MENU

Είναι ο μοναδικός ποδοσφαιριστής που δεν έχει μικρό όνομα, στην θέση του υπάρχει μία ερωτηματική αντωνυμία!

Σχεδόν κανείς δεν τον αποκαλεί… Τόμας Μουργκ, δεν υπάρχει λόγος.

Για τον κόσμο του ΠΑΟΚ θα είναι ισόβια ο «Ποιος Μουργκ;», ο πιο ταιριαστός χαρακτηρισμός που έχει δοθεί ποτέ άνθρωπο που φοράει εξάταπα, με «νονό» τον δημοσιογράφο Χρήστο Ραγκάτση, δευτερόλεπτα πριν ο Αυστριακός με ένα συστημένο φάουλ, σημαδέψει το παραθυράκι της ΑΕΚ και κάνει το 0-1 στις καθυστερήσεις σε εκείνον τον ημιτελικό Κυπέλλου στο ΟΑΚΑ το 2021.

Δύο λέξεις και ένα ερωτηματικό στο τέλος που έκρυβαν εκείνη την εποχή δεκάδες νοήματα, κι ακόμα περισσότερα συναισθήματα.

Αμφισβήτηση. Απογοήτευση. Θυμό. Σαρκασμό. Ειρωνεία. Παράδοση. 

Κι όντως, μέχρι πέρσι το καλοκαίρι αυτό ήταν. Ποιος Μουργκ; Ποιος Μουργκ;

Ο Αυστριακός αποκτήθηκε… άρον-άρον τον Οκτώβριο του 2020 σε εκείνη την εμβόλιμη -λόγω Covid- περίοδο, για να καλύψει το κενό του local hero Δημήτρη Πέλκα, ο οποίος παραχωρήθηκε αιφνιδιαστικά στην Φενέρ, λίγο μετά τα σοκαριστικά παιχνίδια με την Κράσνονταρ και την μεγαλύτερη ίσως χαμένη ευκαιρία του συλλόγου να μπει στους ομίλους του Champions League.

Κόστισε λεφτά, καλά λεφτά, κοντά στα 2,5 εκατομμύρια, όλοι περίμεναν κάποιον που θα ερχόταν για να κάνει την μπάλα… κομπολόι. 

Αντ’ αυτού είδαν κάποιον που όλο έτρεχε κι όλο... ήταν στο ίδιο σημείο!

Κάποιον που κάθε φορά που επιχειρούσε σουτ, αναρωτιόσουν αν θα φτάσει η μπάλα προς την εστία! 

Κάποιον που όταν ξεκινούσε ενδεκάδα, σου έλυνε τις απορίες για το ποιος θα γίνει πρώτη αλλαγή!

Παίζοντας κυρίως ως inside forward από δεξιά (αυτό που παίζει ο Ζίβκοβιτς) σε μία άβολη θέση, ο Αυστριακός ήταν μονίμως μακριά από την περιοχή, άοσμος, άγευστος, ανέμπνευστος, ανέκφραστος,.

Ποιος Μουργκ;

Έμοιαζε με ένα χαμένο στοίχημα, δεν είναι ψέμα ότι έμεινε γιατί… δεν βρέθηκε τρόπος να φύγει. 

Παρότι έμοιαζε ανεπιθύμητος, όμως, δεν κορόιδεψε, ούτε μια μέρα. Δεν έχασε ποτέ του προπόνηση, δεν τεμπέλιασε, δεν προκάλεσε, δεν κοίταξε λοξά ποτέ κάποιον. 

Ένας κυνικός Κεντρο-Ευρωπαίος επαγγελματίας που τηρούσε πιστά κάθε αράδα της επαγγελματικής του σύμβασης, ακόμα και τα μικρά γράμματα.

Για να γίνει κατανοητό, το πόσο αόρατος υπήρξε, πέρσι σε ολόκληρο το πρωτάθλημα έπαιξε για 25 λεπτά! Κι άλλα τόσα στο κύπελλο.

Αυτό ήταν όλο! Ούτε μια ώρα δουλειάς!

Δεν έχει σημασία αν τα πράγματα εξελίχθηκαν έτσι κατά τύχη, συμπτωματικά, από κάποια περίεργη συναστρία ή επειδή τον δικαίωσε το ίδιο το ποδόσφαιρο. 

Αυτό που μετράει είναι πως η φετινή χρονιά του Τόμας Μουργκ και η επέκταση της συνεργασίας του με τον ΠΑΟΚ για ακόμα δύο χρόνια είναι η δικαίωση της προσπάθειας, της εργατικότητας, του πείσματος, της επιμονής.

Είναι μία προσωπική νίκη του ίδιου, αλλά και ένα μήνυμα που στέλνει σε όλους όσοι έχουν αναποδιές, ανηφοριές, ζόρια στην επαγγελματική τους σταδιοδρομία. 

Το μόνο που μπορεί να κάνει ένας αθλητής, είναι να δίνει ό,τι έχει κάθε μέρα. Τίποτα λιγότερο, τίποτα περισσότερο. Είναι το μόνο που μπορεί να ελέγξει.

Σε μία κακοστημένη, μπερδεμένη, προβληματική ομάδα οι Μουργκ αυτού του κόσμου, είναι αναλώσιμοι.

Σε μία καλοστημένη ομάδα με ρόλους, χημεία, καλά αποδυτήρια, ο «Ποιος Μουργκ» μπορεί να είναι εύκολα πρώτος σκόρερ ή ακόμα και πρώτος σε χρόνο συμμετοχής. 

Άκοπα. Φυσικά. Χωρίς να συντρέχει κιόλας και κάποιος λόγος να πανηγυρίσει, όπως ακριβώς συμβαίνει με τα γκολ του Αυστριακού.

Υπάρχουν κι άλλοι Μουργκ στα μέρη μας.

Ο «ποιος Γερεμέγεφ;» που πέρσι έμοιαζε απαρατήρητος στον Λεβαδειακό, είναι αίφνης ο x-factor του Παναθηναϊκού. 

Ο «ποιος Πήλιος;» είναι πια με το σπαθί του ο βασικός αριστερός μπακ της ΑΕΚ.

Στον Ολυμπιακό δεν θα βρεις τέτοιο. Εκεί, ακόμα και οι καλοί, μεταμορφώνονται σε μαθητούδια, το καστ ανανεώνεται με τέτοια ταχύτητα που δεν προλαβαίνεις να αποστηθίσεις ονόματα…

Ποιος Μουργκ;