MENU

Ο ΠΑΟΚ, όσον αφορά το παιχνίδι, επιβεβαίωσε πως έχει συνεχώς ανοδική τάση και παιχνίδι με παιχνίδι βελτιώνεται κατακόρυφα. Το είδαμε κόντρα στον Παναθηναϊκό, παρά την ήττα του δικεφάλου, το είδαμε ακόμα πιο έντονα στη νίκη επί του Μίλωνα και το είδαμε ξεκάθαρα κόντρα στον Ολυμπιακό.

Ένας αγώνας που κρίθηκε στο πέμπτο σετ και που σε όλη τη διάρκεια οι δύο ομάδες έδειξαν θετικά στοιχεία σε όλους τους τομείς φανερώνει πως όλα έχουν να κάνουν με μικρές λεπτομέρειες. Ο ΠΑΟΚ είχε πολύ καλή υποδοχή και αυτό έβαλε φρένο στον Ολυμπιακό που παραδοσιακά κερδίζει πολλά από το σερβίς του ενώ η παρουσία του Σαμοϊλένκο πάνω στο φιλέ ήταν και πάλι επιβλητική. Ωστόσο για μία ακόμα φορά φάνηκε πως ο Τρούχτσεφ είναι ο παίκτης που άλλαξε τη ροή των πραγμάτων στον φετινό ΠΑΟΚ.

Κανείς δεν ξέρει πως θα ήταν τα πράγματα αν ο Ρουσό ήταν υγιής και ο ΠΑΟΚ δεν αναγκαζόταν να φέρει άλλον ακραίο στη θέση του. Παρόλα αυτά ο Τρούχτσεφ από την πρώτη στιγμή που ντύθηκε στα ασπρόμαυρα έκανε αισθητή την παρουσία του σε επίθεση και υποδοχή αλλά κυρίως φανέρωσε την ηγετική του φύση. Το MVP που κατέκτησε στο Σούπερ Καπ είναι απλά μια μικρή επιβράβευση, μια επιβεβαίωση ίσως για το πόσο κομβικός είναι στο παιχνίδι της ομάδας του κυρίως όταν κρίνεται ένας τίτλος.

Μπορεί ο τίτλος αυτός να μην είναι ο μεγαλύτερος στόχος της σεζόν και ενδεχομένως κάθε προπονητής να τον θυσίαζε μπροστά σε ένα πρωτάθλημα. Βέβαια, υπάρχει μια φράση που φανερώνει τη νοοτροπία κάθε σοβαρής ομάδας, winner takes all. Κανένας αθλητής στον κόσμο δεν είναι αδιάφορος όταν πατάει αγωνιστικό χώρο και κοιτάζει ένα τρόπαιο σε οποιαδήποτε διοργάνωση. Πόσω μάλλον για τον ΠΑΟΚ που δεν είχε ξαναγευτεί τον τίτλο του Σούπερ Καπ στην ιστορία του. Φυσικά και ο Ολυμπιακός είχε την ίδια δίψα αφού προέρχεται από μια περίοδο με πολύ καλές εμφανίσεις σε Ελλάδα και Ευρώπη ενώ επίσης έχει να σηκώσει το εν λόγο τρόπαιο από το μακρινό 2010 και αυτό όσο να ‘ναι δίνει κάποιο κίνητρο.

Ένα Σούπερ Καπ πάντως σε όποια χώρα και αν γίνεται αποτελεί ένα μεγάλο πάρτι, μια γιορτή του βόλεϊ όπως γίνεται και στο Κύπελλο. Η φετινή διεξαγωγή κάθε άλλο παρά πάρτι θύμιζε. Αγώνας που πραγματοποιήθηκε νωρίς το απόγευμα μεσοβδόμαδα, χωρίς φιλάθλους και με ελάχιστους παραβρισκόμενους, σε μία έδρα που ήταν ουδέτερη αλλά δεν ήταν κιόλας. Αν το παιχνίδι δεν ήταν τόσο ενδιαφέρον και ανταγωνιστικό ενδεχομένως θα ξεχνούσαμε γρήγορα την ύπαρξη του φετινού Σούπερ Καπ που αντιμετωπίστηκε σαν αγγαρεία. Όπως προαναφέρθηκε, δεν είναι ο μεγαλύτερος τίτλος της σεζόν αλλά είναι ένας αγώνας μεταξύ των περσυνών τροπαιούχων και ουσιαστικά των δύο κορυφαίων ομάδων της περσυνής σεζόν και το Σούπερ Καπ μοιάζει με επιβράβευση. Κυρίως, όμως, είναι ένας λόγος να γεμίσουν γήπεδα με πραγματικούς φίλους του αθλήματος. Το αν έγινε στο Ρέντη και όχι στο Παλατάκι ή σε κάποια ουδέτερη έδρα δεν είναι τόσο σημαντικό όσο ότι έγινε σαν ένα παιχνίδι κεκλεισμένων των θυρών ενώ παράλληλα διακυβεύονταν ένας τίτλος και σίγουρα αν το νόμισμα έδειχνε σαν έδρα τη Θεσσαλονίκη τα δεδομένα διεξαγωγής του θα προσέφεραν μια εξίσου άσχημη εικόνα κενού γηπέδου. Καλό είναι να μην υποτιμάμε αυτή τη διοργάνωση και είτε στα μεγάλα αστικά κέντρα είτε στην περιφέρεια να δωθεί η ευκαιρία ώστε το επόμενο Σούπερ Καπ να έχει τη λάμψη και το σεβασμό που του αξίζει δίπλα σε πραγματικό και υγιή φίλαθλο κοινό.

Η ματσάρα, το πρώτο «ασπρόμαυρο» Σούπερ Καπ και η (μη) γιορτή του βόλεϊ