MENU

«Ναι ρε! Είμαι Έλληνας! Επιτέλους, είμαι αυτό που πάντα ήθελα να είμαι! Έχω μεγαλώσει με φίλους από πολλές χώρες, αλλά όλοι νιώθουμε Έλληνες, εδώ στο σπίτι μας».

Πριν επιτρέψεις στον εαυτό σου να συγκινηθεί ή να εξοργιστεί, ανάλογα αν είσαι με εμάς ή με τους άλλους, περίμενε να διαβάσεις και αυτό.

«Ήμουν ακόμα μαθητής γυμνασίου και είχε λήξει η άδεια παραμονής μου. Έπρεπε να την ανανεώσω, κάπου στην Πέτρου Ράλλη ήταν, για να γραφτώ στο σχολείο. Μου είπε η μητέρα μου να πάνω νωρίς γιατί μαζεύει πολύ κόσμο. Το νωρίς στο δικό μου μυαλό ήταν γύρω στις 7-8 το πρωί. Πάω στις 8π.μ. και βλέπω μια απίστευτη ουρά, δεν είχα δει ξανά κάτι τέτοιο. Παίρνω έναν φίλο μου και του λέω «θέλω να μου κάνεις μια χάρη». Του εξηγώ την κατάσταση και του ζητάω να έρθει για παρέα. Την επόμενη μέρα πήγα στις 00.30 για να περιμένω ως τις 10.30 το πρωί που άνοιγε. Ήμουν ο τρίτος στην ουρά! Ο πρώτος είχε πάει από τις 23.50. Στη 1.30 το πρωί ήμασταν 50 άτομα!».

Κι έτσι κυλάει η ζωή στην Ελλάδα. Ο Ανδρέας περίμενε πέντε χρόνια. Πήρε την ελληνική υπηκοότητα στις 22 Ιουνίου του 2022 – αρκετά τυχερός διότι είχε, πλέον, και τη βοήθεια της Κηφισιάς. Το κανονικό του όνομα διαβάζεται Τετέ, συνηθίσαμε να τον αποκαλούμε Τετέι, ενώ στα ελληνικά χαρτιά αναφέρεται ως Τέτει. Γι’ αυτό και θα τον αποκαλούμε απλώς με το μικρό του όνομα. Η οικειότητα σε μερικές περιπτώσεις δεν είναι θέμα ενικού ή πληθυντικού. Είναι θέμα αφήγησης. Ο Ανδρέας είναι ένα από τα πολλά παιδιά που παλεύουν για κάτι που θα έπρεπε να είναι αυτονόητο. Και το γνωρίζει και ο ίδιος…

«Γεννήθηκα εδώ, μεγάλωσα εδώ, πήγα δημοτικό, γυμνάσιο, λύκειο… Ήταν πολύ δύσκολο να το καταλάβω, να συνειδητοποιήσω το γεγονός ότι τυπικά δεν ήμουν Έλληνας. Πιστεύω ότι όταν κάποιος γεννιέται σε μία χώρα, πρέπει να έχει και την αντίστοιχη υπηκοότητα. Ένιωθα λίγο περίεργα να είμαι ακόμα με άδεια παραμονής στη χώρα στην οποία γεννήθηκα και μεγάλωσα. Από κάποια φάση και μετά το ‘χα βγάλει από τη σκέψη μου και δεν με ενοχλούσε. Από την άλλη, πάντα περίμενα να έρθει αυτή η στιγμή γιατί αυτή τη χώρα τη νιώθω πατρίδα μου και αυτό το μέρος, σπίτι μου. Ακόμα και σε αυτό το κομμάτι με βοήθησαν η Κηφισιά και ο κύριος Πρίτσας. Πρέπει κάποτε, όμως, να ξεπεραστεί αυτό το πρόβλημα γιατί δεν είναι όλοι τυχεροί σαν και μένα να έχουν έναν άνθρωπο δίπλα τους να τους βοηθήσει. Όλοι οι κολλητοί μου με τους οποίους μεγαλώσαμε μαζί είναι ακριβώς στην ίδια κατάσταση με μένα, απλώς δεν είχαν αυτόν τον άνθρωπο για να πάρουν την Ελληνική υπηκοότητα».

Μια Δευτέρα στην Πλατεία Αμερικής!

Το ραντεβού ήταν πάντα στο προαύλιο. Στην πλατεία Αγίου Γεωργίου στην Κυψέλη. Το σπίτι του κάπου τριγύρω στα στενά. Ένα μικρό δυάρι στην αρχή, λίγο μεγαλύτερο στη συνέχεια. Το κομμωτήριο της μητέρας του ένα χιλιόμετρο μακριά, στην Πλατεία Αμερικής. Κοντά στα είκοσι χρόνια επιχείρηση, η δεύτερη δουλειά που έκανε η μητέρα του στην Ελλάδα – στην αρχή φρόντιζε ηλικιωμένους ανθρώπους. Ο πατέρας του έφυγε από τη ζωή όταν ο ίδιος ήταν οκτώ μηνών, ουσιαστικά δεν τον γνώρισε. «Δούλευε στα καράβια και του ήρθε ένα φορτίο στο κεφάλι», περιγράφει κάπως αφοπλιστικά, σα να λέει ότι πέρασε ένα οξύ έμφραγμα και δεν τον πρόλαβαν οι γιατροί. Μπορεί, βέβαια, να έχει και δίκιο: Αλλάζει ο τρόπος την ουσία του θανάτου και της απώλειας;

Η μητέρα του έμεινε μόνη. Εκείνη την εποχή ήταν ο Ανδρέας και η μεγαλύτερή του αδερφή. Αργότερα, προστέθηκε η μικρότερη. Έχει και έναν αδερφό, μεγαλύτερο, από τον πατέρα του. Η ιστορία φέρνει λίγο σε εκείνη του Αντετοκούνμπο, αλλά μόνο στη δική μας φαντασία γιατί θέλουμε σε όλα να βάζουμε μέτρο σύγκρισης και να ρίχνουμε την αστερόσκονη του σταρ. Ο ίδιος δεν το δέχεται – η μόνη του σχέση με τον Γιάννη, θα σου πει, είναι ότι τον γνώριζε γιατί η μητέρα του ήταν πελάτισσα στο κομμωτήριο στην Πλατεία Αμερικής. Κι έτσι επιστρέφουμε στην Πλατεία Αγίου Γεωργίου. Στο προαύλιο. Στην μπάλα. Μπάλα, ε; Όχι ποδόσφαιρο.

«Μια ανάμνηση που με έχει βοηθήσει πάρα πολύ να μην εγκαταλείψω ποτέ το ποδόσφαιρο είναι ότι από μικρή ηλικία παίζαμε όλοι μαζί. Όσο μεγαλώνουμε λιγοστεύαμε. Από τα 20-25 παιδιά που ήμασταν στην πλατεία στο τέλος μείναμε πολύ λίγοι. Πολλοί από τους φίλους μου σκέφτονται ότι αν έπαιζαν μπάλα θα έφταναν σε ψηλό επίπεδο, αλλά ακολούθησαν άλλο δρόμο».

Ο δικός του δρόμος είχε την παρέμβαση της μοίρας. Ή του κολλητού, αναλόγως αν είστε μοιρολάτρης ή πραγματιστής. Ο κολλητός του ήταν γιος του Μιχάλη Καβαλιέρη, ο οποίος ήταν προπονητής στον Άτλα Κυψέλης. Ακολούθως, πήγε στην Κορωνίδα Γαλατσίου. Το ύψος του δεν είναι ποδοσφαιρικό, αφού κοιτάει τον κόσμο από τα 190 εκατοστά και δεν είναι και για εξτρέμ, όπως του είπε αργότερα ο Στέφανος Κοτσόλης και τον έβαλε στην επίθεση. Και το μυαλό του δεν ήταν για ποδόσφαιρο. Μπάλα, ναι. Ποδόσφαιρο όχι.

«Και στον Άτλα Κυψέλης και στην Κορωνίδα με βοήθησαν σε πάρα πολλά κομμάτια, ακόμα και στη συμπεριφορά μου γιατί ήμουν λίγο ζωηρός. Μου έλεγαν συνεχώς ότι έχω ένα ταλέντο, το οποίο δεν πρέπει να το πετάξω στα σκουπίδια. Εγώ ήμουν μικρός, δεν τους άκουγα και πολύ, αλλά όσο μεγάλωνα άρχισα να συνειδητοποιήσω πόσο σημαντικά ήταν αυτά τα λόγια. Στην Κορωνίδα με έβαζαν κάθε μέρα να τρέχω γύρω-γύρω από το γήπεδο όταν ήμουν απείθαρχος. Δεν με ενοχλούσε καθόλου. Έκανα κάτι πλάκες στα αποδυτήρια και πριν αρχίσει η προπόνηση με έβαζαν να τρέχω για τιμωρία. Και έτρεχα. Μέχρι να τελειώσει η προπόνηση έτρεχα! Όμως σιγά-σιγά κατάλαβα. Αυτό που μου έλεγαν οι προπονητές μου είναι ότι όσο μεγαλώνεις τα χρόνια δεν γυρίζουν πίσω. Όταν έγινα 15, ήρθε ο ΠΑΟ Ρουφ. Εκεί ήταν που άρχισα να ακούω τις πρώτες καλές εντυπώσεις για μένα και να λέω από μέσα μου ότι μπορώ να κάνω το μεγάλο βήμα. Ξεκίνησα να αγωνίζομαι στην πρώτη ομάδα, στο Α’ τοπικό όταν ήμουν 16».

Επόμενη στάση: Κηφισιά!

Βικτόρια, Αττική, Άγιος Νικόλαος, Κάτω Πατήσια, Αγ. Ελευθέριος, Άνω Πατήσια, Περισσός, Πευκάκια, Νέα Ιωνία, Ηράκλειο, Ειρήνη, Νερατζιώτισσα, Μαρούσι, ΚΑΤ, Κηφισιά. Αν δεν είσαι τουρίστας σε ξένη χώρα, όπου όλα, ακόμα και το τρένο έχουν μια διαφορετική μαγεία, δεν αντέχεται και εύκολα η διαδρομή. Ο Ανδρέας δεν είχε κανένα πρόβλημα να την κάνει καθημερινά, μέχρι και πρόσφατα που αγόρασε αμάξι. Και πάλι θα μπει στο τρένο για κοντινές διαδρομές, αλλά πλέον μπορεί να οδηγήσει στην προπόνηση. Στα 16 του χρόνια, ο γεννημένος το 2001, άσος παίρνει την απόφαση να δει λίγο πιο σοβαρά το άθλημα. Όχι μόνο μπάλα, αλλά και ποδόσφαιρο.

Από την  Κορωνίδα βρέθηκε στον ΠΑΟ Ρουφ, έπαιζε στα τοπικά πρωταθλήματα της ΕΠΣΑ, μέχρι που έπαιξε ένα φιλικό με την Κηφισιά. Έτσι τον ανακάλυψε η ομάδα των βορείων προαστίων, σε μια εποχή που ακόμα αγωνιζόταν – όταν αγωνιζόταν, αφού μπήκαμε σε εποχές COVID – στη Γ’ Εθνική. «Έπαιξα στη Γ’ Εθνική, έβαλα και το γκολ στο τέλος με τον Πανιώνιο, που μας έδωσε την άνοδο. Όταν ήρθε ο προβιβασμός στη Super League 2, άλλαξαν πολλά. Τότε πήρα και τη φανέλα με το νούμερο 10, είχα πει ότι αν ανέβουμε το θέλω!». Οποίο θράσος του πιτσιρικά, ο οποίος παράτησε το «77» γιατί αποβλήθηκε στο πρώτο ματς που το φόρεσε, αγάπησε το «7», αλλά πάντα ήθελε το «10».

«Πίστευα ότι είμαι ένα παιδί που θα περίμενε τη σειρά του. Γνώριζα ότι υπήρχαν κι άλλοι παίκτες, οι οποίοι ήταν πολλά χρόνια στην ομάδα, μέλη του κορμού, άρα εγώ θα έπρεπε να δώσω τον καλύτερο εαυτό μου για να διεκδικήσω μία θέση. Όλα αυτά όμως άλλαξαν από την προετοιμασία κιόλας. Είδα ότι ο προπονητής, ο κύριος Κούστας, με εμπιστευόταν πάρα πολύ και πράγματι μόλις ξεκίνησε το πρωτάθλημα ήμουν βασικός. Όμως τότε τα πράγματα στράβωσαν, αφού μόλις στο πρώτο μου παιχνίδι αποβλήθηκα με δύο κίτρινες κάρτες. Τότε θεώρησα ότι δεν θα μου δώσουν άλλη ευκαιρία, ότι μετά από αυτό δεν θα με εμπιστευτούν ξανά. Δεν συνέβη αυτό όμως! Μόλις εξέτισα την ποινή μου ήμουν ξανά βασικός».

Να πιστεύετε στην τύχη, αλλά να πιστεύετε και στους ανθρώπους. Ο Ανδρέας ήταν τυχερός να πάρει ευκαιρίες, ικανός να τις εκμεταλλευτεί και, πλέον, αρκούντως ώριμος για να καταλάβει τι πρέπει να κάνει. «Με βοήθησε πολύ το βραβείο που κέρδισα από τον ΠΣΑΠΠ (σ.σ. καλύτερος νέος παίκτης Superleague 2). Συνειδητοποίησα πόσο δίκιο είχαν όλοι εκείνοι που με πίεζαν και μου έλεγαν να μην σπαταλήσω το ταλέντο μου». Στην πορεία του είχε κι άλλες στιγμές-ορόσημο για τις οποίες θα σου μιλήσει. Όπως το γκολ απέναντι στην ΑΕΚ, η φανέλα του Σέρχιο Αραούχο, το πρώτο του γκολ στη Superleague, η άνοδος με την Κηφισιά… Ή μπορεί να σου μιλήσει για τα όνειρά του, π.χ. να παίξει στην premier league, αφού πρώτα περάσει από το ολλανδικό πρωτάθλημα. Μπορεί να σου πει και το μεγαλύτερο, ποδοσφαιρικό όνειρο.

«Η αλήθεια είναι ότι θα ήθελα να παίξω στην Εθνική ομάδα της Ελλάδας. Θα μου άρεσε να παίξω για τη χώρα όπου έχω μεγαλώσει. Νιώθω την Ελλάδα σπίτι μου. Πάντα έβλεπα τους αγώνες της, θα μου άρεσε να παίξω για τη χώρα όπου έχω μεγαλώσει. Νιώθω την Ελλάδα σπίτι μου».

Είπαμε ποδοσφαιρικό, διότι ο Ανδρέας έχει κι ένα μεγαλύτερο όνειρο. Δυο, τρία, τέσσερα μεγαλύτερα όνειρα. «Να μην υπάρχει φτώχεια, πείνα, να ήμασταν όλοι με ένα χαμόγελο, γιατί δεν χαμογελάνε όλοι». Να μάθει να κουρεύει. Να μπορέσει να αποδεσμεύσει τη μητέρα του από την υποχρέωση να δουλεύει. «Θέλω να κάνω τη μητέρα μου χαρούμενη.  Να μπορεί να κάνει όποιο ταξίδι θέλει σε οποιαδήποτε χώρα χωρίς να σκέφτεται το οικονομικό».

Η μητέρα του ήρθε στην Ελλάδα πριν 27 χρόνια από τη Σιέρα Λεόνε. Είναι Μουσουλμάνα. Ο πατέρας του από την Γκάνα. Ήταν Χριστιανός. Γνωρίστηκαν στην Αθήνα. Πήγαν στην χριστιανική εκκλησία κάθε Κυριακή, παρά τον θάνατο του πατέρα του. Ο Ανδρέας γεννήθηκε στις 25 Μαΐου του 2001 στην Αθήνα. Πήρε ελληνική υπηκοότητα στις 22 Ιουνίου του 2022. Ζει με τη μητέρα του, τη μεγαλύτερη αδερφή του και τη μικρότερη αδερφή του στην Κυψέλη. Στην πλατεία του Αγίου Γεωργίου. Κι έχει ακόμα ένα όνειρο. Να βαφτιστεί, όπως η μικρή του αδερφή, Στυλιανή. Έτσι απλά είναι τα πράγματα: Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια… (χιούμορ).

Εμπρός Ανδρέα, για μια Ελλάδα νέα...