MENU
Χρόνος ανάγνωσης 6’

Ο καμένος τελικός του 2003

0

«Ήταν ένα πολύ ωραίο παιχνίδι, μια άψογη διοργάνωση που έδωσε χαρά σε όλους τους Έλληνες φιλάθλους που τον παρακολούθησαν και από το γήπεδο και από την τηλεόραση» δήλωνε περήφανος ο Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού, Νίκος Έξαρχος στις τηλεοπτικές κάμερες μετά την απονομή των μεταλλίων και του κυπέλλου Ελλάδος το Μάιο του 2003 στο γήπεδο της Τούμπας. Ασήμαντη λεπτομέρεια ότι πίσω του οι εξέδρες της Τούμπας είχαν πάρει φωτιά, δεκάδες καθίσματα και κάγκελα κείτονταν στο ταρτάν και όλοι οι υπόλοιποι «επίσημοι» είχαν αποχωρήσει προ πολλού από το γήπεδο.

Αυτή είναι η κωμικοτραγική αλήθεια του ελληνικού ποδοσφαίρου, τα γήπεδα να καίγονται και οι θεσμικοί παράγοντες να μοιράζουν περιχαρείς συγχαρητήρια στους εαυτούς τους. Δεν ήταν δα και πρωτοφανή τα εκτεταμένα επεισόδια του 2003, από τη στιγμή που έγινε βέβαιο ότι στον τελικό θα αναμετρηθούν οι δυο μεγάλοι της Θεσσαλονίκης, άπαντες ήταν σίγουροι για αυτά που θα επακολουθήσουν.

Ο ΠΑΟΚ κόντρα σε προγνωστικά και κασσάνδρες απέκλεισε διαδοχικά Ολυμπιακό και ΑΕΚ σε προημιτελικό και ημιτελικό και απλώς περίμενε τον αντίπαλο του. Στην Κλεάνθους – όπως και στη διοργανώτρια ΕΠΟ - σχεδόν παρακαλούσαν αντίπαλος να είναι ο Άρης προκειμένου να προσδοθεί ενδιαφέρον στον 61ο τελικό του κυπέλλου Ελλάδος. Ο Άρης απέκλεισε Εθνικό Αστέρα και Αιγάλεω όπως αναμενόταν και 17 Μαΐου ορίστηκε το μεγάλο ραντεβού.

Μόνο όποιος έχει ζήσει στη Θεσσαλονίκη παλαιότερες δεκαετίες μπορεί να αντιληφθεί τι σημαίνει για ολόκληρη την πόλη ένα τέτοιο γεγονός, πόσο ζει και αναπνέει η Μακεδονία για αυτό το ντέρμπι. Με τον τίτλο του κυπελλούχου να περιποιεί τιμή σε αμφότερους τους συλλόγους που παρήκμαζαν, ο τελικός του 2003 απέκτησε μεμιάς χαρακτήρα «μητέρας των μαχών».

Μάχη για την εξασφάλιση ενός εισιτηρίου, συσκέψεις επί συσκέψεων για τη διοργάνωση, επιχειρησιακά σχέδια της αστυνομικής διεύθυνσης Θεσσαλονίκης, χαμός σε στέκια και ραδιόφωνα. Όλοι συνιστούσαν ψυχραιμία και αυτοσυγκράτηση, ταυτόχρονα όμως όλοι ήξεραν. Ήξεραν ότι 10 χιλιάδες αρειανοί στην Τούμπα είναι casus beli όπως έλεγαν οι λατίνοι – αιτία πολέμου.

Εκκλήσεις από διοικήσεις και ραδιόφωνα, άτυπες συμφωνίες με τις κεφαλές των συνδέσμων, ο «πολύς» τότε Άκης Τσοχατζόπουλος να αναλαμβάνει προσωπικά την ομαλή διεξαγωγή ως «άρχοντας» της βορείου Ελλάδος τότε. Καμία έκκληση δεν βρήκε ανταπόκριση, τα επεισόδια δεν αποφεύχθηκαν ποτέ.

Τρεις ώρες πριν την έναρξη του παιχνιδιού, έξω από τη Θύρα 4 τα «είπαν» οι παοκτσήδες με τα ΜΑΤ, λίγο αργότερα έγινε και το καθιερωμένο ντου εκείνων που δεν είχαν εισιτήριο και δεν μπορούσαν να φανταστούν ότι δεν θα παρακολουθήσουν έναν τελικό εναντίον του αιωνίου αντιπάλου στην Τούμπα. Οι τολμηρότεροι μπουκαδόροι σκαρφάλωναν στα τσιμέντα, με κίνδυνο να γκρεμοτσακιστούν, άλλοι απλώς επιδόθηκαν σε πετροπόλεμο με τα ΜΑΤ που ύψωναν υπομονετικά τις ασπίδες.

Όταν η κατάσταση ξέφυγε, χρησιμοποιήθηκαν τα… κλασσικά δακρυγόνα για τη διάλυση του πλήθους, οι οπαδοί απωθήθηκαν προς τη Λαμπράκη για να αποφευχθούν τα χειρότερα. Την ίδια ώρα έξω απ’ τη θύρα 1 οι κάμερες του ALTER υποδέχονταν τους «επισήμους», ειπώθηκαν τα κλασσικά ευχολόγια. Οι τετριμμένες, κουραστικές, καθιερωμένες, γλυκανάλατες δηλώσεις: «ο τελικός είναι γιορτή», «μεγάλη βραδιά για τη Θεσσαλονίκη», «να κερδίσει ο καλύτερος», κλασσικά εικονογραφημένα.

Όταν ο κύριος όγκος των οπαδών του Άρη που ξεκίνησε με πορεία από την Παπαναστασίου μπήκε στο γήπεδο, τα ευχολόγια και τα τετριμμένα ξεχάστηκαν αμέσως. Αρχής γενομένης από τα σπασμένα προστατευτικά κιγκλιδώματα στη θύρα 6, οι οπαδοί του Άρη προσπάθησαν να σπάσουν και τον κλοιό των ΜΑΤ που τους χώριζε από τους φιλάθλους του ΠΑΟΚ. Τέσσερις αστυνομικοί τραυματίες στο δελτίο, εκ των οποίων οι δύο στο κεφάλι. Ευτυχώς η κατάσταση τους δεν ήταν σοβαρή.

Στην κερκίδα σιδεριές να ίπτανται, στον αγωνιστικό χώρο μαζορέτες και πον-πον. Το θέατρο του παραλόγου έφτασε στο peak όταν ένας από τους τέσσερις πυλώνες φωτισμού του γηπέδου, κατέρρευσε. Παρέμεινε σβηστός σχεδόν σε όλη τη διάρκεια του παιχνιδιού, ο τελικός διεξήχθη σε ημίφως.

Στα αποδυτήρια Αναστασιάδης και Φοιρός εκφωνούσαν τους «φιλιππικούς» τους για να φτιάξουν τους ποδοσφαιριστές, στο καμαράκι των διαιτητών, ο Δούρος αγχωμένος, αλλά το ήλεγχε. Δεν θα ήταν αυτή η πιο δύσκολη βραδιά του, έναν χρόνο αργότερα του έλαχε το ντέρμπι Παναθηναϊκού – Ολυμπιακού και μετά τον έψαχνε στα τηλέφωνα ο Αλέφαντος.

Ο – σατανική ειρωνία – τυπικά γηπεδούχος Άρης βγήκε στον αγωνιστικό χώρο πάνοπλος: Λαμπάκης, Κολτσίδας, Κατσιαρός, Παπαδόπουλος, Μορίς, Κνόπερ, Σελάντερ, Επαλέ, Διγκόζης, Πανόπουλος, Ντεμπά Νιρέν. Ο Φοιρός ήξερε πολύ καλά ότι αν κατακτούσε το κύπελλο μέσα στο σπίτι του αιώνιου αντιπάλου θα είχε γραφτεί με χρυσά γράμματα στην ιστορία του συλλόγου. Οι εντολές ήταν σαφείς: συντηρητικά, με στόχο να ανακόψει την ορμή του ΠΑΟΚ που έπαιζε τον τελικό εντός έδρας και προϊόντος του χρόνου, αντεπιθέσεις.

Ο Αναστασιάδης από την άλλη, τυπικός Άγγελος. Δεν έχει σημασία ποιος παίζει, σημασία έχει η διάθεση, η αυταπάρνηση, το πάθος που θα δείξουν «τα παιδιά». Τοχούρογλου, Εγκωμίτης, Κουτσόπουλος, Αμπονσά, Κούτσης, Μάρκος, Καφές, Γεωργιάδης, Κουκιέλκα, Γιασεμάκης και Οκκάς. Μια ενδεκάδα γεμάτη χαφ, με αιχμή του δόρατος το Γιαννάκη Οκκά, αλλά και τη δύναμη της Τούμπας μεγάλο σύμμαχο.

Οι ομάδες βγαίνουν στον αγωνιστικό χώρο, οι καπνοί καλύπτουν όλη το τηλεοπτικό πλάνο, ο οχετός ύβρεων εκατέρωθεν ζηλευτός. Εκεί όμως που πραγματικά ξεπέρασαν τον εαυτό τους οι οπαδοί, ήταν στην ανάκρουση του εθνικού ύμνου. Δεν εψάλη ποτέ, ακούστηκε ποτέ. Υπάρχει πιο κάτω; Βέβαια υπάρχει. Διότι αμέσως μετά ακολούθησε ενός λεπτού σιγή για τα θύματα της τραγωδίας στα Τέμπη την οποία οι οπαδοί του Άρη ουδέποτε σεβάστηκαν. Το οπαδικό μένος δεν σταματάει ούτε σε νεκρούς. Το μάθαμε κι αυτό στον τελικό του 2003.

Ο τελικός ξεκίνησε, ήταν κακός ποιοτικά με τον Άρη κλεισμένο αδικαιολόγητα πάρα πολύ πίσω. Ήταν ένα πολύ κακό πρώτο ημίωρο για τον Άρη με μηδενικό πλάνο επιθετικής ανάπτυξης και παντελή έλλειψη ιδεών στον αγωνιστικό χώρο. Ο ΠΑΟΚ πίεζε ανούσια, προσπαθούσε να διασπάσει τη γραμμή μαζινό του Φοιρού ανορθόδοξα και ήταν βέβαιο ότι το γόρδιο δεσμό θα έλυνε μόνο κάποια ατομική ενέργεια ενός από τους ποιοτικούς ποδοσφαιριστές που έτρεχαν εκείνο το βράδυ στο χορτάρι της Τούμπας. Έτσι κι έγινε.

Οργανωμένη επίθεση στα μισά του ημιχρόνου, ωραίο σπάσιμο του Δημήτρη Μάρκου στο Γεωργιάδη και ο ΓΧ σήκωσε την Τούμπα στο πόδι. Με μια εξαιρετική προσποίηση αδειάζει διαδοχικά Κολτσίδα και Λαμπάκη και στη συνέχεια πλασάρει αριστοτεχνικά στην απέναντι γωνία της εστίας του τερματοφύλακα του Άρη. Υπέροχο προσωπικό γκολ, ίσως ένα από τα ομορφότερα που επιτεύχθηκαν ποτέ σε τελικό κυπέλλου.

Ο Άρης αφυπνίστηκε, με κινητήριο μοχλό τον Επαλέ και κορυφαίο τον Κνόπερ προσπάθησε να αντιδράσει, αλλά δεν βρήκε τη φάση που θα έφερνε το παιχνίδι στα ίσια. Μετά τα καθιερωμένα μικροεπεισόδια του ημιχρόνου και τις εντάσεις μεταξύ οπαδών και ΜΑΤ, το ακόμα χειρότερο ποιοτικά δεύτερο ημίχρονο. Ανούσια υπεροχή του Άρη με κατοχή μπάλας, πιο επικίνδυνος ο προσεκτικός ΠΑΟΚ που είχε την ευκαιρία να καθαρίσει τον τελικό αλλά ο Λαμπάκης σταμάτησε αυτή τη φορά το Γεωργιάδη.

Όλος ο τελικός όμως κρίθηκε στο 90ο λεπτό. Σέντρα του Μπράγκα που στο ημίχρονο πήρε τη θέση του Διγκόζη και ο ανενόχλητος Νασίφ Μόρις προ κενής εστίας στέλνει τη μπάλα στο δοκάρι του Τοχούρογλου. Εκτός από το γκολ ήταν η μοναδική φάση που προσέδωσε ενδιαφέρον στον τελικό και η αφορμή για να ξεκινήσουν οι εστίες φωτιάς στις θέσεις που κάθονταν οι οπαδοί του Άρη.

Όσο ο ΓΓΑ παρασημοφορούσε και απένειμε το κύπελλο στους παίκτες του ΠΑΟΚ, στους δρόμους πέριξ της Τούμπας ξεκίνησε το δεύτερο ημίχρονο των επεισοδίων. Η κατάσταση παρά την ισχυρή αστυνομική δύναμη δεν εκτονώθηκε, προκλήθηκαν σοβαρές φθορές στο γήπεδο, στα γραφεία, στις άτυπες τότε σουίτες του γηπέδου, με τα έκτροπα να συνεχίζονται μέχρι πρωινές ώρες στους δρόμους της Θεσσαλονίκης.

Όταν οι οπαδοί του ΠΑΟΚ έστηνα το δικό τους πάρτι στο Λευκό Πύργο, κυρίως στο Χαριλάου είχαμε οδομαχίες, πετροπόλεμο, σπασμένα αυτοκίνητα και κατεστραμμένες περιουσίες. Έγιναν ουκ ολίγες προσαγωγές, κατασχέθηκαν πιστόλια εκτόξευσης φωτοβολίδων, μεταλλικά βαρίδια, σφυριά, μεταλλικά παξιμάδια, ρόπαλα, ό,τι βάζει ο νους.

Η Τούμπα την επομένη έμοιαζε με πεδίο μάχης: σπασμένα καθίσματα, πεταμένα σίδερα, τζαμαρίες θρύψαλα, η ενοχλητική μυρωδιά από καμένο πλαστικό κυριαρχούσε στην ατμόσφαιρα. Ουδείς τιμωρήθηκε, ουδείς έδωσε σημασία, ουδείς πλήρωσε τα σπασμένα. Μια ακόμα «γιορτή του ελληνικού ποδοσφαίρου» είχε ολοκληρωθεί.

Ο καμένος τελικός του 2003