Τον Νοέμβριο του 2017, βίωσα την πιο δύσκολη περίοδο σε αυτό το (σχεδόν άθλιο πια) επάγγελμα.
Σε τέτοιες καταστάσεις, κλείνομαι στον εαυτό μου. Απομονώνομαι. Προσπαθώντας να το ξεπεράσω και να στεγνώσω τη θλίψη μου.
Κι όπως το 1988 ήταν ο άνθρωπος που μου… χάρισε τη ζωή που έχω ζήσει, έτσι και εκείνες τις ημέρες ήταν εκείνος που έδωσε τη ψυχική δύναμη, το κουράγιο και την αυτοπεποίθηση για να συνεχίσω και να βγω από τα σκοτάδια μου.
Δεν ήταν απλά ένα φιλικό χτύπημα στην πλάτη. Ήταν μια αγκαλιά για να σταθώ γερά στα πόδια μου και να δω το αύριο με αισιοδοξία.
Έτσι αισθάνθηκα από το πρώτο τηλεφώνημα που μου έκανε, έτσι ήταν όταν μου άνοιξε την αγκαλιά του στο σπιτικό του, στην οδό Αμασείας στο λατρεμένο του Παγκράτι.
«Σωτηράκη, τι έγινε ρε γαμώτο; Να ξέρεις έπραξες το σωστό. Μην έχεις αμφιβολία καμιά. Και είμαι υπερήφανος για εσένα. Εκείνοι θα χάσουν», είπε με τη βελούδινη φωνή του. Συνέχισε ρωτώντας επίμονα, με ενδιαφέρον, ποιες εφημερίδες θα μπορούσαν να με προσλάβουν έπειτα από ΤΑ ΝΕΑ, όπου εκείνος είχε υπογράψει την πρόσληψη μου, τον Σεπτέμβριο του 1990.
Τίποτα από όσα είπα δεν ήταν η απάντηση που ήθελε να ακούσει και άρχισε να προτείνει διάφορες επιλογές. «Να πάρω τον τάδε; Εκεί έχω γνωστό τον τάδε, να του ζητήσω να σε δει;» έλεγε με ενδιαφέρον αληθινά συγκινητικό.
Έγινε συγκινητικότερος όταν έπειτα από 20 ημέρες και αρκετά τηλεφωνήματα πήγα στο διαμέρισμα του. Με οδήγησε να καθίσουμε στο πιο φωτεινό δωμάτιο. Εκεί που είχε το σπάνιο αρχείο του, που εκείνος πρώτος από όλους -όπως σχεδόν όλα- είχε φέρει στην αθλητική δημοσιογραφία, που χάρη σε εκείνον απέκτησε υπόσταση στην Ελλάδα. Η αθλητική δημοσιογραφία πριν έρθει από τη Γαλλία δεν είχε καμία σχέση με τα επόμενα χρόνια. Αλλά και τώρα δεν έχει σχέση με την εποχή του…
«Θα σου δώσω μερικούς φακέλους… από το αρχείο μου… Να, από κάποιες διοργανώσεις. Μεγάλες. Είναι συνθέσεις, στοιχεία, στατιστικά από αυτές. Να τα αξιοποιήσεις. Να τα κάνεις εσύ ό,τι θες. Φτιάξε ένα site και βάλε όλα τα στοιχεία αυτά. Κοστίζει; Βρες κάποιον να το χρηματοδοτήσει και δημοσιοποίησε τα. Είναι μια καλή, νέα, αρχή…».
Δεν τον διέκοψα. Δεν το έκανα ποτέ, αλλά εκείνο το μεσημέρι της 29ης Νοεμβρίου του 2017 είχα μείνει αποσβολωμένος. Δεν είχα τι να πω. Δεν μπορούσα να αρθρώσω λέξη.
Σηκώθηκε από το γραφείο του. Έβαλε κάποιους φακέλους σε μερικές πλαστικές σακούλες και δίνοντας τις μου, είπε «πήγαινε τώρα γιατί πρέπει να φάω κι έλα με κουτιά την επόμενη φορά. Θα σου δώσω και μερικούς ακόμη. Αλλά βρες πώς θα τα δημοσιεύσεις».
Το μεγαλείο του Γιάννη Διακογιάννη, δεν ήταν (μόνο) ο πλούτος των γνώσεων του. Η υπέροχη φωνή του. Ο επαγγελματισμός του.
Ήταν η ανθρώπινη υπόσταση του. Η μεγαλοσύνη του, χωρίς απολύτως καμία ιδιοτέλεια. Ενδιαφέρθηκε και με στήριξε όταν η νέα ιδιοκτησία των ΝΕΩΝ αποφάσισε να με απολύσει έπειτα από 29,5 χρόνια, όσο κανείς άλλος.
Όπως το 1988 όταν με πήρε στο αθλητικό τμήμα των Νέων.
Όπως τότε, εκείνη την εποχή, πρόσθεσε ακόμη τέσσερα νέα -τότε- παιδιά, τον Κώστα Κοφινά, τον Γιάννη Λαμπίρη, τον Θανάση Λιοντζόπουλο και τον Γιώργο Νασμή για να αποκτήσει το τμήμα “νέο αίμα”.
Όπως όταν πηγαίναμε παρέα σε διάφορα ταβερνάκια, τον αγαπημένο του Βυρίνη, στην Αρχιμήδους - πίσω από το Καλλιμάρμαρο, για να πιούμε κρασάκι και να μιλάμε για αθλητισμό και μουσική, που εξίσου λάτρευε.
Όπως όταν έσπευσε να έρθει να μας επισκεφτεί στα γραφεία των ΝΕΩΝ, στη Μιχαλακοπούλου πια, γιατί λόγω οικονομικών προβλημάτων η εφημερίδα κινδύνευε με "λουκέτο" και έβγαλε την ιστορική φωτογραφία να επιδεικνύει το υπέροχο πρωτοσέλιδο εκείνης της ημέρας.
Όπως όταν συχνά-πυκνά καλούσε όλους μας για να μας κάνει υποδείξεις και να διορθώσουμε λάθη στα κείμενα μας. Πρωτίστως για τη σωστή προφορά ονομάτων, που είχε μανία.
«Δεν είναι Μαλίκοβιτς, Σωτηράκη. Μάλκοβιτς είναι. Δεν πρέπει εσύ να κάνει τέτοια λάθη», έλεγε για παράδειγμα και έκλεινε κάνοντας την αγαπημένη πρόταση επί της ευκαιρίας: «Άντε, πάρε το κωλόπαιδο τον Τζιανίδη και ελάτε να πάμε για ένα κρασί… Μου έχετε λείψει καθάρματα»…
Ο Γιάννης Διακογιάννης δεν με έβαλε απλά στη δημοσιογραφία.
Δεν μου έδωσε μόνο την ευκαιρία.
Μαζί με τον Σπύρο, τη Βάσω και τον Ζέλικο, μου έμαθε να εκτιμώ.
Να κάνω τη δουλειά με αγάπη και σεβασμό για την προσπάθεια του άλλου.
Να εκτιμώ και να αξιολογώ τον κόπο, τις θυσίες, την αγωνία, όσα έχει υποφέρει για να δίνει τον αγώνα του.
Και μου έδωσε τη ζωή που έχω ζήσει…
Ζανό, σου χρωστάω σχεδόν τα πάντα!
ΥΓ: Αρχές του 1989 με έστειλε, έπειτα από μερικούς μήνες στο αθλητικό τμήμα, στο πρώτο ρεπορτάζ μου. Συνέντευξη Τύπου της ομοσπονδίας Πάλης, για το τουρνουά “Ακρόπολις” στο ξενοδοχείο Τιτάνια. Ο πρόεδρος της, Θοδωρής Χαμάκος, ανακοίνωσε ότι οι Έλληνες παλαιστές δεν θα πάρουν μέρος αν δεν καταβληθεί η κρατική επιχορήγηση, γεγονός που οδηγούσε την Ομοσπονδία σε οικονομική ασφυξία.
Πρέπει να έκανα 5-6 ώρες για να γράψω, με στυλό σε δημοσιογραφικό χαρτί, τις 150-200 λέξεις που μου ζήτησε.
Έγραφα, έσκιζα. Έγραφα, έσκιζα.
Όταν του το παρέδωσα, σταμάτησε να χτυπά τα πλήκτρα της γραφομηχανής του, άφησε στο τασάκι το Gitanes που είχε πάθος να καπνίζει και πήρε το χειρόγραφο.Απότομα το έσκισε και το πέταξε στο καλάθι!
Ένιωθα να χάνεται η γη κάτω από τα πόδια μου. 24 ζευγάρια μάτια να κοιτούν έμενα να στέκομαι αμήχανα μπροστά του.
Ούτε το ένα συνέβαινε, ούτε το άλλο.
«”Σε συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε χθες σε κεντρικό ξενοδοχείο της Αθήνας η Ομοσπονδία Πάλης με αφορμή το διεθνές τουρνουά “Ακρόπολις” ο πρόεδρος κ. Χαμάκος δήλωσε ότι αν δεν δοθούν από το Κράτος τα χρήματα της επιχορήγησης οι Έλληνες παλαιστές δεν θα μπορέσουν να συμμετάσχουν στους αγώνες”. Τι μας νοιάζει αγόρι μου γλυκό, που έγινε, πότε, πως και το τουρνουά;
Πρώτα η είδηση! Με αποχή από τους αγώνες του “Ακρόπολις” απειλεί η Ομοσπονδία Πάλης λόγω των οικονομικών προβλημάτων που αντιμετωπίζει εξαιτίας μπλα μπλα μπλα… Έτσι θα το γράψεις. Και να μου το φέρεις σε 5 λεπτά, όχι να κάνεις 5 ώρες!» είπε με έντονο ύφος, που έκανε να ηχούν ακόμη και τώρα στα αυτιά μου τα λόγια του.
ΥΓ2: Μου έμαθε, ακόμη, στις αποστολές να περνάω καλά, όπως έλεγε. Να εξερευνώ τα μέρη, να επισκέπτομαι τα μουσεία, να δοκιμάζω καλό παραδοσιακό φαγητό της χώρας, να αναζητώ στον ελεύθερο χρόνο, συναυλίες ή οποιαδήποτε καλλιτεχνικό event/βραδιά.
«Ανοίγει το μυαλό… γεμίζει η ψυχή και αυτό θα σας κάνει καλύτερους σε όλα σας» έλεγε.
Και πράγματι, αν για κάτι νιώθω “πλούσιος”, είναι για όσα έχω δει τόσα χρόνια από την πρώτη αποστολή (που εκείνος με έστειλε το 1991 στο Πέζαρο για το Σκαβολίνι-Άρης) κι ύστερα και τις προσωπικότητες που είχα την ευλογία να γνωρίσω…