MENU

Η ερώτηση που διακινείται αυτές τις ημέρες στα social media μου φάνηκε ευθύς – εξαρχής  δύσκολη. Το ποδόσφαιρο το αγάπησα τη δεκαετία του 80 εξαιτίας διοργανώσεων περισσότερο και λιγότερο εξαιτίας ομάδων. Λάτρευα τα τουρνουά των Εθνικών Ομάδων, τη καλύτερη ευκαιρία που είχαμε τότε να δούμε τι γίνεται στο διεθνές ποδόσφαιρο. Τα λατρεύω και σήμερα, ωστόσο η υπερπροσφορά (βλέπουμε μπάλα σχεδόν κάθε μέρα) έχει μειώσει την ένταση του συναισθήματος. 

Αγάπησα το ποδόσφαιρο λοιπόν, εξαιτίας του Μουντιάλ του 1982 και του Euro του 1984 αλλά όχι εξαιτίας του Ρόσι, του Σόκρατες ή του Πλατινί. Εξαιτίας φυσικά και ίσως πάνω από όλα του Μουντιάλ του 1986. Και ναι, στην προκειμένη περίπτωση και εξαιτίας του Ντιέγκο Μαραντόνα. 

Ακόμα και στην δική του περίπτωση όμως, παρότι επί της ουσίας πρόκειται για τον άνθρωπο που έκανε ολόκληρη την δική μου γενιά να παραμιλάει, ο έρωτας δεν κράτησε πολύ. Παραμένει ένας ποδοσφαιριστής που ανατριχιάζω όταν τον βλέπω να περνάει τη μισή Εθνική Αγγλίας. Ένας ποδοσφαιριστής που μου έδειξε περισσότερο από οποιονδήποτε άλλο πριν από εκείνον τα όρια της μαγείας του ποδοσφαίρου  - και της «αλητείας» του μαζί. Και είναι επίσης ένας άνθρωπος που δεν εκτίμησα ποτέ. Έχω την εντύπωση ότι η διαχρονική λατρεία για τον Μαραντόνα οφείλεται και στην αντισυμβατική προσωπικότητά του που πολλοί θεωρούν «επαναστατική». Καθώς δεν ανήκω σε αυτούς, θα τον ευγνωμονώ πάντα  για τις στιγμές που μου χάρισε, αλλά ούτε τον θεώρησα, ούτε τον θεωρώ «Θεό». 

Στην ίδια λογική των μεγάλων διοργανώσεων εθνικών ομάδων, αγάπησα πολύ τον Μάρκο Βαν Μπάστεν για το Euro του 1988 (και γενικά) αλλά λάτρεψα τον Ρομπέρτο Μπάτζιο για το Μουντιάλ του 1994. Από τους τρεις, τον Ντιέγκο, τον Βαν Μπάστεν και τον θεϊκό «Κοτσιδάκια», ο τρίτος μου έκανε περισσότερο κλικ και βρίσκεται μέχρι και σήμερα στην καρδιά μου –  το χαμένο πέναλτι στον τελικό αύξησε την αγάπη μου για αυτόν. 

Εκτός από διοργανώσεις, το ποδόσφαιρό το αγάπησα και εξαιτίας ομάδων. Του ΟΦΗ της δεκαετίας του 80’ και της ατμόσφαιρας στο «Γεντί Κουλέ», της πρώτης γηπεδικής που έζησα ποτέ (και με συγκινεί ακόμα αφού την θεωρώ από τις πιο αυθεντικές στην Ελλάδα). Και της Λίβερπουλ της ίδιας δεκαετίας, της πρώτης υπερομάδας που είχαμε την τύχη να βλέπουμε στις τηλεοράσεις μας. Δεν είχα την ωριμότητα να φιλτράρω όσα συνέβησαν στο «Χέιζελ» κι έτσι ο αποκλεισμός της από τις ευρωπαϊκές διοργανώσεις με οδήγησε στο να την αγαπήσω περισσότερο  (της στέρησαν δυο – τρία πρωταθλητριών ακόμα, έτσι το έβλεπα τότε και η «αδικία» με έκανε τον φανατικότερο οπαδό της). Ωστόσο δεν ήταν κάποιος από εκείνη τη σπουδαία φουρνιά των «Κόκκινων» που αποτελεί τον πιο αγαπημένο μου παίκτη της. Ούτε καν ο εμβληματικός Κένι Νταλγκλίς (περαστικά του). Ήταν και είναι ο Στίβι Τζέραρντ, ο all time αγαπημένος μου ποδοσφαιριστής γενικά, ο μόνος που έχω φανέλα με το όνομά του. Το γκολ του με τον Ολυμπιακό (σόρι), η κεφαλιά  στην Κωνσταντινούπολη και τα δάκρυά του μετά το καταραμένο γλίστρημα με την Τσέλσι παραμένουν στιγμές που μου δημιουργούν τέτοια ψυχολογική φόρτιση, όσο μόνο σε προσωπικές στιγμές (και σε στιγμές του ΠΑΟΚ) έχω νιώσει. 

Οι μεγάλες διοργανώσεις των Εθνικών Ομάδων λοιπόν,  ο Ντιέγκο και ο Μπάτζιο και ο Τζέραρντ, ο ΟΦΗ και το «Γεντί Κουλέ» και η Λίβερπουλ συνιστούν τις βασικές παραμέτρους που καθόρισαν σε μεγάλο βαθμό την αγάπη μου για το άθλημα. 

Την αγάπη μου για τον ΠΑΟΚ την καθόρισαν επίσης κάμποσες παράμετροι, η εξής μία: ο Μπάνε Πρέλεβιτς. Έγινα ΠΑΟΚ κυρίως εξαιτίας του. Το λέω όσο πιο ξεκάθαρα μπορώ. Ολόκληρη εκείνη η μπασκετική ομάδα, με τον Κόρφα και τον Σταυρόπουλο, τον Φασούλα και τον Μπάρλοου, η προσπάθειά της να γκρεμίσει τον Άρη από την κορυφή, είναι μια συγκλονιστική παιδικοεφηβική ανάμνηση που με καθόρισε. Όχι απλώς  διάλεξα ομάδα, αλλά νομίζω διάλεξα και επάγγελμα με βάση τον συναισθηματικό αντίκτυπο που μου προκάλεσε ο Μπάνε. 

Το γοερό του κλάμα μετά τον τελικό με την Ρεάλ και την επική εμφάνιση που είχε πραγματοποιήσει (ο άνθρωπος είχε ισοφαρίσει δευτερόλεπτα πριν το λάθος του Φασούλα με τρίποντο από τα οκτώ  - εννιά μέτρα)  με έκανε να κλάψω κι εγώ και μετά με έκανε να πάρω χαρτί και στυλό (προϊστορικές εποχές) και να γράψω το πρώτο μου άρθρο (επικολυρικό και μελό του θανατά), το οποίο φυσικά δεν δημοσιεύτηκε ποτέ. Ήμουν 17 και ήξερα ότι αυτό θα ακολουθούσα και στη συνέχεια της ζωής μου.Θα έγραφα για τον Μπάνε και για τους άλλους «Μπάνε» που  θα έβλεπα από εκεί και πέρα.

Έχω γράψει έκτοτε για πολλούς. Άλλο Μπάνε όμως, δεν είδα ποτέ.

Ο Μπάνε και οι υπόλοιποι