MENU

Η Μάχη του Μετς, που έλαβε χώρα το 1870 στην ομώνυμη πόλη της βορειοανατολικής Γαλλίας και διοικητική πρωτεύουσα της περιφέρειας της Λωραίνης, καθόρισε σε τεράστιο βαθμό το αποτέλεσμα του Γαλλοπρωσικού Πολέμου. Η Ιστορία κατέγραψε ως νικητές τους Γερμανούς, γεγονός που δεν επιδέχεται αμφισβήτησης από κανέναν ιστορικό. Εκατόν είκοσι τέσσερα χρόνια αργότερα και χιλιάδες χιλιόμετρα νοτιοανατολικότερα, η αθλητική Ιστορία κατέγραψε μια άλλη «Μάχη του Μετς». Τούτη τη φορά, στο Παγκράτι, στην καρδιά της Αθήνας. Χωρίς νεκρούς, αν και... παραπλεύρως στο Α' Νεκροταφείο. Με αντιμαχόμενες πλευρές όχι «Φρίτσηδες» και Φράγκους, αλλά μέχρι πρότινος μονοιασμένους Έλληνες συναγωνιστές. Ναι, επρόκειτο για κλασικό «γαλανόλευκο» εμφύλιο πόλεμο σε «πράσινο» φόντο. Νίκος Γκάλης εναντίον Κώστα Πολίτη. Ποιος απ' τους δύο είχε δίκιο τελικά;

Όπως συνέβη με τους αιμοβόρους Γερμανούς, έτσι και σ' αυτήν την περίπτωση, έχουμε σαφή νικητή: τον «Νικ», με σχεδόν ομόφωνη απόφαση του φιλοθεάμονος κοινού. Λογικό... Άλλωστε, όπως συμβαίνει πάντοτε στον αθλητισμό, η ευθύνη βαραίνει πρώτα τους προπονητές και ύστερα τους αθλητές. Αυτό ίσως να εξηγείται ως εξής: από μικρά παιδιά δενόμαστε με τους ποδοσφαιριστές, τους μπασκετμπολίστες, εκείνους που αγγίζουν μπάλα, εν πάση περιπτώσει. Ποτέ με τους προπονητές! Έχετε δει ποτέ αφίσα προπονητή να κοσμεί κάποιο παιδικό δωμάτιο; Σπανίως έως ποτέ. Αντιθέτως, την τιμητική τους στους τοίχους έχουν οι αθλητές, οι οποίοι φέρουν τα χρώματα και το έμβλημα του αγαπημένου συλλόγου του παιδιού, του εφήβου, του νεαρού.

Στον Νίκο Γκάλη, τον κατά πολλούς -και κατά τον γράφοντα- κορυφαίο Έλληνα αθλητή όλων των εποχών, χρωστάμε πολλά, πάρα πολλά. Βασικά, χρωστάμε σχεδόν τα πάντα. Για κάθε μα κάθε επιτυχία ελληνικού συλλόγου ή του εθνικού αντιπροσωπευτικού μας συγκροτήματος, από τα early 80's έως σήμερα, οφείλουμε έστω και ένα μικρό, απειροελάχιστο credit στον, 64χρονο σήμερα, Hall of Famer. Μεγαλώσαμε με τα σπασίματα μέσης του Γκάλη, προσπαθήσαμε να μιμηθούμε τις κινήσεις του στα ανοιχτά γηπεδάκια της γειτονιάς μας, τον βάλαμε στα σπίτια μας, γελάσαμε και κλάψαμε μαζί του, τον χρίσαμε «θεό». Ο Νικόλας μπορούσε να κάνει τα πάντα, ακόμα και να καταργήσει τους νόμους της βαρύτητας, όπως σ' εκείνο το αξέχαστο καλάθι-σήμα κατατεθέν που πέτυχε ανάμεσα σε τέσσερις Σοβιετικούς, στον τελικό της 14ης Ιουνίου 1987. Μπορούσε, επίσης, να μας ωθήσει στην υπερβολή, όπως, καλή ώρα, μόλις τώρα ο γράφων! Γιατί το αεροπλανικό δίποντο του Γκάλη δεν επιτεύχθηκε ανάμεσα σε τέσσερις, αλλά σε δύο Σοβιετικούς. Οι υπόλοιποι δύο απλώς παρακολουθούσαν. Η κάμερα ξεγελάει, ορισμένες φορές. Χώρια ότι οι φίλαθλοι έχουμε την τάση να μυθοποιούμε, άλλοτε ελαφρώς και άλλοτε σε υπερθετικό βαθμό, τα επιτεύγματα των αθλητών που λατρεύουμε...

Είχαμε την αγαθή τύχη να τον χαρούμε και με την πράσινη και λευκή φανέλα, όποτε η συμπάθεια των Παναθηναϊκών -μαζί με εκείνη των Αρειανών φυσικά- ήταν πάντοτε κατά τι πιο έκδηλη, φτάνοντας στα όρια της λατρείας. Ο Γκάλης ήταν η προσωποποίηση του αδύνατου που γίνεται δυνατό. Ένα υπόδειγμα επαγγελματισμού, αφοσίωσης, αυταπάρνησης και πίστης, η ενσάρκωση του «φτάσε όπου δεν μπορείς» ενός άλλου Νίκου, του Καζαντζάκη. Αλλά... Γιατί, δυστυχώς, πάντα στη ζωή υπάρχει και ένα «αλλά». Ο Γκάλης είχε χίλια δυο καλά, αλλά κι ένα «μείον». Τον δύσκολο χαρακτήρα του...

Στον Νίκο Γκάλη δεν μπορεί να προσάψει κανείς ότι δεν είναι αληθινός, ούτε ότι δεν είναι ειλικρινής. Πίστευε και πιστεύει ανέκαθεν ότι είναι ο καλύτερος όλων. Αυτός ίσως είναι και ένας από τους λόγους της επιτυχίας του στις τέσσερις γραμμές του γηπέδου. Η βαθιά πίστη στις δυνάμεις του, η αίσθηση ανωτερότητας που τον έκανε ατρόμητο όταν πατούσε με τα λευκά του Pony τα τσιμέντα και αργότερα τα παρκέ των γηπέδων ολόκληρης της Ευρώπης. Ποιος να τον ψέξει γι' αυτό; Αφού το ίδιο πιστεύουμε και εμείς! Το τεκμαίρουν και οι αριθμοί, άλλωστε... Για τον πρωτοποριακό τρόπο εκγύμνασής του (ήταν από τους πρώτους αθλητές που προπονούνταν εντατικά στα βάρη και ίσως ο μοναδικός που είχε δικό του γυμναστή, τον Σερραίο, Γιώργο Ραμπότα) και την παροιμιώδη συνέπειά του στις προπονήσεις άξιζε το θαυμασμό ακόμα και των αντιπάλων του. Ο τρόπος, όμως, που ο ίδιος εξωτερίκευε την αγωνιστική του πρωτοκαθεδρία ήταν πολλές φορές άκομψος και αποκάλυπτε μια υφέρπουσα αλαζονεία, ένα πανίσχυρο «εγώ», που επικυριαρχούσε σε τρίτα πρόσωπα, τσαλακώνοντας ανεπανόρθωτα την υστεροφημία τους, όπως συνέβη και με τον άλλοτε προπονητή του, σε Εθνική Ελλάδας και Παναθηναϊκό, Κώστα Πολίτη. 

Πριν από λίγα χρόνια, ο Νίκος Γκάλης δήλωσε ότι ντρέπεται για όσους εξέφρασαν την αντίθεσή τους σχετικά με την ονοματοδοσία του ΟΑΚΑ. Ο «γκάνγκστερ», μετρ στις αθλητικές υπερβάσεις -πέτυχε αμέτρητες στην καριέρα του- δεν έκανε την ηθική υπέρβαση που ίσως να απαιτούσε η περίσταση και δεν αρνήθηκε τη δεύτερη μετονομασία μπασκετικού κλειστού για χάρη του (μην ξεχνάμε ότι ήδη υπήρχε το «Nick Galis Hall» -πάλαι ποτέ «Αλεξάνδρειο Μέλαθρο»- στη Θεσσαλονίκη). Ο Γκάλης θα μπορούσε κάλλιστα να μην αποδεχθεί την τιμή αυτή, δίνοντας το δικαίωμα σε κάποιον άλλον μπασκετάνθρωπο να αξιωθεί -έστω και μετά θάνατον- αυτό το προνόμιο. Π.χ. «Κλειστό Παναγιώτης Γιαννάκης». Ο «Δράκος» πρόσφερε και την ψυχή του την ίδια στο μπάσκετ, όχι μόνο με την ιδιότητα του παίκτη, αλλά και του προπονητή, κατακτώντας δύο πρωταθλήματα Ευρώπης, είτε φορώντας τη φανέλα με το «6» είτε φορώντας πουκάμισο και παντελόνι! Ή ακόμα «Κλειστό Γιώργος Κολοκυθάς». Ή «Μάικ Στεργιάδης». Ο άνθρωπος που εισηγήθηκε το μπάσκετ στην Ελλάδα, πιονέρος της καλαθοσφαίρισης στη χώρα μας και πρώτος προπονητής χρονικά της Εθνικής Ελλάδας. Επιλογές για τιμώμενα πρόσωπα πάντα υπήρχαν, πάντα θα υπάρχουν. Όπως, αντίστοιχα, θα υπάρχουν και αδικίες...

Ο Γκάλης ήταν όντως μέγιστος, ο μεγαλύτερος όλων. Όμως, κανένα παιχνίδι ποτέ στον παγκόσμιο αθλητισμό δεν κερδήθηκε από έναν παίκτη μόνο. Αμφιβάλλει κανείς; Όλοι έβαλαν το λιθαράκι τους το 1987 για να νικηθούν δύο φορές οι Γιουγκοσλάβοι (αυτό και αν ήταν σπουδαίο επίτευγμα) και μία οι πανίσχυροι Σοβιετικοί, ώστε να έρθει στη χώρα μας το «ιερό δισκοπότηρο». Ο Γιαννάκης, ο Φασούλας, ο Χριστοδούλου, ο Καμπούρης, ο Φιλίππου, ο Σταυρόπουλος, ο Ιωάννου, ο Ανδρίτσος... Ο τελευταίος ήταν και ο μεγάλος αδικημένος του άθλου της Εθνικής, αφού οι πραγματικά κρίσιμες και δύσκολες ελεύθερες βολές ήταν οι δικές του, που ισοφάρισαν το ματς, οδηγώντας το στην παράταση. Ο Λιβέρης, σε αντίθεση με τον Αργύρη, δεν είχε περιθώριο να αστοχήσει σε καμία από τις δύο βολές! Φυσικά, πάντοτε χρειάζεται και ένας καλός προπονητής. Και ο Πολίτης ήταν ένας από τους ανθρώπους που γνώριζαν το μπάσκετ όσο ελάχιστοι. Ένα μεγάλο μερίδιο της επιτυχίας ανήκει λοιπόν και σ' εκείνον. Όχι μόνο από τεχνικής άποψης, αλλά και για το ότι κατάφερε να εμφυσήσει τη νοοτροπία της οικογένειας στα δώδεκα παιδιά της Ελλάδας, δίχως να διαταραχτούν οι ισορροπίες μεταξύ τους, χωρίς να υπάρξουν γκρίνιες ή παρατράγουδα. Αυτό το αναγνώρισαν κατά δήλωσή τους και οι ίδιοι οι πρωταγωνιστές, με προεξάρχοντα τον Παναγιώτη Φασούλα.

Τι έγινε όμως στο Μετς, εκείνο το βροχερό απόγευμα της 18ης Οκτωβρίου 1994; Μέχρι να φτάσουμε ως εκεί, είναι απαραίτητο να θυμηθούμε τι συνέβη λίγους μήνες νωρίτερα...

Περίοδος 1993-94... 

Ο Παναθηναϊκός πραγματοποιεί μια αξιόλογη πορεία στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα, έχοντας πρώτο σκόρερ του τον αειθαλή Νίκο Γκάλη. Το συγκρότημα του Κώστα Πολίτη προκρίνεται στην προημιτελική φάση του θεσμού, όπου τίθεται αντιμέτωπο με την πρωταθλήτρια Ευρώπης της προηγούμενης σεζόν, Λιμόζ, του μετέπειτα προπονητή του Τριφυλλιού, Μπόζινταρ Μάλκοβιτς. Ελλείψει του Δαλματού γίγαντα των 217 εκατοστών, ο αρχηγός των «πρασίνων» ηγείται της ομάδας του, πετυχαίνοντας 23 πόντους, στις 15 Μαρτίου (59-48) και 30 πόντους, στις 17 Μαρτίου 1994 (87-73), χαρίζοντας στον Παναθηναϊκό τις δύο νίκες που απαιτούνταν για να προκριθεί στο φάιναλ φορ του Τελ Αβίβ. Ένα μήνα αργότερα, οι δύο «αιώνιοι» αντίπαλοι διασταύρωναν τα ξίφη τους, στο παρκέ του «Γιαντ Ελιάου». Ο προπονητής των «ερυθρολεύκων», Γιάννης Ιωαννίδης, τοποθετεί τον 23χρονο τότε, Γιώργο Σιγάλα, σε ρόλο man to man, πάνω στον Γκάλη. Ο «Νικ», επηρεασμένος και από το θάνατο του πατέρα του, λίγες ημέρες νωρίτερα, ολοκληρώνει την αναμέτρηση με μόλις 8 πόντους στο ενεργητικό του. Μοιραία, ο Παναθηναϊκός ηττάται 77-72 από τον Ολυμπιακό και αποκλείεται από τον μεγάλο τελικό, όπου θα αντιμετώπιζε την Μπανταλόνα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς, την οποία είχε κερδίσει δύο φορές στη regular season (85-61 στη Γλυφάδα και 86-81 στην Καταλονία). Παράλληλα, χάνοντας τρεις φορές από τον ΠΑΟΚ στη Θεσσαλονίκη, αποκλείεται και από τον τελικό του ελληνικού πρωταθλήματος. Μάλιστα, στον δεύτερο αγώνα της σειράς των μικρών τελικών, όπου το Τριφύλλι συντρίβεται στη Νέα Σμύρνη από τον Πανιώνιο (93-71), συμβαίνει το εξής παράδοξο: για πρώτη φορά στη δεκαπενταετή καριέρα του στην Ελλάδα, ο Νίκος Γκάλης ολοκληρώνει ένα παιχνίδι χωρίς να πετύχει ούτε έναν πόντο!

Το καλοκαίρι του 1994, ο Κώστας Πολίτης, αντιλαμβανόμενος την πτωτική πορεία του Γκάλη και έχοντας κατά νου ότι ο φθοροποιός χρόνος δεν χαρίζεται σε κανέναν, αποφασίζει να προστατεύσει τον αρχηγό του Τριφυλλιού, αφαιρώντας του αγωνιστικά λεπτά από τα παιχνίδια απέναντι στους λεγόμενους «μικρούς» αντιπάλους. Το σκεπτικό του αυτό γνωστοποιεί αρχικά σε συνάντησή του με την τριανδρία της διοίκησης (Παύλος, Θανάσης και Κώστας Γιαννακόπουλος) και, αργότερα, σε νέα συνάντηση, παρόντος και του Γκάλη, το αιτιολογεί και στον ίδιο. Ο 37χρονος τότε Γκάλης το αποδέχεται...

Ήταν σωστό το σκεπτικό του Κώστα Πολίτη; Ας αναλογιστούμε ότι ο Νίκος Γκάλης, στο τέλος της αγωνιστικής περιόδου 1994-95, θα πατούσε το κατώφλι των 38 ετών. Συνεπώς, ο οργανισμός του δύσκολα πλέον θα μπορούσε να ανταποκριθεί σε 40λεπτα παιχνίδια, γεγονός που θα στοίχιζε κατ' επέκταση και στην ίδια την ομάδα. Μην ξεχνάμε ότι στην «πράσινη» περιφέρεια δέσποζαν επίσης οι Παναγιώτης Γιαννάκης, Κώστας Παταβούκας και -μόνο για το ελληνικό πρωτάθλημα- οι Τιτ Σοκ και Άιβαρ Κούουσμα. Υπήρχε, δηλαδή, πληρότητα, καθώς και πολυτέλεια για ξεκούραση παικτών. Προσέξτε: o Πολίτης δεν αρνείται τη συμμετοχή του Νίκου Γκάλη στα θεωρητικά εύκολα ματς. Απλώς προτίθεται να μειώσει το χρόνο παρουσίας του στο παρκέ. Στα πρώτα παιχνίδια της σεζόν, απέναντι στον Ολυμπιακό και το Περιστέρι, για το Κύπελλο Ελλάδας, τη Δάφνη, για την πρεμιέρα της Α1 και την άσημη ουκρανική Μπουντιβέλνικ Κιέβου, για τα προκριματικά του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος, ο Νίκος Γκάλης καταλαμβάνει κανονικά το χρόνο που ο ίδιος θα επιθυμούσε στο παρκέ, ενώ και ο Πολίτης, δεδομένης της κρισιμότητας των αγώνων, εμπιστεύεται σε ρόλο πρωταγωνιστή τον απόφοιτο του Σίτον Χολ. Απόδειξη ότι ο Πολίτης, αν και δεν φημιζόταν για την καλή του σχέση με τους παίκτες-σταρ, δεν φαινόταν να είχε προβλήματα συνεργασίας με τον Γκάλη. Αξίζει, επίσης, να σημειωθεί το εξής. Το 1982, η προστριβή του Πολίτη στον Παναθηναϊκό με τον αρχισκόρερ, Απόστολο Κόντο, του κόστισε τη θέση του στον πάγκο της ομάδας. Γιατί; Επειδή και τότε ισχυριζόταν ότι ο Mr.4 του νταμπλούχου Ελλάδας, όντας 35 ετών, έπρεπε να μειώσει το χρόνο συμμετοχής του ώστε να είναι πιο αποδοτικός. Κάτι δηλαδή που η πλειονότητα των προπονητών ξεκίνησε να εφαρμόζει πολλά χρόνια αργότερα, ο «Ευρωκόουτς» το είχε αντιληφθεί από τις αρχές της δεκαετίας του 1980!

Έπειτα από την ήττα-σοκ από το Περιστέρι στη Γλυφάδα (70-74) που σήμανε ταυτόχρονα και τον πρόωρο αποκλεισμό από τη συνέχεια του Κυπέλλου Ελλάδας, οι δύο άνδρες ήρθαν σε ρήξη. Ουδείς είναι σε θέση να γνωρίζει τι ειπώθηκε μεταξύ τους, εκτός από τους ίδιους και ίσως κάποιους αυτόπτες μάρτυρες. Ο Πολίτης, όμως, δεν είναι πλέον εν ζωή για να παρουσιάσει τη δική του εκδοχή. 

Έτσι, φτάνουμε στην αποφράδα ημέρα της 18ης Οκτωβρίου, στο κλειστό του Μετς. Για τη 2η αγωνιστική του πρωταθλήματος της Α1 Εθνικής Κατηγορίας, ο Παναθηναϊκός φιλοξενείται από τους νεοφώτιστους Αμπελόκηπους του Γιώργου Καλαφατάκη και του Τζαννή Σταυρακόπουλου. Ο Κώστας Πολίτης αποφασίζει να εφαρμόσει το πλάνο του (το οποίο, όπως γράψαμε και νωρίτερα, είχε εξαρχής καταστήσει σαφές στη διοίκηση, αλλά και στον ίδιο τον Γκάλη) και αφήνει τον αρχηγό του Τριφυλλιού στον πάγκο. Ομοίως, ίσως για να αποδείξει στον Γκάλη ότι η μη χρησιμοποίησή του στην αρχική πεντάδα δεν εμπεριείχε προσωπική εμπάθεια απέναντι στο πρόσωπό του, κρατάει και τον Παναγιώτη Γιαννάκη εκτός των βασικών του επιλογών. Ο αρχηγός της Εθνικής δεν αντιδρά, αποδεχόμενος αδιαμαρτύρητα την απόφαση του προπονητή του και σεβόμενος την ιεραρχία και τους ρόλους που κάθε ομάδα οφείλει να τηρεί. Ο Γκάλης, όμως, γίνεται έξαλλος. Κάθεται στον πάγκο αμίλητος και εμφανώς ενοχλημένος και όταν ο Πολίτης τού κάνει νεύμα για να βγάλει τη φόρμα του και να μπει στο παρκέ, εκείνος αρνείται να υπακούσει στην εντολή, προφασιζόμενος στομαχικές διαταραχές. Στο ημίχρονο της αναμέτρησης (που τελικά βρήκε νικητή τον Παναθηναϊκό με 81-73), ο «γκάνγκστερ» προβαίνει σε μια κίνηση που όμοιά της δύσκολα συναντάμε, όχι μόνο στο ελληνικό, αλλά και στο παγκόσμιο μπάσκετ: αποχωρεί από το γήπεδο! Μάλιστα, ο αστικός μύθος αναφέρει ότι γύρισε στο σπίτι του με ταξί! Σε οποιονδήποτε σύλλογο, ανεξαρτήτως αξίας του αθλητή, η τιμωρία θα ήταν παραδειγματική. Και όμως, αν κάποιος πλήρωσε αυτήν τη συμπεριφορά, τύπου «δεν παίζω, παίρνω την μπάλα μου και αποχωρώ», αυτός ήταν ο Κώστας Πολίτης. Όχι μόνο με την ίδια του την υστεροφημία (ακόμα και σήμερα, σύσσωμη η μπασκετική κοινότητα τον θεωρεί υπεύθυνο για τη διακοπή της καριέρας του Γκάλη), αλλά και με την απομάκρυνσή του εν τέλει από τον πάγκο του αγαπημένου του συλλόγου, λίγες ημέρες αργότερα, μετά από την ήττα στη Γλυφάδα από τον Ολυμπιακό (65-67, με τον Κώστα Παταβούκα να αστοχεί σε δύο ελεύθερες βολές, ενώ το σκορ ήταν 65-66, ελάχιστα δευτερόλεπτα πριν από τη λήξη). Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Πολίτης απολύθηκε εξαιτίας και των γεγονότων του Μετς. Η αλήθεια είναι διαφορετική. Ο Καισαριανιώτης προπονητής παραιτήθηκε για λόγους ευθιξίας, βλέποντας ότι η παρουσία του έφερνε σε δεινή θέση τον Παναθηναϊκό, αλλά και τον δύσμοιρο Παύλο Γιαννακόπουλο, ο οποίος εκτελούσε χρέη «πυροσβέστη», προσπαθώντας να γεφυρώσει το χάσμα που είχε ήδη δημιουργηθεί μεταξύ των δύο ισχυρών προσωπικοτήτων. Τελικά, αυτό κατέστη αδύνατο. Μάλιστα, ο Θανάσης Γιαννακόπουλος, έξω από κλειστό «Μάκης Λιούγκας», παρόντων και δημοσιογράφων της εποχής, παρακάλεσε τον Πολίτη να αλλάξει την απόφασή του και να παραμείνει στον πάγκο του Τριφυλλιού. Μάταια...

Ο «υπαίτιος» του κακού, πλέον, αποτελούσε παρελθόν. Ο Νίκος Γκάλης, όμως, παρέμενε ανένδοτος. Παρά τις απέλπιδες προσπάθειες του Παύλου Γιαννακόπουλου (ο οποίος έτρεφε παθολογική αγάπη στον «Νικ»), ο πρώτος σκόρερ όλων των εποχών στο ελληνικό πρωτάθλημα δεν φόρεσε ποτέ ξανά την πράσινη φανέλα, αφήνοντας την ομάδα του στα κρύα του λουτρού. Παρ' όλ' αυτά, ο Παναθηναϊκός πραγματοποίησε μια εξαιρετική πορεία στην Α1 και στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα. Έχασε το πλεονέκτημα της έδρας από μία χαμένη βολή του Ζάρκο Πάσπαλιε, στο νικηφόρο 74-72 των Αθηναίων απέναντι στους Πειραιώτες, στο Στάδιο Ειρήνης και Φιλίας και στερήθηκε τον τίτλο, ηττώμενος 45-44, στον πέμπτο τελικό, πάλι στο φαληρικό στάδιο, με τους διαιτητές να κλείνουν τα μάτια σε πεντακάθαρο φάουλ πάνω στον Σοκ, στη λήξη του αγώνα. Παράλληλα, ο τραυματισμός του Παναγιώτη Γιαννάκη, στο δεύτερο ημίχρονο του ημιτελικού μεταξύ των «αιωνίων» αντιπάλων, στη Σαραγόσα, του στέρησε και την παρθενική συμμετοχή του σε τελικό ευρωπαϊκής διοργάνωσης. Οι επαΐοντες του αθλήματος έχουν αποφανθεί ότι η ομάδα του αντικαταστάτη του Πολίτη, Ευθύμη Κιουμουρτζόγλου , δύσκολα θα έχανε το ματς, αν ο «Δράκος» δεν αναγκαζόταν να αποχωρήσει από το παρκέ του «Πρενθίπε Φελίπε».

Στις 20 Ιουνίου 2018, δύο ημέρες μετά το θάνατό του Κώστα Πολίτη, εκατοντάδες άνθρωποι του αθλητισμού και σύμπασα η ομάδα του 1987 έσπευσαν στο Κοιμητήριο Καισαριανής για να πουν το ύστατο αντίο στον προπονητή των εθνικών επιτυχιών, στον άνθρωπο που, υπό τις δικές του οδηγίες, η «επίσημη αγαπημένη», όχι μόνο πάτησε στη 10η θέση του Μουντομπάσκετ του 1986 (θεωρήθηκε σπουδαία επιτυχία για την εποχή), αλλά στέφθηκε και πρωταθλήτρια Ευρώπης για το 1987, γεγονός που άλλαξε μια για πάντα το ρου της ιστορίας του ελληνικού αθλητισμού. Μόνο ένας έλειπε από την κηδεία του Κώστα Πολίτη. Ο Νίκος Γκάλης (ο οποίος, πάντως, απέστειλε συλλυπητήριο τηλεγράφημα)...

Το κείμενο αυτό γράφτηκε για να αποκαταστήσει μια ιστορική αδικία: αυτήν της τόσο άδικης σπίλωσης του ονόματος του Κώστα Πολίτη. Γράφτηκε επίσης για να θέσει επί τάπητος την άλλη πλευρά ενός τόσο φλέγοντος ζητήματος -την όχι τόσο προβεβλημένη- και ουχί για να θίξει την αγωνιστική αξία ή το χαρακτήρα του Νίκου Γκάλη, ο οποίος ήταν, είναι και θα είναι ένα από τα απόλυτα ινδάλματα, όχι μόνο του γράφοντος, αλλά και της συντριπτικής πλειονότητας των Ελλήνων, αλλά και αμέτρητων ξένων φιλάθλων. Είναι κατανοητό και δικαιολογημένο ότι οι δημοσιογράφοι, οι παράγοντες και οι αθλητές χρωστάνε εν πολλοίς την ύπαρξή τους στην καλαθομηχανή που ακούει στο όνομα «Γκάλης». Μέχρι και ο όρος «Γκαλόσημο» έχει χρησιμοποιηθεί δικαίως για να αναδείξει την προσφορά του Γκάλη στο σπορ. Και δεν αποτελεί υπερβολή! Συνεπώς, θα ήταν κάπως άκομψο, όλοι όσοι ζουν και αναπνέουν για την πορτοκαλί μπάλα να μην ταχθούν αναφανδόν στο πλευρό του. Τέλος, το άρθρο αυτό γράφτηκε για να υπερασπιστεί έναν άνθρωπο, ο οποίος, υπό την ιδιότητα του παίκτη, αλλά και του προπονητή, τίμησε τον μεγαλύτερο σύλλογο της χώρας και μεταλαμπάδευσε τις γνώσεις του πάνω στο σπορ, προς όφελος του ελληνικού αθλητισμού. Γιατί ο «πράσινος» οπαδός αγαπάει τον Γκάλη, αγαπάει όμως και τον Πολίτη...

Σε όλα τα ομαδικά αθλήματα και τις ομάδες, ένας αθλητής, είτε λέγεται Μάικλ Τζόρνταν είτε Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα, οφείλει να αποδέχεται την απόφαση του προπονητή του, όποια και αν είναι αυτή. Αν στη θέση του Γκάλη, εκείνο το μοιραίο απόγευμα, ήταν φερ' ειπείν ο Κώστας Παταβούκας, ο Μίροσλαβ Πετσάρσκι ή ο 20χρονος τότε, Φραγκίσκος Αλβέρτης, πιθανότατα κανένας δεν θα έπαιρνε το μέρος τους. Όλοι θα συμφωνούσαν ότι η αποχώρηση ενός επαγγελματία μπασκετμπολίστα, στο ημίχρονο ενός αγώνα, θα αποτελούσε ενέργεια άκρως προσβλητική απέναντι στους συμπαίκτες του, στη διοίκηση και στους οπαδούς του σωματείου. «Μα, μιλάμε για τον Γκάλη», θα υποστηρίξει κάποιος. Εξ όσων γνωρίζουμε όλοι, οι εσωτερικοί κανονισμοί στα αθλητικά σωματεία είναι ίδιοι για όλους. Και έτσι πρέπει να είναι. Ο Γκάλης δεν ήταν 28 ή 30 ετών, ώστε να ζητήσει να μπει όρος στο συμβόλαιό του που θα επιβάλλει να αγωνίζεται σαράντα λεπτά σε κάθε ματς (όπως θρυλείται ότι συνέβαινε, όταν έπαιζε στον Άρη). Ήταν στη δύση της αθλητικής του καριέρας και η απόφαση του Πολίτη (ανεξαρτήτως αν την έθεσε άκομψα και με ίχνη εμπάθειας, είναι κάτι που ίσως δεν θα μάθουμε ποτέ) ήταν ορθολογική και στην ουσία προστάτευε τον Παναθηναϊκό, αλλά και τον ίδιο τον Γκάλη. Αξίζει να αναφέρουμε και κάτι ακόμα, ώστε να γίνει αντιληπτή η επιρροή του Νίκου Γκάλη στη λειτουργία μιας ομάδας. Όταν ο Πολίτης αποφάσισε να ζητήσει τη μετεγγραφή του Παναγιώτη Γιαννάκη από τον Πανιώνιο στον Παναθηναϊκό, γνωστοποιώντας την πρόθεσή του στη διοίκηση του Τριφυλλιού, ο Παύλος Γιαννακόπουλος διεμήνυσε στον 53χρονο τότε τεχνικό ότι θα έπρεπε πρώτα να ζητήσει την έγκριση του Γκάλη! Κάθε έννοια ιεραρχίας είχε προ πολλού καταστρατηγηθεί και η αιτία ήταν η πανίσχυρη προσωπικότητα του πρώην «κιτρινόμαυρου» μπασκετμπολίστα, η οποία είχε ξεπεράσει ακόμα και το ίδιο το άθλημα! Δικαιολογημένα ή όχι, ο καθένας όπως θέλει το κρίνει...

Το επιχείρημα «ο Πολίτης έκοψε το μπάσκετ στον Γκάλη», έστω και αν είναι υπερβολικό ή ψευδές, θα συνεχίσει να γράφεται κατά κόρον ή να ακούγεται σε μπασκετικά «πηγαδάκια». Αν έκοψε όμως κάποιος το μπάσκετ στον «θεό», αυτός δεν ήταν ούτε ο Παναθηναϊκός, ούτε ο Γιαννακόπουλος, ούτε ακόμα και ο Πολίτης, ένας γλυκύτατος και σεμνός άνθρωπος, ο οποίος κυνηγήθηκε ανηλεώς κάποτε από τη δικτατορία των συνταγματαρχών.

Το μπάσκετ στον Γκάλη το έκοψε ο ίδιος ο Γκάλης. Ή, πιο σωστά, το στοιχείο εκείνου του χαρακτήρα του που τον ανέβασε στον Όλυμπο του αθλητικού στερεώματος: o υπέρμετρος εγωισμός του... 

Όχι, ο Πολίτης ΔΕΝ έκοψε το μπάσκετ στον Γκάλη...