MENU

Δεν (σας) το κρύβω. Εδώ και μερικές μέρες τρέμω. Δεν μπορώ να αρθρώσω δύο λέξεις. Δεν μπορώ να βάλω τις σκέψεις μου σε τάξη. Δεν μπορώ να κολλήσω στην σωστή σειρά δυο προτάσεις. Έχω θυμό. Έχω οργή. Βλέπω εφιάλτες. Μα το κυριότερο: φοβάμαι. 

Φοβάμαι να πάρω το αυτοκίνητο να βγω σε αυτούς τους σάπιους δρόμους μας. 

Φοβάμαι να πάρω αεροπλάνο. Φοβάμαι να μπω σε καράβι. Φοβάμαι να πάρω ΚΤΕΛ. Φοβάμαι να μπω σε αστικό. 

Φοβάμαι να περπατήσω μόνος, ειδικά την νύχτα. Δεν διανοούμαι πια πως μπορεί να μπω σε τρένο.

Φοβάμαι μην βρέξει και πλημμυρίσουμε. Φοβάμαι μην χιονίσει και αποκλειστούμε. Φοβάμαι, μην φυσήξει και μας πάρει και μας σηκώσει. Φοβάμαι μήπως κάποια σπίθα ανάψει μια φωτιά που θα σβήσει… μόνη της, όταν βρει θάλασσα.

Φοβάμαι μην τυχόν κι αρρωστήσω και χρειαστεί να νοσηλευτώ σε κάποιο ράντζο ή πάνω στην απελπισία μου ψάξω καμιά κατουρημένη ποδιά να φιλήσω. 

Φοβάμαι να πάω στο σούπερ-μάρκετ και να βλέπω τα τυριά να μετατρέπονται σε κίτρινο απλησίαστο χρυσό. 

Φοβάμαι μη τυχόν και χαλάσει η σακαράκα που έχω κοντά τρεις δεκαετίες για αμάξι. 

Φοβάμαι μη τυχόν και το νοίκι ξεπεράσει το μισθό μου. 

Φοβάμαι να σηκώσω τηλέφωνο από άγνωστο νούμερο, μη τυχόν και στην απέναντι γραμμή παραμονεύει κάποια εισπρακτική. 

Φοβάμαι να πάω στο γήπεδο, με τον κίνδυνο να εισπνεύσω για ψύλλου πήδημα ότι ληγμένο χημικό υπάρχει. 

Φοβάμαι να ανοίξω την τηλεόραση, φοβάμαι να ενημερωθώ σε μία χώρα που η ελευθερία και ο πλουραλισμός του τύπου συναγωνίζεται πια μόνο τριτοκοσμικές χώρες.

Φοβάμαι μην εθιστώ και εξαρτηθώ από τα market pass, τα συσσίτια και τις κρατικές ελεημοσύνες.

Φοβάμαι να πάω σε οποιαδήποτε δημόσια υπηρεσία και τρέμω μην τυχόν χρειαστεί να τα βάλω με το ανίκητο τέρας της γραφειοκρατίας.

Φοβάμαι να επιχειρήσω να πάρω πρώτη κατοικία, μη τυχόν και την χάσω σε κάποιο πλειστηριασμό.

Φοβάμαι πως όταν θα έρθει η ώρα να συνταξιοδοτηθώ, δεν θα υπάρχουν καν ταμεία για να μου δώσουν τις ανταποδοτικές εισφορές, που μου αρπάζει όλα αυτά τα χρόνια.

Φοβάμαι για τον επόμενο φόρο που μπορεί να φορολογήσει κάθε μου αναπνοή.

Φοβάμαι να ψηφίσω, μη τυχόν και χρειαστεί να μουντζώνω τον εαυτό μου για την επιλογή μου καθημερινά για τα επόμενα τέσσερα χρόνια.

Φοβάμαι για μένα. Περισσότερο όμως δεν σας κρύβω ότι φοβάμαι για τα παιδιά που έφερα στον κόσμο, λέγοντας κι εγώ «πάμε κι όπου βγει».

Τους τελευταίους δύο αιώνες, η Ελλάδα κατάφερε να πτωχεύσει επίσημα τέσσερις φορές, αλλά αυτή που βιώνουμε, η άτυπη πέμπτη χρεοκοπία είναι μία βουτιά στο κενό, μία πορεία με σβησμένα φώτα ανάποδα σε εθνική οδό. Πάμε κι όπου βγει.

Εκποιήσαμε, ρευστοποιήσαμε, ιδιωτικοποιήσαμε, δώσαμε τα πάντα. Τρένα, αεροδρόμια, λιμάνια, εθνικές οδούς. Εταιρίες ενέργειες, σύστημα υγείας, έδαφος, υπέδαφος, παραλίες, κινητά και ακίνητα, ό,τι «φιλέτο» υπάρχει, οσονούπω και το νερό μας.

Υποθηκεύσαμε για ένα κομμάτι ψωμί όλους τους πλουτοπαραγωγικούς πόρους μας, τις υποδομές μας, το μέλλον μας.

Τι μας έμεινε; Η Ελλάδα του ρουσφετιού, της βόλεψης, του πελατειακού συστήματος, της οικογενειοκρατίας, της μετάθεσης ευθυνών, της ρεμούλας, της αναλγησίας, της μίζας, του λαδώματος, του «μέσου», της αρπαχτής, της διαπλοκής, της αστυνομοκρατίας, της εργαλειοποίησης, της τοξικότητας, της αναξιοκρατίας, των απευθείας αναθέσεων, της φίμωσης, της έλλειψης βασικών ελευθεριών, της ακρίβειας, των φόρων, των παρακολουθήσεων, της μηδενικής ποιότητας της απαξιωμένης μας ζωής.

Το δυστύχημα στα Τέμπη ήταν η δική μου προσωπική κόκκινη γραμμή που παραβιάστηκε. Τα θύματα, διάολε, δεν είναι ένας απλός γ@μημένος αριθμός.

Είναι άτομα με ζωές, με ονοματεπώνυμο, με πρόσωπο, οντότητα, όνειρα, οικογένειες, μέλλον, που «έφυγαν» άδοξα, άδικα, τραγικά επειδή το κράτος με εγκληματική αμέλεια, επιλέγει να μας κρατάει στον Μεσαίωνα.

Ένα τέτοιο ατύχημα, υπό αυτές τις συνθήκες θα μπορούσε να δικαιολογηθεί μόνο αν ζούσαμε έναν αιώνα πίσω. Όχι, στο 2023.

Τα βλέμματα τους στις φωτογραφίες θα στοιχειώνουν για πάντα κάθε δικό μας βλέμμα. 

Πάμε κι όπου βγει. Δεν γίνεται να το ανεχόμαστε άλλο αυτό. Δικαιούμαστε κάτι πολύ καλύτερο από αυτό που έχουμε…

Απέναντι στην κρατική αναλγησία, την πολιτική υποκρισία με τα κροκοδείλια δάκρυα, τους στημένους λόγους με το φτηνό μακιγιάζ οδύνης, το μόνο αντίβαρο είμαστε εμείς. Η περίφημη ατομική ευθύνη που τόσο φορέθηκε την περίοδο της πανδημίας.

Μόνο που εδώ, η λέξη «ευθύνη» προσδιορίζει την ατομική υπευθυνότητα και όχι την υπαιτιότητα. 

Ο Άγγελος Τσιαμούρας και ο Ανδρέας Αλικανιώτης, δύο φοιτητές που η μοίρα τους επέλεξε να βρίσκονται εκεί στην ρωγμή του χρόνου, είναι δύο επίγειοι άγγελοι που με τον ηρωισμό, την αυτοθυσία, το καθαρό μυαλό, την ψυχραιμία και την αλληλεγγύη τους δεν έσωσαν απλώς πάνω από 30 ζωές, επιλέγοντας να πηδήξουν τελευταίοι από τα φλεγόμενα βαγόνια.

Είναι αυτοί που έδωσαν ένα φωτεινό παράδειγμα, έναν φάρο ελπίδας, έναν μονοπάτι ζωής / συμπεριφοράς. 

Η ταπεινοφροσύνη τους, από την ώρα που μαθεύτηκαν οι ηρωικές τους πράξεις, εξηγεί τον λόγο που ενήργησαν με τέτοια αυτοθυσία, την ώρα που ο καθένας θα κοιτούσε να σώσει το τομάρι του.

Είναι οι σταθμάρχες που θέλουμε να τροχοδρομήσουν τις ζωές όλων μας.

Ό,τι έχουμε είμαστε εμείς…

* Το κείμενο έχει δημοσιευτεί σχεδόν αυτούσιο και στην εφημερίδα Forza της 4ης Μαρτίου. 

Είμαστε η σπορά των νεκρών σε μία στροφή των Τεμπών...