MENU

Υπάρχουν καλοί προπονητές στην Ελλάδα. Ο Λουτσέσκου, ο Αλμέιδα, o Πάρντιου, μέχρι πρότινος ο Μαρτίνς. Η πορεία του Παναθηναϊκού και κυρίως το γεγονός πως μοιάζει να είναι αυτός που… ανέστησε το Τριφύλλι, δίνει στον Ιβάν Γιοβάνοβιτς μια ξεχωριστή θέση στη συγκεκριμένη λίστα. Ο Σέρβος έχει εκτιμηθεί από τους φιλάθλους της ομάδας του, αλλά και αντιπάλους.

Πρωτίστως το έργο που παρουσιάζει στο γήπεδο, όμως όχι μόνο αυτό. Οι ήρεμες δηλώσεις ακόμη κι όταν «καίει» το σύμπαν. Η αδιαφορία του να αναφερθεί στη διαιτησία ή να αναζητήσει άλλοθι, ακόμη και μετά από ματς που θα είχε κάθε δικαιολογία να το κάνει. Το ήθος με το οποίο αντιμετωπίζει κάθε αντίπαλο, χωρίς να έχει πει κακή κουβέντα για κανέναν.

Θεωρητικά, με την εκτίμηση των φιλάθλων κάθε ομάδας προς το πρόσωπό του, κάλλιστα θα μπορούσε να εργαστεί σε οποιαδήποτε άλλη εκτός του Παναθηναϊκού. Προφανώς και δεν υπάρχει τέτοιο θέμα και είναι υποθετική η σκέψη. Ως υποθετική απάντηση πάντως, έρχεται ένα εύκολο «όχι». Δε θα μπορούσε να εργαστεί παντού.

Ο Ολυμπιακός αναζητά από τον προπονητή του, ακριβώς όσα ποτέ δε θα μπορούσε να πρεσβεύει ο Γιβάνοβιτς. Ξέχωρα απ’ την καθημερινότητα της δουλειάς, τις προπονήσεις, τις τακτικές και το κοουτσάρισμα. Προπονητής είναι ένα συνολικό «πακέτο», το οποίο ειδικά στο λιμάνι το απαιτούν.

Στο υποθετικό σενάριο πως μια μέρα ο Σέρβος βρισκόταν στον πάγκο του Ολυμπιακού, η παρουσία του θα τελείωνε σε χρόνο ρεκόρ για τη συγκεκριμένη ομάδα. Με δική του επιλογή. Γιατί; Ας το δούμε.

Δε θα μπορούσε ποτέ μετά από αγώνα να πρέπει να μιλήσει για τη διαιτησία και μόνο. Επιτακτικά, ρίχνοντας ευθύνες για το αποτέλεσμα στις αποφάσεις του ρέφερι αποκλειστικά. Ειδικά σε παιχνίδια όπως το Αστέρας Τρίπολης-Ολυμπιακός. Σκεφτείτε να ήταν στη θέση του Κορμπεράν ο Γιοβάνοβιτς και να έπρεπε να πει: «Ο διαιτητής δεν άφηνε το ματς να έχει καλύτερη ροή, υπάρχουν φάσεις που πρέπει να ξαναδούμε», εννοώντας τα… δύο πέναλτι που ζήτησε τότε η ομάδα του Πειραιά.

Θα αποχωρούσε την ίδια στιγμή, αν μετά από τη λήξη αγώνα εντός έδρας με αντίπαλο επιπέδου Βόλου, δεχόταν εντολή να μην κάνει δηλώσεις. Ως ένδειξη… διαμαρτυρίας για τη διαιτησία που δεν υπέδειξε πάνω από 7 λεπτά καθυστερήσεων και δεν έβγαλε κίτρινη κάρτα στον τερματοφύλακα των φιλοξενούμενων. Συν κάποια πέναλτι που ακόμη δεν είχαν κατασταλάξει για ποιο διαμαρτύρονται ακριβώς.

Με την άκρως προσεκτική προσέγγιση και ανάλυση των μεταγραφικών δεδομένων, δε θα άντεχε ούτε ώρα σε ένα κλαμπ που ξαφνικά θα ενημερωνόταν πως έρχεται κάποιος παίκτης δανεικός απ’ τη Νότιγχαμ. Ούτε φυσικά θα καθόταν να βλέπει μεταγραφές που έγιναν αρχές καλοκαιριού, να αποχωρούν στο τέλος αυτού. Με τη… μπάλα να χάνεται στο πάρε-δώσε κάθε μεταγραφικής περιόδου. Χωρίς φυσικά να πρόκειται για δικές του επιλογές.

Τέλος, θα αποχωρούσε την ίδια στιγμή αν έμπαινε στο ρόλο του προπονητή που θα κρατήσει την μπάλα για να καθυστερήσει ένα πλάγιο άουτ αντίπαλης ομάδας σε ευρωπαϊκό ματς, μπας και διατηρηθεί η ισοπαλία. Κάνοντας τσαμπουκάδες με αντίπαλο παίκτη και βλέποντας τον Αβραάμ να λειτουργεί ως bodyguard.

Για τους ίδιους ακριβώς λόγους, δε θα ήθελε κι ο Ολυμπιακός τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς. Κι αν όχι τον ίδιο τον Σέρβο, έναν τεχνικό αυτού του επιπέδου. Όχι ποδοσφαιρικού, εργατικότητας και γνώσεων. Ήθους, χαρακτήρα και νοοτροπίας.

Ο Γιοβάνοβιτς πόσες μέρες θα άντεχε στον Ολυμπιακό;