MENU

Οι υπερβολές στην ανάλυση και την (προσπάθεια για) ερμηνεία γεγονότων, δεν είναι ποτέ καλός σύμμαχος. Οπότε, εξ αρχής, ας τις αφήσουμε για μια άλλη κουβέντα. Στην παρούσα φάση, ας πούμε απλά ότι ο προ-Πέδρο Μαρτίνς Ολυμπιακός, η ομάδα της διετίας 2016-2018, ήταν ένα ποδοσφαιρικό χάος. Ο οποίος, με τις επιλογές της τότε διοίκησης των πολλών σε σχέση με σήμερα διαφορετικών προσώπων αλλά και του ίδιου επικεφαλής -του Βαγγέλη Μαρινάκη- κατάφερε να αλλάξει πρόσωπο μέσα σε μικρό χρονικό διάστημα. Η άφιξη του Πορτογάλου τεχνικού, οι λογικές και απολύτως στοχευμένες (και εύστοχες) επιλογές σε επίπεδο σχεδιασμού και μεταγραφών, η υπομονετική στήριξη -με πράξεις- από τη διοίκηση, έβαλαν την ομάδα στις ράγες, ώστε να κυριαρχήσει και πάλι με εξαιρετικό ποδόσφαιρο, εμφατικές χρονιές σε Ελλάδα και Ευρώπη και φυσικά τίτλους.

Fast forward 4 χρόνια μετά και στο σήμερα, οι μέρες που εκείνος ο Ολυμπιακός τελείωνε τις σεζόν με διαφορές 20 βαθμών, που έριχνε τριαρο-τεσσάρες σε όλα τα ντέρμπι, που πήγαινε στο Emirates και έπαιζε την Άρσεναλ σαν να είναι ο (αγαπημένος μου, γι αυτό και το παράδειγμα) Παναιτωλικός, φαντάζουν όχι απλά μακρινές, αλλά και ολοκληρωτικά ξένες. Η ομάδα-μοντέλο της «εποχής Μαρτίνς», είναι πια ένα απόλυτο χάος. Ένας περίγελος στα μάτια του εγχώριου ανταγωνισμού που μέχρι πριν λίγα χρόνια δεν σήκωνε... σβέρκο από τις «ερυθρόλευκες» ποδοσφαιροκαρπαζιές. Μια Ποδοσφαιρική Ανώνυμη Εταιρία, η οποία δεν έχει καμία σχέση με το «Π» -με ποδόσφαιρο. Ένα νεκροταφείο ποδοσφαιριστών, ένα νεκροταφείο προπονητών, ένα μαγαζί που ανακυκλώνει μάνατζερ και στελέχη, που αλλάζει τους παίκτες, τους προπονητές και -εσχάτως, σε μια παγκόσμια πρωτοτυπία- μέχρι και τους τεχνικούς διευθυντές, όπως αλλάζουν οι καφετέριες τους σερβιτόρους. Μια λίστα από ονόματα που απλά κάποτε πέρασαν από τα τεφτέρια του λογιστή της εταιρίας και σε λίγο καιρό κανείς δεν θα θυμάται. Συγχαρητήρια λοιπόν σε όσους συνέβαλαν σε αυτό, ήθελε πραγματικά μεγάλη προσπάθεια για να γίνει κάτι τέτοιο -και τα κατάφεραν.

Αυτή είναι η πικρή αλήθεια. Όποιος χαλιέται που τη διαβάζει, μπορεί σε αυτό το σημείο να πατήσει το «X» πάνω δεξιά στο tab και να πάει κάπου που θα διαβάσει για «νέα αρχή», για «απαραίτητο ηλεκτροσόκ στην ομάδα», για «πάμε να τα αλλάξουμε πάλι όλα», για «χρειάζεται στήριξη» και για... εμπρός Αντρέα για μια ομάδα νέα. Όχι, δεν χρειάζεται στήριξη και ηλεκτροσόκ ο Ολυμπιακός. Αλήθειες χρειάζεται, αυτοκριτική χρειάζεται, ανθρώπους που ξέρουν τι κάνουν χρειάζεται. Ποδοσφαιρική λογική και σεβασμό στις αρχές του σπορ χρειάζεται. Πάνω απ' όλα, το ενδιαφέρον και την προσοχή αυτού που κάνει εν τέλει το απόλυτο κουμάντο χρειάζεται. Το απόλυτο ενδιαφέρον και την απόλυτη προσοχή του -με πράξεις και όχι με λόγια. Hint: τα πήγαινε-έλα μεταξύ Νότιγχαμ Φόρεστ και Ρίο Άβε, τόσο του ίδιου, όσο και των ποδοσφαιριστών, των στελεχών και των συμπαικτών-μανατζαραίων του, δεν συνιστούν ούτε «ενδιαφέρον», ούτε «προσοχή».

Προς ώρας, όλα τα παραπάνω αγνοούνται. Δεν ξέρω αν η άφιξη Κοβάσεβιτς και η διαφαινόμενη άφιξη του Ολλανδού, Πασκάλ Γιάνσεν, θα αποτελέσει το restart που ψάχνει ο σύλλογος εν όψει της επόμενης πλέον χρονιάς, αφού η φετινή προφανώς πρέπει να θεωρηθεί τελειωμένη. Το μόνο που ξέρω -σαν άλλος Σωκράτης- είναι ότι δεν ξέρω πώς να βγάλω νόημα και πως να εξηγήσω όλα όσα ακολούθησαν μετά από εκείνη την λιτή ανάρτηση στο instagram που ευχαριστούσε τον Πέδρο Μαρτίνς, την 1η Αυγούστου 2022. Ειλικρινά το πιστεύω ότι ακόμη κι αν προσπαθούσαν στον Ολυμπιακό να κάνουν χειρότερη αλληλουχία επιλογών μέσα σε δύο χρόνια, θα ήταν αδύνατο να έκαναν καλύτερη... δουλειά, απ' ότι έκαναν τελικά.

Η εξής αλληλουχία:

1) Διώχνουμε τον Πέδρο Μαρτίνς γιατί «έχει χάσει τα αποδυτήρια και την επαφή του με την ομάδα» και γιατί 4 χρόνια μετά πια, «δεν έχει να προσφέρει κάτι περισσότερο».

Τι μπορεί να πάει στραβά;

2) Φέρνουμε τον Κάρλος Κορμπεράν ο οποίος είχε «φιλοσοφία νικητή» και θα επιδίωκε να «ξαναφέρει τον Ολυμπιακό στην κορυφή» με «ποδόσφαιρο πρωτοβουλίας». Έμεινε για 49 μέρες και καλά καλά δεν πρόλαβε να μάθει καν που είναι οι διακόπτες για όλα τα φώτα στου Ρέντη.

3) Σεπτέμβρη μήνα, έρχεται καβάλα στο άλογο ο αγαπημένος σε όλους Μίτσελ, ο οποίος την πρώτη φορά είχε φύγει γιατί «δεν είχε να προσφέρει κάτι περισσότερο», ώστε να βάλει μια τάξη στην ομάδα. Βάζει όντως μια τάξη στην ομάδα -ως ένα σημείο φυσικά- και 5 μήνες μετά φεύγει γιατί προφανώς «δεν είχε να προσφέρει κάτι περισσότερο». Ο άνθρωπος που είχε παρουσιαστεί δίπλα του -ως τεχνικός διευθυντής- ο Ζοζέ Ανιγκό, αναλαμβάνει χρέη υπηρεσιακού τεχνικού.

4) Ιούνιος του '23 πια και έχουμε καταλάβει ότι τα περσινά «ό,τι να 'ναι», πρέπει να τελειώσουν, οπότε φέρνουμε τον πολύπειρο Αντόνιο Κορδόν, έναν σπουδαίο ποδοσφαιράνθρωπο, ώστε να τρέξει ως νέος τεχνικός διευθυντής μεν, αλλά επί της ουσίας ως απόλυτος κουμανταδόρος του συλλόγου, έναν από τους πιο απαιτητικούς σχεδιασμούς όλων των εποχών, βρίσκοντας παράλληλα και τον κατάλληλο προπονητή. Αυτός είναι ένας ακόμη Ισπανός, ο Ντιέγκο Μαρτίνεθ. Σε μια παρουσίαση-μαμούθ, ακούγονται όλα τα... προβλεπόμενα. Αμφότεροι σηκώνουν μανίκια, τρέχουν έναν πραγματικά εντυπωσιακό σχεδιασμό -στη θεωρία του- και τελικά η σεζόν ξεκινά με ένα φαινομενικά πλήρες ρόστερ.

Τι μπορεί να πάει στραβά;

Η πράξη αποδεικνύεται ελαφρώς διαφορετική. Οι περισσότερες επιλογές αποδεικνύονται τζούφιες, ο ίδιος ο Μαρτίνεθ -παρά τα όσα δηλώνει- δεν δείχνει να έχει καταλάβει που βρίσκεται. Όταν αρχίζουν τα απαιτητικά ματς στην Ευρώπη, τα ντέρμπι, το βαρύ αγωνιστικό πρόγραμμα, όλα καταρρέουν σαν χάρτινος πύργος.

5) Φτάνουμε στις 5 Δεκεμβρίου. Ανακοινώνεται νέος τεχνικός διευθυντής, ο Πορτογάλος, Πέδρο Άλβες – με τον Κορδόν να υποβιβάζεται ή να προβιβάζεται -ασαφές- σε διαφορετικό ρόλο. «Συμπαίκτης» του Άλβες στον πάγκο -και επιλογή του, όπως και στην περίπτωση Κορδόν-Μαρτίνεθ- ο συμπατριώτης του, Κάρλος Καρβαλιάλ. Ο οποίος, στα 25 χρόνια που βρίσκεται στους πάγκους, μόλις δύο φορές είχε ολοκληρώσει διετία σε ομάδα, μια φορά με τη Σέφιλντ Γουένστεϊ (2015-2017) και μία με τη Μπράγκα (2020-2022), ενώ η τριβή του με τον πρωταθλητισμό περιελάμβανε μόλις δύο τίτλους, το πορτογαλικό Λιγκ Καπ με τη Σετουμπάλ (2007-07) και το Κύπελλο Πορτογαλίας με τη Μπράγκα (2020-21).

Αμφότεροι, κατά την παρουσίασή τους, μας λένε και πάλι όλα τα προβλεπέ. Από τον Άλβες ακούμε ότι «φυσικά και θα πρέπει κάτι να αλλάξουμε», ότι «θα κοιτάξουμε να βρούμε παίκτες που ταιριάζουν στην ομάδα», ότι «αν δεν πιστεύαμε ότι μπορούμε να βελτιώσουμε τα πράγματα δεν θα ήταν εδώ», ότι «όλα θα γίνουν με επαγγελματισμό και ηρεμία». Από τον Καρβαλιάλ, ότι «στόχος είναι η ομάδα να κερδίζει αλλά να παίζει και καλά», ότι οι ομάδες του «είναι επιθετικές, βάζουν πολλά γκολ και αμύνονται πολύ καλά». Σε επίπεδο μεταγραφών, καταχείμωνο και γίνονται 15 προσθαφαιρέσεις, περισσότερες από όσες κάνουν σοβαρές ομάδες σε 3-4 μεταγραφικές περιόδους. Έρχονται ένα μάτσο Πορτογάλοι, ως επιλογές Άλβες-Καρβαλιάλ.

Τι μπορεί να πάει στραβά;

6) Πριν καλά καλά φτάσουν όλοι στην Ελλάδα, ο Άλβες τελειώνει και στη θέση του αναλαμβάνει νέος τεχνικός διευθυντής, ο αγαπημένος σε όλους, Ντάρκο Κοβάσεβιτς. Ο Σέρβος δηλώνει «έχουμε προπονητή» και ταυτόχρονα με το άλλο τηλέφωνο ψάχνει αντικαταστάτη. Στο σημείο αυτό, να πούμε πως όσοι καταλαβαίνουν λίγα παραπάνω πράγματα από Ολυμπιακό και από ποδοσφαιρικές μπίζνες αυτού του επιπέδου, ξέρουν ή τουλάχιστον ψυχανεμίζονται εξ αρχής, ότι το «πορτογαλικό μοντέλο» δεν είναι πλάνο για το μέλλον. Είναι μια fast food λύση, η οποία πιθανότατα έγινε αποδεκτή ως πρόταση γνωστού συνεργαζόμενου μεγαλομανατζαρέου. Κάτι του τύπου «πάρε τώρα αυτόν που είναι άνεργος και καλό παιδί, να κάνει κάνα μεροκάματο και το καλοκαίρι θα σου φέρω άλλον». Μπορεί να έγινε έτσι, μπορεί και όχι -ποιος ξέρει!

7) Ενώ έφταναν στην Ελλάδα οι τελευταίες «πορτογαλικές» μεταγραφές, μαζί τους πατούσε το πόδι του στη χώρα μας και ο πιθανότατα επόμενος προπονητής, Πασκάλ Γιάνσεν, για ραντεβού με τη διοίκηση.

Αυτά τα λίγα λοιπόν! Μέσα σε ενάμιση χρόνο, μιλάμε για 6 προπονητές, 4 τεχνικούς διευθυντές, χ αριθμό λοιπόν στελεχών και καμιά 150αριά ποδοσφαιριστές. Όλα αυτά, ενώ η ΠΑΕ επιλέγει να ασχολείται με καταγγελίες για εγκληματικές οργανώσεις, μηνύσεις σε διαιτητές και παράγοντες και όλα τα συμπαρομαρτούντα. Ενώ ο επικεφαλής ασχολείται με το πώς θα σώσει τη Νότιγχαμ Φόρεστ και θα αγοράσει την Ρίο Άβε.

Αυτή τη στιγμή, ο Ολυμπιακός είναι Ολυμπιακός μονάχα στη φανέλα και το σήμα. Και με εξαίρεση μια χούφτα παικτών -και με επιφύλαξη για όσους νέους δεν έχουμε δει ακόμη- κανείς άλλος δεν μπορεί ή πρέπει να αισθάνεται ασφαλής. Μια διοίκηση που προσπαθεί να διορθώσει τη μία γκάφα μετά την άλλη, αλλά με λογική και φιλοσοφία που μόνο μεγαλύτερες γκάφες -αποδεδειγμένα- φέρνει. Ένα σύνολο στελεχών που στην πρώτη στραβή έχουν έτοιμη τη δικαιολογία για το ποιος και γιατί φταίει, χωρίς την παραμικρή υποψία αυτογνωσίας και αυτοκριτικής. Ένα σύνολο ποδοσφαιριστών που αντιλαμβάνονται ότι είναι περαστικοί, με τις αντίστοιχες συνέπειες. Ανάμεσά τους, προπονητές και τεχνικοί διευθυντές που έρχονται προσπαθώντας να κάνουν το αδύνατο: να ταιριάξουν και να ισορροπήσουν τους αποπάνω τους με τους αποκάτω τους, ενώ ταυτόχρονα πρέπει -actually- να κουμαντάρουν εντός των τεσσάρων γραμμών και μια ομάδα. Με απαιτήσεις, με πίεση, με στόχους, με ιστορία και όνομα σαν αυτά του Ολυμπιακού.

Τι μπορεί να πάει πια πιο στραβά;

Γιάνσεν ή κάποιος άλλος, Κοβάσεβιτς ή κάποιος άλλος, όποιο τελικά και αν είναι το νέο μοντέλο που θα ακολουθηθεί, αν δεν μπει ένα τέλος σε αυτή την απόλυτη κατρακύλα επιλογών, σε αυτό το απόλυτο ποδοσφαιρικό χάος, αν ο σύλλογος συνολικά -όχι μόνο το ποδοσφαιρικό τμήμα- δεν αποκτήσει πάλι αρχή-μέση-τέλος και ποδοσφαιρική λογική και φιλοσοφία, δεν χρειάζεται κανένας Μέρφι με τους Νόμους του για να εξηγήσει τι άλλο μπορεί να πάει στραβά, απλά γιατί στη μπάλα, στην Ελλάδα και στον Ολυμπιακό, όλα αυτά τα έχουμε ξαναδεί: όλα θα συνεχίσουν να πηγαίνουν όσο πιο στραβά γίνεται!

Σε αυτό το σημείο, αντί επιλόγου, εγώ για να έχω και τη συνείδησή μου ήσυχη, το μόνο που θέλω είναι να υπενθυμίσω κάτι που έγραψα και τις προάλλες, μετά την πρόσφατη ήττα από τη Λαμία. Εάν δεν αναλάβουν όλοι -μα όλοι- τις ευθύνες τους, το καράβι που λέγεται Ολυμπιακός, όσο μεγάλο κι αν είναι, θα μπει σε ρότα προς τα βράχια. Τα πιο δύσκολα τα έχει ξαναζήσει ήδη μια φορά στην ιστορία του. Όπως επίσης τα έχουν ζήσει και όλες οι υπόλοιπες μεγάλες ομάδες της χώρας. Και παρόλο που το όνομα και το επιχειρηματικό μέγεθος του Βαγγέλη Μαρινάκη εγγυάται ότι ο σύλλογος δεν θα φτάσει προφανώς σε επίπεδο Σαλιαρέληδων και Κοσκωτάδων, από την άλλη, η Ιστορία έχει επίσης δείξει και κάτι άλλο. Αφενός, ότι κανείς δεν φεύγει... μέχρι να φύγει. Αφετέρου, ότι πριν ένας σύλλογος φτάσει σε απόσταση αναπνοής ή ζήσει τα «πέτρινα χρόνια» του, όλα όσα συνέβαιναν στην εποχή που αποτελούσε την αρχή του τέλους, κάπως έτσι δεν έμοιαζαν;

Ομάδα-μοντέλο, χάος και... νέο μοντέλο: Τι μπορεί να πάει στραβά;