MENU

Θάνατος ουδέν προς ημάς το γαρ διαλυθέν αναισθητεί, το δ’ αναισθητούν ουδέν προς ημάς» δίδασκε ο Επίκουρος. Ο Θάνατος δεν είναι τίποτα για μας, γιατί αυτό που διαλύεται δεν έχει αισθήσεις και ό,τι είναι χωρίς αισθήσεις δεν σημαίνει τίποτα για μας.

Ο χαμός του Γιάννη Κυράστα δεν ξύπνησε απλώς τις αισθήσεις όλων μας εκείνη την πρωταπριλιά του 2004. Πρωτίστως απασχόλησε και σημάδεψε την οικογένειά του, είναι όμως από τις πολύ σπάνιες φορές στην ιστορία του ποδοσφαίρου και του αθλητισμού γενικότερα, που ένας άνθρωπος ένωσε φίλους, γνωστούς, απλούς φιλάθλους και τον καθένα που βρέθηκε στο δρόμο του.

Πέρασαν τόσα χρόνια και διαβάζεις κι ακούς ακόμα ανθρώπους να το λογίζουν σαν ψέμα. Έτσι γίνεται με τους αυθεντικούς. Περνάνε έστω για λίγο κι αφήνουν για πάντα το στίγμα τους, μένουν ανεξίτηλοι στο χρόνο. Αυτή είναι η μεγαλύτερη, η πιο βαριά κληρονομιά τους.

Εμμένουν οι περισσότεροι στην καριέρα του Κυράστα. Στο μοναδικό γεγονός ότι φόρεσε μονάχα δυο φανέλες στην καριέρα του: τις φανέλες των δυο αιωνίων αντιπάλων, του Ολυμπιακού και του Παναθηναϊκού. Τίτλοι, διακρίσεις, παράσημα με την Εθνική. Αργότερα η προπονητική καριέρα, σκαλί-σκαλί, βήμα-βήμα προς την απόλυτη καταξίωση. Δεν είναι αυτά τα ζητούμενα.

Ο Κυράστας δεν έμεινε γι’ αυτά ανεξίτηλος, δεν μας λείπει επειδή δεν κάθεται σήμερα στην άκρη ενός πάγκου, επειδή δεν τον ακούμε να μιλάει για ποδόσφαιρο. Λείπει η προσωπικότητα, το βλέμμα, εκείνο το χαμόγελο που πίσω του έκρυβε αγώνα και ήταν πάνω απ’ όλα ειλικρινές.

Δεν μεγάλωσε εύκολα, δεν του χαρίστηκε τίποτα, δεν ήταν από τους τυχερούς που τους χάρισε ο Θεός ταλέντο και απλώς το εκμεταλλεύτηκαν. Ο Γιάννης Κυράστας μόχθησε για ό,τι κατάφερε. Δούλεψε, πάλεψε, αγωνίστηκε κι άρπαξε όποια ευκαιρία βρέθηκε στο δρόμο του.

Γεννήθηκε τον Οκτώβρη του 1952, μεγάλωσε στα Πετράλωνα. Ο πατέρας του ο Παναγιώτης ήταν ελαιοχρωματιστής. Η μοίρα τον έβγαλε να βάφει τα αποδυτήρια στο Ρέντη, πολλές φορές έπαιρνε μαζί το γιο να τον βοηθάει. Ο μικρός κλωτσούσε και τη μπάλα, του άρεσε, ξέδινε, αισθανόταν ότι είχε βρει το ιδανικό χόμπι.

Απ’ τα δώδεκα δουλειά, το βράδυ στο νυχτερινό για να σπρώξει τις τάξεις στο σχολείο. Αδιαμαρτύρητα, δίχως γκρίνιες και μοιρολατρία. Και στον ελεύθερο χρόνο ποδόσφαιρο. Πολύ ποδόσφαιρο, σε κάθε ευκαιρία ποδόσφαιρο.

Στα 15 τον είχαν πάρει ήδη στους εφήβους του Ολυμπιακού. Τον είχε πρωτοδεί ο Ηλίας ο Υφαντής και τον πήρε στην ομάδα νέων. Δεν ήταν γρήγορος, δεν είχε υψηλή τεχνική, δεν έπαιζε ποτέ «μπροστά» όπως

ήθελαν (και θέλουν) όλα τα παιδιά που κάνουν όνειρα με την ασπρόμαυρη. Ο Γιάννης όμως είχε αυτό που οι παλιοί λένε «τσαγανό». Είχε καρδιά, θάρρος και πάνω απ’ όλα μυαλό. Τα πόδια σε πάνε μέχρι ένα δεδομένο σημείο, το μυαλό σε πάει πάντα παραπέρα.

Και το ποδόσφαιρο το δούλεψε. Προπονείτο με πάθος, έμαθε να στηρίζεται στις δυνάμεις του από πολύ νωρίς, να διεκδικεί και να παίρνει όσα του αναλογούν. Στον Ολυμπιακό του Γουλανδρή πιθανόν να μην περίμενε ούτε ο ίδιος ότι θα παίξει, ειδικά όταν έμεινε χωρίς πρόσθιο χιαστό στο αριστερό γόνατο. Άλλος στη θέση του θα σταματούσε το ποδόσφαιρο και θα έκανε το «μπογιατζή» όπως συνήθιζαν να τον φωνάζουν εκείνα τα χρόνια.

Η φτιαξιά του Κυράστα όμως ήτανε διαφορετική. Βάρη, ατομική προπόνηση, σκληρή γυμναστική κι ο τετρακέφαλος του κράτησε ολόκληρο το πόδι σε κοντά 15 χρόνια καριέρα σε υψηλότατο επίπεδο. Έναν τόσο πεισματάρη χαρακτήρα ήταν αδύνατον να τον αφήσει να πάει χαμένο το ελληνικό ποδόσφαιρο. Χρειαζόταν μια συγκυρία, ένα «παράθυρο», μια σύμπτωση.

Η πρώτη φορά ήταν σε ένα οικογενειακό διπλό. Έλειπε του Άσμαν (τότε προπονητής του Ολυμπιακού) ένας δεξιός οπισθοφύλακας και ζήτησε του Παύλου του Γρηγοριάδη ένα παιδί να συμπληρώσει τις ομάδες. Ο υπεύθυνος της ομάδας νέων έγνεψε στο Γιάννη, ήθελε να τον επιβραβεύσει για τη δουλειά και το μόχθο.

Ο Άσμαν τον ζήτησε και την επομένη και ξανά την επομένη, μέχρι που πλέον προπονείτο αποκλειστικά με την πρώτη ομάδα του Ολυμπιακού. Τον Απρίλιο του ’72 έκανε και την πρώτη συμμετοχή. Ανεπίσημη, αλλά μπροστά σε 30 χιλιάδες κόσμο, στο φιλικό του Ολυμπιακού με τη Μάντσεστερ Σίτι στο παλιό Καραϊσκάκη.

Ήταν από τους ελάχιστους δίχως συμβόλαιο κι ας πλησίαζε τα 20. Ο Άσμαν έφυγε, ανέλαβε ο Λάκης Πετρόπουλος και το Δεκέμβριο ήρθε η ευκαιρία. Τιμωρημένος ο Τάκης ο Συνετόπουλος, τραυματίες ο Γιούτσος και ο Βασιλόπουλος. Στις 10 του μηνός ήταν το παιχνίδι, 8 υπέγραψε ο Κυράστας το πρώτο συμβόλαιο της καριέρας του. Το ντεμπούτο ήταν άνευρο, «ψαρωμένο», ξεχάστηκε γρήγορα. Επέστρεψαν οι βασικοί, ο Κυράστας περίμενε ξανά υπομονετικά τη σειρά του.

Όταν ήρθε η ώρα ήταν η πιο σημαντική απ’ όλες, η «μητέρα των μαχών». Ολυμπιακός – Παναθηναϊκός, σε ένα από τα πιο πολυσυζητημένα ντέρμπι στην ιστορία των αιωνίων, εκείνο που ακόμα θυμούνται όλοι επειδή ο Βασίλης Κωνσταντίνου κυνηγούσε σε όλο το γήπεδο το Συνετόπουλο. Δεν ήταν ένα απλό ματς εκείνο της 11ης Μαρτίου του 1973 στο Στάδιο Καραϊσκάκη.

Ήταν το πρώτο ντέρμπι αιωνίων στο οποίο η χούντα για πρώτη φορά επέτρεψε την απ’ ευθείας τηλεοπτική του μετάδοση. Το μετέδωσε η τότε ΕΙΡΤ (Εθνικό Ίδρυμα Ραδιοφωνίας Τηλεόρασης) κι όλη η Ελλάδα στήθηκε μπροστά στις οθόνες της γιατί ήταν ένα ντέρμπι που έκρινε εν πολλοίς τον τίτλο. Με παρόντες στις εξέδρες τους εκφραστές του καθεστώτος. Ο Παττακός και ο τότε Γενικός Γραμματέας Αθλητισμού Γιώργος Βλαδίμηρος είχαν πάρει θέση στα «μάρμαρα».

Αντί για ποδόσφαιρο, διαδραματίστηκε ένα ρεσιτάλ βίας από τους παίκτες των δύο ομάδων, με κλωτσιές, μπουνιές, φτυσίματα, αγκωνιές και απίστευτο μένος εκατέρωθεν. Πολλοί εκ των υστέρων υποστήριξαν ότι η τηλεοπτική μετάδοση του αγώνα μόνο κακό έκανε, αφού άπαντες προσπαθούσαν να αποδείξουν το πάθος και τη θέληση για τη νίκη. Μέσα σε όλο αυτό το κλίμα, ο Κυράστας κλήθηκε να βγάλει τα κάστανα απ’ τη φωτιά στην άμυνα του Ολυμπιακού.

Ήταν τόσο καλός που ο Γουλανδρής του βγάζει αμέσως το παρατσούκλι «τσουλήθρας» επειδή πήγαινε δυνατά στη φάση και έπεφτε για τάκλιν και με τα δυο πόδια. Με την άγνοια κινδύνου και τη δουλειά, σιγά-σιγά καθιερώθηκε στην ενδεκάδα. Δεξιός μπακ, με τον καιρό στόπερ, πιο πολύ λίμπερο.

Καταλάβαινε το παιχνίδι, κάλυπτε τα αθλητικά μειονεκτήματά του με την οξυδέρκεια και τη γνώση του παιχνιδιού. Ο Κυράστας ήταν από εκείνους τους ποδοσφαιριστές που ήξερες όταν τον παρακολουθείς να αγωνίζεται, ότι θα γίνει καλός προπονητής. «Έβλεπε» γήπεδο.

 Από τη σεζόν 1975/76 έγινε βασικό στέλεχος στην αμυντική διάταξη του Ολυμπιακού, συμπλήρωσε 207 συμμετοχές με την ερυθρόλευκη μέχρι το 1981 που επέλεξε να αλλάξει στρατόπεδο μη αποδεχόμενος μια πρόταση ασεβή προς το πρόσωπό του όπως την χαρακτήρισε ο ίδιος.

Είχε προλάβει να πανηγυρίσει πέντε πρωταθλήματα Ελλάδος (1973, 1974, 1975, 1980, 1981) – τα τρία ως πρωταγωνιστής και τρία κύπελλα (1973, 1975, 1981). Το ποδόσφαιρο από 21 Μαρτίου του 1979 με το άρθρο 1 του νόμου 879/79 είχε γίνει επαγγελματικό, είχε μπει τέλος στον κατ’ επίφαση ερασιτεχνισμό που ίσχυε μέχρι τότε.

Την ίδια χρονιά γνώρισε και τη μετέπειτα σύζυγό του, Ρούλα Χριστοπούλου, καλλιτέχνιδα με σπουδές στη σχολή του Εθνικού Θεάτρου και στο Ωδείο Αθηνών και ήδη γνωστή στο κοινό από τη συμμετοχή της στο περίφημο τότε Φεστιβάλ Τραγουδιού της Θεσσαλονίκης. Μετά από λίγους μήνες μόνιασαν, παντρεύτηκαν, αποφάσισαν να γεράσουν μαζί. Με τη Ρούλα αργότερα απέκτησε δυο υπέροχες κόρες, την Εβελίνα και τη Βέρα, οι οποίες ωστόσο ελάχιστα τον θυμούνται ως ποδοσφαιριστή.

Το καλοκαίρι του 1981 ο Κυράστας ήταν 29 ετών, αλλά δεν είχε κεφαλαιοποιήσει ούτε κατ’ ελάχιστον την επιτυχημένη διαδρομή του στο χώρο. Είχε ήδη συμπληρώσει οκταετία στον Ολυμπιακό και περίμενε την προσφορά του Σταύρου Νταϊφά για να συνεχίσει.

Τον έχει πλησιάσει ήδη η ΑΕΚ για ενδεχόμενο συνεργασίας μαζί του, δικαίως διστάζει όμως εξ αιτίας της οριστικής αποχώρησης του Λουκά Μπάρλου από τα διοικητικά δρώμενα της κιτρινόμαυρης (νεοσύστατης) ΠΑΕ. Κυκλοφορεί έντονα στα δημοσιογραφικά στέκια ότι έχει στα χέρια του και συγκεκριμένη πρόταση από τον Παναθηναϊκό της οικογένειας Βαρδινογιάννη.

Μετά το νικηφόρο τελικό της Νέας Φιλαδέλφειας εναντίον του ΠΑΟΚ, ο Νταϊφάς κωλυσιεργεί και προτάσσει την αναγκαιότητα εξεύρεσης νέου προπονητή. Οι ανανεώσεις των Γαλάκου και Κυράστα μένουν μετέωρες.

Τέλη Ιουνίου γίνεται το πρώτο ραντεβού. Ο Κυράστας συνειδητοποιημένος και απόλυτα έτοιμος θέτει συγκεκριμένα νούμερα στην κρίση της διοίκησης του Ολυμπιακού.

Είναι ειλικρινής, καθιστά σαφές ότι με την οικονομική πρόταση που έχει στα χέρια του από άλλη ομάδα (και άπαντες γνώριζαν ότι επρόκειτο για τον Παναθηναϊκό) θα παραμείνει στον Ολυμπιακό έναντι 8 εκατομμυρίων δραχμών και ενός μηνιαίου μισθού της τάξης των 200 χιλιάδων δραχμών το μήνα.

Ο Νταϊφάς την προτελευταία ημέρα της προθεσμίας, προσφέρει και στον Κυράστα και στο Γαλάκο σχεδόν τα μισά χρήματα σε σχέση με αυτά που αξίωσαν. Είναι τόσο σκληρός στη (μη) διαπραγμάτευση που καταθέτει τα χρήματα της προσφοράς στο Ταμείο Παρακαταθηκών και Δανείων, δίνοντας διορία στους ποδοσφαιριστές να φέρουν την αντιπροσφορά τους έως την 30η Ιουλίου.

Ο Κυράστας απογοητευμένος δηλώνει κοφτά ότι «θέλω να μείνω, αλλά δεν με ικανοποιούν τα χρήματα που μου δίνουν» και συναντά το Βαρδή και το Γιώργο Βαρδινογιάννη στο γραφείο του πρώτου, παρουσία και του Λάκη Πετρόπουλου. Δίνουν τα χέρια σχεδόν αμέσως, ο ποδοσφαιριστής ικανοποιείται πλήρως λαμβάνοντας τα χρήματα που αξίωνε από τον Ολυμπιακό, ενώ ο Βαρδινογιάννης συμφωνεί και με το Γαλάκο.

 Πρόκειται για ένα από τα πιο «θερμά» μεταγραφικά καλοκαίρια του ελληνικού πρωταθλήματος, για μια κατ’ επίφαση «αρπαγή» δυο πρωτοκλασάτων ποδοσφαιριστών που έριξε λάδι στη φωτιά της σχέσης μεταξύ των αιωνίων αντιπάλων του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Ο Νταϊφάς εκ των υστέρων διαρρέει στο φιλικό Τύπο ότι οι ποδοσφαιριστές είναι αχάριστοι, ενώ αφήνει και υπόνοιες για «οικονομικές εκκρεμότητες» σε ταμειακές διευκολύνσεις που έχει κάνει στους δυο ποδοσφαιριστές. Ο Κυράστας και πάλι δεν μένει αμέτοχος: «Πληροφορήθηκα ότι σε πρόσφατες δηλώσεις του ο κ. Νταϊφάς άφησε ορισμένα υπονοούμενα τόσο για εμένα όσο και για τον Γαλάκο. Είναι φανερό ότι η σωστή μου στάση παρεξηγήθηκε από τον πρόεδρο του Ολυμπιακό που αγνοώντας την πολύχρονη προσφορά μου στον σύλλογο, άφησε μόλις την τελευταία ημέρα να συζητήσει μαζί μου το θέμα της οκταετίας. Επαναλαμβάνω ότι λυπάμαι που έφυγα από τον Ολυμπιακό, θεωρώ όμως αποκλειστικό υπεύθυνο τον κ. Νταϊφά».

Με αυτή την ανακοίνωσή του, ο Γιάννης Κυράστας κλείνει για πάντα το κεφάλαιο Ολυμπιακός και αφοσιώνεται πλήρως στον Παναθηναϊκό. Κατακτά το κύπελλο Ελλάδος από την πρώτη του σεζόν, στην πορεία του με το τριφύλλι θα καταγράψει λαμπρή πορεία αγωνιζόμενος κυρίως ως λίμπερο και θα φορέσει και το περιβραχιόνιο του αρχηγού επιδεικνύοντας σπάνιες ηγετικές ικανότητες.

Κατακτά δυο νταμπλ το 1984 και το 1986, πάνω απ’ όλα όμως συμμετέχει ενεργά και με απόλυτη επιτυχία στο μεγαλύτερο μαράζι του κόσμου του Παναθηναϊκού: στο κυνήγι ενός ανδραγαθήματος ανάλογου του τελικού του 1971 στο Γουέμπλεϊ.

Ο Παναθηναϊκός θα ξαναγγίξει τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών, η ξέφρενη πορεία του σταμάτησε μόνο επάνω στη μεγάλη Λίβερπουλ στα ημιτελικά του θεσμού. Ίσως εάν είχε μετρήσει εκείνο το γκολ του Χουάν Ρότσα στο Άνφιλντ, ίσως αν κάποια περιστατικά είχαν εξελιχθεί διαφορετικά, η ιστορία να είχε γραφτεί αλλιώς. Ο τελικός του Χέιζελ έγινε χωρίς Παναθηναϊκό, το σύνθημα «Βρυξέλλες-Βρυξέλλες έρχονται οι βαζέλες» που δονούσε το ΟΑΚΑ και έκανε τον Κυράστα να χαμογελά με νόημα, δεν έγινε πραγματικότητα.

 Το καλοκαίρι του 1986, έχοντας κατακτήσει το πιο εμφαντικό νταμπλ της καριέρας του, αποφασίζει ότι είχε έρθει η στιγμή να γραφτεί το τέλος. Δέκα χρόνια μεγάλης καριέρας, 14 συνολικά για έναν ποδοσφαιριστή, τον πρώτο πιθανότατα που «έκανε όνομα» στην Ελλάδα μόνο με την οξυδέρκεια και την αντίληψη του παιχνιδιού. Πρωταθλήματα, κύπελλα, η συμμετοχή στο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της Ιταλίας το 1980 (η πρώτη μεγάλη διάκριση στην ιστορία της Εθνικής) με το εθνόσημο στο στήθος.

Ο Γιάννης Κυράστας αποχώρησε πλήρης και καταξιωμένος από την ενεργό δράση. Χωρίς σκιές και χαρακιές στη διαδρομή του, δίχως μισόλογα και λεκέδες. Ξεχωριστά λόγια είπε για το Νίκο Γουλανδρή και το Βαρδή Βαρδινογιάννη. Τους παραδέχτηκε και τους αγάπησε σαν παράγοντες, αναγνώρισε το μέγεθός τους, διδάχτηκε πολλά κι απ’ τους δυο.

Ανέκαθεν «έχτιζε» σχέσεις ο Κυράστας. Εξ ου και η τεράστια έκπληξη να μην χρησιμοποιήσει φιλίες και «μέσα» για να ξεκινήσει την προπονητική του καριέρα. Δεν ζήτησε από τον Βαρδινογιάννη να κλειστεί στο θερμοκήπιο της Παιανίας αναλαμβάνοντας μια ασφαλή θέση στα τμήματα υποδομής του Παναθηναϊκού, δεν πήγε σε κάποιο φιλικό σωματείο. Έφυγε σαν κύριος και αποφάσισε να ξεκινήσει από το μηδέν, να κάνει ολόκληρο το ταξίδι και να χτίσει χαρακτήρα.

Σύσσωμος ο αθλητικός κόσμος και η ποδοσφαιρική κοινότητα εξεπλάγη όταν μαθεύτηκε ότι «ο Κυράστας καταδέχτηκε να κάτσει στον πάγκο του Εθνικού Ελληνορώσων». Οι φίλοι του δημοσιογράφοι σχεδόν δεν το πίστευαν. Ο Γιάννης όμως είχε συγκροτημένα τη σκέψη στο μυαλό του. Βήμα-βήμα, σκαλί-σκαλί. Με υπομονή και σκληρή δουλειά έρχεται η απόλυτη καταξίωση.

Όταν εν μια νυκτί ανέλαβε τον Παναθηναϊκό το καλοκαίρι του 1999, στο βιογραφικό είχε «γράψει» σχεδόν όλες τις ποδοσφαιρικές κατηγορίες. Από το Α΄ τοπικό της ΕΠΣΑ μέχρι τις τότε Γ΄, Β΄ και Α΄ εθνικές κατηγορίες. Μεσολόγγι, Προοδευτική, Εθνικός, Πανιώνιος, Παναργειακός, Πανηλειακός. Δώδεκα ολόκληρα χρόνια «αγροτικό». Είχε λιώσει τη φόρμα του στους πάγκους, είχε γνωρίσει το ποδόσφαιρο σε όλες του τις εκφάνσεις. Και ήταν έτοιμος.

 Μπορεί ο κόσμος του Παναθηναϊκού να πάγωσε όταν ανακοινώθηκε η πρόσληψή του από τον Βαρδινογιάννη, μπορεί ο «Φίλαθλος» να έκανε λόγο για λευκή πετσέτα εκ μέρους του Παναθηναϊκού, αλλά

ο Κυράστας έτσι είχε μάθει να λειτουργεί. Απρόσκοπτα, μεθοδικά και σαν αουτσάιντερ. Δεν θα μπορούσε να είναι κάτι διαφορετικό, αφού το 1999 τα δισεκατομμύρια του Κόκκαλη «σφύριζαν» στον αέρα και η παράγκα είχε εγκαθιδρύσει τους δικούς της νόμους στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Η πρόσληψη Κυράστα σε συνδυασμό με τις απόλυτα αντιεμπορικές μεταγραφές επιφέρει απίστευτη παγωμάρα και εκνευρισμό στον κόσμο του Παναθηναϊκού. Ο προπονητής αποδοκιμάζεται από φίλους και εχθρούς, πληρώνει το μάρμαρο και για μεταγραφικές επιλογές που δεν είναι καν του προπονητή. Ο κόσμος έχει επαναστατήσει, «δίπλα» βλέπει Ζιοβάνι και Ζάχοβιτς και είναι αναγκασμένος να δώσει πίστωση χρόνου στο Γερμανό Καρλ Χάιντς Πφλίπσεν από την Γκλάντμπαχ, στον πρώην παίκτη του ΠΑΟΚ Πέρσι Ολιβάρες, στον άσημο Χέλγκι Σίγκουρτσον, στον παντελώς άγνωστο Φερνάντο Γκαλέτο και σε δυο Έλληνες πιτσιρικάδες με μηδαμινές πιθανότητες καθιέρωσης: τον Κώστα Ηπειρώτη και το Γιώργο Νασιόπουλο.

Η τελευταία μεταγραφή ωστόσο και η κομβικότερη απ’ όλες στον Παναθηναϊκό που έχτισε ο Κυράστας, ήταν η πιο αθόρυβη απ’ όλες. Ένας άσημος Δανός στόπερ από την Ακαντέμισκ, ο 30χρονος Ρενέ Χένρικσεν. Θεωρώ πραγματικά εκ του περισσού να αναλυθεί πόσο μεγάλος παίκτης αποδείχτηκε ο Δανός, πόσο «Παναθηναϊκός» ποδοσφαιρστής υπήρξε και εντός και εκτός γηπέδου. Καταθέτω απλώς την προσωπική εκτίμηση, ότι ο Ρενέ ανήκει στο πάνθεον των κορυφαίων αμυντικών σε ολόκληρη την ιστορία της ομάδας.

Επάνω του στήριξε το σχεδιασμό της αμυντικής λειτουργίας ο Κυράστας, από την άμυνα ξεκίνησε να οικοδομείται εκείνο το «θαύμα» του Παναθηναϊκού της διετίας στο τριφύλλι, μιας ομάδας η οποία εν κατακλείδι αποδείχτηκε από τις πιο αδικημένες εν μέρει στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου. Εν μέρει διότι ακόμα και σήμερα αναγνωρίζεται απ’ όλους τους φίλους του σπορ ως η ομάδα που χάρισε πολλές σπάνιες στιγμές και συγκινήσεις στο κοινό. Ας πάρουμε όμως τα πράγματα από το ξεκίνημα.

Εκείνη η ομάδα ξεκίνησε μουδιασμένα, με τον κόσμο να μην την πιστεύει και να μην την στηρίζει. Ο Κυράστας είχε ανηφόρα να ανέβει, εχθρικό Τύπο και τον κόσμο να τον αμφισβητεί από το πρώτο παιχνίδι, αρνούμενος να δώσει την οποιαδήποτε πίστωση χρόνου.

 Ο Παναθηναϊκός υπό αυτό το κλιμα ξεκίνησε πολύ ράθυμα. Απέκλεισε δύσκολα τη Γκόριτσα στην πρώτη φάση του UEFA και δυσκολεύτηκε πολύ και στην πρεμιέρα με τα Τρίκαλα στο ΟΑΚΑ, όπου χρειάστηκε το γκολ του Πφλίπσεν οκτώ λεπτά πριν το τέλος για να εδραιώσει τη νίκη του.

Ο Κυράστας υπό τρομακτική πίεση - ήδη από τη δεύτερη αγωνιστική γραφόταν ότι «έπαιζε το κεφάλι του» - ήξερε ότι το ντέρμπι με την ΑΕΚ στο Καραϊσκάκη ήταν το πιο κομβικό απ’ όλα. Ο Παναθηναϊκός σε εκείνο το παιχνίδι έδωσε τέλος σε μια κακοδαιμονία σχεδόν τριών ετών χωρίς νίκη σε ντέρμπι. Εκείνο το απόγευμα έσπασε μια παράδοση 6 ετών που τον ήθελε να μην μπορεί να κερδίσει την ΑΕΚ εκτός έδρας.

Επικράτησε με εμφαντικό τρόπο και πολύ πιο εύκολα απ’ ότι μαρτυρά το τελικό 1-2. Κυριάρχησε πλήρως στον αγωνιστικό χώρο, χάνοντας πολλές ευκαιρίες και πιέζοντας αφόρητα την ΑΕΚ. Παρά το γεγονός ότι

προηγήθηκε με το πολύ ωραίο πλασέ του Πφλίπσεν και ισοφαρίστηκε κόντρα στη ροή του αγώνα από έναν κεραυνό του Άκη Ζήκου, στο δεύτερο ημίχρονο έκανε μια σαρωτική εμφάνιση. Μια εμφάνιση που είχε λείψει πάρα πολύ από τον κόσμο του Παναθηναϊκού για πάρα πολύ καιρό.

Η σούπερ επιθετική τακτική του Κυράστα και η ορμή του Παναθηναϊκού περιόρισε την ΑΕΚ σε παθητικό ρόλο, της απέμεινε απλώς η παρακολούθηση του αντιπάλου και οι ηρωισμοί στην άμυνα. Ο Παναθηναϊκός πίεζε λυσσασμένα σε όλο το μήκος και πλάτος του γηπέδου, δημιουργούσε διαρκώς ευκαιρίες και επικίνδυνες καταστάσεις, κυρίως έβγαζε στο χόρτο αυτό που λατρεύουν όλοι οι εραστές του ποδοσφαίρου: ταχύτητα και σφρίγος. Το γκολ της νίκης είχε έρθει αργά, δώδεκα λεπτά πριν τη λήξη του αγώνα, με σκόρερ την αλλαγή του Κυράστα, τον Κροάτη Αλιόσα Ασάνοβιτς. Η δουλειά όμως είχε γίνει.

Ο Παναθηναϊκός πλέον είχε αποκτήσει «μέταλλο», ο Κυράστας σιγά σιγά εδραιωνόταν στη συνείδηση του κόσμου και του Τύπου και η νίκη επί της ΑΕΚ ήταν το δεύτερο σημάδι μετά από «εκείνο το ματς» με την αυστριακή Γκράτσερ στο ΟΑΚΑ. Αυτό ήταν κατά την προσωπική μου εκτίμηση πραγματικά το παιχνίδι που άλλαξε το ρου της ιστορίας και επέτρεψε στον Κυράστα να χτίσει μια θαυμάσια ομάδα που στηρίχθηκε στους «γκουμομπασινάδες» και έφτασε να μεγαλουργήσει στην Ευρώπη.

Ο Παναθηναϊκός είχε ηττηθεί με 2-1 στην Αυστρία και χρειαζόταν απλώς ένα γκολ για να προκριθεί. Στο ματς ήταν νευρικός, άγουρος, ακόμη δεν είχε αποκτήσει πίστη στις δυνατότητές του και απείχε παρασάγγας από το να «αναγκάσει» τον κόσμο του να τον στηρίξει έμπρακτα. Το ματς είχε γίνει μπροστά σε μόλις 15 χιλιάδες θεατές και η λύτρωση είχε έρθει στην εκπνοή όταν ο Κριστόφ Βαζέχα προτού πλασάρει, κέρδισε το πέναλτι και την αποβολή του Χάρτμαν.

Εκείνο το πέναλτι το εκτέλεσε ένας Γερμανός με κρύο αίμα, ο Καρλ Χάιντς Πφλίπσεν, σώζοντας ουσιαστικά μια ολόκληρη χρονιά και μια ολόκληρη γενιά για τον Παναθηναϊκό. Ο Κυράστας πλέον είχε την απαραίτητη πίστωση χρόνου και μπορούσε να επικοινωνήσει χωρίς πίεση ότι γίνεται μια σοβαρή προσπάθεια στον Παναθηναϊκό, ότι ο στόχος στο συγκεκριμένο περιβάλλον που «απαγορεύει» να κατακτήσει άλλος το πρωτάθλημα, είναι το όμορφο και το ελκυστικό ποδόσφαιρο.

Ο κόσμος κατάλαβε και πίστεψε. Έβλεπε στο γήπεδο την προσπάθεια, αναγνώριζε τις συνθήκες, λειτουργούσε συσπειρωμένα και έχοντας πλήρη επίγνωση του όζοντος περιβάλλοντος. Στο πρόσωπο του Κυράστα πλέον αντίκρυζε έναν παλαίμαχο και πρώην αρχηγό της ομάδας που είχε την ίδια θεώρηση των πραγμάτων με τον απλό φίλαθλο. «Αφού δεν θα το πάρουμε, ας παίξουμε το ποδόσφαιρό μας κι ας φτάσουμε όσο πιο ψηλά γίνεται εκεί που ανήκει ιστορικά ο Παναθηναϊκός: στην ευρωπαϊκή ελίτ».

Αυτά τα λόγια ήταν βάλσαμο για τις ψυχές των οπαδών του Παναθηναϊκού, φάρμακο για την πληγωμένη υπερηφάνεια τους. Ο Παναθηναϊκός είχε ξεπεράσει το σκόπελο δύο γύρων στο UEFA, είχε κερδίσει με πειστική εμφάνιση την ΑΕΚ και ατένιζε το μέλλον αισιόδοξα ξανακερδίζοντας τον κόσμο του.

Την ίδια στιγμή, οι περισσότερες από τις απαξιωμένες μεταγραφές είχαν αποδειχτεί χρυσές, ο Πφλίπσεν εξελίχθηκε πολύ γρήγορα στον ηγέτη στο χώρο του κέντρου, ο Χένρικσεν ενέπνεε ανείπωτη σιγουριά στα

μετόπισθεν και ο «τρελός Περουβιανός» Πέρσι Ολιβάρες χάριζε μοναδικές στιγμές στον κόσμο με τις κούρσες του.

Ο Κυράστας σε πολύ σύντομο χρονικό διάστημα είχε καταφέρει το ακατόρθωτο. Είχε μεταφέρει το άγχος και τη γκρίνια στους ανταγωνιστές και δίχως την «υποχρέωση» κατάκτησης του πρωταθλήματος, ο Παναθηναϊκός έχει ξαναφέρει τον κόσμο δίπλα του. Με πίστη και χαμόγελα. Ούτε υποχρεωτικά, ούτε «μαζί στα δύσκολα».

Όταν μια προσπάθεια χαίρει καθολικής αναγνώρισης δεν χρειάζεται ούτε λόγια ούτε φιοριτούρες. Το αισθητήριο του κόσμου είναι ο καλύτερος κριτής. Και ο κόσμος εκείνη τη χρονιά «έσπρωξε» τον Παναθηναϊκό ακόμα ψηλότερα και «ανάγκασε» και τον ίδιο τον Κυράστα να ρισκάρει ακόμα περισσότερο.

 Κι όταν ήρθε το ντέρμπι με τον Ολυμπιακό είχε φτάσει και η ώρα της απόλυτης δικαίωσης. Ολυμπιακός εν συγχύσει, με απολυμένο τον Ντούσαν Μπάγεβιτς, εκτός Ευρώπης και με (πολύ) βαριά σκιά το ντέρμπι με την ΑΕΚ στο οποίο είχαν βγει μέχρι και πιστόλια στην πρεμιέρα του Μπιγκόν.

Εκείνες τις εποχές της σκληρής «παράγκας» χρειάστηκε να περάσουν 3 χρόνια και 7 μήνες για να ξανακερδίσει ο Παναθηναϊκός τον Ολυμπιακό. Και το έκανε εμφαντικά, επιβάλλοντας πλήρως το παιχνίδι του, επιδεικνύοντας τρομερή ανωτερότητα και σε ιδέες και σε φυσική κατάσταση και σε προσήλωση. Το πιο σημαντικό ίσως κέρδος του Παναθηναϊκού ήταν η εκπληκτική του εμφάνιση καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα, ακόμα και μετά τα γκολ που πέτυχαν με κεφαλιές, ο Ολιβάρες και ο Βαζέχα.

Χένρικσεν. Μίκλαντ, Φλίπσεν, Λυμπερόπουλος έκαναν ό,τι ήθελαν, ήταν οι κορυφαίοι. Ο Ολυμπιακός είχε όλες κι όλες τρεις τελικές, ο Παναθηναϊκός εκτός από τα δύο γκολ είχε τουλάχιστον έξι κλασσικές ευκαιρίες σε σύνολο είκοσι δυο τελικών. Ο εξαγνισμός του Παναθηναϊκού ήταν καθολικός, εκείνη η νίκη του έδωσε χρόνια ζωής, τον έκανε να αναπνεύσει κι ας έχασε το πρωτάθλημα στο τέλος της σεζόν με εκείνη την ήττα στην Πάτρα με τον ανεκδιήγητο διαιτητή Νίκου. Ξέρουμε, ξέρετε, όλοι ξέρουν για εκείνο το ματς.

 Ο Παναθηναϊκός είχε (ξανα)αποκτήσει την έξωθεν καλή μαρτυρία της καλής ομάδας με το ευρωπαϊκό προφίλ, είχε χτίσει ένα οικοδόμημα βασισμένο στη φιλοσοφία της ομάδας και όχι σε πρακτικές που δεν της ταίριαζαν και επί της ουσίας είχε εμφανίσει τα «προεόρτια» του Panathinaikos που έκανε τις εκπληκτικές πορείες στο Τσάμπιονς Λιγκ τις επόμενες σεζόν. Γιατί μπορεί εκείνη η ομάδα να μην κέρδιζε το πρωτάθλημα, αλλά πετύχαινε το ένα ρεκόρ μετά το άλλο στην Ευρώπη.

Αυτό που δεν είχε υπολογίσει ο Κυράστας και γι’ αυτό αποχώρησε το καλοκαίρι του 2000, ήταν η παντελής αποστασιοποίηση του Γιώργου Βαρδινογιάννη από τα διοικητικά δρώμενα του Παναθηναϊκού και η αλλαγή δεδομένων στο μάνατζμεντ της ομάδας. Ουσιαστικά έφυγε μαζί με το Γιώργο και δεν μπορεί να εικάσει κανείς ότι θα απαντούσε θετικά στον Ευάγγελο Μυτιληναίο, εάν ο Γιώργος Βαρδινογιάννης εξακολουθούσε να είναι το απόλυτο αφεντικό στον Παναθηναϊκό.

Έτσι ήταν όμως ο Κυράστας. Απόλυτος και στα «μένω» και στα «φεύγω». Και στο πολύ φιλόδοξο project του Ηρακλή υπήρξε ακρογωνιαίος λίθος. Η ομάδα της Θεσσαλονίκης έζησε ένδοξες στιγμές, έπαιξε ένα επιθετικό και θελτικό ποδόσφαιρο, έφτασε στο σημείο να κερδίζει στη Γερμανία την Καϊζερσλάουτερν, ήταν όμως δεδομένο ότι ο Κυράστας «κάτι είχε αφήσει στη μέση» στον Παναθηναϊκό.

Με πρωτοβουλία του Γιάννη Βαρδινογιάννη επέστρεψε. Ήξερε τι παραλαμβάνει, είχε εντοπίσει τις ελλείψεις και ανέλυσε στο διοικητικό ηγέτη του Παναθηναϊκού τις (πολύ) φιλόδοξες σκέψεις του για εκείνο το ρόστερ. Όταν ικανοποιήθηκε και η εισήγησή του με την απόκτηση του Μιχάλη Κωνσταντίνου από τον Ηρακλή, είπε ευθαρσώς στο Βαρδινογιάννη ότι ο Παναθηναϊκός θα φτάσει πάρα πολύ ψηλά στην Ευρώπη. Ναι, πάλι τους εγχώριους τίτλους τους άφηνε εκτός κάδρου, γιατί ο Κυράστας ήταν άνθρωπος του ποδοσφαίρου και ήξερε.

Ο Παναθηναϊκός διέλυσε τα πάντα στην Ευρώπη. Πέρασε άνετα (!) πρώτος τον όμιλο του Τσάμπιονς Λιγκ, έβγαλε διπλό στο Γκελσενκίρχεν, κέρδισε την Άρσεναλ στην Αθήνα με εκείνη την αξέχαστη κεφαλιά-ψαράκι του Καραγκούνη, έκανε τρεις νίκες σε τρία παιχνίδια. Τότε καθιερώθηκαν τα «όλε-όλε» μπροστά στην εξέδρα, τότε κυνηγήθηκε περισσότερο από κάθε άλλη φορά ο Παναθηναϊκός στις εγχώριες διοργανώσεις διότι παρά το γεγονός πως στις εγχώριες διοργανώσεις «μειονεκτούσε», στην Ευρώπη – στο κορυφαίο επίπεδο – μεγαλουργούσε.

 Είναι μελαγχολικό να αναλογίζεται κανείς το status εκείνης της ομάδας συγκρίνοντάς το με τις μετέπειτα καταστάσεις και περιόδους. Ο Παναθηναϊκός προκρίθηκε από δυο ομίλους του Τσάμπιονς Λιγκ (το σύστημα τότε πρόβλεπε διαδικασία διπλών ομίλων) κι όμως εθεωρείτο «αποτυχημένος». Έχω άποψη επ’ αυτού, εκτιμώ ότι στο συγκεκριμένο περιβάλλον της εποχής και με τη συγκεκριμένη νοοτροπία και πίεση από ένα ολόκληρο οικοδόμημα που δεν ήταν αμιγώς αθλητικό/ποδοσφαιρικό, η πλειοψηφία παρασύρθηκε και έχασε το δρόμο.

Ο Παναθηναϊκός έπασχε από τη νόσο του Ολυμπιακού και κατ’ αντιστοιχία ο αιώνιος αντίπαλος επειδή εμφανιζόταν ελλιποβαρής στα ευρωπαϊκά του ραντεβού, έπασχε από τη νόσο του Παναθηναϊκού. Φθόνος, νοοτροπίες, τηλε-οπαδοί, κακή αξιολόγηση προτεραιοτήτων. Ο οπαδός εκείνη την εποχή – πολύ κακώς – έμαθε να τα θέλει όλα και να προτάσσει μόνο το αποτέλεσμα και όχι ολόκληρο το ταξίδι.

Δεν του έφτανε το πρωτάθλημα, ήθελε το νταμπλ. Μετά δεν του έφτανε το νταμπλ, ήθελε και πορεία στην Ευρώπη. Μετά ζητούσε το αήττητο πρωτάθλημα, μετά ήθελε ευρωπαϊκό τελικό, η λίστα δεν έχει τελειωμό. Αυτή η νοοτροπία δεν προσγειώθηκε ούτε τυχαία ούτε ξαφνικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο και είναι χαρακτηριστικό πόσο επηρέασε και τον ίδιο τον Κυράστα και κατ’ ουσίαν τον Παναθηναϊκό της δεύτερης θητείας του.

Το γυαλί ράγισε στις 4 Δεκεμβρίου του 2001 στη Μαδρίτη. Στον Παναθηναϊκό ήταν όλοι κατηφείς (!) επειδή η ομάδα είχε χάσει με 3-0 στο Μπερναμπέου (!) από τη Ρεάλ του Ζιντάν, του Φίγκο, του Ρομπέρτο Κάρλος,

του Ραούλ. Τη Ρεάλ Μαδρίτης των “Galacticos”. Μην σας προξενεί εντύπωση, τόσο ψηλά είχε φτάσει ο πήχης εκείνα τα χρόνια, τέτοιο μέγεθος ήταν ο Παναθηναϊκός στο Τσάμπιονς Λιγκ, ούτως ώστε μια ήττα στο Μπερναμπέου μπορούσε να θεωρείται «καταστροφή».

Όλη η ομάδα «μαγκωμένη» και χωρίς όρεξη για πολλά λόγια στο ξενοδοχείο, εκτός από τον πιο ακριβοπληρωμένο και σημαντικότερο ποδοσφαιριστή του ρόστερ: τον Πάουλο Σόουζα. Εκείνο το βράδυ μετά την ήττα από τη Ρεάλ συνέβη το περιβόητο περιστατικό «με το κρασί», ένα από τα πιο πολυσυζητημένα περιστατικά στην ιστορία.

Ο Σόουζα στο λόμπι του ξενοδοχείου, να δοκιμάζει κρασιά και να γελάει, η υπόλοιπη ομάδα μουτρωμένη θαρρείς και ήρθε η καταστροφή. Ο Κυράστας αντιλαμβανόμενος ότι δεν είναι πρέπον προς του συμπαίκτες και την αποστολή, καλεί το βοηθό του, Στράτο Αποστολάκη να πει με «τρόπο» στον Πορτογάλο σταρ να διακόψει τη διασκέδασή του και να πάει στο δωμάτιό του. Ο Σόουζα αντιδρά εκνευρισμένος – ο Αποστολάκης παίρνει το ποτήρι και του ρίχνει το κρασί στο πρόσωπο.

Το σκηνικό κάνει την ομάδα άνω-κάτω, το πειθαρχικό παράπτωμα δεν κρατείται στα στεγανά των αποδυτηρίων, ο υψηλότατα αμειβόμενος Σόουζα τίθεται σε δυσμένεια και συν τοις άλλοις ο Παναθηναϊκός πέντε ημέρες μετά, έχει το παιχνίδι με τον ΠΑΟΚ στο ΟΑΚΑ. Παίζει «μουδιασμένα», προηγείται νωρίς αλλά με δυο γκολ των Οκκά και Κωνσταντινίδη στο τελευταίο εικοσάλεπτο, χάνει με 1-2 και μένει πίσω στη διεκδίκηση του τίτλου. Σημαντική «λεπτομέρεια» ότι ο διαιτητής του αγώνα του έχει στερήσει καταφανέστατο πέναλτι στον Μικάελσεν.

Ο Κυράστας όπως προαναφέρθηκε πάντα «ήξερε». Πήγε στο σπίτι του Φιλιππίδη και του ζήτησε να δει το Γιάννη Βαρδινογιάννη. Δεν άντεχε άλλο αυτή την κατάσταση. Παραιτήθηκε. Ο Βαρδινογιάννης έκανε την παραίτηση δεκτή. Κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ο προπονητής του Παναθηναϊκού προέβη στη συγκεκριμένη κίνηση αποζητώντας στήριξη και εκείνη τη στιγμή περίμενε μια έμπρακτη βοήθεια στο πρόσωπό του για να μην χάσει εντελώς τα αποδυτήρια και να συνεχίσει.

Από την άλλη κανείς δεν είναι σε θέση να γνωρίζει εάν ο Γιάννης Βαρδινογιάννης (πάντοτε κατόπιν και εισηγήσεων Φιλιππίδη) θα τον απέλυσε ή θα συνέχιζαν μαζί. Το γεγονός είναι ότι εκείνη η σεζόν συνεχίστηκε υπέροχα και με τον Μαρκαριάν και για μερικά εκατοστά δεν βρέθηκε στους ημιτελικούς του Τσάμπιονς Λιγκ σε εκείνο το αλήστου μνήμης παιχνίδι με τη Μπαρτσελόνα στο Καμπ Νου.

Φυσικά (ξανα)έχασε το πρωτάθλημα και θεωρώ ότι εκείνη τη θριαμβευτική περίοδο αμφισβητήθηκε και για πρώτη φορά η φιλοσοφία πως οι ομάδες χτίζονται και δεν αγοράζονται. Δεν είναι ποτέ τα μεμονωμένα περιστατικά ο Ευθυμιάδης ή «η Ριζούπολη» που καταστρέφουν νοοτροπίες. Είναι πάντοτε τα μικρά υποσύνολα που οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια στις καταστροφές.

Κάπως έτσι διαλύονται τα φιλόδοξα ποδοσφαιρικά πρότζεκτ, κάπως έτσι οι διοικήσεις για να πωλήσουν εισιτήρια διαρκείας στην αρχή της σεζόν δεν μαρτυρούν τους πραγματικούς στόχους της ομάδας, κάπως έτσι επιλέγονται ποδοσφαιριστές «αεροδρομίου» από ποδοσφαιριστές που μπορούν να βοηθήσουν άμεσα και ουσιαστικά την ομάδα.

Το ποδόσφαιρο είναι μεν θέαμα, αλλά το κοινό τα θέλει όλα. Και τον αρτίστα που έπαιζε στη Ρεάλ και τον πρόεδρο «που προστατεύει την ομάδα» και την ατιμωρησία στο πέταλο και το against modern football και τα λεφτά του marketing και όλα. Κάπου εκεί έχασε το δρόμο ο Παναθηναϊκός, κάπου εκεί παρεξηγήθηκαν πράγματα και καταστάσεις, κάπου εκεί το «εμάς δεν μας ενδιαφέρουν οι ισολογισμοί, θέλουμε την ομάδα πρώτη παντού» μετετράπη σε «πρέπει να περάσουμε για να πάρουμε εμείς τα λεφτά και να τα κόψουμε από τον απέναντι».

 Η δική μου αίσθηση είναι ότι ο Κυράστας αποχώρησε πικραμένος. Αν όχι πικραμένος, χολωμένος που δεν τον άφησαν να ολοκληρώσει ένα έργο το οποίο πιθανότατα θα συζητούσαμε με περισσότερη θέρμη μέχρι τις μέρες μας. Το καλοκαίρι του 2003 τον πλησίασε -σοβαρά- ο Ολυμπιακός για ενδεχόμενο συνεργασίας. Δεν θα μπορούσε να υπάρξει μεγαλύτερη απόδειξη παραδοχής από αυτήν τη στρατηγική κίνηση του Κόκκαλη. Δεν φίλιωσαν, δεν ήταν εφικτό να συνεργαστούν για πολλούς λόγους.

Άλλωστε εκείνο τον Ιούνιο του 2003, ο Γιάννης Κυράστας βρέθηκε πάρα πολύ κοντά στην Εθνική, ήταν έτοιμος να αναλάβει στη θέση του Ρεχάγκελ εάν δεν ερχόταν εκείνο το τρελό διπλό εναντίον της Ισπανίας με το γκολ του Στέλιου Γιαννακόπουλου. Είναι τρομερό τι παιχνίδια παίζει η ζωή, πόσο παράλληλες θα μπορούσαν να είναι οι πραγματικότητες που βιώνουμε. Αν δεν είχε μπει εκείνο το γκολ του Γιαννακόπουλου στη Σαραγόσα, πιθανότατα η Εθνική να μην είχε καν προκριθεί στα τελικά της Πορτογαλίας, να μην ζούσαμε ποτέ το ανεπανάληπτο έπος της κατάκτησης του Euro που έβγαλε όλη την Ελλάδα στους δρόμους.

Ο Γιάννης Κυράστας δεν το πρόλαβε. Όπως δεν πρόλαβε τόσα πολλά και πολύ πιο σημαντικά από έναν ποδοσφαιρικό τίτλο – ακόμα και τόσο μεγάλο. Όταν η σύζυγός του τον συνόδευσε στην Ευρωκλινική με το αυτοκίνητο, γύρισε και της αποκρίθηκε «Εγώ θα φύγω». Κι έφυγε. Στα 52 του, σοκάροντας ολόκληρη την ποδοσφαιρική Ελλάδα. Το γεγονός ότι δεν ξεχάστηκε και δεν θα ξεχαστεί, αναδεικνύει και το μεγαλείο του ανδρός. Αυτή είναι η κληρονομιά του Γιάννη Κυράστα. Ότι δεν θα ξεχαστεί ποτέ. 

Η κληρονομιά του Γιάννη Κυράστα