MENU
Χρόνος ανάγνωσης 6’

Όλα άρχισαν με τον Μπόμπι Τσάρλτον…

0

«Ήμουν απλά τυχερός επειδή καθόμουν στη σωστή θέση. Ήταν ένας εφιάλτης. Όσοι καταφέραμε να βγούμε σώοι, τρέξαμε προς ένα κοντινό σπίτι. Στο νοσοκομείο δεν είχα αντιληφθεί τι είχε συμβεί.

Μου έκαναν μια ένεση πίσω στην πλάτη και κατέρρευσα. Ήταν μια Γερμανίδα εκεί, κρατούσε ένα χαρτί και διάβαζε ονόματα. Αν κάποιος ήταν ζωντανός εκεί, έλεγε δυνατά 'ναι', αν ήταν νεκρός φώναζε ΄όχι'. Λίγο καιρό μετά σκεφτόμουν αν θα αναρρώσουμε ποτέ, όχι μόνο σωματικά, αλλά και ψυχικά, από αυτό που μας συνέβη. Έπρεπε, όμως, να προσπαθήσουμε». 

Ήταν απλά τυχερός… Είχε βγει ζωντανός από το αεροπορικό δυστύχημα που διέλυσε τη μεγάλη Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, τότε που τα μωρά του Μπάσμπι άφησαν την τελευταία πνοή τους στο χιόνι, τότε που μια ομάδα χάθηκε και ένας θρύλος γεννήθηκε.

Αυτός και ο Ντένις Βάιολετ είχαν ζητήσει να αλλάξουν θέσεις με τους Τόμι Τέιλορ και Ντέιβ Πεγκ και κάθισαν μπροστά εκείνο το μεσημέρι της 6ης Φεβρουαρίου του 1958. Aπό το Βελιγράδι στο Μάντσεστερ με στάση στο Μόναχο για ανεφοδιασμό.

Ο Τσάρλτον ήταν ο πρώτος από όσους επέζησαν και νοσηλεύτηκαν στο νοσοκομείο που το εγκατέλειψε. Επέστρεψε στο σπίτι του στο Λονδίνο 15 ημέρες μετά, τον περίμεναν στο αεροδρόμιο ο αδερφός του Τζακ, μαζί με τη σύζυγό του, Πατ. Πέντε ημέρες μετά πέθανε ο κολλητός του, Ντάνκαν Έντουαρντς. Η μητέρα του Μπόμπι, Σίσσυ, έκανε τα πάντα ώστε ο γιος της να μη μάθει το άσχημο μαντάτο. Ζήτησε από όλους σιωπή. Ο Μπόμπι, όμως, κατάλαβε. Το έβλεπε στο βλέμμα της ότι κάτι του έκρυβε. Και όταν η Σίσσυ είπε στο γιο της τι είχε συμβεί, ο Μπόμπι έμεινε ένα κορμί ζωντανό να θρηνεί. 

Και δεκαετίες μετά να κλαίει ακόμα για τον Έντουαρντς και τους άλλους συμπαίκτες που χάθηκαν και να δηλώνει ένοχος που έζησε. Το Μόναχο τον άλλαξε.

Υπάρχουν κάποιοι που λένε ότι δεν χαμογέλασε ποτέ ξανά αφού επέζησε από τη συντριβή που «πήρε» οκτώ από τους συμπαίκτες του. Απέκτησε τη φήμη ότι έγινε σκληρός: ερχόταν πολλές σε αντιπαράθεση με τον με τον αδερφό συχνά επικρίνοντάς του για τον πολύ πιο ανοιχτό και χαλαρό χαρακτήρα του, ενώ φερόταν να απεχθάνεται τον Τζορτζ Μπεστ και τις καταστροφικές ηδονικές συνήθειες του (αν και το 2007 δεν είχε κανένα δισταγμό να συμπεριλάβει τον Ιρλανδό στη δική του καλύτερη ενδεκάδα της Γιουνάιτεντ).

Ήθελε να σταματήσει το ποδόσφαιρο, κι ας ήταν μόνο 21 ετών, δεν έβλεπε κανένα νόημα να συνεχίζει να αγωνίζεται χωρίς τους άλλους. Ήταν η επιμονή της μητέρας του να μην το κάνει, ήταν τα λόγια και το κουράγιο που του έδωσαν όλοι οι υπόλοιποι που επέζησαν που του έδειξαν το δρόμο της επιστροφής. Ακόμα και χωρίς να έχουν επουλωθεί οι πληγές, αυτές της ψυχής από το πένθος. 

Δέκα χρόνια μετά, στον τελικό του Κυπέλλου Πρωταθλητριών ήταν αυτός που φορούσε το περιβραχιόνιο και με δύο γκολ θα οδηγήσει τη Γιουνάιτεντ στον απόλυτο θρίαμβο. Ήταν αυτός που υπό την καθοδήγηση του Ματ Μπάσμπι θα ανεβάσει τους «κόκκινους διαβόλους» στην κορυφή. 

Και ήταν αυτός που εκείνη την ώρα της απόλυτης δόξας θα σκύψει το κεφάλι και δεν θα πανηγυρίσει. Αυτός που έμεινε σιωπηλός με το βάρος στις πλάτες του να λυγίζει φέρνοντας στη μνήμη τους νεκρούς του Μονάχου. Αυτός που με το σφύριγμα της λήξης, στο γεμάτο από 92.000 ανθρώπους που «Γουέμπλεϊ», έπεσε στα γόνατα και μετά έστρεψε το κεφάλι προς τον ουρανό τείνοντας τα χέρια ψηλά σαν να ήθελε να δείξει εκείνους που είχαν φύγει. 

«Στο Μόναχο το 1958 έμαθα πως ακόμα και τα θαύματα στην ζωή, έρχονται με κάποιο κόστος. Το δικό μου μέχρι την μέρα που θα πεθάνω είναι ότι η τραγωδία μου στέρησε τους καλύτερούς μου φίλους, που έτυχε να είναι και συμπαίκτες μου». 

H ζωή του όλη ήταν η Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ. Συνολικά 758 παιχνίδια, 249 γκολ, τρία πρωταθλήματα, ένα κύπελλο Αγγλίας και, φυσικά, ο ευρωπαϊκός τίτλος. Και πριν έρθει αυτός είχε έρθει η κατάκτηση του Παγκοσμίου Κυπέλλου με την εθνική ομάδα της πατρίδας του. Το 1966 η Αγγλία στέφθηκε παγκόσμια πρωταθλήτρια και ο Τσάρλτον κατέκτησε τη «Χρυσή Μπάλα». Ήταν ο κορυφαίος παίκτης στον κόσμο, είχε αφήσει πίσω του τον θρύλο Εουσέμπιο, τον μυθικό Φράνζ Μπέκενμπάουερ. «Η Αγγλία μας νίκησε το 1966 επειδή ο Μπόμπι Τσάρλτον ήταν λίγο καλύτερος από εμένα» θα παραδεχθεί ο Γερμανός αναγνωρίζοντας την αξία του αντιπάλου του. 

Στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970, έγινε ο πρώτος -και μέχρι σήμερα ο μόνος παίκτης- που συμμετείχε με την εθνική Αγγλίας σε τέσσερις τελικές φάσεις Μουντιάλ.

Γεννημένος την 11η Οκτωβρίου του 1937 στο Άσινγκτον της κομητείας Νορθάμπερλαντ, στη Βορειοανατολική Αγγλία, δύο χρόνια μετά τον Τζάκι, προορισμένοι οι δυο τους να γίνουν τα πρώτα αδέρφια που πανηγύρισαν μαζί ένα Παγκόσμιο Κύπελλο. Και, παραδόξως, ήταν η μητέρα τους, και όχι ο πατέρας που δούλευε ώρες ατελείωτες σε ανθρακωρυχείο, αυτή που τους… έσπρωξε στο ποδόσφαιρο, επηρεασμένη από τον ξάδερφό της, τον Τζάκι Μίλμπερν, ο οποίος θεωρείται θρύλος της Νιούκαστλ.

Θαύμαζε, φυσικά, τον θείο του ο μικρός Μπόμπι, αλλά λάτρευε, επίσης και τον Στάνλεϊ Μάθιους, τον άνθρωπο που χρόνια μετά του έκανε μαθήματα για το πώς να εξουδετερώνει τους αντίπαλους αμυντικούς και να απελευθερώνεται για να μένει μόνος και να κάνει το παιχνίδι του. 

Στα 15 του μπήκε στις ακαδημίες της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, αφού τον… ανακάλυψε ο Τζο Άρμστρονγκ, ο οποίος τον είχε παρακολουθήσει σε έναν σχολικό αγώνα. Τα υπόλοιπα είναι ιστορία. Είναι η ιστορία του Μπόμπι Τσάρλτον, η ιστορία της Γιουνάιτεντ, η ιστορία του αγγλικού ποδοσφαίρου. 

Έγινε ένας από τους «μπέμπηδες», όπως ονόμασε ο δημοσιογράφου της Manchester Evening News, Φρανκ Νίκλιν, τη γενιά των παικτών που είχαν αποκτηθεί κατόπιν υπόδειξης του Άρμστρονγκ, είχαν προπονητή στα τμήματα υποδομών τον Τζίμι Μέρφι και κατόπιν πήραν την προαγωγή στην πρώτη ομάδα για να «πλαστούν» από τα χέρια του Μπάσμπι. 

Ο ίδιος ο Τσάρλτον περιέγραφε τη σχέση του με το ποδόσφαιρο όχι ως επάγγελμα αλλά ως παρόρμηση, μια έντονη και ακατανίκητη τάση για να κάνεις κάτι. Παλιός συμπαίκτης του έλεγε ότι όταν έπαιζε μαζί του δεν έβλεπε δυο ενήλικες να παίζουν ποδόσφαιρο. «Έπαιρνε την μπάλα στην προθέρμανση πριν από τον αγώνα ήταν σαν ένα παιδί με ένα καινούργιο παιχνίδι. Ήταν σπουδαίος παίκτης, αλλά ποτέ δεν ξεπέρασε την αγνή συγκίνηση του να έχει την μπάλα στα πόδια του».

Κι, όμως, ήταν ο ποδοσφαιριστής που κατάφερε να φτάσει στο επίπεδο του Φέρεντς Πούσκας και του Εουσέμπιο, του Αλφρέδο Ντι Στέφανο και του Πελέ, του Γιόχαν Κρόιφ. Ήταν ίσος ανάμεσα σε ίσους. Κι, όμως, παρέμεινε πάντα ταπεινός, τιμώντας την καταγωγή του και το λασπωμένο γήπεδο του Άσινγκτον όπου κλώτσησε για πρώτη φορά μπάλα, αλλά και τη μνήμη εκείνων που χάθηκαν και πάντα «κουβαλούσε» μέσα του.

Την ώρα που ο Μπόμπι σημείωνε δύο γκολ στο παιχνίδι της Αγγλίας με την Πορτογαλία για να στείλει τα «λιοντάρια» στον τελικό του Παγκοσμίου Κυπέλλου, ο πατέρας του βρισκόταν 800 μέτρα κάτω από τη γη διότι κρατούσε το ρεπό του για τον τελικό! 

Σε μια εποχή που οι ποδοσφαιριστές δεν χρειάζονταν τα… φτιασιδώματα των μέσων κοινωνικής δικτύωσης για να γίνουν παγκόσμιοι αστέρες και να κερδίσουν την αναγνώριση και τη δόξα, ο Τσάρλτον πέτυχε να αναγνωρίζεται ως εθνικός ήρωας και ως πρότυπο σε όλον τον κόσμο. Ένα βράδυ του Ιουνίου του 1968 το παλιό Εξπρές Οριάν, το οποίο έσερναν ένα ζευγάρι ατμομηχανές, διέσχισε τα σύνορα μεταξύ Γιουγκοσλαβίας και Βουλγαρίας στο δρόμο προς την Κωνσταντινούπολη δύο φρουροί μπήκαν στο βαγόνι της τρίτης θέσης και με αυστηρό ύφος ξύπνησαν τους επιβάτες που κοιμόντουσαν για να ελέγξουν έγγραφα. Φτάνοντας σε ένα νεαρό ζευγάρι, τους δόθηκαν δύο διαβατήρια με σκούρα μπλε εξώφυλλα. Κοίταξαν τα διαβατήρια και μετά ο ένας τον άλλον.

«Άγγλοι!» είπε ο ένας. «Μπό-μπι Τσάρλ-τον!» αναφώνησε με ενθουσιασμό ο άλλος! 

 

Όλα άρχισαν με τον Μπόμπι Τσάρλτον…