MENU

Η δικαιολογία είναι η μητέρα της αποτυχίας. Αν την έχεις έτοιμη στο μυαλό σου δεν χρειάζεται καν να παίξεις, έχεις ήδη ηττηθεί πνευματικά. 

Η δικαιολογία ήταν εκεί, πάντα. Έτοιμη. Βολική. Είτε σε πραγματικό είτε σε φαντασιακό υπόβαθρο ήταν εκεί για να «βραχυκυκλώνει» τον ΠΑΟΚ σε κάθε τελικό.

Το κατεστημένο. Η έδρα. Η διαιτησία. Η ατυχία. Η κατάρα. Οι απουσίες. Η κακή βραδιά. Η παράδοση. Πάντα κάτι υπήρχε, άλλοτε ως πραγματικότητα κι άλλοτε ως φάρσα.

Ιστορικά, δημιουργήθηκε μία συνθήκη τρόμου. Ο ΠΑΟΚ έμαθε να ζει από τις τραγωδίες του. Άρχισε να ζει για να… «αυτοκτονεί». Να ζει για να αποτυγχάνει.

Να ζει για να περιμένει πάντα το χειρότερο, το πιο ακραίο, το πιο διαστροφικό σενάριο και να κάνει ό,τι μπορεί για να δημιουργήσει μία αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Μέχρι εκείνον τον τελικό του Βόλου, ο ΠΑΟΚ μετρούσε 4 στους 17 κερδισμένους τελικούς Κυπέλλου! 

Επαναλαμβάνω και ολογράφως: τέσσερις στους δέκα-επτά! 

Η λέξη «τελικός» έφερνε σχεδόν πάντα κρύο ιδρώτα και τρέμουλο. Διότι δεν ήταν μόνο η μπάλα. 

Ήταν οι τελικοί των 80’s με τον Άρη. Η Ναντ. Η Βιτόρια. Ο τελικός στο ΣΕΦ με τον Πανιώνιο. Ο Ρίκι Μπράουν. Ο Μπραντ Σέλερς. Ο Ραγκάτσι. Ακόμα και ο Χριστόφορος Μπακαούκας σε τελικό χάντμπολ μες την Μίκρα.

Μία σειρά από τραγικές τραγωδίες, σχεδόν πάντα με το ίδιο θύμα. Ένα σωρό τραυματικές εμπειρίες, που είχαν προκαλέσει ανήκεστο βλάβη.

Κι όμως, από εκείνον τον αιματοβαμμένο τελικό στον Βόλο, ο διακόπτης γύρισε. 

Το 4 στα 17, έγινε… 4 στα 4! Ο ΠΑΟΚ δεν έχασε ξανά τελικό! Δεν υπήρχε πια καμία δικαιολογία. Ούτε η κατάρα του ΟΑΚΑ, ούτε η διαιτησία, ούτε το κατεστημένο, ούτε η ατυχία, ούτε τίποτα.

Υπήρχε μόνο μία ομάδα που έμπαινε μέσα και έφευγε στο τέλος με την κούπα στις αποσκευές της. 

Ο Δικέφαλος σταμάτησε να παίζει τους τελικούς κι άρχισε να τους κερδίζει. Άλλοτε, επιβάλλοντας την ανωτερότητα του στο γήπεδο κι άλλοτε με ποδοσφαιρική πονηριά. Άλλοτε, με την κλάση κι άλλοτε με τον τσαμπουκά. Άλλοτε με τις προσωπικότητες κι άλλοτε με τους ρολίστες του. Οι ήρωες της μιας βραδιάς, που έρχονταν από το πουθενά άρχισαν να φοράνε ασπρόμαυρα. Ο Πέδρο Ενρίκε. Ο Τσούμπα Άκπομ. Ο Μάικλ Κρμέντσικ. Όλοι τους σκόραραν γκολ - τρόπαια, οι δύο εξ’ αυτών ήρθαν από τον πάγκο!

Οι τέσσερις αυτοί τελικοί θαρρεί κανείς ότι άλλαξαν ολόκληρο το DNA ενός ολόκληρου συλλόγου. Γέμισαν αυτοπεποίθηση έναν ολόκληρο λαό που πίστευε διαχρονικά ότι είχε ισόβια πάνω από το κεφάλι του ένα σύννεφο που έφερνε βροχή. 

Δεν υπάρχει πια οπαδός του ΠΑΟΚ που να μην πιστεύει ότι ο Δικέφαλος έχει το πάνω χέρι και σε αυτόν τον τελικό. Μόνο, που αυτή η πεποίθηση έχει περάσει πια και στους ουδέτερους. Όλοι νιώθουν -ακόμα και κάποιοι οπαδοί του Παναθηναϊκού- ότι οι ασπρόμαυροι είναι ένα κλικ πιο κοντά στην κούπα. Κι αυτό είναι το μεγαλύτερο επίτευγμα μιας ομάδας, που έχει επιβάλλει πια τον όγκο της σε ολόκληρη την χώρα, είτε στο τέλος το πάρει είτε όχι.

Σταδιακά, ένας-ένας από αυτούς που γύρισαν το χαρτί αρχίζουν να αποστρατεύονται. Ο Λέο Μάτος κλείνει σχεδόν δύο χρόνια μακριά από την Τούμπα. Ο Βαρέλα αποχαιρέτισε. Για τον Πασχαλάκη ο τελικός του ΟΑΚΑ θα είναι πιθανότατα… the last dance. Τα συμβόλαια του Αντρέ, του Μπίσε, του Κρέσπο εκπνέουν, ακόμα κι αν ανανεώσουν όλοι, μπαίνουν στην τελεική ευθεία της καριέρας τους...

Ο ΠΑΟΚ δημιούργησε μία φουρνιά από club legends, το μέγεθος των οποίων θα εκτιμηθεί με ακρίβεια μόνο από τον ιστορικό του μέλλοντος. Είναι αυτοί που δημιούργησαν αυτό το περιβόητο mentality που μνημονεύει σε κάθε του κουβέντα ο Ραζβάν Λουτσέσκου και το οποίο μεταλαμπαδεύεται και στους υπόλοιπους. 

Αυτοί που δημιούργησαν μία διαφορετική κουλτούρα από το «ΠΑΟΚ δεν γίναμε για τους τίτλους». Είναι αυτοί που έφεραν τίτλους. Είναι αυτοί που έκαναν τους τίτλους μια γλυκιά συνήθεια. 

Αν ο Δικέφαλος κατακτήσει το κύπελλο, θα έχει πάρει τουλάχιστον έναν εγχώριο τίτλο στις 5 από τις τελευταίες 6 σεζόν, κάτι εξωπραγματικό για μία ομάδα που είχε 6 τίτλους σε ολόκληρη την ιστορία της μέχρι εκείνον τον τελικό του Βόλου!

Ο ΠΑΟΚ έμαθε να φοράει το κουστούμι του φαβορί και να μην παθαίνει ασφυξία. Έμαθε να έρχεται ως αουτσάιντερ και να οργανώνει τις τέλειες «ληστείες». Έμαθε να ανταποκρίνεται σε κάθε πιθανή και απίθανη συνθήκη και να προκαλεί ψυχολογικά στους αντιπάλους του. Έμαθε να κερδίζει.

Για να φτάσει στην δική του Ιθάκη που λέγεται «ΟΑΚΑ», η ομάδα του Λουτσέσκου εξολόθρευσε Λαιστρυγόνες και Κύκλωπες, αγνόησε τις Σειρήνες και πέρασε ανάμεσα από την Σκύλλα και την Χάρυβδη.

Απέκλεισε μέσα την Αθήνα την ΑΕΚ και μέσα στον Πειραιά τον Ολυμπιακό, επιστρέφοντας δις από την γη των νεκρών με γκολ πρόκρισης στο φινάλε. Πέρασε τεχνητές και πραγματικές κρίσεις. Ξέμεινε από δυνάμεις κι από υγιείς παίκτες. Αποδοκιμάστηκε και διαπομπεύτηκε. Βίωσε το μεγαλύτερο σερί της ιστορίας της, δίχως να γευτεί την νίκη. 

Κι όμως, είναι ξανά εδώ. Με την ίδια δίψα, σαν να μην έχει πάρει τίποτα όλα αυτά τα χρόνια. Σαν μία γροθιά, σαν να μην συνέβη τίποτα όλη την χρονιά. Ορεξάτος, υγιής, γεμάτος ενέργεια. Με όπλο στις αποσκευές το know how, απέναντι σε μία ομάδα που οσμίζεται κανείς στον αέρα πως είναι αυτή που έρχεται, αυτή που επιστρέφει. 

Το σημαντικότερο είναι πως η επόμενη ημέρα έπαψε να εξαρτάται από το αποτέλεσμα ενός παιχνιδιού, όπως συνέβαινε άλλοτε. Ούτε θα μείνουν όλοι ως Θεοί, αν ο ΠΑΟΚ κατακτήσει το κύπελλο, ούτε θα φύγουν όλοι ως αποτυχημένοι, αν δεν τα καταφέρουν.

Κι αυτό -η σταθερότητα, η συνέπεια, το πλάνο, η οργάνωση- είναι η μεγαλύτερη ασφαλιστική δικλείδα για την επόμενη ημέρα…

Σταμάτησε να παίζει τελικούς, άρχισε να τους κερδίζει!