MENU

Πιστεύεις στην μοίρα; Πιστεύεις πως κάπου στο σύμπαν υπάρχει ένα αόρατο χέρι που μας έχει δεμένους με αόρατες κλωστές και μας κλωθογυρίζει σαν μαριονέτες; Πιστεύεις ότι το σενάριο της ζωής μας είναι προδιαγεγραμμένο; 

Εκείνο το πρωί, πήγε αργοπορημένος στην σχολή, βάδιζε πια στο δεύτερο έτος στο Οικονομικό πανεπιστήμιο. Δεν τόλμησε να χτυπήσει την πόρτα και να μπει μέσα. Το ίδιο και εκείνη. Γνωρίστηκαν στον διάδρομο, όταν πήγε απλώς να… κοιτάξει έξω από το παράθυρο. Σήμερα, είναι ακόμα με την Άννα-Μαρία, έγιναν γονείς, τώρα έχουν ήδη τέσσερα εγγόνια από τον Ματέι και την Μαριλού. 

Λέει πως είναι σαν… 30 γυναίκες μαζί. Αλλάζει μαλλιά συνεχώς, αλλάζει λουκ, αλλάζει ρόλους, μία πολυσχιδής προσωπικότητα, την οποία ακόμα δεν έχει αποκρυπτογραφήσει στην ολότητά της: «Δεν ξέρω αν είναι όμορφη, αλλά είναι ένας συναρπαστικός άνθρωπος. Μαζί της έχω περάσει 33 χρόνια γεμάτα αδρεναλίνη». Το αντίβαρό του. Η ισορροπία του.

Πιστεύει στο ταλέντο, την δουλειά, την τύχη, αλλά πάνω από όλα πιστεύει στην ανθρώπινη ευφυΐα. Την θεωρεί το πολυτιμότερο «όπλο» για κάθε κατάσταση. Ωστόσο, όταν το όριο της ανθρώπινης ευφυΐας εξαντλείται, έχει ανάγκη να πιαστεί από κάτι άλλο, κάτι άυλο, ανεξήγητο. 

Παραδέχεται ότι είναι προληπτικός. Ακόμα κι αυτό όμως είναι προϊόν παρατήρησης, ανάλυσης, σκέψης: «Είναι κάτι που ξεκίνησε όταν ήμουν προπονητής στην Ραπίντ. Άρχισα να συνδυάζω κάποιες νίκες μας, με κάτι που φορούσα.  Το παλτό μου. Τα γάντια μου. Τον σκούφο. Μετά άρχισα να κάνω πράγματα με τον ίδιο τρόπο. Η συνέντευξη τύπου πάντα έπρεπε να ξεκινάει στις 2:00 και εγώ να αργώ σε κάθε μία 10 λεπτά να μπω στην αίθουσα». 

Καταλαβαίνεις πια, ότι θρυλικό σκουφί, σήμα-κατατεθέν του στον ΠΑΟΚ δεν γεννήθηκε, εδώ στην Ελλάδα. Υπήρχε εδώ και 20 χρόνια. Εμείς εδώ, απλώς, ξύνουμε την επιφάνεια μίας περσόνας. Αλήθεια, πόσο καλά, πόσα βαθιά τον ξέρεις;

Πιστεύει ότι κάτι υπάρχει μετά θάνατον. Δεν μπορεί να τελειώνει όλο έτσι. Αν υπάρχει μετενσάρκωση θα ήθελε να γεννηθεί ξανά ως Ράζβαν. Θα μπορούσε όμως να μην είχε υπάρξει Ράζβαν. Θα μπορούσαν να είχαν τελειώσει όλα νωρίς. Εκείνο το αόρατο χέρι που λέγαμε, τον πήρε από το χέρι και τον έστειλε στο σινεμά, μαζί με την μητέρα του την Νέλι.

Αν είχε μείνει στο δωμάτιο του εκείνο το φοβερό βράδυ της 4ης Μαρτίου του 1977, μπορεί να είχε καταπλακωθεί από τόνους τσιμέντου. Όταν γύρισε στο σπίτι είδε έναν ολόκληρο τοίχο να έχει λιώσει το κρεβάτι του. Αν ήταν εκεί… 

Ξέρουμε πολύ καλά τι θα είχε γίνει αν ήταν εκεί. Θα ήταν ένας ακόμα αριθμός που θα είχε προστεθεί στους 1578 νεκρούς, που άφησε πίσω του ο φονικός σεισμός των 7,4 Ρίχτερ, με επίκεντρο το Βουκουρέστι, που ισοπέδωσε την ρουμανική πρωτεύουσα.

Το ρολόι σταμάτησε στις 21:22. Ήταν 8 ετών και μόλις είχε βγει από το σινεμά. Νόμιζε ότι στα μάτια του γυριζόταν η συνέχεια της ταινίας που μόλις είχε δει, έβλεπε παντού ερείπια, ένα σύννεφο σκόνης, άκουγε κλάματα και οδυρμούς, έβλεπε κόσμο να τρέχει αλλόφρων στους δρόμους: «Νόμιζα ότι αυτό που γινόταν γύρω μου ήταν σκηνές από την ταινία. Ξαφνικά είδα ανθρώπους να τρέχουν, να ουρλιάζουν. Ήταν το απόλυτο χάος. Ξαφνικά ζούσα σε έναν άλλο τρελό κόσμο».

Το Βουκουρέστι ήταν πια γεμάτο πληγές. Το ίδιο και η ψυχή της κυρίας Νέλι. Δεν ήθελε, δεν άντεχε να  μεγαλώσει το παιδί της εκεί, ο Εγκέλαδος είχε αλλάξει την ζωή της οικογένειας μέσα σε ένα δευτερόλεπτο. Τουλάχιστον, όμως, ήταν ζωντανοί. Και μπορούσαν να χτίσουν ξανά από την αρχή.

Ναι, αλλά ο πατέρας δεν ήταν ένας οποιοσδήποτε εργαζόμενος, που θα μπορούσε να μαζέψει τα μπογαλάκια του και να μετακομίσει έτσι απλά. Ήταν ο Μίρτσεα. Ο αέρινος εξτρέμ, ο ρέκορντμαν συμμετοχών στην Εθνική Ρουμανίας, το σύμβολο της Ντινάμο Βουκουρεστίου, στην οποία έπαιζε για 14 χρόνια. Κι όλα αυτά, σε μία απόλυτα αποστειρωμένη εποχή από το καθεστώς Τσαουσέσκου, στην οποία οι ποδοσφαιριστές έπαιρναν θεϊκές διαστάσεις, στην λαϊκή συνείδηση.

Η οικογένεια ρίζωσε στην καρδιά της Τρανσυλβανίας στην επαρχιακή πόλη Χουνεντοάρα, στα νοτιοδυτικά της χώρας, περίπου 400 χιλιόμετρα μακριά από το Βουκουρέστι. 

Μία πόλη χωρίς σεισμική δραστηριότητα, βουτηγμένη στο πράσινο, τον καθαρό αέρα και την απόλυτη ηρεμία. 

Επέλεξαν να μείνουν στο ενοίκιο σε ένα δυάρι κοντά στην πλατεία Φλοριλόρ, σε ένα συγκρότημα κατοικιών, όπου διέμεναν κι άλλοι αθλητές. Οι γείτονες τους θυμούνται ως μια ήρεμη συνηθισμένη οικογένεια που δεν είχε τουπέ, ύφος ή τον αλαζονικό αέρα που έχουν οι σταρ. 

Ο Μίρτσεα -στα 32 του- επέλεξε να παίξει στην άσημη τοπική Κορβινούλ, μετά από δύο χρόνια του προτάθηκε να γίνει παίκτης - προπονητής, με την απαράμιλλη ποιότητά του ξεχώριζε σαν την μύγα μες το γάλα. 

Ήταν το είδωλο του γιου του. Η πιο παλιά του ανάμνηση είναι να χαστουκίζει την τηλεόραση σε ηλικία τεσσάρων ετών, όταν τον είδε για πρώτη φορά να παίζει μπάλα στο μικρό κουτί.

Ήταν κάτι σαν μασκότ. Όταν ρωτούσαν τον μικρό Ράζβαν τι θέλεις να γίνεις είχε δύο εναλλακτικές επιλογές: «Θέλω να γίνω είτε ποδοσφαιριστής είτε Πρόεδρος της Ρουμανίας», έλεγε με καμάρι. Κι όταν τον ρωτούσαν τον λόγο είχε την δική του απάντηση: «Για να μπορώ να στέκομαι προσοχή, όταν παίζει ο εθνικός ύμνος της Ρουμανίας για εμένα». Τα πρώτα ψήγματα της ηγετικής προσωπικότητας, που ανέπτυξε πολύ αργότερα.

Ο Μίρτσεα τον έπαιρνε συνέχεια μαζί του στις προπονήσεις. Στα εντός έδρας παιχνίδια τον είχε πολύ συχνά δίπλα του, για να πάρει μυρωδιά από το χορτάρι, από τους πάγκους, από το αληθινό ποδόσφαιρο.

Ο πρώτος χρόνος ήταν φρικτός. Εφιαλτικός. Ο Κορβινούλ έχασε μόλις ένα εντός έδρας παιχνίδι, αλλά πήρε μόλις έναν πόντο εκτός έδρας, με αποτέλεσμα να υποβιβαστεί στην δεύτερη κατηγορία. 

Λίγο μετά το τέλος του αγώνα που οριστικοποίησε τον υποβιβασμό, το μαινόμενο πλήθος περικύκλωσε τα αποδυτήρια με άγριες διαθέσεις. Οι παίκτες κλειδαμπαρώθηκαν μέσα. Το ίδιο και ο 10χρονος μικροκαμωμένος Ράζβαν. Ένα τρομαγμένο παιδί σε έναν αλλόκοτο κόσμο που δεν μπορούσε να καταλάβει.

Ο πατέρας του άνοιξε με θάρρος την πόρτα και βγήκε έξω να μιλήσει στον κόσμο. Δεν τον ρώτησε ποτέ τι τους είπε. Ξαφνικά, οι ύβρεις, οι απειλές, οι αποδοκιμασίες, οι κατάρες μετατράπηκαν σε επευφημίες, χειροκροτήματα, αποθέωση: «Μίρτσεα, μείνε μαζί μας». Τους πήγαν στο σπίτι στα χέρια, λες και είχαν κατακτήσει το πρωτάθλημα, τα μηνύματα που λάμβανε ο εγκέφαλος του ήταν εξαιρετικά πολύπλοκα. Εντυπώθηκαν μέσα του και τα αποκωδικοποίησε στην σωστή στιγμή. Ο κόσμος του ποδοσφαίρου είναι παράλογος.

Ο Μίρτσεα τους άκουσε. Έμεινε. Την επόμενη σεζόν την οδήγησε ξανά στην μεγάλη κατηγορία, όμως μετά από μία αδιάφορη εντός έδρας ήττα από την Σπορτούλ, ο κόσμος θεώρησε ότι το ματς ήταν στημένο, άρχισε πάλι τα λαϊκά δικαστήρια, με απειλές κατά πάντων. Ένα δυστοπικό, μα συνάμα, γοητευτικό περιβάλλον στα νιάτα ενός πιτσιρικά που άρχισε να διαπλάθει τον χαρακτήρα του και βίωνε όλα  αυτά από μέσα.

Άτυπα, ασυναίσθητα, άρχισε να λειτουργεί ως βοηθός προπονητή. Ήταν 12 ετών, όταν μετά το σχολείο σταμάτησε το απόγευμα μιας Πέμπτης σε ένα ζαχαροπλαστείο να πάρει ένα κέικ. Το μάτι του καρφώθηκε στο πατάρι. Εκεί, είδε ένα τραπέζι γεμάτο από παίκτες του πατέρα του. Έπιναν μπίρες, στις 4 το απόγευμα. Ξεφούρνισε το μυστικό στον πατέρα του, ο οποίος τους… τέντωσε για τα καλά στην επόμενη προπόνηση. Το Σάββατο, όταν πήγε στα αποδυτήρια, οι παίκτες της Κορβινούλ στρίμωξαν τον Ράζβαν σε μία γωνία και τάραξαν στις φάπες. 

Το να είσαι Λουτσέσκου δεν ήταν ποτέ εύκολη υπόθεση. Ήταν ευχή και κατάρα. Στο σχολείο, τα άλλα παιδιά έλεγαν ότι παίρνει καλούς βαθμούς εξαιτίας του ονόματος του πατέρα του. Ότι είναι περιζήτητος στα κορίτσια εξαιτίας της φήμης του μπαμπά.

Το άκουγε μια ζωή. Ότι παίζει ποδόσφαιρο με μέσον. Ότι είναι προπονητής επειδή ο μπαμπάς του στέλνει copy-paste τις τακτικές του. Στην αρχή, τον ενοχλούσε. Ήταν σαν μια βαριά σκιά, που τον έπνιγε σε κάθε του βήμα. Μετά, το συνήθισε. Απέκτησε ανοσία. Από κάποια στιγμή απέδειξε σε όλους πως είναι άλλος ο Μίρτσεα και άλλος ο Ράζβαν. Δύο διαφορετικοί άνθρωποι, με διαφορετικές προσωπικότητες και διαφορετική περπατησιά και οπτική για τα πράγματα.

Σίγουρα; Μπορεί και όχι.

Σπούδασε οικονομικά, όπως και ο πατέρας του. Είναι πολύγλωσσος (μιλάει 5 γλώσσες), όπως και ο φιλομαθής πατέρας του. Παντρεύτηκε μικρός και έγινε πατέρας στα 23 του, όπως κι εκείνος. Αμφότεροι, έγιναν παππούδες πριν κλείσουν τα 50.

Ο Μίρτσεα ανέλαβε για πρώτη φορά την Εθνική Ρουμανίας στα 36 του, εκείνος όταν έγινε 40. Πείτε το τυχαίο, μα ο μπαμπάς  κοουτσάρισε την πρώτη του ομάδα εκτός Ρουμανίας (Πίζα) στα 45 του. Ακριβώς στα 45 του ο υιός ανέλαβε την πρώτη ευρωπαϊκή του αποστολή (Ξάνθη) μακριά από την πατρίδα!

Αμφότεροι βρήκαν στην ξενιτιά το λιμάνι, στο οποίο «έδεσαν», στέριωσαν αγαπήθηκαν παράφορα. Ο μπαμπάς στο μακρινό Ντονέτσκ όπου έμεινε για 12 χρόνια και ο γιος στην Θεσσαλονίκη, όπου έγινε ο μακροβιότερος προπονητής στην ιστορία του ΠΑΟΚ.

Που διαφέρουν; Από τον «μικρό» λείπει ένας ευρωπαϊκός τελικός. Έφτασε δύο φορές ως τα προημιτελικά, μία με την Ραπίντ, μία με τον ΠΑΟΚ. Ίσως φέτος. Ίσως… 

Από τα 9 χρόνια του μπαμπά στην Ιταλία και στους πάγκους της Πίζα, της Μπρέσια, της Ρετζιάνα και της Ίντερ ερωτεύτηκε την ιταλική κουλτούρα, την ιταλική μόδα, την ιταλική φινέτσα, την ιταλική γαστριμαργία. 

Το αγαπημένο του κρασί είναι ένα λευκό Pinot Grigio από τις ποικιλίες του Φρίουλι. Του αρέσει το προσεγμένο, το εκλεπτυσμένο ντύσιμο, έχει αδυναμία στον Armani. Η διατροφή του βασίζεται σε υλικά που λατρεύουν στην Ιταλία, την μοτσαρέλα, τα μανιτάρια, τις μπρουσκέτες, την πάστα.

Οι ιδιοκτήτες της ιταλικής «Trattoria del Chianti» στην πόλη του Μπρασόφ, είχαν βάλει στο μενού την «σαλάτα Λουτσέσκου», με υλικά δικής του αρεσκείας, όσο ήταν προπονητή της εκεί. Στην πραγματικότητα, κι ο αγαπημένος του προπονητής Ιταλός είναι. Ο Αρίγκο Σάκι, ο οποίος με τις ιδέες του έφερε επανάσταση στο ποδόσφαιρο. 

Ο Μίρτσεα έκανε ότι μπορούσε για να τον κρατήσει μακριά από το ποδόσφαιρο. Για τέσσερα χρόνια ο Ράζβαν έπαιζε τέννις. Καταπιεζόταν όμως. Το έκανε αναγκαστικά. Του εξήγησε ότι αν ανακατευτεί με το ποδόσφαιρο θα αντιμετωπίζει μίσος, ζήλια και κακία, εξαιτίας του ονόματος του. Ήθελε να τον προστατεύσει.

Ενσυναίσθητα, όταν κατάλαβε ότι ο γιος του θα έμπλεκε με την μπάλα, τον «κατηύθυνε» ώστε να γίνει τουλάχιστον τερματοφύλακας, ώστε να αποφύγει τις συγκρίσεις μαζί του. 

Ως τερματοφύλακας είχε τον χώρο και τον χρόνο να αναλύει καλύτερα το ποδόσφαιρο. Να επεξεργάζεται στο μυαλό του, κάθε κίνηση. Στην πραγματικότητα, έγινε προπονητής πολύ πριν κρεμάσει τα γάντια του σε ηλικία 34 ετών.

Το ποδόσφαιρο, για την ακρίβεια, οι ήττες του πατέρα του, τον έμαθαν από πολύ νωρίς ότι η ζωή δεν είναι σαν ένα ευωδιαστό λουλούδι. Έχει και δύσκολες στιγμές, ήττες, στεναχώρια, λύπες, ζόρια. Τότε, είναι που πρέπει να μείνεις ενωμένος, σαν μία γροθιά.

Κάπου εκεί έμαθε το μότο που τον ακολουθεί μέχρι σήμερα σε κάθε του βήμα: «Στο ποδόσφαιρο, στην ζωή, πρέπει να σκέφτεσαι πάντα την επόμενη ημέρα».

Ακούγεται ειρωνικό, μα κάποιος που στοχεύει κάθε είδους επαγγελματική κορυφή, έχει υψοφοβία, αισθάνεται εξαιρετικά άβολα στα ύψη, προτιμά την θάλασσα που τον ηρεμεί.

Αντιλαμβάνεται ότι το μεγαλύτερο του προτέρημα, αλλά και συνάμα ένα ενοχλητικό του ελάττωμα είναι η τελειομανία του. Θέλει να προβλέπει, να ελέγχει, να επεξεργάζεται ακόμα και την πιο μικρή λεπτομέρεια, αυτή του η εμμονή δεν είναι εύκολα διαχειρίσιμη από τους γύρω του.

Κι αν μπορούσε μία λέξη να χαρακτηρίσει την κοσμοθεωρία του, την ζωή του, την αξία που εκτιμά σε έναν άνθρωπο αυτή είναι η «αφοσίωση». Ίσως έτσι, μπορεί να εξηγηθεί η εμμονή στις ιδέες του, στα ποδοσφαιρικά του πιστεύω, ακόμα και σε ποδοσφαιριστές.

Πιστεύει ότι μόνο με την αφοσίωση, την εμπιστοσύνη, την βαθιά προσωπική σχέση μπορεί να αντλήσει το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα στις επαγγελματικές, αλλά και στις προσωπικές του σχέσεις. Έτσι είναι, κι έτσι θέλει να του φέρονται.

Πως σκέφτεται τον εαυτό του, όταν γεράσει; Αφού πρώτα έχει κάνει το γύρο του κόσμου, ίσως με ένα ιστιοφόρο, καθισμένο μπροστά από ένα τζάκι, με ένα ποτήρι μπράντι κι ένα βιβλίο στα χέρια, να χαϊδεύει μία από τις αγαπημένες του γάτες, στις οποίες τρέφει παθολογική αγάπη. Όπως και στα σκυλιά! Και στα κουνέλια! Και στα καναρίνια!

Είστε σίγουροι ότι ξέρετε τον αληθινό Ραζβάν Λουτσέσκου; 

Έχετε τουλάχιστον τρία ακόμα χρόνια να τον μάθετε…

Για το τώρα, το πριν, το μετά και το πάντα...