Αν στο ξεκίνημα του Nations League αλλά και των προκριματικών του EURO μας έδιναν έγγραφη διαβεβαίωση ότι θα παίζαμε την πρόκριση στην τελική φάση της διοργάνωσης, σε ένα παιχνίδι με την Γεωργία, έστω και εκτός έδρας, νομίζω θα υπογράφαμε και με τα δύο χέρια. Προφανώς το ίδιο ισχύει και για τους Γεωργιανούς. Και για τις δύο ομάδες λοιπόν, το βράδυ της Πέμπτης υπήρξε μια ιστορική ευκαιρία. Για εμάς η ευκαιρία να επιστρέψουμε στην κεντρική σκηνή του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου μετά από δέκα χρόνια. Για τους Γεωργιανούς η ευκαιρία ολόκληρης της ποδοσφαιρικής ζωής τους. Το βάρος ήταν αναλογικά μεγαλύτερο για εκείνους: εκτός του ότι έπαιζαν μπροστά στο κοινό τους, είχαν βρεθεί στο ίδιο σημείο και πριν από τέσσερα χρόνια, με ακόμα πιο “βατό” αντίπαλο, την Βόρεια Μακεδονία και τα έκαναν θάλασσα! Αυτά στη θεωρία. Στην πράξη αποδείχθηκε ότι η πίεση “λύγισε” την Ελλάδα, όχι την Γεωργία.
Ανεξάρτητα από την πικρή έκβαση των πέναλτι, η μεγάλη αποτυχία για την Εθνική μας ήταν ότι επέτρεψε στο ματς να φτάσει εκεί. Οι Έλληνες διεθνείς πάλεψαν πολύ επί σειρά ετών, συμμάζεψαν το χάλι που επικρατούσε μέχρι και από πριν από λίγα χρόνιαμ, έκλεισαν τα αυτιά τους στην τοξικότητα και την απαξίωση, έγιναν εκ νέου γκρουπ και μαζί με τον προπονητή τους, βήμα – βήμα έφεραν τους εαυτούς τους και την χώρα ξανά το κατώφλι μιας μεγάλης διοργάνωσης. Όλο αυτό λοιπόν, αν το αφήσεις να κριθεί στην “ρώσικη ρουλέτα” απέναντι σε ομάδα καταφανώς κατώτερης συνολικής ποιότητας, επί της ουσίας το ακυρώνεις!
Η Ελλάδα επί 120 λεπτά αγώνα, με εξαίρεση ένα πεντάλεπτο ξέσπασμα στο πρώτο ημίχρονο της παράτασης, δεν απείλησε ουσιαστικά, εγκλωβίστηκε τον τέμπο που ήθελαν οι Γεωργιανοί, κυρίως εγκλωβίστηκε στο δικό της άγχος και την δική της νευρικότητα!
Με πιο απλά λόγια, αντιμετώπισε το παιχνίδι με φόβο. Και ο φόβος φυλάει τα έρμα μεν, σπανίως πάει Euro δε. Ο μόνος ποδοσφαιριστής, που είτε λόγω ιδιοσυγκρασίας, είτε λόγω ηλικίας, δεν φοβόταν και το έδειχνε σε κάθε του επαφή, ήταν ο Γιάννης Κωνσταντέλιας. Όχι ότι έκανε και τίποτα τρομερό, πάντως προσπάθησε να πάει στο ένας εναντίον ενός, δημιούργησε κάποια ανισορροπία στην άμυνα των γηπεδούχων και γενικά αγωνίστηκε χωρίς να κουβαλάει στην πλάτη του την φοβία που είχε όλη η υπόλοιπη ομάδα.
Από εκεί και πέρα, ακόμα και οι πλέον έμπειροι, κόλλησαν στην θολούρα της ανασφάλειας.
(Εδώ να πούμε το αυτονόητο αλλά δυστυχώς απαραίτητο να ειπωθεί: η ανθρωποφαγία, το βρίσιμο και οι κατάρες στα social, προς τον Μπακασέτα, τον Γιακουμάκη ή οποιονδήποτε άλλον διεθνή, είναι χυδαιότητα και ντροπή. Ευτυχώς είναι λίγοι οι άρρωστοι που προβαίνουν σε τέτοιες ενέργειες. Οι περισσότεροι, παρότι στεναχωρημένοι από τον αποκλεισμό, ξέρουν ότι οι ποδοσφαιριστές τα έδωσαν όλα).
Ο καλός συνάδελφος στην τηλεοπτική μετάδοση παρασύρθηκε από την επιθυμία του και την ένταση του ματς και είδε στο τέλος “καταπληκτική εμφάνιση” από την Ελλάδα και υπέδειξε την ατυχία ως βασική αιτία του αποκλεισμού. Ούτε καταπληκτική εμφάνιση κάναμε, ούτε άτυχοι υπήρξαμε. Υπήρξαμε απλώς κατώτεροι της περίστασης.
Δεν ξέρω τι επιφυλλάσει η συνέχεια για την Εθνική, την συγκεκριμένη ή τις επόμενες. Η σοβαρή επένδυση των ομάδων στις ακαδημίες τους και η παραγωγή ταλέντων από αυτές (κυρίως του ΠΑΟΚ και του Ολυμπιακού αλλά έρχονται και οι άλλοι) μας δίνει μια μικρή ελπίδα για το μέλλον. Αρκεί να γεφυρωθεί το χάσμα που υπάρχει στην διαδικασία σύνδεσης της Κ19 με την πρώτη ομάδα των μεγάλων club , μέσα στο οποίο έχουν πέσει και χαθεί δεκάδες ταλέντα επί σειρά ετών. Και ταυτόχρονα να αρχίσει και η Εθνική, επιτέλους να χτίζεται γύρω από την σπάνια κλάση όταν την βρίσκει, και όχι γύρω από την φιλοτιμία. Με τον Κώστα Φορτούνη χάσαμε την σχετική ευκαιρία Ας μην την χάσουμε και με τον Γιάννη Κωνσταντέλια.