MENU

Ζάγκρεμπ, 1990…

Ζάγκρεμπ, 1997…

Ζάγκρεμπ, 2008…

Αθήνα, 2023…

Ζάγκρεμπ, 2024…

Ποιος ορίζει ποια είναι η πιο σημαντική στιγμή σε μια διήγηση; Πότε πρέπει να αρχίσει, ποιο είναι το περιστατικό που την καθορίζει, γύρω από ποια ριπή ζωής πρέπει να ξετυλίγεται; Δεν υπάρχει ξεκάθαρη απάντηση. Ακόμα και η ίδια η στιγμή μεταλλάσσεται με την πάροδο του χρόνου. Η ίδια η ζωή αυτοαναιρείται από την εξέλιξή της. Εκείνο που σήμερα μοιάζει ως ένας ολόκληρος κόσμος, χθες μπορεί να μην υπήρχε και αύριο μπορεί να έχει ξεχαστεί. Το 1990 μια κοπέλα, η οποία ό,τι έχει ενηλικιωθεί και ετοιμάζεται να μπει στην εφηβεία, βλέπει τον κόσμο να καταρρέει. Το 1997 βιώνει την προσωπική τραγωδία της απώλειας. Το 2008 πιστεύει – ποιος νέος δεν το έχει πιστέψει – ότι μπορεί να αλλάξει τον κόσμο. Ναι, θα τον αλλάξει! Και τώρα; Τώρα ξέρει ότι δεν τον άλλαξε. Ξέρει, όμως, ότι έκανε το καλύτερο που μπορούσε κι αυτό μερικές φορές είναι το περισσότερο που χρειάζεται να ξέρεις.

Πώς ενώνονται οι στιγμές; Αν δεν υπήρχε το 1990, δε θα υπήρχε η ιστορία. Αν δεν ερχόταν το 1997, δε θα υπήρχε η προσωπική ώθηση – εκείνη που πηγάζει από μέσα και σε σπρώχνει να συνεχίζεις όταν όλα μοιάζουν να έχουν τελματώσει. Αν δεν υπήρχε το 2008, δε θα το είχε μάθει όλος ο κόσμος. Αν δεν υπήρχε το 2023, δε θα είχε γίνει η αναζήτηση. Κι αν δεν υπήρχε το σήμερα, το ματς του ΠΑΟΚ με την Ντιναμό Ζάγκρεμπ, δε θα υπήρχε η αφορμή για να ακουστεί η ιστορία.

H Μπόζιτσα Ουρόιτς είναι δασκάλα. Με ξανθά μαλλιά, αν πρέπει να… στερεοτυπίσουμε για να κάνουμε πιο ευχάριστη την αναφορά. Στα 64 της χρόνια σήμερα, είναι εκπαιδευτικός σχεδόν τέσσερις δεκαετίες. 38 χρόνια σε γυμνάσιο, 38 χρόνια «αφιερωμένα στην προσπάθεια να οδηγώ τα παιδιά μακριά από το μίσος και τη βία». Το 2008 το όνομά της έγινε γνωστό σε όλο τον κόσμο. Ναι, σε όλο τον κόσμο, δεν είναι καθ’ υπερβολή η αναφορά. Μέσω του πρακτορείου Reuters, η είδηση αναπαράχθηκε σε κάθε γωνιά του πλανήτη: Η Κροατία θα εισάγει ως ειδικό μάθημα στα σχολεία της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης τη σωστή διαγωγή ενός οπαδού. Το «Fan’s Etiquette» ερχόταν να αλλάξει τον κόσμο. Μα, πώς αλλάζεις έναν κόσμο που δε θέλει να αποδεχθεί την αλλαγή; Μπορείς να του εξηγήσεις, μπορείς να του δείξεις, μπορείς να τον διδάξεις, αλλά μπορείς να τον πείσεις; Μόνο αν νιώσει ό,τι ένιωσες…

Μεγαλώνοντας η Μπόζιτσα δεν έχανε αγώνα της Ντιναμό. Διάολε, δεν έχανε ούτε προπόνηση – ο πατέρας της πάντα την έπαιρνε μαζί, έβρισκε το περιβάλλον εξαιρετικά ασφαλές για ένα παιδί. Και ήταν. «Βρίσκω πολύ κουραστική και κάπως γελοία την έκφραση «τη δική μου εποχή τα πράγματα δεν ήταν έτσι», αλλά δυστυχώς στην προκειμένη περίπτωση ταιριάζει. Ο κόσμος στα γήπεδα δεν ήταν έτσι. Η υποστήριξη είχε πολλή φωνή, αλλά καθόλου φυσική βία. Δεν υπήρχε κίνδυνος, δεν ένιωσα ποτέ κίνδυνο», διηγείται με μεγάλη ευχαρίστηση και προς δική μας τέρψη να μοιραστεί την προσωπική της ιστορία. Μια ιστορία, η οποία όπως πολλές που έρχονται από την πρώην ενωμένη Γιουγκοσλαβία έχουν αφετηρία τις 13 Μαΐου του 1990. Αφετηρία ή τερματισμό.

Ο πατέρας της είχε πάει και σε εκείνο το ματς: Ντιναμό Ζάγκρεμπ-Ερυθρός Αστέρας. «Γύρισε σπίτι και υποσχέθηκε ότι δε θα πάει ξανά σε ματς. Υπήρχε τόση βία, εντός και εκτός γηπέδου, μια κατάσταση τρομακτική για τους μεγαλύτερους ανθρώπους που προσπαθούσαν να αποφύγουν τα επεισόδια». Εφτά χρόνια μετά, ο πατέρας της έφυγε από τη ζωή. Η Μπόζιτσα ήταν, ήδη, παιδαγωγός και δεν είχε πάψει ποτέ να είναι φίλαθλος. Ακόμα, είναι. Κι ακόμα ανάβει ένα κερί για τον πατέρα της κάθε φορά που η Ντιναμό πετυχαίνει κάτι σπουδαίο. «Για την περηφάνια που θα ένιωθε, για τη χαρά που θα έπαιρνε εκείνος», εξηγεί…  

Η χαρά και η περηφάνια του θα ήταν σίγουρα μεγαλύτερες για την κόρη του. Για το έργο «Cheering with etiquette», όπου το «etiquette» ακούει περισσότερο στο «πρωτόκολλο συμπεριφοράς» από το ξερό «ετικέτα», το οποίο κατάφερε να φτάσει μέχρι το Υπουργείο και να πάρει έγκριση για να μπει στα σχολεία. Η διαρκώς κλιμακούμενη βία στα γήπεδα, οι βωμολοχίες, η ασέβεια, οι διηγήσεις των ίδιων των μαθητών της από αγώνες που είχαν παραβρεθεί την ώθησε στην απόφαση: Κάτι έπρεπε να γίνει. Και έγινε.

Το περιεχόμενο δημιουργήθηκε από αθλητές, προπονητές, δασκάλους, πρώην μαθητές της και περιείχε ένα άτυπο Savoir Vivre των γηπέδων. Με πράγματα που φαντάζουν… πολύπλοκα, όπως το μην αποδοκιμάζεις τον Εθνικό Ύμνο της αντίπαλης ομάδας, ή πιο απλά, όπως π.χ. μην σκοτώνεις. Το έργο της εγκρίθηκε. Επιλέχθηκαν δέκα γυμνάσια και λύκεια, στα οποία υπήρχαν οι υψηλότερες αναφορές εγκληματικότητας για να διδαχθούν τα παιδιά. Μετά από κάθε εκπαιδευτική μονάδα, οι μαθητές μοιράζονταν τις εντυπώσεις τους μέσα από προφορικές ή ακόμα και γραπτές αναφορές. «Από τα στοιχεία που συγκεντρώθηκαν μέσα από όλα τα χρόνια προέκυψε ότι τόσο οι μαθητές όσο και οι καθηγητές βρήκαν το έργο διαφωτιστικό και ενδιαφέρον».

Η προσπάθεια ήταν εκεί, λοιπόν. Η λύση, την οποία αναζητούμε και για την οποία χρόνια συζητάμε στην Ελλάδα, ήταν εκεί. Εκπαίδευση. Αθλητική παιδεία. Σεβασμός στον αντίπαλο. Τι ακριβώς πήγε στραβά; Εκεί έρχεται και δένει το ότι μερικές φορές απλά δεν μπορείς να κάνεις και κάτι περισσότερο. Η επιμονή και η βούληση είναι οι λέξεις κλειδιά για να αλλάξεις τον κόσμο. Και σίγουρα η υπομονή. Αν ρίξεις μια σταγόνα λάδι στο νερό, δε σημαίνει ότι είναι έτοιμο και για σαλάτα…

«Ακόμα και σήμερα, δυσκολεύομαι να καταλάβω γιατί υπάρχει τέτοια οργή στους νέους. Οργή που σκάει σαν ηφαίστειο και εκφράζεται με διαφορετικές μορφές βίας. Δεν πρέπει να ψάχνουμε την καταστολή, πρέπει να ενισχύσουμε την πρόληψη. Οφείλουμε να προσπαθήσουμε περισσότερο στην εκπαίδευση και στην οικογένεια», θα μας πει η κυρία Ουρόιτς, επιμένοντας ότι το πρόβλημα είναι πέρα από ομάδες, κλειστά γκρουπ ή χώρες.

«Το φάσμα είναι τόσο ευρύ σε όλη την ευρωπαϊκή ένωση που δεν ωφελεί σε τίποτα να μιλήσουμε μόνο για την Κροατία. 15 χρόνια μετά την προσπάθεια που έγινε μπορώ να πω με σιγουριά ότι δεν αρκεί ένας χρόνος διδασκαλίας για να λύσει το πρόβλημα. Χρειάζεται πολύς περισσότερος χρόνος, πολλές περισσότερες πηγές εκπαίδευσης και χρειάζεται συστηματική διδασκαλία από την παιδική ηλικία μέχρι και το λύκειο. Αν είχε υπάρξει αυτή η προσέγγιση, δε θα αντιμετωπίζαμε σήμερα αυτές τις προκλήσεις».

Ο πατέρας της ίσως να μην επέλεγε και σήμερα να πάει στο γήπεδο. Δεν είναι ασφαλές περιβάλλον, και το πρόβλημα, μας, λέει η κυρία Ουρόιτς είναι συνολικό. Αν το εξατομικεύουμε, χάνουμε την ουσία. «Δεν είναι οι BBB το πρόβλημα, πρέπει να το καταλάβουμε αυτό. Δεν υπάρχουν «καλύτεροι» και «χειρότεροι», αλλά να καταδικάζεται η βία απ’ όπου κι αν προέρχεται. Πρέπει να προωθήσουμε μια κοινή έννοια διαγωγής στα γήπεδα. Να υπάρχει θετική ατμόσφαιρα στα αθλητικά γεγονότα και να υπάρχει η αίσθηση ότι όλοι μπορούν να είναι ασφαλείς. Πρέπει να επιμείνουμε στη διδασκαλία. Στο σεβασμό τους κανόνες, στο fair play, στο ευ αγωνίζεσθαι… Αλλά να υπάρχουν και αυστηρές ποινές, όπου αυτό δεν τηρείται. Έχουμε δει τους οπαδούς της Ντιναμό να βοηθάνε με αυταπάρνηση σε στιγμές κρίσης, να σώζουν νεογέννητα από κτήρια που έχουν καταρρεύσει, να βοηθούν ανθρώπους που επλήγησαν από φυσικές καταστροφές. Γιατί εκεί και όχι στο γήπεδο; Πρέπει να τελειώσει η βία. Το μίσος. Σε κάθε χώρα υπάρχουν άνθρωποι που χρειάζονται βοήθεια. Γιατί να μην δείχνουμε παντού την ίδια αλληλεγγύη; Και χρειάζεται βούληση από την ευρωπαϊκή ένωση. Συνολικά. Κάθε χώρα προσπαθεί μόνη της (σ.σ. και αποτυγχάνει μόνη της, θα συμπληρώσουμε εμείς), χωρίς μακροχρόνια αποτελέσματα. Πρέπει να γίνει μια συνεχής προσπάθεια, με τη μέγιστη υποστήριξη από τους γονείς και τους δασκάλους. Πρέπει να επιστρέψουμε στις αληθινές αξίες του αθλητισμού».

Η κυρία Μπόζιτσα Ουρόιτς, θέλησε να γράψει η ίδια τον επίλογο. Για να μην είναι, όπως λέει, συνδεδεμένη η ιστορία του αθλητισμού με τον αριθμό των νεκρών ή των τραυματιών στα γήπεδα. Παραθέτει, ως επίλογο, τα λόγια του Γάλλου ανθρωπολόγου και κοινωνιολόγου, Μαρσέλ Μος…

«Ο αθλητισμός έχει τη δική του ιστορία, και είναι μέρος της ιστορίας».

Μήπως ξέρει κανείς τι ομάδα υποστήριζε;

Η γυναίκα που ήθελε να αλλάξει τον κόσμο (ή τουλάχιστον το ποδόσφαιρο)