MENU

Tο ρολόι στην γιγαντοοθόνη του γηπέδου έδειχνε 17:19. Βγήκε από την φυσούνα πρώτος, μόνος με βήματα αργά, σταθερά. Με την καρδιά του να χτυπά δυνατά. Οι συμπαίκτες του έμειναν πίσω για μερικά δευτερόλεπτα. Σαν ένας ηθοποιός που έπρεπε να βγει στην σκηνή μόνος του. Διότι αυτός ήταν ο πρωταγωνιστής. 

Ήταν ξανά εκεί. Το «Πάρκεν» είχε αρχίσει να γεμίζει. Παιδιά στις εξέδρες κρατούσαν φωτογραφίες δικές του. Μεγάλοι φορούσαν την φανέλα με το όνομά του. Περίμεναν να τον δουν. Να τον χειροκροτήσουν. Να φωνάξουν το όνομά του. 

Βγήκε μόνος του στον αγωνιστικό χώρο που παραλίγο να χάσει τη ζωή του. Λάθος. Εκεί που έχασε τη ζωή του. Το είπαν οι γιατροί. Ο Έρικσεν είχε «φύγει» εκείνο το απόγευμα της 12ης Ιουνίου 2021. Κι, όμως, ήταν ξανά εκεί. Μετά από 290 ημέρες. Το ζέσταμα της εθνικής ομάδας της Δανίας για το φιλικό με την Σερβία γινόταν σε εκείνο το σημείο. Εκεί που κατέρρευσε. Εκεί που πήγε για να τον συνεφέρει ο Σίμον Κίερ. Εκεί που έκαναν ασπίδα προστασίας οι συμπαίκτες του για να κρατήσουν την σοκαριστική εικόνα του μακριά από τα αδηφάγα βλέμματα. Εκεί που έτρεξε η σύντροφός του για να δει τι συμβαίνει.

Πήγε εκεί. Σήκωσε τα χέρια και χειροκρότησε τον κόσμο που συγκινημένος τον παρακολουθούσε από τις εξέδρες. Ήταν εκεί μπροστά τους ζωντανός. Ήταν εκεί μπροστά τους νικητής. 

«Θυμάμαι ότι πήγαινα για το πλάγιο που θα εκτελούσε ο Μέλε, ήρθε η μπάλα πάνω μου και την βρήκα με την επικαλαμίδα. Έπειτα αισθάνθηκα μια κράμπα στη γάμπα μου και ήρθε το μπλακ άουτ Όταν ξύπνησα από το CPR, ήταν λες και είχα επανέλθει από όνειρο. Δεν θυμάμαι τίποτα από τη στιγμή που “έσβησα”. Ήμουν ανάσκελα και ξύπνιος… Δυσκολευόμουν να πάρω ανάσα και με πίεζαν στο στήθος. Άκουσα φωνές και γιατρούς να μιλούν.

Σκεφτόμουν “Δεν μπορεί να είμαι ξαπλωμένος κάτω… Είμαι υγιής εγώ”. Οι πρώτες μου σκέψεις ήταν μήπως είχα πάθει κάτι στην σπονδυλική στήλη. Σκεφτόμουν αν θα μπορούσα να κουνήσω τα χέρια και τα πόδια μου.

Κατάλαβα πως για λίγο είχα πεθάνει, όταν πλέον είχα μπει στο ασθενοφόρο… Σκεφτόμουν “κράτα αυτά τα παπούτσια, δεν θα τα ξαναβάλεις”. Έλεγα στην αρραβωνιαστικιά μου, την Σαμπρίνα ότι δεν θα έπαιζα ξανά ποδόσφαιρο…» είπε πριν από λίγο καιρό ανακοινώνοντας ότι είναι έτοιμος να επιστρέψει στα γήπεδα. 

«Ήταν όλα μαύρα σαν να κοιμόσουν;» τον ρώτησε δημοσιογράφος. 

«Εντελώς! Όταν ξύπνησα ήταν σαν να ξύπνησα από κάπου πολύ μακριά. Δεν ήταν σαν όνειρο. Δε θυμάμαι τίποτα. Στα όνειρα συνήθως θυμάσαι κάτι όταν ξυπνάς. Δεν μπορούσα να θυμηθώ τίποτα από όσο ήμουν αναίσθητος. Απλά ένιωσα απομακρυσμένος.

Είχα πρόβλημα να αναπνεύσω. Είχα τα μάτια κλειστά στην αρχή και μετά άρχισα να βλέπω όλο τον κόσμο και τους γιατρούς που ήταν γύρω μου. Άκουγα τις φωνές και είπα στον εαυτό μου “κουνήσου!” . Άκουσα τον γιατρό να λέει “είναι 30 χρόνων, δεν μπορεί να πεθάνει” και τον διόρθωσα κατευθείαν “Όχι, είμαι 29, μην ανησυχείτε”».

Οι φίλαθλοι είχαν «παγώσει». Ο χρόνος είχε σταματήσει. Μούδιασμα. Κεφάλια κατεβασμένα. Και ησυχία. Ησυχία ανατριχιαστική. Σαν να ακούς τα πάντα, αλλά και τίποτα. Σαν να περίμεναν να ακούσουν την καρδιά του Έρικσεν να χτυπά ξανά. Αυτό περίμεναν. Γι' αυτό σώπαιναν. Γι' αυτό προσεύχονταν. 

Το νοσοκομείο στο οποίο μεταφέρθηκε μετά την κατάρρευσή του ήταν σε απόσταση περίπου ενός χιλιομέτρου από το «Πάρκεν». Στο τέλος του πάρκου, από την άλλη πλευρά του. Ο ίδιος ήταν στην εντατική όταν οι συμπαίκτες του κλήθηκαν να βγουν ξανά στον αγωνιστικό χώρο για να παίξουν τα τελευταία είκοσι λεπτά του αγώνα με την Φινλανδία για την πρεμιέρα των ομίλων του EURO. 

«Μπορούσα να δω το γήπεδο και να ακούσω τις επευφημίες των φιλάθλων, ή καλύτερα την σιωπή τους διότι δεν υπήρχαν συνθήματα, από το παράθυρο του δωματίου στο οποίο βρισκόμουν. Δεν έπρεπε να παίξουν, όχι μετά από αυτό το τραύμα. Το κατάλαβα μετά. Όταν ξύπνησα δεν μπορούσα να συνειδητοποιήσω τις εικόνες που είχαν δει οι συμπαίκτες μου». 

Τι είχαν δει... Το ξέρει ο Κίερ, το ξέρει ο Κάσπερ Σμάιχελ, το ξέρουν οι Δανοί διεθνείς, οι γιατροί της εθνικής ομάδας της χώρας και του γηπέδου, που άλλοι με δάκρυα στα μάτια, άλλοι κρατώντας την ψυχραιμία τους προσπαθούσαν να ξορκίσουν το κακό, να διώξουν την άσχημη σκέψη ότι ο Έρικσεν είχε πεθάνει. 

Είδαν αυτό που προσπάθησαν να κρατήσουν μακριά από τους περίπου 15.000 ανθρώπους που βρίσκονταν εκείνο το απόγευμα στο «Πάρκεν» και από τους εκατομμύρια φιλάθλους που παρακολουθούσαν το παιχνίδι από την τηλεόραση. Είδαν έναν άνθρωπο να χάνεται. 

«Ναι, θυμάμαι. Θυμάμαι πως είναι να έρχεσαι από τον παράδεισο. Είδα βίντεο από αυτό που συνέβη μερικές ημέρες μετά. Με ενόχλησε, ίσως δεν έπρεπε να το είχα δει. Σκέφτηκα ότι δεν υπήρχε κανένα προειδοποιητικό σημάδι. Και αναρωτήθηκα για ποιο λόγο συνέβη. Ήταν περίεργο. Έλεγα στους γιατρούς ότι έπρεπε να βιαστούν και να μου κάνουν όλες τις απαραίτητες εξετάσεις για να μάθω αν θα μπορούσα να παίξω ξανά ποδόσφαιρο. Δεν ήμουν καλά. Χρειάστηκε να περάσουν μερικές ημέρες ακόμα για να σκεφτώ πιο αισιόδοξα για το μέλλον. Και όσο ο καιρός περνούσε το σκεφτόμουν όλο και λιγότερο. Μου έβαλαν τον απινιδωτή και πια σκεφτόμουν ότι μπορούσα να ζήσω μια φυσιολογική ζωή. Δεν υπάρχει πια όριο. Άνθρωποι με απινιδωτή μπορούν να τρέξουν σε μαραθώνιο, να κάνουν ελεύθερη κατάδυση, τα πάντα» είπε ο Δανός όταν έγινε γνωστό ότι υπέγραψε στην Μπρέντφορντ. 

«Μπορώ να μυρίσω ξανά το γρασίδι, να κλωτσήσω ξανά την μπάλα» έλεγε και τα μάτια του έλαμπαν από προσμονή για την μεγάλη στιγμή που θα ερχόταν.

Πρώτα με την Μπρέντφορντ, μετά με την εθνική ομάδα της Δανίας. Και έβαλε και γκολ. Στο «Πάρκεν». Εκεί που παραλίγο να γίνει το κακό. Σαν να έπρεπε να το ξορκίσει. Για να φτιάξει πια μια νέα ανάμνηση: θα είναι το γκολ, δεν θα είναι η κατάρρευση. Θα είναι ζωή, δεν θα είναι ο θάνατος... 

 

Ποιος είπε πως δεύτερη ζωή δεν έχει...