MENU

Ας ξεκινήσουμε από τα αυτονόητα. Την καταγραφή, δηλαδή, της πραγματικότητας δίχως ίχνος προπαγάνδας και παντός είδους «επικοινωνιακών» μεθοδεύσεων, στα οποία τόσο πολύ «επενδύουν» οι παραδοσιακοί ανταγωνιστές του Παναθηναϊκού. 

Δεν είναι τωρινό το φαινόμενο, ασφαλώς, ούτε πρόκειται να πάψει να υφίσταται. Χρόνια ολάκερα επιχειρούν να εκτοξεύουν «λάσπη» στα επιτεύγματα του συλλόγου, ευρωπαϊκά και εγχώρια, τους ανεπανάληπτους θριάμβους και τα ιστορικά κεκτημένα που, βαθιά μέσα τους, μόνο με ονειροπαγίδες δύνανται να αντέξουν. 

Σιγά μην δεν το κάνουν τώρα που ο Παναθηναϊκός αντεπιτίθεται με ορμή και σθένος, επιστρέφοντας στο ρόλο του πρωταγωνιστή μετά από αρκετά χρόνια ανομβρίας και αποκαθιστώντας την ιστορική τάξη μεγέθους του ελληνικού ποδοσφαίρου. 

Ο Παναθηναϊκός είναι πρώτος και καλύτερος, είναι ενωμένος και είναι και αλύγιστος. Οχι, δεν πρόκειται για κάποια φαντασιακή διαπίστωση που οφείλεται σε μαντικές ιδιότητες. 

Είναι ένα αυτονόητο συμπέρασμα που προκύπτει από την… κανονική πραγματικότητα. Από τα χειροπιαστά δεδομένα.

Ο πρώτος γύρος της κανονικής διάρκειας του πρωταθλήματος ήταν εκπληκτικός για τον Παναθηναϊκό και, σαφέστατα, πέρα από κάθε προσδοκία.  

Οχι μόνο διότι μετά από είκοσι δύο (22) ολόκληρα χρόνια και τη σεζόν 2000/2001 η ομάδα ολοκληρώνει αήττητη τον πρώτο γύρο του πρωταθλήματος. 

Παρεμπιπτόντως, για να αντιληφθούμε σε πλήρες εύρος το επίτευγμα της ομάδας του Ιβάν Γιοβάνοβιτς αρκεί να αναφέρουμε ότι η κορυφαία επίδοση του τριφυλλιού ήταν το 1961/1962 όταν είχε 14 νίκες και μια ισοπαλία στα 15 ματς του πρώτου γύρου. Ητοι απόσταση δύο νικών, εξήντα ένα (61) χρόνια πριν! 

Ούτε επειδή οι παίκτες του Γιοβάνοβιτς έγραψαν με χρυσά γράμμα τα ονόματά τους στο πάνθεον της ιστορίας, πραγματοποιώντας το μεγαλύτερο σερί νικών όλων των εποχών του συλλόγου σε ξεκίνημα πρωταθλήματος. 

Αλλά διότι τα επιτεύγματα του Παναθηναϊκού στον πρώτο γύρο αποτέλεσαν προϊόν ορθολογικού ποδοσφαίρου, αποδυτηρίων, πάθους, πίστης, αλύγιστου χαρακτήρα και ενότητας μεταξύ ομάδας και κόσμου. 

Με αρχιτέκτονα τον Σέρβο προπονητή και με πολλά credit στη διοίκηση που τον επέλεξε, τον στήριξε στο δύσκολο ξεκίνημα της περσινής σεζόν και ταυτόχρονα υλοποίησε όλα τα «θέλω» που σχετίζονταν με το δημιούργημά του. 

Ο Παναθηναϊκός που είδαμε στο χορτάρι αυτές τις δεκατρείς πρώτες αγωνιστικές αποτελεί συνέχεια της ομάδας που έκανε σερί πρωταθλητισμού στα περσινά πλέι οφ, τα οποία είναι αρκετά πιθανό να ολοκλήρωνε αήττητη εάν δεν υπήρχε το αδιάφορο ματς της τελευταίας αγωνιστικής με τον ΠΑΟΚ στην Τούμπα, πριν απ’ τον τελικό Κυπέλλου ανάμεσα στις δύο ομάδες. 

Το τριφύλλι απολαμβάνει τη μοναξιά της κορυφής και η διαφορά των οκτώ και των δώδεκα βαθμών από τους ανταγωνιστές του μόνο τυχαία δεν έχει προκύψει. 

Οι πράσινοι διαθέτουν την καλύτερη επίθεση στο πρωτάθλημα (24 γκολ ενεργητικό, ένα παραπάνω από ΑΕΚ) και την καλύτερη άμυνα (4 γκολ παθητικό, ένα λιγότερο από ΑΕΚ).

Σημείωσαν μόνο νίκες εκτός έδρας (πέντε στα πέντε), είχαν μόλις μία ισοπαλία στη Λεωφόρο σε ντέρμπι με τον Ολυμπιακό και επτά νίκες. 

Ο Παναθηναϊκός σε όλες τις νίκες του ήταν ανώτερος των αντιπάλων του.

Αντεξε στην πίεση και στα πλήγματα των εκάστοτε κομβικών απουσιών, κατακτώντας καθοριστικά αποτελέσματα στα τελευταία λεπτά των αγώνων. 

Είχε άμυνα από ατσάλι, αλλά και εννέα διαφορετικούς σκόρερ. Οχι μόνο δεν παράτησε ποτέ κανένα ματς, αλλά αντιθέτως πάλεψε σαν να μην υπάρχει αύριο όλα τα παιχνίδια μέχρι το τελευταίο δευτερόλεπτο

Εκανε ανατροπές σε όσα ματς βρέθηκε πίσω στο σκορ, όταν στη δεύτερη της βαθμολογίας, ΑΕΚ, για παράδειγμα, της συνέβη μία φορά (με τον Βόλο στη Ριζούπολη) κι έχασε.

Εφερε τούμπα το μεταξύ τους ντέρμπι στη Λεωφόρο, το επανέλαβε απέναντι στον ΠΑΟΚ και κατάφερε να ισοφαρίσει τον Ολυμπιακό στις καθυστερήσεις. 

Διαχειρίστηκε ιδανικά την πίεση του πρωταθλητισμού και τις αυξημένες προσδοκίες του κόσμου, ενώ έκοψε τον βήχα των αντιπάλων του κάθε φορά που ήλπιζαν για απώλειες βαθμών.

Κι όλα αυτά, μη έχοντας αγωνιστεί ποτέ πλήρης από το ξεκίνημα της σεζόν, χάνοντας για όλη τη σεζόν τον πιο επιδραστικό παίκτη ολόκληρου του πρωταθλήματος (Αϊτόρ), αλλά κι έναν από τους καλύτερους και πιο ποιοτικούς εξτρέμ (Παλάσιος) για ένα διάστημα, δίχως να υπάρχει κόστος. 

Μπίνγκο. 

Σκεφτείτε, για παράδειγμα, πόσο πιο δύσκολα θα ήταν τα πράγματα για την ΑΕΚ δίχως τον Λιβάι Γκαρσία και τον Γκατσίνοβιτς ή τον Πινέδα και για τον Ολυμπιακό δίχως τον Χάμες Ροντρίγκες και τον Χουάνγκ. 

Αυτή είναι η καταγραφή της πραγματικότητας, όπως γεγονός είναι επίσης ότι κανείς δεν κατέκτησε το πρωτάθλημα μετά από δεκατρία (13) ματς. 

Βρισκόμαστε στο ένα τρίτο (1/3) της σεζόν, έχουμε ακόμα είκοσι τρεις (23) αγώνες μπροστά ματς μαζί με τα πλέι οφ και είναι αυτονόητο ότι δεν έχει τελειώσει τίποτα. 

Αυτά που έχουν συμβεί ωστόσο μόνο αμελητέα δεν είναι κι αν οι αντίπαλοι του Παναθηναϊκού τον αντιμετωπίζουν με ασέβεια και αλαζονεία, κακό του κεφαλιού τους. 

Ο Παναθηναϊκός οφείλει να κοιτάζει τον εαυτό του και την περαιτέρω βελτίωσή του, αλλά και να μην παρεκκλίνει ούτε δράμι από την πετυχημένη συνταγή που ήδη ακολουθεί. 

Επιβάλλεται να εντάξει σε μεγαλύτερο βαθμό επιδραστικότητας στην ομάδα τους Μπερνάρ και Βέρμπιτς, δύο από τα μεγαλύτερα «μπαμ» των καλοκαιρινών μεταγραφών που ακόμη δεν έχουν αγγίξει καν τα ποιοτικά τους στάνταρ.

Οφείλει επίσης να καλύψει επάξια το κενό του Αϊτόρ στα χειμερινά του μεταγραφικά ψώνια και να εμπλουτίσει τον άξονα της μεσαίας γραμμής με εμπνεύσεις, φαντασία και δημιουργία στο επιθετικό τρίτο. 

Ολα τα υπόλοιπα θα έρθουν από μόνα τους. 

Πρώτος, καλύτερος, ενωμένος και αλύγιστος!