MENU

Το όνομά της είναι Άννα. Κυρία Άννα. Στο γήπεδο δεν πάει συχνά. Σχεδόν ποτέ, δηλαδή. Μερικές σκόρπιες βραβεύσεις, κάποιες τιμητικές βραδιές, αλλά κι εκείνα τα αποφεύγει. Συγκινείται, λυγίζει, τον θυμάται περισσότερο, της λείπει παραπάνω – προτιμά να στέλνει τα παιδιά της. Εξάλλου, ούτε εκείνος την άφηνε πολύ-πολύ να πηγαίνει στο γήπεδο. Καθόλου, δηλαδή. Μια φορά βαρέθηκε να τον περιμένει στο αμάξι απέξω και είπε να ανέβει στην κερκίδα. Μόλις την είδε της έκανε νόημα να φύγει. Δεν εξήγησε ποτέ το γιατί, δεν τον ρώτησαν και ποτέ. Μάλλον φοβόταν. Άνθρωπος γλυκός, από εκείνους που σου περιγράφουν όσοι έζησαν τα πιο αγνά χρόνια του ποδοσφαίρου και πιστεύεις ακόμα και σήμερα ότι τα εξιδανικεύουν. Αλλά εκείνος έτσι ήταν, κανείς δε θα σου πει υπερβολές ή ψέματα.

Η κυρία Άννα γνώριζε καλά το βουνό. Εκεί έβγαιναν τα πρώτα ραντεβού. Από τα 13 τους μαζί, γείτονες στην Καισαριανή, ζευγάρι, οικογένεια. Ξεκίνησε να το ανέβει. 70 χρονών, πλέον, και μέχρι την τελευταία στιγμή διστακτική. Δεν ήθελε να ζητήσει τίποτα από κανέναν. Έτσι κάνει τόσα χρόνια, έτσι της έλεγε και εκείνος κάθε φορά που ανέφερε το ποδόσφαιρο. «Έλα μωρέ τώρα, τι θες να πας να δεις;». Αυτή τη φορά, όμως, ήθελε. Κάτι της έλεγε ότι πρέπει να πάει, κάτι την ωθούσε να αγνοήσει τη φωνή του. Τα γήπεδα κλειστά. Το διαρκείας που έχει αγοράσει η οικογένεια για τα ματς της Κηφισιάς άχρηστο. Είχαν υποσχεθεί να πηγαίνουν στα παιχνίδια με αντίπαλο τις μεγάλες ομάδες. Παιδιά, ανίψια, εγγόνια, όλοι. Είχαν στο μυαλό τους κυρίως το ματς με τον Ολυμπιακό. Το είχε σχεδόν ξεχάσει. Παρασκευή το θυμήθηκε.

«Γαμώτο είναι το ματς την Κυριακή και δε θα πάω»…

Ήταν το γήπεδο. Ήταν ο αντίπαλος. Ποτέ πριν δεν είχε την ευκαιρία, ποτέ πριν δεν υπήρξε τέτοια ευκαιρία και τέτοια συγκυρία. Ο Ολυμπιακός. Στο Δημοτικό Γήπεδο Καισαριανής «Μιχάλης Κρητικόπουλος». Προσπάθησε να βρει έναν τρόπο. Της είπαν θα προσπαθήσουν, «αλλά ξέρετε είναι ο νόμος». Της είπαν θα της τηλεφωνήσουν την ημέρα του αγώνα. Δεν το έκαναν. Η Σίσσυ την κατάλαβε. Το ήθελε. Το έκαναν. Μπήκαν στο αμάξι και στις τρεις το μεσημέρι πήραν τη διαδρομή για τη γειτονιά που όλα είχαν ξεκινήσει. Πήγαν πρώτα στο μνήμα. Μετά έκαναν να ανέβουν το βουνό. 15 λεπτά περπάτημα, κι όσο καλά κι αν κρατιέται η κυρία Άννα, είναι στα 70 της. Μην κάνεις και το αναφέρεις στην κουβέντα, το πείσμα χρόνια δεν κοιτά και δεν υπολογίζει.

Εξάλλου, το ήξερε καλά το βουνό. Εκεί έβγαιναν ραντεβού με τον κύριο Μιχάλη. Απλά, είχε χρόνια να το ανέβει. Μια περίφραξη από ‘δω, άλλη μία από εκεί, αυτά σίγουρα δεν ήταν εδώ παλιά και σίγουρα πάμε καλά; Η Σίσσυ προπορεύτηκε λίγο για να δει αν οδηγεί κάπου το μονοπάτι. Βρήκε μια μικρή τρύπα. Άκουσε τις φωνές από τα παιδιά που είχαν ανέβει να δουν το ματς. Της είπε να προσπαθήσει να περάσει από πάνω. Εκείνη κατάφερε και χώρεσε από μέσα, πιο πρόθυμα, πιο άκοπα από ποτέ, φτάνοντας έτσι στο μονοπάτι που οδηγούσε «στο γήπεδο. Πιο κάτω ήταν τα παιδιά που είχαν ανέβει να δουν το ματς. «Θα πάω να κάτσω μαζί τους», είπε απόλυτη. Φορτίστηκε. Τραγούδησε. Πήγαν λίγο πιο πέρα. Ένας οπαδός του Ολυμπιακού ζήτησε μια φωτογραφία με τη σημαία. Τον έβγαλαν. Πρότεινε να τις τραβήξει και εκείνος. Αρνήθηκαν.

- Καλά, δε θέλετε να βγάλετε φωτογραφία με τη σημαία;
- Αγόρι μου, έχω την αυθεντική σπίτι μου.

Έγιναν οι συστάσεις. Η Άννα Κρητικοπούλου, χήρα του Μιχάλη, ήταν στο βουνό. Η Σίσσυ, κόρη του αείμνηστου Μιχάλη Κρητικόπουλου, τη συνόδευσε στο βουνό. Η Σίλια έμεινε σπίτι με τα παιδιά.

- Κι αντί να είστε κάτω, είστε εδώ;

Πήγε κάτω πριν. Έψαξε για την εφημερίδα που εκδίδει η Κηφισιά πριν τα ματς, για να δει ξανά το όνομα του Μιχάλη της, δίπλα σ’ αυτό του Ολυμπιακού. Ανέβηκε στο βουνό για να δει την ερυθρόλευκη φανέλα στο γήπεδο που φέρει το όνομά του. Κοίταξε τον αγωνιστικό χώρο. Εκεί από ψηλά, στο βάθος, φαινόταν το μνήμα του. Εκεί είχε το βλέμμα της λίγο πριν σκοράρει ο Γιώργος Μασούρας για το 0-1. Ίσα-ίσα πρόλαβε να το δει.

- Το έβαλε Έλληνας;

- Ωραία.

- Το έβαλε ο Μασούρας;

- Ωραία.

Έμειναν στο βουνό μέχρι το ημίχρονο. Έπρεπε να κατέβουν πριν νυχτώσει, πριν το κρύο γίνει πιο τσουχτερό. Στο δρόμο προς το αμάξι, η κυρία Άννα λοξοδρόμησε. Η Σίσσυ δεν πρόλαβε να σκεφτεί και πολλά, ούτε να τη σταματήσει. Η κυρία Άννα μπήκε στον περιβάλλοντα χώρο. Από τη μια πλευρά η είσοδος του γηπέδου, από την άλλη η προτομή. Την πλησίασε η αστυνομία. Έκανε νόημα εξηγώντας γιατί είναι εκεί… Πήγε στην προτομή και γύρισε λίγο μετά στη Σίσσυ, στην είσοδο του γηπέδου. Περήφανη και χαρούμενη σαν ένα παιδί δέκα χρονών που είχε καταφέρει τη μεγαλύτερη σκανδαλιά και είχε πάρει τη σπουδαιότερη επιβράβευση. Της μετέφερε – με την ίδια περηφάνια – πώς είχε ορθώσει ανάστημα. Είχε πατήσει πόδι.

«Είμαι η γυναίκα του Μιχάλη Κρητικόπουλου και θέλω να μπω», είπε στον αστυνομικό.

«Και γιατί δεν είστε μέσα;», της απάντησαν.

Δεν είναι μέσα εξαιτίας μας. Δεν ήταν μέσα στο γήπεδο εξαιτίας όλων ματς. Έχασε την ευκαιρία να δει τον Ολυμπιακό να παίζει στο γήπεδο «Μιχάλης Κρητικόπουλος» διότι εμείς της το απαγορεύσαμε.

«Ήθελα να δω το «7» της ερυθρόλευκης φανέλας στο γήπεδο. Βλέπω τον Φορτούνη και είναι σα να βλέπω τον μπαμπά σου. Κανείς δεν έχει καταλάβει ότι εγώ ήθελα απλά να δω το «7» στο γήπεδο και μετά θα έφευγα από το ματς».

Γιατί δεν ήταν μέσα;

Δεν ήταν μέσα εξαιτίας μας. ΟΛΩΝ ΜΑΣ. Κυριά Άννα συγγνώμη…

Ας έρθει μια στιγμή που το ποδόσφαιρο θα είναι μόνο αυτή η ιστορία!

ΥΓ. Ένα προσωπικό ευχαριστώ στην οικογένεια της Άννας Κρητικοπούλου που δέχτηκε να μοιραστεί τις λεπτομέρειες της ιστορίας μαζί μου.

Αν το ποδόσφαιρο ήταν απλά αυτή η ιστορία…