MENU

Είναι γεγονός ότι και φέτος το πρωτάθλημα ήταν άκρως ανταγωνιστικό και στο μεγαλύτερο κομμάτι του ο ρόλος του φαβορί δεν ανήκε σε καμία ομάδα. Βέβαια, η βελτίωση του Ολυμπιακού από το Φεβρουάριο και μετά έκανε σαφές ότι ο ένας από τους δύο φιναλίστ είναι σχεδόν δεδομένος. Ο Παναθηναϊκός, από την άλλη, έκανε τα αδύνατα δυνατά για να κερδίσει την αμφισβήτηση αλλά τελικά δήλωσε «παρών» την κατάλληλη στιγμή και με αρκετά καλύτερη εικόνα και αισιοδοξία μπαίνει στους τελικούς για να βάλει φρένο στις φιλοδοξίες του Ολυμπιακού.

Ο Παναθηναϊκός μπορεί να μην ήταν τόσο σταθερός όσο στον πρώτο ημιτελικό κόντρα στην ΑΕΚ αλλά είχε τον τρόπο να πάρει αυτό που θέλει. Απέναντι σε μια ομάδα που μπορεί να βάλει δύσκολα από το σερβίς ο Παναθηναϊκός δεν είχε στο παιχνίδι την καλύτερή του υποδοχέα, τη Μάρετ Γκρότους. Είχε, όμως, Καρκάσες στην επίθεση και αυτό ήταν αρκετό αφού η Κουβανή συνεχίζει να πατάει… γκάζι και να γίνεται ένα πολύτιμο εργαλείο της ομάδας της. Η παρουσία της Γενιτσαρίδη στην εξάδα σίγουρα έδωσε κάτι θετικό όσον αφορά την υποδοχή αλλά επιθετικά εμφάνισε αδυναμίες κάτι που έκανε την Παπαφωτίου να βρει εναλλακτικές επιλογές. Και τις βρήκε τόσο στην Καρκάσες και την Άτκισον όσο και στις κεντρικές.

Η ΑΕΚ ξεκίνησε τη σεζόν με φιλοδοξίες και υψηλές προσδοκίες αλλά όπως στο μεγαλύτερο μέρος της σεζόν έτσι και στο φινάλε δεν κατάφερε να ανταπεξέρθει σε αυτές τις προσδοκίες. Μπορεί η Ξηντάρα να έκανε υπερβάσεις, η Στράντζαλη να έκανε κατά διαστήματα τη διαφορά, η Κωνσταντινίδου να έγινε η απόλυτη αρχηγός αλλά τα κομμάτια του παζλ που κάνουν τη διαφορά τελικά δεν την έκαναν. Το δίδυμο Σολέ-Τσίρκοβιτς, που συνήθως αντικαταστούσε η μία την άλλη, ήταν στα επίπεδα του μετρίου ενώ η Τσάριτς εμφάνισε πολύ καλά στοιχεία όταν πρωτοεμφανίστηκε στην ΑΕΚ αλλά στα κρίσιμα παιχνίδια δεν μπόρεσε να πάρει την ομάδα πάνω της. Ενδεχομένως η συνολική απόδοση της ΑΕΚ να μη τη βοήθησε αλλά η ομάδα του Οτσάλ έψαχνε συνεχώς κάποια αθλήτρια να κάνει το κάτι παραπάνω και αυτό συνέβη και στον κρίσιμο ημιτελικό.

Ουσιαστικά όλος ο σχεδιασμός της ΑΕΚ πήγε λάθος και αυτό φάνηκε όταν χρειάστηκε να αλλάξει τρεις από τις ξένες της στα μέσα της σεζόν και μάλιστα τρεις από αυτές που επιλέχθηκαν για να οδηγήσουν την ομάδα ένα βήμα ψηλότερα. Η παρουσία της ΑΕΚ στον τελικό του Κυπέλλου έμοιαζε με ταβάνι, όπως αποδείχθηκε, αφού οι μονάδες μπορεί να είχαν ταλέντο και ποιότητα αλλά το σύνολο δεν έδεσε ποτέ και όταν στα ημιτελικά δεν κατάφερε να βάλει από κάτω τον «πληγωμένο» Παναθηναϊκό τότε μια υπέρβαση στους τελικούς θα ήταν σενάρια μακρινό.

Το αντίθετο ακριβώς συνέβη με τον Ολυμπιακό. Ο Μιτσέλι έχτισε πάνω στα στοιχεία της περσυνής ομάδας και δημιούργησε ένα σύνολο με χημεία, ταλέντο και πολύ διάθεση που κάθε βδομάδα γινόταν καλύτερο. Κόντρα στη Θέτιδα δεν έκανε θραύση αλλά ήξερε πως να πάρει τη νίκη ακόμα και όταν οι γηπεδούχες πίεσαν όσο περισσότερο γινόταν. Υπήρξαν στιγμές που το μπλοκ του Ολυμπιακού έμοιαζε με καλορυθμισμένη μηχανή και αυτό έδωσε ασφάλεια στις ερυθρόλευκες αλλά και ουσία. Μια μέτρια μέρα της Φαριόλ, με μόλις 1/6 επιθέσεις, μπορεί αμέσως να γίνει παραγωγική χάρη στο μπλοκ της το οποίο έδωσε 6 πόντους και ακόμα περισσότερες κόντρα μπάλες. Παράλληλα, η Κούμπουρα ως συνήθως είχε την άνεση να τελειώνει μπάλες με κάθε τρόπο ακόμα και όταν η ομάδα της δεχόταν πίεση και η δημιουργία της Καράρο δεν ήταν ιδανική.

Αν μιλάμε για υπερβάσεις, όμως, η Θέτιδα αξίζει τα περισσότερα συγχαρητήρια. Όχι μόνο γιατί κοίταξε τον Ολυμπιακό στα μάτια, όχι μόνο γιατί έφτασε στην τετράδα αποκλείοντας τον ΑΟ Θήρας αλλά και γιατί τα έκανε όλα αυτά με πολλά προβλήματα. Η Γαροφαλάκη έγινε βασική καθώς η Όλσον δεν ήταν απόλυτα υγιής, η Οκάρο αποκτήθηκε για βασική διαγώνια έχοντας το δικό της ταβάνι το οποίο και έπιασε για τα καλά και φυσικά με αλλαγή προπονητή μετά τα μισά της σεζόν. Η Χέιντεν έδωσε ότι περισσότερο μπορούσε, η Μανιατογιάννη απέδειξε ότι είναι λίμπερο πρώτης τάξης, η Παπαγεωργίου ήταν πιο ώριμη από ποτέ και η Μερτέκη «αναγεννήθηκε». Η ομάδα της Βούλας ήταν ο ορισμός του value for money αφού πήρε ότι περισσότερο μπορούσε από τις αθλήτριές της και μάλιστα την κατάλληλη στιγμή, όταν η βαθμολογία έμοιαζε να… καίει. Και αυτό ήταν κάτι που ομάδες με μεγαλύτερο μπάτζετ και μεγαλύτερες δυνατότητες δεν το κατάφεραν.

Κάθε φορά πρώτη φορά