MENU
:root { --competition-primary-color:#8a1538 ; --competition-secondary-color:#3f071d; --competition-solid-color:#3f071d; }
FIFA WORLD CUP 2022
Χρόνος ανάγνωσης 6’

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου...

0

Το καλοκαίρι του 2014 είχε στα πόδια του όλο τον ποδοσφαιρικό κόσμο. Ήταν αυτός που σκόραρε το νικητήριο γκολ, το ένα και μοναδικό τέρμα στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου της Βραζιλίας, αυτό που χάρισε στη Γερμανία τον τίτλο κόντρα στην Αργεντινή.

Ήταν μόλις 22 χρόνων και είχε ολοκληρώσει με μαγικό τρόπο μια φοβερή σεζόν, την πρώτη του με τη φανέλα της Μπάγερν. «Είναι ένα παιδί θαύμα» αναφωνούσε ο Γιόακιμ Λεβ, δευτερόλεπτα μετά τη λήξη του τελικού στο «Μαρακανά».

«Πήγαινε εκεί έξω και απόδειξε ότι είσαι καλύτερος από τον Μέσι» του είπε ο Λεβ. «Δεν ήξερε τι άλλο να πει… ήταν απλώς για να με παρακινήσει εκείνη τη στιγμή» θυμάται ο Γκέτσε. 

Αναμφισβήτητα ήταν εκείνη την εποχή ένα από τα μεγαλύτερα ταλέντα του γερμανικού ποδοσφαίρου. Μόνο που ο Γκέτσε αναζητώντας το κάτι μεγαλύτερο στην καριέρα του είχε κάνει λάθος αφήνοντας ένα χρόνο νωρίτερα τη Ντόρτμουντ.

Ήταν 23 Απριλίου 2013. Λιγότερες από 36 ώρες μετά η ομάδα της Βεστφαλίας αντιμετώπιζε στα ημιτελικά του Τσάμπιονς Λιγκ τη Ρεάλ Μαδρίτης. Η ανακοίνωση ότι οι Βαυαροί είχαν συμφωνήσει να πληρώσουν τη ρήτρα των 37 εκατομμυρίων ευρώ που ο ποδοσφαιριστής είχε στο συμβόλαιό του με τη Ντόρτμουντ και ότι ο ίδιος είχε δεχθεί να μετακομίσει στο Μόναχο σόκαρε τους οπαδούς της ομάδας του.

Ο Γιούργκεν Κλοπ δεν είχε κανένα πρόβλημα να δείξει δημόσια την ενόχλησή του και να τονίσει ότι ο Γκέτσε είχε τόσο έντονη επιθυμία να δουλέψει με τον Πεπ Γκουαρδιόλα που αποφάσισε να εγκαταλείψει την ομάδα στην οποία τέσσερα χρόνια αργότερα είχε αρχίσει την καριέρα του. «Ο Γουαρδιόλα είναι ο αγαπημένος του» είχε πει τότε ο σημερινός προπονητής της Λίβερπουλ.

Η αντίδραση του Κλοπ ήταν σαφώς πιο ψύχραιμη από αυτή των οπαδών της Ντόρτμουντ που είδαν τον ηγέτη της ομάδας τους να τους προδίδει. Έκαψαν τις φανέλες του, διέγραψαν το όνομά του, σήκωσαν πανό στα οποία δίπλα στο επίθετο Γκέτσε υπήρχε το όνομα Ιούδας.

Ο Γκέτσε ήθελε πολύ να δουλέψει με τον Γκουαρδιόλα, αλλά ο Ισπανός δεν... καιγόταν για τον Γερμανό. Είχε ζητήσει τότε από την διοίκηση της Μπάγερν την απόκτηση του Νεϊμάρ. Η διοίκηση αρνήθηκε να ασχοληθεί με τον Βραζιλιάνο και είπε στον προπονητή ότι θα έπρεπε να συμβιβαστεί με τον Γκέτσε. Και μπορεί τελικά στα τρία χρόνια που έμεινε στο Μόναχο ο ποδοσφαιριστής να έγραψε 114 συμμετοχές με τους Βαυαρούς, αλλά είχε πολύ λιγότερα λεπτά συμμετοχής σε σχέση με τα χρόνια του στη Ντόρτμουντ. Πέτυχε και 36 γκολ, αλλά δεν έγινε ποτέ πρωταγωνιστής. Ο ρόλος του ήταν πάντα συμπληρωματικός. Ο Γκουαρδιόλα δεν πίστεψε ποτέ ότι ο Γκέτσε θα ήταν ο ηγέτης της δικής του Μπάγερν.

Και η μοίρα τα έφερε έτσι ώστε ο Γκέτσε να φύγει μαζί με τον Ισπανό προπονητή, παρόλο που ο ίδιος ο ποδοσφαιριστής περίμενε ότι με τον διάδοχο του Γκουαρδιόλα ίσως τα πράγματα να ήταν καλύτερα. Ο Κάρλο Αντσελότι ήταν από την αρχή ξεκάθαρος. Δεν τον υπολόγιζε. Τα άσχημα μαντάτα μετέφερε ο πρόεδρος της Μπάγερν, Καρλ Χάινζ Ρουμενίγκε, όταν έλεγε δημόσια: «Δυστυχώς δεν πέτυχε στη Μπάγερν. Θέλει να παίζει και αυτό δεν πρόκειται να συμβεί εδώ».

Υπήρξαν αρκετές ομάδες που ενδιαφέρθηκαν εκείνο το καλοκαίρι, του 2016, για την απόκτησή του. Ίσως έχοντας συνειδητοποιήσει το προ τριών χρόνων λάθος του, ίσως και θέλοντας αυτή τη φορά να μην ρισκάρει και να επιλέξει κάτι γνώριμο, ο Γκέτσε ξεκαθάρισε σχεδόν από την αρχή ότι θα ήθελε να γυρίσει στη Ντόρτμουντ. Η ομάδα που τον έκανε ποδοσφαιριστή, ήταν ανοικτή στο να του δώσει δεύτερη ευκαιρία. Ίσως αυτή που χρειαζόταν για να σώσει την καριέρα του.

Ο Γκέτσε, ανεπιθύμητος πια από τους οπαδούς της Ντόρτμουντ, πίστευε ότι η επιστροφή του θα του φέρει ηρεμία. Δεν περίμενε ότι θα άρχισε η πιο δύσκολη σεζόν στην καριέρα του.

Τον Φεβρουάριο του 2017, οι Βεστφαλοί ανακοίνωσαν ότι ο 25χρονος τότε μεσοεπιθετικός θα πρέπει να τεθεί εκτός ομάδας, λόγω προβλήματος υγείας το οποίο δεν προσδιορίστηκε επίσημα. Μέχρι νεοτέρας εκτός ο Γκέτσε, την ώρα που φούντωναν οι φήμες πως η άγνωστη ασθένεια θα έβαζε τέλος στην καριέρα του!

«Ο Γκέτσε αντιμετωπίζει επαναλαμβανόμενα μυϊκά προβλήματα τους τελευταίους μήνες, με αποτέλεσμα να διενεργείται μια εκ βάθους έρευνα για να βρεθούν τα πιθανά αίτια. Οι εξετάσεις στις οποίες έχει υποβληθεί ως τώρα, έχουν δείξει διαταραχές στο μεταβολισμό του. Αυτά τα ευρύματα απαιτούν την απόσυρσή του από τις προπονήσεις για το τρέχον διάστημα» ανέφερε η ανακοίνωση των Βεστφαλών.

«Υποβάλλομαι σε θεραπεία αυτό το διάστημα και θα κάνω ό,τι μπορώ για να επιστρέψω και να βοηθήσω την ομάδα μου να πετύχει τους στόχους της, όσο πιο γρήγορα γίνεται» ήταν τα λόγια του Γκέτσε.

Περισσότερες λεπτομέρειες δεν έγιναν γνωστές, κάτι που... πύκνωσε το μυστήριο σχετικά με την κατάσταση της υγείας του. Το πρώτο σενάριο που κυκλοφόρησε έκανε λόγο για πρόβλημα στον θυρεοειδή αδένα, που επηρεάζει άμεσα τον μεταβολισμό του οργανισμού.

Και αμέσως η σκέψη όλων πήγε στον Ρονάλντο. Δεν ήταν μόνο οι τραυματισμοί στο γόνατο που οδήγησαν το «φαινόμενο» στην αποχώρηση από την ενεργό δράση. Ήταν και το πρόβλημα υποθυρεοειδισμού, οι ορμόνες και τα παραπανίσια κιλά. Τότε που όλοι τον έλεγαν «χοντρό» χωρίς να γνωρίζουν το σοβαρό πρόβλημα υγείας του.

Η εικόνα του Γκέτσε είχε αλλάξει. Είχε πάρει κιλά, ήταν εμφανές ότι αντιμετώπιζε πρόβλημα. Υποβλήθηκε σε ενδελεχείς εξετάσεις και άρχισε να λαμβάνει φαρμακευτική αγωγή, η οποία ακόμα και αν μπορούσε ο οργανισμός του δεν θα του επέτρεπε να αγωνίζεται, καθώς έπαιρνε ένα σωρό απαγορευμένες, για αθλητές, ουσίες.

Η εφημερίδα «Suddeutsche Zeitung» αποκάλυψε ότι το πρόβλημα του παίκτη ήταν η μυοπάθεια, μία μυϊκή πάθηση, που σχετίζεται με αναστάτωση στον μεταβολισμό ενός ατόμου. Για έναν μέσο άνθρωπο, η μυοπάθεια μπορεί να σημαίνει μικροενοχλήσεις και απουσία επιθυμίας για γυμναστική. Για έναν κορυφαίο αθλητή, οι μύες του οποίου εκτίθενται σε μεγαλύτερες πιέσεις, αυτό μπορεί να σημαίνει το τέλος της καριέρας του, αφού η συγκεκριμένη πάθηση προκαλεί αδυναμία, γρήγορη μυική κόπωση και επέκταση της περιόδου που χρειάζεται για αποθεραπεία μετά από έναν αγώνα ή μια δυνατή προπόνηση.

Ο Γκέτσε μπήκε σε κλινική και εξαφανίστηκε... Πήγε μόνο, το καλοκαίρι του 2017, στον γάμο του Μάνουελ Νόιερ, αλλά προσπάθησε να μείνει μακριά από τα αδιάκριτα βλέμματα. 

Μετά από παραμονή για μεγάλο χρονικό διάστημα σε ειδικό κέντρο στις ΗΠΑ, κλεισμένος στον εαυτό του, άρχισε και πάλι να δίνει το στίγμα του είτε με αναρτήσεις στα social media είτε με συνεντεύξεις.

«Στην αρχή ήταν πολύ δύσκολο να συνειδητοποιήσω ότι δεν θα μπορούσα να παίξω ποδόσφαιρο. Δεν είχα κάποιον τραυματισμό, δεν μου συνέβη κάτι σύνηθες. Το βασικό ήταν να βάλω στο μυαλό μου ότι κάποια στιγμή θα μπορούσα να επιστρέψω.

Είμαι καλά. Μπορώ πια να τρέχω χωρίς πρόβλημα και πιστεύω ότι σύντομα θα αρχίσω και προπονήσεις. Φυσικά πρέπει να συνεχίσω τη θεραπεία μου. Θα πρέπει να συμβιβαστώ με το γεγονός ότι τα φάρμακα θα είναι πια για πάντα μέρος της ζωής μου» είπε τον Αύγουστο του 2017 στο «Kicker».

Και επέστρεψε... Πήγε στην Αϊντχόφεν για δυο χρόνια, από το περασμένο καλοκαίρι στην Άιντραχτ Φρανκφούρτης. Και ξανά στην εθνική ομάδα της Γερμανίας. Πέντε χρόνια μετά την τελευταία εμφάνισή του με τη «νάσιοναλμανσαφτ». Κι ας είχαν όλοι ξεχάσει τον ήρωα... Αυτόν που πέτυχε ένα από τα ήρωα κάθε παιδιού που πρωτοκλωτσάει μια μπάλα: ένα γκολ στον τελικό του Μουντιάλ, ένα γκολ που θα χαρίσει το τρόπαιο στην πατρίδα του. 

«Πέρασε τόσος καιρός... Πέντε χρόνια, για να είμαστε ακεριβείς! Είμαι πολύ χαρούμενος που αποτελώ ξανά μέλος της εθνικής ομάδας της Γερμανίας που θα βρίσκεται στο Μουντιάλ και ευγνώμων για την εμπιστοσύνη του Χάνσι Φλικ και του τεχνικού επιτελείου του! Νιώθω πως η κλήση μου είναι η ανταμοιβή της σκληρής δουλειάς που έχω κάνει, και δεν θα ήταν δυνατή χωρίς την σύζυγό μου, την οικογένειά μου, τους σπουδαίους συμπαίκτες μου στους συλλόγους μου και τους προπονητές μου. Ευχαρισώ όλους για την υποστήριξή σας» ήταν το πρώτο μήνυμά του μετά την ανακοίνωση της κλήσης του. Χαρά, λύτρωση, δικαιώση. 

Άργησαν, αλλά ήρθαν. Και αν υπήρχε κάτι να αλλάξει σε όσα του έχουν συμβεί ως τώρα, τούτο θα ήταν μόνο... 

«Αν μπορούσα να ξαναγράψω την ιστορία θα έβαζα το γκολ στα 35 μου και μετά θα σταματούσα να παίζω».

 

Βαθιά πληγή, παλιά πληγή, μονάκριβη δική μου...