MENU

Στις 5 Νοεμβρίου 2016, σε ηλικία 63 ετών, ο Ανδρέας Βγενόπουλος, ο άνθρωπος στον οποίο αποδίδεται η φράση «εκατομμύρια πράσινες καρδιές», έφυγε από τη ζωή, προδομένος από τη δική του καρδιά. Επίσημη αιτία θανάτου: ανακοπή. Για εμένα πρόκειται για «δολοφονία», και μάλιστα στυγνή. Γιατί, στην ουσία, ο παλιός ξιφομάχος του Παναθηναϊκού «έσβησε» εξαιτίας της ψυχολογικής πίεσης που δεχόταν σε καθημερινή βάση από όσους ήθελαν να τον πλήξουν. Δικαστήριο, όμως, δεν πρόκειται να γίνει (επειδή, ακόμα και o νεκρός, Ανδρέας Βγενόπουλος, ήταν ικανός να κερδίσει και αυτό) και οι ένοχοι ή οι ηθικοί αυτουργοί θα παραμείνουν ατιμώρητοι, όπως συμβαίνει, σχεδόν πάντοτε, σε αυτό το σαθρό κράτος, του οποίου έχουμε την ατυχία να λεγόμαστε πολίτες. Υπό άλλες συνθήκες, ο θάνατος ενός επιχειρηματία του βεληνεκούς του Ανδρέα Βγενόπουλου θα με άφηνε παγερά αδιάφορο. Ο Mr. Mig, όμως, δεν ήταν απλώς ένας μεγαλοεπιχειρηματίας, τουλάχιστον για τον γράφοντα. Και φαντάζομαι για πολλούς ακόμα, οι οποίοι αγαπούν τον Παναθηναϊκό με τον ίδιο τρόπο που το έκανε ο Βγενόπουλος.

 Τι ήταν, λοιπόν, ο Ανδρέας Βγενόπουλος για να μας λυπεί ο αδόκητος χαμός του το 2016 και να τον μνημονεύουμε, ακόμα και σήμερα;

 Κατ’ αρχάς, ήταν αθλητής του Παναθηναϊκού. Και μόνο για αυτήν την ιδιότητά του η θλίψη είναι δικαιολογημένη. Δεν υπήρξε, όμως, απλός αθλητής αλλά πρωταθλητής συνάμα. Με τα χρώματα ΜΟΝΟ του Παναθηναϊκού Αθλητικού Ομίλου, μεταξύ 1964 και 1982, κατέκτησε ένα τσουβάλι μετάλλια, ενώ, παρέα με τους συναθλητές του, Γιάννη Ιωαννίδη, Κώστα Τσάμη, Παναγιώτη Ντουράκο, Ιωάννη, Δημήτρη και Μάρκο Χατζησαράντο κ.ά., χάρισε δεκάδες πανελλήνιους ομαδικούς τίτλους στο σύλλογο, καθιστώντας τον πρωταγωνιστή, επί μία εικοσαετία, στο ευγενές άθλημα της ξιφασκίας. Συμμετείχε με επιτυχία σε Παγκόσμια Πρωταθλήματα, Μεσογειακούς και Βαλκανικούς Αγώνες, Πανεπιστημιάδες και διεθνή τουρνουά, αποκορύφωμα, όμως, της λαμπρής αθλητικής του καριέρας, ήταν η παρουσία του στους Ολυμπιακούς Αγώνες του 1972, στο Μόναχο. Στην εν λόγω διοργάνωση, την ελληνική ξιφασκία εκπροσώπησαν τρεις αθλητές, όλοι του Παναθηναϊκού: ο Ανδρέας Βγενόπουλος στο ξίφος μονομαχίας και ασκήσεως, ο Παναγιώτης Ντουράκος στο ξίφος μονομαχίας και ο Γιάννης Χατζησαράντος στη σπάθη. Εάν δεν έσπαγε το ξίφος του, ίσως ο Ανδρέας Βγενόπουλος να είχε χαρίσει κάποια διάκριση στη χώρα μας, σε εποχές ιδιαίτερα δύσκολες για εθνικές επιτυχίες.

Είθισται, πολλοί φίλοι του Παναθηναϊκού, να λένε «γεννήθηκα και μεγάλωσα στη Λεωφόρο» ή πέριξ αυτής, ως ένδειξη έμφυτης «παναθηναϊκότητας». Πόσοι, όμως, μπορούν να το υποστηρίξουν στην πράξη και όχι χαριτολογώντας; Ένας εξ αυτών, σίγουρα, ήταν ο Ανδρέας Βγενόπουλος, στον οποίο το συγκεκριμένο moto έβρισκε πιστή εφαρμογή. Ο άλλοτε μεγαλομέτοχος της Π.Α.Ε. Παναθηναϊκός κατοικούσε πίσω ακριβώς από τη θύρα 13, στην πολυκατοικία που κάποτε στεγαζόταν ο κινηματογράφος «Αρζεντίνα» (εκεί προβλήθηκε για πρώτη φορά η περίφημη ταινία του Φριτς Λανγκ, «Ο Τάφος του Ινδού», απ’ όπου θρυλείται ότι προέκυψε το παρατσούκλι του κλειστού «Παύλος Γιαννακόπουλος»), η οποία βρίσκεται στη γωνία της λεωφόρου Αλεξάνδρας (στον αριθμό 158) με την οδό Παναθηναϊκού. Την περίοδο 1970-71, στην αξέχαστη πορεία του Τριφυλλιού προς τον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών Ευρώπης, ένα πανό στο οποίο αναγραφόταν «Ημίθεε Δομάζο, οδήγησέ μας στο Γουέμπλεϋ» δέσποζε σε ένα από τα μπαλκόνια που είχε όψη προς το γήπεδο. Ήταν της οικογένειάς του. Τέσσερα, περίπου, χρόνια νωρίτερα (1967), ο 14χρονος Ανδρέας, με την αδερφή του Ρένα και τον συνονόματο παππού του, ο οποίος υπήρξε σημαντική μορφή για τον Παναθηναϊκό και το αθηναϊκό ποδόσφαιρο, στόλισε το αυτοκίνητο της οικογένειας με τριφύλλια και όλοι μαζί μετέβησαν στο Μόναχο, προκειμένου να υποστηρίξουν την «πράσινη» ποδοσφαιρική ομάδα, στον αγώνα εναντίον της Μπάγερν.

 Σε ηλικία μόλις 11 ετών, αποφάσισε να γράψει ένα ποίημα για τον Παναθηναϊκό και να το αποστείλει στα «Παναθηναϊκά Νέα». Το ποίημα είχε προφητικό τίτλο: «Ενωθείτε». Χρησιμοποιώντας άψογα την ελληνική γλώσσα, σε βαθμό να υποψιάζεται κανείς ότι το ποίημα αυτό το έγραψε κάποιος ενήλικος, έδειξε ότι ένα μεγάλο ταλέντο στη ρητορική άρχισε να ξεπροβάλλει από πολύ νωρίς. Μετέπειτα, η μοίρα τον αξίωσε να γίνει ένας λαμπρός δικηγόρος...

 Στο πατρικό σπίτι του μπαινόβγαιναν ποδοσφαιριστές του Παναθηναϊκού για να συναντήσουν και να συνομιλήσουν με τον παππού ή τον πατέρα του. Ο δεύτερος, φημιζόταν για τις καυστικές επιστολές υπεράσπισης του συλλόγου, τις οποίες δημοσίευε η Αθλητική Ηχώ. Το... πράσινο μήλο κάτω από τη μηλιά... Όπως αποκάλυψε, πρόσφατα, στον γράφοντα η αδερφή του Ανδρέα, Ρένα Βγενοπούλου, «Ο Ανδρέας δεν έγινε Παναθηναϊκός, αλλά γεννήθηκε. Ακόμα κι όταν ήταν λίγων ημερών, την κούνια του στόλιζαν πράσινα τριφύλλια!».

 Αυτή η μικρή αναδρομή, στα παιδικά και νεανικά χρόνια του άλλοτε αφεντικού της MIG, έχει σκοπό να αποδείξει ότι ο Ανδρέας Βγενόπουλος ήταν παθολογικά «άρρωστος» με τον Παναθηναϊκό και δεν αποσκοπούσε σε επιχειρηματικά οφέλη, όπως πολλοί υποστήριξαν, από τη στιγμή που επανεμφανίστηκε επισήμως στα παναθηναϊκά τεκταινόμενα, το 2008 (γιατί στο γήπεδο δεν έπαψε ποτέ να δίνει το «παρών»). Τότε, όντας πανίσχυρος οικονομικά, αποφάσισε να βοηθήσει το σύλλογο, συστήνοντας την Π.Ε.Κ. (Παναθηναϊκή Ενωτική Κίνηση). Χιλιάδες τόνοι μελάνι έχουν χυθεί και θα χυθούν για τις ημέρες της πολυμετοχικότητας και τι οδήγησε στη διάλυσή της. Ίσως, μόνο ο ιστορικός του μέλλοντος μπορεί να κρίνει με αντικειμενικά κριτήρια αν το εγχείρημα του Ανδρέα Βγενόπουλου ήταν λυτρωτικό ή καταστροφικό για τον Παναθηναϊκό και αν η πραγματική οικονομική και αγωνιστική καθίζηση προήλθαν από τη διοίκηση Πατέρα ή τις μεταγενέστερες διοικήσεις Κωνσταντόπουλου, Γόντικα και Αλαφούζου. Προσωπικά, έχοντας ζήσει και μελετήσει ενδελεχώς κάθε λεπτομέρεια, κάθε πτυχή της εποχής 2008-2012, όσον αφορά πρόσωπα και πράγματα, έχω σχηματίσει πλήρη άποψη, η οποία δεν αλλάζει. Επιτρέψτε μου να μην επεκταθώ. Δεν υπάρχει και λόγος να ξύνουμε πληγές που ακόμα πονάνε. Και πονάνε πολύ... Μόνο μια φράση on camera του Ανδρέα θα ήθελα να επαναφέρω στις μνήμες όλων των αγνών Παναθηναϊκών. Ειπώθηκε έπειτα από έναν ισόπαλο (1-1) αγώνα πρωταθλήματος του Παναθηναϊκού, στις 31 Ιανουαρίου 2010, απέναντι στην Α.Ε.Κ.: «Το πρωτάθλημα θα το πάρουμε, θέλουνε-δεν θέλουνε, όποιοι και αν είναι αυτοί, είτε είναι Ολυμπιακοί είτε μισοί Παναθηναϊκοί»...
 

Σε μια κοινωνία που αποθεώνει, ή ακόμα και ψηφίζει, διεφθαρμένους παράγοντες και ανέχεται αδίστακτους απατεώνες, ο Ανδρέας Βγενόπουλος δεν είχε καμία θέση. Κάποιοι λένε ότι, ως επιχειρηματίας, ο Βγενόπουλος υπήρξε «killer». Το πιθανότερο είναι ότι έχουν δίκιο. Ως άνθρωπος, όμως, ήταν ευαίσθητος, αγαπούσε τα απλά πράγματα της ζωής και απέφευγε, όπως ο διάολος το λιβάνι, τα «φώτα». Με τη σύζυγό του, Ρίτα (Αρετή) Σουβατζόγλου, είχε πλούσιο φιλανθρωπικό έργο, μέσω των εταιρειών του, το οποίο ελάχιστοι γνωρίζουν. Κάθε Τρίτη, δεκάδες φορτηγά γεμάτα τρόφιμα έφευγαν με προορισμό άπορες οικογένειες. Ο ίδιος είχε δώσει ρητή εντολή να μη διαρρεύσει πουθενά. Βοήθησε, επίσης, πολύ κόσμο, παρέχοντάς του δωρεάν περίθαλψη στο νοσοκομείο «Υγεία», ενώ στήριξε οικονομικά, παλαιμάχους ή εν ενεργεία, αθλητές του Παναθηναϊκού. Άλλοι χρησιμοποιούν τη φιλανθρωπία ως καμουφλάζ, προκειμένου να καλύψουν τις παράνομες δραστηριότητές τους και άλλοι ως μέσο προβολής και διαφήμισης. Όχι ο Ανδρέας Βγενόπουλος...

 Έκανε λάθη; Φυσικά και έκανε. Όλοι κάνουν. Ωστόσο, το μεγαλύτερο λάθος του ήταν το εξής: ήταν αρκετά έντιμος, ή, τουλάχιστον, όχι τόσο ανέντιμος, ώστε να αντιμετωπίσει με επιτυχία ένα διεφθαρμένο πολιτικό, μιντιακό και αθλητικό σύστημα. Το γεγονός ότι ποτέ δεν αγόρασε ή εξαγόρασε κάποιο Μέσο ενημέρωσης ή δεν ενεπλάκη, άμεσα ή έμμεσα, με την πολιτική, είναι η πιο τρανταχτή απόδειξη για το ποιόν του Βγενόπουλου. Δεν αποπειράθηκε ποτέ να λαδώσει ή να κλέψει και -σύμφωνα με δική του μαρτυρία- «στην εφορία δηλώνω τα πάντα». Στον επαγγελματικό περίγυρό του δεν υπάρχει ούτε ένας άνθρωπος, ο οποίος να έχει κάτι κακό να του προσάψει. Μέχρι και σήμερα, υφιστάμενοί του ή ακόμα και απλοί υπάλληλοι, οι οποίοι εργάστηκαν υπό την εργοδοτική του εποπτεία, πίνουν νερό στο όνομά του και μιλούν για μια ξεχωριστή σχέση, τόσο σε επαγγελματικό όσο και σε ανθρώπινο επίπεδο. Ο ίδιος αντάλλασσε χειραψία με όλους, ανεξαρτήτως ιδιότητας ή θέσης.

 Οι τέσσερις νεκροί της Marfin (θα πλανάται πάντοτε η απορία αν ήταν στοχευμένη επίθεση για να πλήξει τον ίδιο), η υπόθεση της Κύπρου και όσα του απέδιδαν οι ενδοπαναθηναϊκοί αντίπαλοί του τον κατέβαλαν σε τέτοιο βαθμό, που σταδιακά εξαφανίστηκε από τον Παναθηναϊκό και την κοινωνία γενικότερα, μειώνοντας παράλληλα τις τηλεοπτικές ή τις δημόσιες εμφανίσεις του. Ο ίδιος απομονώθηκε, θέτοντας ως στόχο ζωής να αποδείξει την αθωότητά του και το αβάσιμο των κάθε λογής κατηγοριών που του επιρρίπτονταν. Δυστυχώς, παρά το γεγονός ότι, στη συντριπτική πλειονότητα των δικαστικών υποθέσεών του, εξήλθε θριαμβευτικά νικητής, στον σημαντικότερο αγώνα, αυτόν της ζωής, ηττήθηκε. Και η τελευταία αντίσταση του οργανισμού του κάμφθηκε, μια ημέρα σαν τη σημερινή.

 Η κοινωνία, μέρος της οποίας αποτελεί και ο Παναθηναϊκός, δεν θέλει Βγενόπουλους, δηλαδή «κακά σπυριά» που χαλάνε την πιάτσα. Δεν τους χωνεύει με τίποτα, δεν τους γουστάρει, βρε αδερφέ, έχει αλλεργία με δαύτους. Ο Ανδρέας Βγενόπουλος ταρακούνησε το σύστημα, ενόχλησε πανίσχυρα «τζάκια» που καταδυναστεύουν μονοπωλιακά τη χώρα, εδώ και δεκαετίες. Τόλμησε να πάει κόντρα στο κατεστημένο, μη διστάζοντας ακόμα και να μπει στη Βουλή των Ελλήνων, ξεστομίζοντας, στους εμβρόντητους πολιτικούς, πράγματα τα οποία κανένας έως τότε δεν είχε επιχειρήσει να πει.

 Σε παναθηναϊκό επίπεδο, ο Βγενόπουλος μας άνοιξε τα μάτια. Με την επιβλητική παρουσία και το ακαταμάχητο λέγειν του έκανε τη σπίθα πυρκαγιά, δίνοντάς μας το έναυσμα να βγούμε 35.000 άνθρωποι, μέρα μεσημέρι, στο κέντρο της Αθήνας, και να διεκδικήσουμε αυτό που μας αναλογεί ως σύλλογος. Επειδή, όμως, η πολυσχιδής προσωπικότητά του δεν περιοριζόταν σε ποδοσφαιρικά στεγανά, μπήκε στη «μαύρη λίστα» και «επικηρύχτηκε». Σκεφτείτε το εξής: εάν μπορούσε να βγάλει στους δρόμους 35.000 ανθρώπους, για έναν ποδοσφαιρικό σύλλογο, πόσους απλούς πολίτες θα μπορούσε να ωθήσει σε υπαίθρια διαμαρτυρία, μιλώντας για αδιαφανείς διαδικασίες, οικονομικοπολιτικά σκάνδαλα και ανίερες συμμαχίες/συμφωνίες, δίχως να αποκρύπτονται ονόματα και διευθύνσεις;
 Και ξαφνικά, ο Βγενόπουλος «διέλυσε τη χώρα, γέμισε με χρέη μια Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρεία, ήταν λαμόγιο, ρίψασπις, αλεξιπτωτιστής». Έτσι έμαθαν του Έλληνα να λέει. Το διάβασε στα «έγκυρα» και «ανερυθρίαστα» Μ.Μ.Ε., άλλωστε. Άρα, έτσι θα ήταν...

 Τα χρήματα σε κάνουν άπληστο. Σε διαφθείρουν, μεταβάλλουν την προσωπικότητά σου, αλλοιώνουν το χαρακτήρα σου, σε μετατρέπουν δέσμιό τους. Κάποτε διάβασα μια ιστορία για ένα ζάπλουτο επιχειρηματία, στο εξωτερικό, ο οποίος ζήτησε, όταν ταφεί, να ανοίξουν ένα τόσο μεγάλο λάκκο, ώστε να χωρέσει, μαζί με τη σορό του, η αγαπημένη του -και πανάκριβη- Bentley (αν και, όπως αποκαλύφθηκε αργότερα, το έκανε για συμβολικούς σκοπούς, θέλοντας να περάσει κάποιο μήνυμα στους ζώντες). Ο Ανδρέας Βγενόπουλος, από την άλλη, όπως έμαθα σχετικά πρόσφατα, ζήτησε, στο τελευταίο του «ταξίδι», να πάρει κάτι πολύ πιο απλό. Το αγαπημένο του πράσινο κασκόλ...

 Το όραμα που είχες για τον αγαπημένο μας σύλλογο δεν βρήκε τους συμμάχους που περίμενες. Επιπροσθέτως, γέννησε εχθρούς που ούτε εσύ φανταζόσουν. Πώς να ευοδωθεί υπ' αυτές τις συνθήκες;

 Σε ευχαριστούμε για όσα μας χάρισες και όσα ακόμα θα μας χάριζες, αν σε άφηναν. Σε έναν ιδεατό παναθηναϊκό κόσμο, όπου η άδολη αγάπη για τον Όμιλο θα υπερίσχυε έναντι κάθε προσωπικής φιλοδοξίας ή οικονομικού συμφέροντος, αυτό που είχες κάποτε δηλώσει θα ήταν θέμα χρόνου, αργά ή γρήγορα, να συμβεί: «Και να ξέρετε ότι μαζί θα σηκώσουμε το πρώτο ευρωπαϊκό, αγκαλιά στη θύρα 13»...

 ΥΓ.: Από την άδεια Λεωφόρο των 3.000 θεατών φτάσαμε στα εξής: στο ακατάρριπτο ρεκόρ όλων των εποχών, στα εισιτήρια διαρκείας, την περίοδο 2010-11, με 33.091 κομμάτια. Σε προκρίσεις και νίκες έναντι φημισμένων ομάδων όπως η Ίντερ του Μουρίνιο, η Βέρντερ Βρέμης και η Ρόμα. Σε νταμπλ έπειτα από έξι χρόνια, αποδίδοντας πολύ καλό ποδόσφαιρο. Στην απόκτηση ποδοσφαιριστών διεθνούς αξίας, όπως οι Τζιμπρίλ Σισέ, Ζιλμπέρτο Σίλβα κ.ά. Σε συσπείρωση, ενθουσιασμό και αίσθημα υπεροχής, με χιλιάδες μικρά παιδιά να κυκλοφορούν, φορώντας φανέλα με το όνομα του Σισέ. Σε επιτυχή καταπολέμηση του παρασκηνίου, το οποίο, επί χρόνια, ξέσκιζε τις σάρκες του Παναθηναϊκού. Στην απονομή ισονομίας στο πρωτάθλημα και τέλος, στην αποχώρηση του προέδρου του Ολυμπιακού, όταν η ομάδα του τερμάτισε στην πέμπτη θέση της βαθμολογίας. 

Τραγικό, δεν νομίζετε;

Αν ζούσε ο Ανδρέας Βγενόπουλος...