MENU

Έχεις ακούσει ποτέ εκείνη την έκφραση ότι «it takes a village to raise a child»; Την έχεις θεωρήσει υπερβολική; Υποκριτική; Αναληθή; Αβάσιμη ή μη πραγματοποιήσιμη; Τότε μην διαβάσεις την παρακάτω ιστορία…

Ο χρόνος κυλούσε στο κλειστό γυμναστήριο της Οναλάσκα. Σε αυτή τη μικρή πόλη των 19.000 κατοίκων στην κομητεία του Λα Κρος στο Ουισκόνσιν, όπου οι χειμώνες κυμαίνονται κατά μέσο όρο σε θερμοκρασίες κάτω του μηδενός και αύριο, για παράδειγμα, θα φτάσουν ως και -24 (σ.σ. τι υπέροχο πράγμα η τεχνολογία), ο αθλητισμός είναι συχνά η μοναδική διασκέδαση που έχουν οι άνθρωποι. Τα βράδια της Παρασκευής, ο σχολικός αθλητισμός είναι η έξοδος και η διέξοδός τους. Ένα τέτοιο βράδυ το κοντέρ έγραφε, αλλά who’s counting; Η Μάρθα. Η Μάρθα στην κερκίδα μετρούσε! Ίδρωνε. «Βγάλ’ τον έξω», φώναξε στον προπονητή του Ματ – δε θα περίμενες μια μάνα, να φωνάξει κάτι τέτοιο για το παιδί της, σωστά;

Ο Ματ είχε ένα από εκείνα τα βράδια. Το χωριό το ήξερε. Το ήξερε από έναν διαγωνισμό βολών για φιλανθρωπικούς λόγους, στο οποίο ο Ματ στα 11 του χρόνια, είχε 99 στις 100. Το ήξερε από τα δοκιμαστικά για το AAU όταν ο Ματ πήγαινε ακόμα νηπιαγωγείο και έβαλε 15 τρίποντα σε 53 δευτερόλεπτα. Το έβλεπε και εκείνο το βράδυ. Ο Ματ έβαζε τα τρίποντα σαν λέι απ. Είχε δώδεκα πόντους σε δύο λεπτά. Σύντομα, είχε 20. Είχε 30 πόντους. 35 πόντους. 40. 45. 46. 47. «Νομίζω ότι κάποιος θα σπάσει το ρεκόρ σου απόψε», της είπε ο Κρεγκ Κόουαλ, προπονητής του Ματ στο γυμνάσιο. Το έσπασε. Ή, τουλάχιστον, έτσι καταγράφηκε στο αρχείο. Ο Ματ πέτυχε 50 πόντους σε κάτι παραπάνω από ένα ημίχρονο, αλλά η μάνα πάντα ξέρει καλύτερα.

«Όταν έπαιζα εγώ, δεν είχαμε τρίποντα. Αν είχαμε, σίγουρα είχα βάλει παραπάνω», του λέει αγκαλιάζοντάς τον μετά το παιχνίδι, κρατώντας σθεναρά το δικό της ρεκόρ από το γυμνάσιο, όταν ακόμα έπαιζαν έξι εναντίον έξι. Τρεις στην επίθεση και τρεις στην άμυνα – και να μια καλή ιδέα που θα έπρεπε να έχουμε σκεφτεί νωρίτερα για το πρωτάθλημα Τύπου! Η Μάρθα, βέβαια, γνώριζε καλύτερα από όλους τι μπορεί να κάνει το παιδί της. Πού μπορεί να φτάσει. Από τα πέντε του έτρεχε στον κήπο, υποδυόμενος κάποιον μελλοντικό αστέρα του αθλητισμού. Δεν είχε σημασία αν ήταν μπέιζμπολ, φούτμπολ ή μπάσκετ   ̇ στην αρχή ήταν όλα. Στα οκτώ του, η μητέρα του αποφάσισε να ρίξει τσιμέντο και να του φτιάξει μια μπασκέτα. Ο Ματ περνούσε ατελείωτες ώρες βελτιώνοντας το σουτ του, μέχρι που βαρέθηκε. Της ζήτησε τρίποντο. Λίγο τσιμέντο ακόμα και φτιάξαμε το τρίποντο.

Μπορούσε να τον καταλάβει. Μεγαλωμένη με δέκα ακόμα αδέρφια, νοσηλεύτρια εκείνη την εποχή, παντρεμένη ή αργότερα χωρισμένη, μητέρα τριών παιδιών, κι αν την ρωτούσες για το μπάσκετ θα ήθελε να σου μιλήσει. Ήταν βλέπεις τα γονίδια.

Αλλά δεν ήταν αυτά τα γονίδια που την τρόμαζαν, όταν έμενε μόνη της με τις σκέψεις της τα βράδια.

Ο Ματ βγαίνει από τα αποδυτήρια. Σαστισμένος μερικές φορές κοιτάζει δεξιά κι αριστέρα. Στην ευτυχία είναι που νιώθεις συχνά πιο μόνος. «Ναι, υπάρχουν φορές που εύχομαι να το είχα αυτό», παραδέχεται κοιτάζοντας συμπαίκτες του να φεύγουν αγκαλιασμένοι με τους μπαμπάδες τους. Ο δικός του δεν είναι εκεί. Δεν πρόλαβε να είναι εκεί σε τίποτα. Αυτοκτόνησε στα 45 του χρόνια. Αλκοολικός και χρήστης ουσιών. Ο Τόνι ήταν 13 ετών. Η Τζόσι ήταν εφτά ετών. Ο Ματ ήταν έντεκα ετών. Ο Ματ ήταν στο σχολείο. Όλοι τους ήταν στο σχολείο. Ήταν η 1η μέρα του σχολείου. 1η Σεπτεμβρίου του 2005.

Μια οικογενειακή φίλη τους μάζεψε όλους από το σχολείο. Η Μάρθα είχε μάθει τα νέα νωρίτερα, στο τοπικό γραφείο του σερίφη. Στο σπίτι έκατσαν όλοι στον καναπέ. Παιδιά ήταν, δεν μπορούσαν να καταλάβουν τη βαρύτητα της στιγμής. Ο Τόνι ήθελε να δει football στην τηλεόραση. Ο Ματ να παίξει με τον φίλο του, τον Κόνορ. Στο σπίτι ήταν η μητέρα τους και μια κυρία από την εκκλησία. «Ο πατέρας σας έφυγε», τους είπε ψύχραιμα. Με τον Γκρεγκ είχαν χωρίσει δύο χρόνια πριν, ωστόσο εκείνος έβλεπε τα παιδιά κάθε δεύτερη εβδομάδα, για τρεις μέρες. Παρασκευή, Σάββατο, Κυριακή.

Ο Ματ θύμωσε. Με τον πατέρα του, με το οινόπνευμα, με τις ουσίες, με το γεγονός ότι δε θα δει τον πατέρα του ξανά. Δεν θα τον άκουγε ξανά να του εκθειάζει τους Chicago Bears. Η μητέρα του δεν είχε αυτή την πολυτέλεια. «Έχεις τρία παιδιά, τα οποία τραβάνε το δικό τους δρόμο. Πρέπει να προσπαθήσεις να διατηρήσεις όσο το δυνατόν περισσότερο τη ρουτίνα τους». Ο Τόνι ένιωσε ότι έπρεπε να παίξει το δικό του ρόλο. «Ήθελα τα αδέρφια μου να με κοιτάζουν και να βλέπουν ότι είμαι καλά. Να τους δείξω ότι μπορούν να είναι δυνατοί και ότι θα είναι εντάξει. Η μητέρα μου ήταν πολύ ανοικτή μαζί μας για το θέμα των εξαρτήσεων του πατέρα μας. Ποτέ δεν μας επηρέασε το ίδιο, αλλά έπρεπε να γνωρίζουμε ότι έχουμε το γονίδιο. Έχουμε το γονίδιο των εξαρτήσεων».

Η γνώση είναι δύναμη. Μπορεί, όμως, να είναι και αδυναμία. Στα 20 του χρόνια, ο Τόμας ένιωσε για πρώτη φορά αυτή την αδυναμία. Η μητέρα του το ίδιο. Όταν την πήρε τηλέφωνο, ξέσπασαν σε κλάματα. Ο Ματ είχε συλληφθεί να οδηγεί υπό την επήρεια αλκοόλ. Πέρασε δύο μέρες στο κρατητήριο. «Δεν ένιωσα απαραίτητα ότι είμαι στον κακό δρόμο, αλλά ήταν ένα χρήσιμο μάθημα να καταλάβω τι προτεραιότητες πρέπει να θέσω στη ζωή μου. Κάποτε ντρεπόμουν για αυτό που έγινε. Αλλά όχι. Είμαι ένας καλός άνθρωπος, που έκανε κάτι πραγματικά ηλίθιο. Εκείνη τη στιγμή, όταν με συνέλαβαν, φοβόμουν τόσο πολύ. Φοβόμουν για μένα, φοβόμουν μη γίνω ο πατέρας μου, φοβόμουν μήπως δεν παίξω μπάσκετ ξανά. Ντρεπόμουν, ένιωσα εξευτελισμό».

Ήταν μια ακόμα στιγμή που θα τον καθόριζε. Θα ήθελε να καταλάβει περισσότερα. Διάβασε το τη βιογραφία του Κρις Χέρεν, ενός σπουδαίου μπασκετικού ταλέντου που έφτασε να εξαρτάται από σκληρά ναρκωτικά, όπως η ηρωίνη. Συναντήθηκε μαζί του για να μπορέσει να αντιληφθεί το σκοτάδι του πατέρα του και να το αποφύγει. Ο Ματ δε θα γινόταν σαν εκείνον. Τουναντίον, προόδευε, βελτιωνόταν, θριάμβευε σχεδόν αθλητικά και ακαδημαϊκά. Είχε τον κολλητό του. Είχε και τον πατέρα του κολλητού ως μια δεύτερη πατρική φιγούρα. Διόρθωση: Είχε χάσει (και) την δεύτερη πατρική φιγούρα στη ζωή του.

Ο Γκόρντον ήταν ο κολλητός του φίλος. Ο Ντάστιν ο πατέρας του Γκόρντον και στην πορεία δεύτερος πατέρας για τον Ματ. Όλη η κοινότητα βοήθησε την Μάρθα με όποιο τρόπο μπορούσε. Να πάνε τα παιδιά στην προπόνηση. Να πάει η μικρή στο μπαλέτο. Να τα προσέξουν, να τα φροντίσουν. «Έκανε για εκείνον όλα όσα ένας πατέρας θα έκανε», διηγείται η Μάρθα. Η Μάρθα έπρεπε και πάλι να μεταφέρει τα άσχημα νέα. Ο Ματ δεν ήταν πια παιδί, και εκείνο το διάστημα βρισκόταν στο Μιλγουόκι για αγώνες. Η Μάρθα ήταν μαζί του. Παρακολούθησε το παιχνίδι και μόλις τελείωσε, τον ενημέρωσε. Έφυγαν αμέσως και οδήγησαν πέντε ώρες σε βαθύ σκοτάδι και να επιστρέψουν σπίτι.

Ο Ντάστιν είχε εξαφανιστεί, ενώ είχε βγει για ψάρεμα. Ο Ματ βρήκε τον Γκόρντον. Έκατσαν αγκαλιασμένοι μέχρι το πρωί. «Ήταν ό,τι πιο δύσκολο μπορεί να σου συμβεί. Έβλεπα τα δύο αγόρια να κλαίνε στην αγκαλιά ο ένας του άλλου». Το πτώμα του Ντάστιν βρέθηκε τρεις εβδομάδες μετά. Ήταν πενήντα ετών. Ο Ματ και ο Γκόρντον ήταν 17. «Ακόμα δεν ξέρεις πολύ καλά τη ζωή, αλλά τη μαθαίνεις. Ο Ματ ήταν εκεί. Με πίεζε να βγω από το σπίτι και να κάνω πράγματα μαζί του. Μου φερόταν φυσιολογικά και φρόντιζε να μην κάθομαι σπίτι ξαπλωμένος όλη την ώρα. Μου έλεγε συνεχώς ότι όλα θα πάνε καλά. Έμεινε στο σπίτι μου και κοιμόταν δίπλα μου στο πάτωμα για εβδομάδες».

It takes a village to raise a child. Ακόμα κι αν κάποιες φορές το ίδιο το παιδί γίνεται το χωριό…

Iceman γίνεσαι...