MENU

«Μεταξύ μας ρε πασά μου; Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. Δεν γίνεται να παρεξηγηθούμε εμείς οι δύο». Κάπως έτσι έκλειναν όλες οι κουβέντες μας.

Ναι, αυτονόητο. Αλλά το μόνο που είναι αυτονόητο, είναι πως… τίποτα δεν είναι αυτονόητο.

Γι’ αυτό και κάθε μας κουβέντα, έπρεπε να κλείνει έτσι. Για να σιγουρευτούμε και οι δύο ότι όλα είναι καλά.

Του την έμπαινα. Ενίοτε, χοντρά. Γιατί ήξερα ότι το αντέχει. Ήξερα ότι μπορεί να μου απαντήσει με τον ίδιο τρόπο. Σκληρά. Ωμά. 

Και έτσι να στήνεται ένα μικρό πάρτι με θεατές, την ομήγυρη στην κοινή μας εργασιακή συνομιλία της βραδινής βάρδιας του SDNA, τους Υπερπαίκτες.

Εκεί όπου έχουν γραφτεί οι μεγαλύτερες χοντράδες, μα και οι μεγαλύτερες αλήθειες.

Εκεί, όπου έχουν ειπωθεί, τα ανείπωτα.

Εκεί, όπου όποιος συμμετέχει είναι γυμνός, καθαρός, ένας μεταξύ ίσων.

Ένας μικρός κλίβανος ψυχών μέσα στην καθημερινή κωπηλασία στην γαλέρα της ενημέρωσης.

Του την έμπαινα. Ενίοτε, χοντρά. Επίτηδες. Για να τον τσιγκλάω, να τον πειράζω, να τον προκαλώ, να τον τσιτώνω. 

Ήξερα τα κουμπιά του. Μπορούσες να του θίξεις σχεδόν τα πάντα. Εκτός από την ΑΕΚ. Το έπαιρνε προσωπικά. Τσαντιζόταν. Θύμωνε. Του άναβαν όλα τα λαμπάκια. 

Κι όσο το ήξερα, τόσο περισσότερο τον άναβα. 

Δεν τον άφηνα σε χλωρό κλαρί. 

Σε κάθε σφύριγμα, κάθε πέναλτι, κάθε κάρτα υπέρ ή εναντίον της αγαπημένης του ΑΕΚ. 

Ήμουν απέναντι, πολλές φορές επίτηδες, για να γίνεται χουλιαμάς.

Γιατί ήξερα ότι το αντέχει -αν δεν ήταν μαχίμι θα το έκοβα με μιας.

Κι εκείνος τσίμπαγε. Και μου έσουρνε τα χίλια μύρια. 

Το απολάμβανα! Νομίζω κι εκείνος.

Κι αφού του διέλυα το νευρικό σύστημα κι εκείνος το δικό μου, στην μεταξύ μας συνομιλία, μακριά από τα άλλα βλέμματα βάζαμε τέλος με τον δικό μας κωδικό.

«Μεταξύ μας ρε πασά μου; Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. Δεν γίνεται να παρεξηγηθούμε εμείς οι δύο».

Ένιωθα ότι είχε ένα μόνιμο σύννεφο βροχής πάνω από το κεφάλι του. Από τότε που τον χτύπησαν με το μηχανάκι στην Φιλελλήνων γυρνώντας από ματς, μέχρι τις προάλλες που πλημμύρισε το σπίτι του, όταν έσπασαν από το πουθενά κάτι σωλήνες.

Κι άλλα, που δεν έχει νόημα πια.

Ό,τι κι αν του συνέβαινε όμως, από το πιο μικρό ως το πιο μεγάλο, ένιωθε σχεδόν ενοχικά αν έλειπε έστω και μισή ωρίτσα από την βάρδια.

Ένιωθε ότι μας κρεμάει. Μας απογοητεύει. Ότι μας χώνει.

Η σκέψη και μόνο τον έκανε κουρέλι.

Ήταν (ανατριχιάζω και μόνο στην έννοια του αορίστου) μόλις 44, αλλά ήταν σαν είχε δουλέψει 44 χρόνια σε αυτή την παλιοδουλειά.

Δουλεμένος δημοσιογράφος, σκαμμένος, παλιός σκληρός εφημεριδάς, στοιχηματζής, κομμάντο ροής, μα και ρεπόρτερ. 

Η δουλειά άργησε να του τα φέρει εκεί που τα ήθελε, μετά από την δική του δημοσιογραφική Οδύσσεια είχε φτάσει να κάνει το ρεπορτάζ της μεγάλης του αγάπης.

Το προσέγγιζε με ιερό τρόπο.

Η ΑΕΚ μπορούσε να τον κάνει να κλαίει σαν μικρό παιδί, να ανατριχιάζει, να τρέμει σύγκορμος -θαρρεί κανείς ότι οι Πολίτικες ρίζες τον έκαναν να νιώθει στο πετσί του όσο λίγοι την ιστορική της περπατησιά, τα βάσανα και τις ταλαιπώριες της.

Δεν ξέρω πολλούς που να εκφράζονται τόσο έντονα βιωματικά με ένα από τα πιο όμορφα κιτρινόμαυρα συνθήματα που έχουν γραφτεί ποτέ:

Εσύ, εσύ, της μοίρας μου γραφτό,

Μου παίρνεις την καρδιά και το μυαλό,

Εσύ μου δίνεις λόγο να υπάρχω,

Και μια ζωή την ίδια τρέλα θα χω,

Δικέφαλε μαζί σου αρρωσταίνω,

ΑΕΚάρα μου το έχασα το τρένο...

Ναρκωτικά γυναίκες και λεφτά,

τι να σου πουν εσένα όλα αυτά; 

ΑΕΚ ολέ ολέ ΑΕΚ ολέ,

ΑΕΚ ολέ ολέ ΑΕΚ ολέ…

Το δικό του, «της μοίρας γραφτό» ήταν σκληρό και αδυσώπητο.

Μεταξύ μας ρε πασά μου; Γνωριζόμαστε τόσα χρόνια. 

Κι όμως τώρα γίνεται να παρεξηγηθούμε εμείς οι δύο

Δεν γίνεται να την έκανες έτσι ξαφνικά…

Εσύ, εσύ της μοίρας μου γραφτό…