MENU

Στα 39 μου, θεωρώ ότι είμαι ικανοποιητικά ώριμος για να αντιληφθώ τη σκοπιμότητα ενός χαρακτηρισμού που περιέχεται σε κάποιο κείμενο. Έτσι, όταν ακούω, σε ρεπορτάζ που παρουσιάζει ένα μετεγγραφικό απόκτημα, τις λέξεις «φιλότιμος», «μαχητικός» και «πλεμονάτος» (η τελευταία όταν ξεστομίζεται από το στόμα του Νίκου Αλέφαντου), όχι μόνο δεν αίρονται οι επιφυλάξεις μου, αλλά μου παρουσιάζονται φόβοι, οι οποίοι εκφράζονται από το εξής τοπικό επίρρημα: «Μακριά!».

Ξέρετε, εμάς τους οπαδούς ποτέ δεν γοήτευε αυτό το είδος ποδοσφαιριστή. Αντιθέτως, νιώθαμε μια ιδιαίτερη έλξη για τους φαντεζί παίκτες, τύπου Χουάν Χοσέ Μπορέλι, Σεμπάστιαν Λέτο ή Πάρη Γεωργακόπουλου (για τους πιο παλιούς). Ή, έστω, για όσους μπορούσαν να σεντράρουν σωστά. Και όταν λέμε «σωστά», εννοούμε η μπάλα να μη σκάσει στο παρμπρίζ κάποιου σταθμευμένου οχήματος εκτός σταδίου ή να ξεπεράσει τη στρατόσφαιρα, μπαίνοντας σε τροχιά γύρω από τη Γη, αλλά να φτάσει στο κεφάλι του σέντερ φορ, ώστε ο τελευταίος να τη στείλει συστημένη στο πλεκτό! Αν όχι, τουλάχιστον να γίνει διεκδικούμενη σε επικίνδυνο σημείο εντός της μεγάλης περιοχής. Ο Λουκάς δεν το είχε και πολύ με τις σέντρες. Μάλλον, οι μόνοι οι οποίοι χαίρονταν, όταν ο άλλοτε ποδοσφαιριστής του Παναθηναϊκού επιχειρούσε να σημαδέψει κάποιο κεφάλι συμπαίκτη του, ήταν όσοι κάθονταν στο πέταλο. Οι μπάλες των αγώνων, άλλωστε, εκτός από ακριβές, είναι και ωραία ενθύμια.

Ίσως να το είχε διαβλέψει αυτό ο Χενκ Τεν Κάτε, ο οποίος -μέρα μεσημέρι ήταν- κάλεσε κοντά του τον Βύντρα, λέγοντάς του «Άκου, δεν θα ξαναπαίξεις δεξί μπακ. Είσαι λιγότερο επικίνδυνος στη θέση του στόπερ. Εκεί θα σε βάλω!». Εντάξει, δεν του το μετέφερε έτσι ακριβώς. Έτσι θα του το μετέφερα εγώ, ίσως ο μεγαλύτερος hater του, καταγόμενου από την Τσεχία, αμυντικού της ομάδας του νταμπλ της περιόδου 2009-10. Μάλλον, αν ήμουν ο πρώην βοηθός του Ζοσέ Μουρίνιο, δεν θα τον έχριζα καν βασικό. Και αυτό είναι ένα ακόμα παράδοξο, όσον αφορά τον Βύντρα: τι έβλεπαν στο πρόσωπό του όλοι οι προπονητές στις ομάδες που αγωνιζόταν, που δεν βλέπαμε εμείς οι οπαδοί; Τι στο καλό τους ενθουσίαζε; Η «αμπαλοσύνη» του, όπως λέγαμε ειρωνικά;

 Το ότι υπήρξε το αγαπημένο παιδί του persona non grata, για την πλειονότητα των φίλων της ομάδας, Γιάννη Βαρδινογιάννη, δυσχέραινε ακόμα περισσότερο το ήδη αρνητικό κλίμα εναντίον του. Πολλές φορές, όπως στα παιχνίδια εναντίον της γαλλικής Λανς, στις 15 Φεβρουαρίου 2007, ή στο Κύπελλο Ελλάδας της περιόδου 2008-09, όταν οι «πράσινοι» ηττήθηκαν με 3-2 (από 3-0) στο Ολυμπιακό Στάδιο από τον Πανσερραϊκό, με συνέπεια να αποκλειστούν από τη συνέχεια του θεσμού, ακούστηκαν «ψίθυροι» για μειωμένη απόδοσή του. Ήταν στιγμές που τέτοιες φήμες αποτελούσαν τον μοναδικό τρόπο να εξηγηθεί μια τόσο κακή εμφάνιση, που στην ουσία στοίχιζε έναν ολόκληρο αποκλεισμό για τον Παναθηναϊκό. Συγγνώμη, Λουκά, αλλά το «Τι κάνει εκεί, ρε;» ήταν ατάκα που έκανε ανησυχητικά συχνά την εμφάνισή της σε «πράσινα» χείλη και η λέξη «γκάφα» γινόταν συνώνυμη του ονόματός σου. Και πραγματικά, ώρες-ώρες, αυτό το πέναλτι στο οποίο υπέπεσες στα «χασομέρια», στη γωνία της μεγάλης περιοχής, στον αγώνα του Φελίξ Μπολάρ, (3-1 η Λανς) έκανε τα νεύρα μας κουρέλια...

Φτάνει, όμως... Αρκετά σπιλώσαμε το όνομα ενός ποδοσφαιριστή, αρκετή εσωστρέφεια και καχυποψία χωρέσαμε σε λίγες παραγράφους. Προτού δικάσουμε τον Λουκά Βύντρα, προτού αποφανθούμε αν ο εν λόγω ποδοσφαιριστής άξιζε ή όχι αυτή την αντιμετώπιση εκ μέρους μας, ας ακούσουμε -ή μάλλον διαβάσουμε- και την υπερασπιστική του γραμμή, όπως στις πραγματικές δίκες. Μόνο που ο Λουκάς δεν είναι εδώ για να αντικρούσει τα επιχειρήματά μας. Είναι και αρκετά συνεσταλμένος για να το κάνει. Συνεπώς, ας γίνουμε εμείς συνήγοροί του. Υπάρχει και μια σημαντική μαρτυρία, η οποία χρήζει να ακουστεί από το ακροατήριο...

Πριν από λίγους μήνες, ένας καλός φίλος του γράφοντος εξέφρασε την επιθυμία να αποκτήσει κάποια βιβλία με θέμα την ιστορία του Παναθηναϊκού, όπως το «Και Χιλιάδες Τίτλοι», το «1908» και το «Λεωφόρος Αλεξάνδρας 160». Ένα εξ αυτών το ήθελε για ένα φίλο του. Το όνομά του; Λουκάς Βύντρα!

Η «δοσοληψία» πραγματοποιήθηκε στο πάρκινγκ του ΟΑΚΑ επί της λεωφόρου Σπύρου Λούη, έπειτα από την ολοκλήρωση ενός ευρωπαϊκού αγώνα του μπασκετικού Παναθηναϊκού, στο οποίο ο Λουκάς Βύντρα ήταν παρών.

«Μα, καλά. Τι δουλειά έχει ο Βύντρα σε αγώνα μπάσκετ του Τριφυλλιού στο ΟΑΚΑ;», είναι, φαντάζομαι, η επόμενη ερώτηση.

Τη βραδιά εκείνη, άλλαξαν πολλά μέσα μου για τον Λουκά. Άδραξα την ευκαιρία και οι ερωτήσεις μου ήταν πάμπολλες. Μου απαντήθηκαν όλες από τον κοινό μας φίλο, για τον οποίο θα έβαζα το χέρι μου στη φωτιά ότι όσα μου μετέφερε είναι απολύτως αληθή. Μάλιστα, η μεταξύ τους σχέση είναι αρκετά στενή, σχεδόν οικογενειακή.

 Ο Λουκάς Βύντρα εμφανίζεται συχνά στους αγώνες μπάσκετ του Παναθηναϊκού, τουλάχιστον όσο του το επιτρέπουν οι επαγγελματικές του υποχρεώσεις. Ομολογώ ότι αυτό δεν το γνώριζα. Όπως δεν γνώριζα και πολλά ακόμα που θα διαβάσετε παρακάτω, τα οποία θα προσπαθήσω να σας αποτυπώσω ακριβώς όπως μου μεταφέρθηκαν.

 Ο Λουκάς Βύντρα έχει ένα 12χρονο γιο, τον Άγγελο (να σου ζήσει, Λουκά, και μακάρι να τον δούμε και ποδοσφαιριστή στην πρώτη ομάδα, κάποια στιγμή), ο οποίος είναι φανατικός οπαδός μας. Ο πατέρας του, αν και ενεργός ποδοσφαιρικά με άλλη ομάδα (Λαμία), παραμένει επίσης φίλος της ομάδας που υπηρέτησε στα περισσότερα χρόνια της αθλητικής του καριέρας. Αυτό μπορεί να το πιστοποιήσει η «πηγή» μου. Οι αντιδράσεις του Λουκά Βύντρα, όταν παρακολουθεί ακόμα και σήμερα αγώνες του Παναθηναϊκού στην τηλεόραση (ή και από το γήπεδο, όταν μπορεί και παρευρίσκεται, ενίοτε με τον καλό του φίλο, Στέφανο Κοτσόλη), είναι αντιδράσεις οπαδού της ομάδας. Αγωνιά, πανηγυρίζει στα γκολ, καμιά φορά βρίζει και κανέναν αντίπαλο ή διαιτητή, παθιάζεται.

Στους αγώνες μπάσκετ του Παναθηναϊκού, μάλιστα, αν και μπορεί να καθίσει δωρεάν στις VIP πολυθρόνες που βρίσκονται στο παρκέ, επιλέγει πάντοτε την πλευρά της κερκίδας, και, μάλιστα, έχοντας πληρώσει το ανάλογο τίμημα.

Γνωρίζατε, ακόμα, ότι ο Λουκάς Βύντρα, κάποτε πλήρωσε με δικά του έξοδα τη νοσηλεία και αποκατάσταση ενός φίλου του Παναθηναϊκού, ο οποίος έχασε και τα δύο του πόδια από σιδηροδρομικό δυστύχημα; Όχι, ε; Ούτε εγώ... Είδατε πόσο καλά το έκρυψε ο Λουκάς; Ο οποίος, παρεμπιπτόντως, σιχαίνεται τις δημόσιες σχέσεις και τις αποφεύγει όπως ο διάολος το λιβάνι.

Ή ότι η μετεγγραφή του στον Ολυμπιακό, την οποία «έτρεχε» ο μάνατζέρ του, με τις δύο πλευρές να βρίσκονται ένα βήμα πριν από την τελική συμφωνία, χάλασε την τελευταία στιγμή από τον ίδιο τον Λουκά, όταν, αφού ο ίδιος υπολόγισε τις αντιδράσεις και τον αντίκτυπο που θα άφηνε μια τέτοια κίνηση, αναλογίστηκε ότι θα ήταν το μεγαλύτερο λάθος της καριέρας του και, εν τέλει, έπραξε με βάση το συναίσθημα, παρά το γεγονός ότι τα χρήματα που θα λάμβανε από τους Πειραιώτες ήταν κάτι παραπάνω από ικανοποιητικά;

Βέβαια, και το τελευταίο του συμβόλαιο στον Παναθηναϊκό, από τον οποίο, σύμφωνα πάντα με τον κοινό μας φίλο, δεν ήθελε να αποχωρήσει, ήταν αρκετά μεγάλο για τα δεδομένα της τότε εποχής. Δεν είναι υπερβολικό να ισχυριστούμε ότι ο Βύντρα υπερκοστολογήθηκε, λόγω της ιδιαίτερης συμπάθειας που του έτρεφε ο τότε μεγαλομέτοχος της ΠΑΕ Παναθηναϊκός, Γιάννης Βαρδινογιάννης. Η ευθύνη δεν βαραίνει φυσικά τον Λουκά Βύντρα. Το λάθος χρεώνεται στη διοίκηση και στην πολιτική που ακολούθησε όταν -υποτίθεται ότι- προσπαθούσε να μαζέψει τα κομμάτια της πολυμετοχικότητας, ενώ παράλληλα «φόρτωνε» την ομάδα με βαριά, ίσως και βαρύτερα συμβόλαια από τους προκατόχους της (στους οποίους ανήκε και η ίδια, με ποσοστό 54%), για ποδοσφαιριστές οι οποίοι δεν δικαίωσαν τις προσδοκίες του κόσμου...

Πριν από ελάχιστα εικοσιτετράωρα, ένας άλλος πρώην παίκτης του Παναθηναϊκού, ο Αλέξανδρος Τζιόλης, ανακοίνωσε ότι «κρεμάει» τα ποδοσφαιρικά του παπούτσια. Ο κόσμος της ομάδας μάλλον υποδέχτηκε κάπως μουδιασμένα την είδηση αυτή, σχεδόν αδιαφόρησε κιόλας. Υπάρχει μια ειδοποιός διαφορά μεταξύ των δύο διεθνών παλιών μεσοαμυντικών του Τριφυλλιού. Λέγεται πάθος... Προσωπική μου γνώμη είναι ότι και οι δύο, ποδοσφαιρικά, κινούνται στη μετριότητα. Ίσως να είναι εσφαλμένη εντύπωση, αν λάβουμε υπόψη το ότι και οι δύο έκαναν καριέρα σε ομάδες του εξωτερικού, καθώς και στην Εθνική Ελλάδας. Ο Βύντρα, δε, με τη φανέλα της ισπανικής Λεβάντε, έχει πετύχει και γκολ απέναντι στην Μπαρτσελόνα του Λιονέλ Μέσι, και μάλιστα δύο φορές!

Από τον Τζιόλη, όσον αφορά την παρουσία του στον Παναθηναϊκό, θυμόμαστε μια ραθυμία, ένα σνομπισμό, μια δημοσιοϋπαλληλίστικη συμπεριφορά, έστω και αν εκείνος δεν το επιδίωκε – ίσως να ήταν κομμάτι του χαρακτήρα του. Θυμόμαστε τον ίδιο να πετυχαίνει κάποια εξαιρετικά τέρματα και να πανηγυρίζει... βγάζοντας τη γλώσσα έξω και... περπατώντας, λες και έπαιζε σε φιλικό προετοιμασίας. 

Από τον Λουκά έχουμε να θυμόμαστε πολύ περισσότερα: το ότι «έσβησε» ολόκληρο Ροναλντίνιο (τον καλύτερο ποδοσφαιριστή στον κόσμο, όταν επισκέφτηκε το ΟΑΚΑ, στις 18 Οκτωβρίου 2005, στο Παναθηναϊκός-Μπαρτσελόνα 0-0), παραδίδοντας σεμινάρια αμυντικής συμπεριφοράς. Σε εκείνο το παιχνίδι, ο Βύντρα είχε «μελετήσει» τον Βραζιλιάνο σούπερ σταρ όσο ελάχιστοι, πριν ή μετά. Την γκολάρα απέναντι στη Σεβίλη, στο 1-0 της 16ης Φεβρουαρίου 2005 στο «Απόστολος Νικολαΐδης» (με υπηρεσιακό προπονητή τον Τότη Φυλακούρη). Το, έστω και τυχερό, τέρμα που πέτυχε στο Χάιμπουρι, όταν ισοφάρισε την τότε υπερηχητική Άρσεναλ, για το τελικό 1-1 (2 Νοεμβρίου 2004). Και, φυσικά, το γκολ-τίτλος στην Τρίπολη, την άνοιξη του 2010. Το οποίο πανηγύρισε έξαλλα, με τις φλέβες του να κοντεύουν να τρυπήσουν το δέρμα από την ένταση του αγώνα, όχι... μποέμικα και υπεροπτικά.

 Όταν ο κοινός μας φίλος προσφέρθηκε να με συστήσει στον Λουκά Βύντρα, αρνήθηκα. Ιδίως όταν έμαθα και την άλλη του πλευρά, την οποία αγνοούσα. «Αν ήξερε με τι λόγια τον έχω ''στολίσει'' τόσα χρόνια, αν μάθαινε πόσες φορές τον έχω ''λούσει'' με κοσμητικά επίθετα που θα τον έκαναν να κοκκινίσει, αν του έδειχνα τις παλάμες μου και του έλεγα ''έχουν ανοίξει πολλές φορές για πάρτη σου'', θα αρνούνταν κάθε γνωριμία, κάθε διάλογο με έναν ορκισμένο πολέμιό του όπως εγώ», του απάντησα.

 «Σώπα, ρε. Δεν έχει κανένα πρόβλημα. Έχει συνηθίσει! Και κάπου τα καταλαβαίνει κιόλας όλα αυτά. Απλώς, να ξέρεις το εξής. Ανεξαρτήτως αν τον θεωρείς καλό ή κακό ποδοσφαιριστή -αυτό είναι δικαίωμά σου- σε διαβεβαιώ ότι ΠΟΤΕ του δεν επέδειξε μειωμένη ανταγωνιστικότητα, ποτέ του δεν έδωσε τίποτε λιγότερο από το 100% των δυνάμεών του και ποτέ του δεν προσπάθησε να βλάψει ηθελημένα –με οποιοδήποτε τρόπο- την ομάδα που αγαπούσε και που αγαπάει», μου απάντησε.

‘Εσκυψα το κεφάλι, τον είδα να προχωράει στην έξοδο του σταδίου, αλλά, και πάλι, ντράπηκα. Οι συστολές μου με αποθάρρυναν να τον αντικρίσω face-to-face. Ίσως να ένιωθα και κάποιες τύψεις. Ίσως, επίσης, να σκέφτηκα μήπως αναθεωρήσω και την άποψή μου για την αγωνιστική του αξία. Όμως, εκείνο το βράδυ, μου γεννήθηκε η ιδέα να γράψω αυτό το κείμενο, για το οποίο ο ίδιος δεν γνωρίζει τίποτα, μέχρι που θα το διαβάσει, φαντάζομαι, κατόπιν παρότρυνσης του φίλου μας. Θεώρησα παναθηναϊκό μου χρέος να το κάνω, έστω και αν οι αντιδράσεις είναι... αναπόφευκτες.

 Προτού καταλήξουμε στο αν ο Λουκάς Βύντρα είναι «καλός ή κακός», «παικταράς ή άχρηστος», ίσως συμφωνήσουμε ότι κάποιος έπρεπε να παίξει το ρόλο του συνήγορού του. Ελλείψει άλλου, το έκανε ο γράφων. Ο οποίος συνεχίζει να θεωρεί ότι ο Βύντρα ήταν ένας μέτριος ποδοσφαιριστής με κάποιες εκλάμψεις. Πλέον, όμως, ξέρει ότι ο Λουκάς είναι, εκτός από καλός Παναθηναϊκός, ένας εξαιρετικός άνθρωπος. Στοιχεία που πρέπει να του πιστωθούν, μαζί με μία προσωπική «συγγνώμη» για όσα -δικαίως ή αδίκως- του καταλόγισε στο παρελθόν...

Ωδή - και μια συγγνώμη - στον Λουκά Βύντρα (από έναν hater)