MENU

Παγωμάρα, η. Η στιγμή που μαθαίνεις ότι ένας από τους παιδικούς σου ήρωες -ή πιο σωστά, αντι-ήρωες- έφυγε από τη ζωή, είναι μια από αυτές που σε ακολουθούν στο υπόλοιπο της ζωής σου. «Πέθανε ο Γιάννης Ιωαννίδης σε ηλικία 78 ετών», διαβάζεις και η πραγματικότητα δεν καταγράφεται ακόμη στο μάτριξ του εγκεφάλου. Η πρώτη παρόρμηση είναι να ρωτήσεις «τι 78 ρε μ@#$%α, πότε έφτασε 78 ο ξανθός;». Και μετά ταρακουνιέται λίγο το κεφάλι και σκέφτεσαι «εδώ έφτασα εγώ χθες τα 40, δεν θα ήταν ο Ιωαννίδης κοντά στα 80;». Πάει και ο ξανθός λοιπόν, μετά τον Ντούντα. Βέβαια, οι τύποι αυτοί, οι αθλητικοί μας -και όχι μόνο- ήρωες, αυτοί οι μοναδικοί, οι ιδιαίτεροι τύποι που καταφέρνουν να αλλάζουν τον ρου της Ιστορίας, δεν πεθαίνουν ποτέ. Η ύλη ναι, όλα τα υπόλοιπα, αυτά που έχουν σημασία εν τέλει, όχι. Ο Γιάννης Ιωαννίδης, ο Ξανθός του ελληνικού μπάσκετ, του Άρη, του Ολυμπιακού, της ΑΕΚ, της Εθνικής, ήταν ένας από αυτούς. Ένας χαρισματικός, ένας ιδιόρρυθμος, ένας απολύτως «ιδιαίτερος» -με όποιο τρόπο κι αν μπορεί να το πάρει κάποιος αυτό, τύπος. Ένας pop star των 80s και ένας rock star των 90s, που αντί για μουσική, μοιραζόταν την τέχνη του μέσω του μπάσκετ.

Ξεκίνησε με τον μυθικό Άρη του Γκάλη και του Γιαννάκη, συνέχισε με τον θρυλικό Ολυμπιακό του Σωκράτη Κόκκαλη και όλων των απίθανων παιχταράδων που σάρωσαν τα πάντα στην Ελλάδα και έφτασαν να κατακτήσουν -οι περισσότεροι εξ αυτούς- την μοναδική κορυφή που του έλειψε από την καριέρα του -αυτή της Ευρώπης- τη χρονιά που τελικά αποχωρίστηκε το Λιμάνι για να πάει στην ΑΕΚ (με την οποία επίσης έφτασε στον τελικό αλλά έχασε ξανά). Βέβαια, η μακρά ιστορία των επιτυχιών του δεν «τσαλακώνεται» από το γεγονός ότι ο Γιάννης Ιωαννίδης θα μείνει στην ιστορία ως πιθανότατα ο κορυφαίος προπονητής στην ιστορία του ευρωπαϊκού μπάσκετ που δεν κατέκτησε ποτέ το Κύπελλο Πρωταθλητριών ή μετέπειτα την Ευρωλίγκα. Γιατί πέρα από όλα τα υπόλοιπα, αυτό ακριβώς ήταν: ένας κορυφαίος προπονητής. Ο οποίος μέχρι σήμερα παραμένει ο πολυνίκης του ελληνικού πρωταθλήματος με 12 τίτλους και 418 νίκες και όχι ο «πολύς» Ζέλικο Ομπράντοβιτς όπως θα πιστεύει ο περισσότερος κόσμος.

Οι ιστορίες για τον Γιάννη Ιωαννίδη, για το μπάσκετ του, τις ομάδες του, τους παίκτες του, τη ζωή του, την καριέρα του ως πολιτικός μετέπειτα, δεν «χωράνε» σε ένα κείμενο. Το δε συγκεκριμένο κείμενο, δεν γράφεται από κάποιον που «ακολούθησε» τον ξανθό ως δημοσιογράφος, ως επαγγελματίας ή έστω και ως ενήλικος. Ο γεννηθείς το 1983, υπογράφων, έζησε τα καλύτερα χρόνια του Γιάννη Ιωαννίδη, πανηγυρίζοντας τις νίκες της ομάδας του, ως παιδί. Σε μια τρομερά ιδιαίτερη εποχή για τον Ολυμπιακό, με το ποδόσφαιρο να... έχει σαπίσει στα χέρια των Κοσκωτάδων και τον Σαλιαρέληδων, ο Ξανθός είναι αυτός που ηγήθηκε της αναγέννησης ενός κοιμώμενου γίγαντα, του μπασκετικού Ολυμπιακού. Αυτός που κράτησε ζωντανή τη φλόγα εν μέσω «πέτρινων χρόνων» και εν τέλει ξύπνησε έναν ολόκληρο αθλητικό οργανισμό, κάνοντάς τον πάλι «παίκτη» στα δρώμενα της χώρας. Αυτός που αποτέλεσε τον «αληθινό Βορρά» για τον κόσμο του Ολυμπιακού.

Αυτή η εποχή λοιπόν, πέρα από όλες τις ιστορίες, οι οποίες είναι χιλιοειπωμένες, χιλιογραμμένες και διαθέσιμες με ένα απλό γκουγκλάρισμα για όποιον θέλει να τις μάθει ή να τις θυμηθεί, στο μυαλό ενός παιδιού, είναι γεμάτη από εικόνες. Και οι εικόνες που δημιούργησε ο ξανθός, δεν θα σβήσουν, δεν θα ατονήσουν καν ποτέ.

Ένα τσιγάρο να σιγοκαίει στο χέρι.

Ένα «καντήλι» προς αδιευκρίνιστη κατεύθυνση -μπορεί προς διαιτητή, παίκτη του, αντίπαλο, κάποιον που τόλμησε να «σπάσει» μια από τις χιλιάδες προλήψεις του ή κάτι που απλά θυμήθηκε- και το οποίο «πιάνει» το μικρόφωνο για να «περάσει» από την τηλεόραση και να φτάσει στο σπίτι του Έλληνα.

Ένα σακάκι να μπαίνει, να βγαίνει, να ξαναμπαίνει, να ξαναβγαίνει και εν τέλει να καταλήγει με ένα απλωμένο χέρι προς τον διαιτητή που παρατηρεί εμβρόντητος.

Ένα «μη βρίζετε γαμώ το στανιό μου» με ένα μικρόφωνο στα χέρια στο ΣΕΦ.

Ένα μπουκάλι που προσγειώνεται στα μούτρα του εμβρόντητου Γιώργου Σιγάλα στο Τρεβίζο.

Μια κούπα πρωταθλήματος στα χέρια του και ένα χαμόγελο από αυτί σε αυτί, μετά το τελευταίο ματς της πρώτης θητείας στον Ολυμπιακό, το ιστορικό 73-38.

Ένα «δεν πάω στον Παναθηναϊκό» που αποτυπώθηκε στα πρωτοσέλιδα, λίγο πριν την επιστροφή του στο Λιμάνι το '99.

Έχοντας επιστρέψει πια, δύο υψωμένες γροθιές μετά από «διπλό» επί του Παναθηναϊκού του Ζοτς, μπροστά σε ένα ολόκληρο ΟΑΚΑ να τον βρίζει εν χορώ.

Μα πάνω απ' όλα, ένα συναίσθημα, αυτή η βαθιά, άδολη αγάπη. Και ένα σύνθημα:

Ποτέ μην έρθει η στιγμή,
Θρύλε, ολέ ολέ,
ν' αφήσεις το Λιμάνι,
Θρύλε, ολέ ολέ,
θα σ' αγαπάμε μια ζωή,
Θρύλε, ολέ ολέ,
Ιωαννίδη Γιάννη.

 

Θα σ' αγαπάμε μια ζωή...