσακ στο Μουντιάλ του 2010 «...εγώ δεν ήμουν ποτέ γκρι, ήμουν πάντα άσπρο-μαύρο». Με μια ζωή εντός και εκτός γηπέδου γεμάτη αντιφάσεις, γεμάτη αντιθέσεις και λεπτές ισορροπίες που συνήθως ο ίδιος φρόντιζε να διαλύσει ολοκληρωτικά, όπως έκανε και με τις αντίπαλες άμυνες. Ταυτόχρονα όμως, αυτό που μένει για έναν άνθρωπο που αποτέλεσε τον πρώτο απόλυτο Θεό αυτής της παράξενης θρησκείας χωρίς απίστους είναι το ένα, εξής απόλυτο συναίσθημα: η αγάπη. Η αγάπη για το σπορ. Η αγάπη για τη μπάλα που παίξαμε όλοι μας στον πεζόδρομο με το 10 στην πλάτη.

Αλλά όχι μόνο. Η αγάπη για όλα όσα μπορεί να πετύχει ένα φτωχόπαιδο από το Μπουένος Άιρες, στηριζόμενο μόνο στο θεϊκό ταλέντο του. Μόνο στα πόδια του. Ψέματα. Μόνο στο αριστερό πόδι του! Η αγάπη για όλα τα συναισθήματα που μπορεί να προκαλέσει αυτό το μαγικό σπορ και που μπορεί να συσσωρευθούν σε ένα κορμί ύψους 1,65 με διαχρονική υποψία μπάκας και ατημέλητη χαίτη. Η αγάπη για όλα όσα είδαν από αυτόν οι πιστοί του και πίστεψαν ότι αυτός ο θεός της μπάλας, αυτό το απόλυτο φαινόμενο που βρέθηκε στην κορυφή του κόσμου, στο τέλος της ημέρας ήταν και είναι ένας από αυτούς. Ένας από εμάς. Ένας Θεός που συμφώνησε με τον Διάβολο ώστε να διατηρείται ισόποσα το εντός γηπέδου απόλυτο άσπρο και το εκτός γηπέδου απόλυτο μαύρο. ΟΚ, ίσως αυτό το... λευκό το αγάπησε τελικά πολύ και εκτός γηπέδου...

Ετούτος εδώ ο ταπεινός -υπογράφων- πιστός της στρογγυλής θεάς, είχε πάντα διαφορετικές ποδοσφαιρικές αγάπες. Όχι, ποτέ δεν ήταν φαν του Ντιέγκο. Ο Ολυμπιακός και η Εθνική Βραζιλίας ήταν οι πρώτες του. Αργότερα ήρθαν και άλλες δύο κυρίες να μπουν για πάντα στην καρδιά του: η Μπαρτσελόνα και η Λίβερπουλ. Πάντα όμως, στο δικό του μυαλό, ξεχώριζε η μία αγάπη για ένα ποδόσφαιρο που συνδυάζει το θέαμα με το αποτέλεσμα, αλλά δεν θυσιάζει ποτέ το πρώτο για χάρη του δεύτερου.

Για μένα ήταν πάντα ο Μαραντόνα. Ποτέ ο Ντιέγκο. Πραγματικά δεν ξέρω γιατί. Ίσως γιατί ο ίδιος πάντα επένδυε σε αυτή την επιμελώς κατασκευασμένη εικόνα του επαναστάτη που ωστόσο οι πράξεις του σπανίως υποστήριξαν. Η κόκα, το ποτό, οι γυναίκες, τα... φλερτ με τη Μαφία, η μόνιμη εγκατάσταση στα δικαστήρια, δεν σε κάνουν επαναστάτη. Σε κάνουν απλά έναν κακομαθημένο νεόπλουτο που αν δεν ήταν ο κορυφαίος σε αυτό που κάνει και ίνδαλμα εκατομμυρίων -για αυτό που κάνει- λογικά θα μπαινόβγαινε στη φυλακή με τη συχνότητα που μπορούσε να μπαινοβγαίνει στις αντίπαλες περιοχές και... όχι μόνο. Ίσως πάλι γιατί θεωρώ ότι ο αθλητής με το Χ ταλέντο, οφείλει να δουλέψει ισόποσα για να γίνει η καλύτερη εκδοχή του εαυτού του. Να γίνει ο Τζόρνταν ή ο Κόμπι. Ο Φέντερερ, ο Ναδάλ ή ο Τζόκοβιτς. Ο Σένα, ο Σουμάχερ ή ο Χάμιλτον. Γιατί αν δεν το κάνει, τότε θα ασεβεί, θα απογοητεύει και ταυτόχρονα θα κοροϊδεύει όλους όσους δεν είχαν την τύχη να διαθέτουν ούτε μια τρίχα από το ταλέντο του.

Ο Μαραντόα πέτυχε ό,τι πέτυχε στην ιστορία του ποδοσφαίρου, του αθλητισμού, χωρίς πρακτικά να έχει δουλέψει ούτε μία στιγμή στη ζωή του περισσότερο από όσο τον ανάγκαζαν. Και εκεί, συνήθως κορόιδευε... Ίσως πάλι δεν χρειαζόταν να κάνει τίποτα περισσότερο -και γι αυτό θα παραμείνει για πάντα αυτό το απόλυτο, μοναδικό ποδοσφαιρικό φαινόμενο. Ίσως γι αυτό ακριβώς έγινε αυτός που έγινε και αγαπήθηκε όσο αγαπήθηκε... Ίσως όλα έγιναν ακριβώς όπως έπρεπε να γίνουν, ώστε όλοι οι άπιστοι τώρα να πιστέψουν στο μήνυμά Του.

Ίσως τώρα κι εγώ, όπως και όλοι οι υπόλοιποι αρνητές, φτάσαμε στο σημείο να παραδεχθούμε. Ίσως κι εγώ λοιπόν όλα αυτά τα χρόνια να ήμουν εν αγνοία μου... φορέας αυτής της αρχαιοελληνικής μ@λ@κίας που χτυπά ειδικά το συνάφι μου: πάντα πρέπει να ξεχωρίζεις και αν παραδέχεσαι το απολύτως προφανές, τότε θα είσαι σαν όλους τους άλλους.

Ο συγκεκριμένος... ιός αποτελεί πανδημία εδώ και δεκαετίες στο αθλητικό ρεπορτάζ, όπου η «άποψή μας» πρέπει να είναι διαφορετική από τις συνηθισμένες, μπας και αισθανθούμε λίγο περισσότερο ξεχωριστοί. Λίγο καλύτεροι. Παρότι πάντα προσπαθώ επιμελώς να αποφύγω αυτή την κολλητική ασθένεια, αυτή την ανθρώπινη ανάγκη για να ξεχωρίζεις ασχέτως του πώς θα ξεχωρίζεις, ίσως το θέμα του Μαραντόνα να ήταν ο δικός μου κρυπτονίτης.

Στην αιώνια κουβέντα για τον κορυφαίο όλων των εποχών, παραδέχομαι ότι πάντα κάτι με χαλούσε όταν ο απέναντι μου αράδιαζε ποδοσφαιρικά επιχειρήματα για τον «Θεό Ντιέγκο». Μπορεί έχοντας στην άκρη της συνείδησής μου όλα όσα περιέγραψα παραπάνω, κατά καιρούς αράδιαζα τα ονόματα άλλων μεγάλων Προφητών της στρογγυλής θεάς και τα αντίστοιχα επιχειρήματα. Πελέ. Κρόιφ. Μπεστ. Ζιντάν. Ακόμη και Μέσι. Ποτέ όμως Ντιέγκο. Σαν άλλος Πέτρος όμως, στο τέλος της ημέρας γνώριζα αυτό το συναίσθημα. Αυτό το ένστικτο. Γιατί όσο κι αν αρνείσαι την πραγματικότητα, βαθιά μέσα σου ξέρεις.

Αν το ποδόσφαιρο είναι αυτή η μία θρησκεία που ενώνει όλους τους ανθρώπους, τότε ο Ντιέγκο Μαραντόνα έφυγε μετά από τα δικά Του μαρτύρια 33 ετών... Τριάντα-τρία χρόνια -και κάτι- από το σημείο που η Γένεσις πήρε σάρκα και οστά στον χωροχρόνο, μετά από εκείνο το Μουντιάλ κατά το οποίο εξυψώθηκε, αποθεώθηκε και ξέφυγε για πάντα από τα στενά όρια του ποδοσφαιριστή, του ανθρώπου, του θρύλου, μετά από μια ζωή που πάντα ακολουθούσαν σαν σκιά εκείνες οι 30 μέρες στα γήπεδα του Μεξικού, ο ποδοσφαιρικός Θεός όλων μας, πήρε τη θέση του στην αιωνιότητα.

Τώρα πια, στο τέλος, όσες φορές κι αν Τον έχεις αρνηθεί, ακόμη κι αν ποτέ δεν Τον πίστεψες σαν φανατικός μαθητής του, μπορείς πια να το δεις πιο καθαρά από ποτέ.

Και τώρα είναι που μπορείς επιτέλους να Τον αγαπήσεις.

Όσες φορές κι αν Τον αρνηθείς...