MENU

Εκτός από μία ομάδα γεμάτη από ευλογημένους παίκτες που ένωσαν τα καλύτερα και πιο γόνιμα χρόνια της ζωής τους, εκείνη η Μπαρτσελόνα ήταν μία συνισταμένη από χαρακτήρες.

Ο Μέσι ήταν μουγγός, αλλά είχε το μοναδικό, ευλογημένο, θεόσταλτο ταλέντο. 

Ο Τσάβι ήταν ο εγκέφαλος, ο σοβαρός, το μυαλό. 

Ο Πουγιόλ ήταν ο χωριάτης, η ωμή δύναμη, το θάρρος, τα κότσια. 

Ο Ινιέστα ο εργατικός, ο συνεσταλμένος, ο blue collar guy. 

Εκείνος ήταν αυτό που έλειπε. Ο αριστοκράτης. Το πλουσιόπαιδο. Ο γαλαζοαίματος. Ο καλοζωισμένος. Το ομορφόπαιδο που αρέσει στα κορίτσια, ο ψηλός, ξανθός, γαλανομάτης, ο ατακαδόρος, ο ωραίος.

Soci (μέλος) της Μπαρτσελόνα από την πρώτη ημέρα που γεννήθηκε, εγγονός του Αμαδόρ Μπερναμπέου, παλιού αντιπροέδρου της Μπαρτσελόνα. 

Ένα παιδί που δεν μεγάλωσε στις λάσπες και στην κακουχία, όπως ο μέσος ποδοσφαιριστής της εποχής του, αλλά στα σαλόνια, τις επαύλεις και τα ιδιωτικά σχολεία.

Ο πατέρας του Τζοάν υπήρξε ένας από τους πιο διάσημους δικηγόρους και επιχειρηματίες της Βαρκελώνης, η δε μητέρα του Μοντσεράτ ήταν διευθύντρια στο Institut Guttmann ένα νοσοκομείο νευρολογικής αποκατάστασης.

Από αυτούς πήρε την αστική ευγένεια, τους τρόπους, την ατσαλάκωτη εικόνα, όμως για να παίξει μπάλα, έπρεπε να σκληρύνει, να τσαλακωθεί. 

Το πρώτο στραπατσάρισμα που έφαγε ήρθε σε ηλικία 14 ετών. Ο εκλεκτός συνδαιτυμόνας στο δείπνο που είχε οργανώσει στην πολυτελή του έπαυλη ο παππούς του ήταν ο τότε προπονητής της Μπαρτσελόνα, Λουίς Φαν Χάαλ.

«Αυτός εδώ είναι ο εγγονός μου. Είναι 14 και παίζει κεντρικός αμυντικός στην Μπαρτσελόνα. Μία μέρα θα γίνει αρχηγός της», ήταν η σύσταση από τον Αμαδόρ Μπερναμπέου, μόνο που αυτό που ακολούθησε τον άφησε άφωνο.

Ο Ολλανδός αγνόησε όλους τους κανόνες του savoir vivre και στην θέα του 14χρονου «λέλεκα» ξίνισε τα μούτρα. Τον σκανάρισε από την κορυφή ως τα νύχια και αντί να του δώσει το χέρι, του έριξε μία γερή σπρωξιά.

Ο αιφνιδιασμένος Ζεράρδ άρχισε να τρεκλίζει προς τα πίσω, μετά βίας κράτησε την ισορροπία του και δεν σωριάστηκε: «Αυτός δεν κάνει για αμυντικός. Είναι πολύ αδύνατος», ήταν η ετυμηγορία του Φαν Χάαλ, ίσως η πιο αποτυχημένη προφητεία που έκανε ποτέ στο ποδόσφαιρο.

Ο αριστοκράτης Καταλανός ήταν ο μόνος που δεν επέλεξε τον σίγουρο δρόμο και την βόλεψη της Masia. Ανήλικος ακόμα, τα μάζεψε και πήγε στην Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ για να γίνει ο τελευταίος τροχός της αμάξης, μακριά από την ζώνη ασφαλείας του.

Σε μία άλλη ομάδα γεμάτη «χαρακτήρες», ο Πικέ  ως νεούδι έπρεπε να καθαρίζει τα παπούτσια των σταρ, λίγο έλειψε να κοπεί πρόωρα το νήμα της ζωής του, όταν ο έξαλλος Ρόι Κιν άρχισε να ψάχνει ρούχα στα αποδυτήρια για να βρει «ποιο γαμ… νο κάθαρμα είχε ξεχάσει ανοιχτό το κινητό του», σπάζοντας τον απαράβατο νόμο των αποδυτηρίων που είχε θεσπίσει ο Σερ Άλεξ Φέργκιουσον.

Αυτή του η ζόρικη περπατησιά ήταν αυτή που τον έκανε άμεσα αποδεκτό από τους απόφοιτους της Masia . Πριν καν φορέσει την φανέλα της πρώτης ομάδας της Μπαρτσελόνα (ο Λαπόρτα τον απόκτησε από την Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ μόλις για 6 εκατομμύρια ευρώ, σε μία από τις μεγαλύτερες μεταγραφικές κλοπές όλων των εποχών), ο Πικέ ήταν ήδη αποδεκτός εντός των τειχών της ομάδας, ήταν περπατημένος, κοσμογυρισμένος, «μάγκας». 

Ευθυτενής, ίσιος, όρθιος, ατσαλάκωτος, καθαρός, έπαιξε την θέση με έναν πρωτόγνωρο τρόπο, που γέννησε το υβρίδιο «Πικενμπάουερ» από την συνένωση του Πικέ με τον Μπεκενμπάουερ.

Στα καλά του, δεν τον θυμάται κανείς να πέφτει για τάκλιν, να λερώνεται, να «κλαδεύει». Ήταν αυτός που δίδαξε την άμυνα ψηλά και τα μικρά μυστικά της, ήταν ο πρώτος κεντρικός αμυντικός που δίδαξε την σημασία που είχε το ασφαλές build-up από πίσω, ένας στόπερ μπροστά από την εποχή του, το κερασάκι σε μία τούρτα γεμάτη σπάνια υλικά και μοναδικές γεύσεις.

Ο Πικέ δεν σταμάτησε χθες το ποδόσφαιρο. Του το έκοψε τον Φεβρουάριο του 2021, ο Κιλιάν Μπαπέ. Εκείνη η ιστορική φωτογραφία με το γαλλικό καθαρόαιμο άτι να καλπάζει στο ανοιχτό γήπεδο και τον ανήμπορο Καταλανό να παλεύει μάταια να τον τιθασεύσει, τραβώντας με απόγνωση την φανέλα του, έμοιαζε με κύκνειο άσμα.

Η τελευταία εικόνα που έμεινε ήταν αυτή ενός ακούνητου αμυντικού που αποτελούσε πηγή κινδύνων για την ομάδα του, ενός τύπου που το είχε παρατήσει και το είχε ρίξει στην dolce vita και τα τσιλιμπουρδίσματα, όμως η υστεροφημία του δεν πρέπει να πληγεί από αυτό.

Εν αντιθέσει με άλλους, ο Πικέ δεν έφυγε ποτέ. Έμεινε εκεί να πιει όλα τα πικρά ποτήρια ως το τέλος. Χάρισε λεφτά, πολλά λεφτά στην Μπαρτσελόνα, τόσο στην περίοδο της πανδημίας, όσο και τώρα. Με την επιλογή του να αποσυρθεί γλιτώνει τους μπλαουγκράνα από περίπου 50 εκατομμύρια ευρώ, ένα ληστρικό συμβόλαιο, για το οποίο μόνο ο ίδιος δεν φταίει που υπέγραψε.

Επί σειρά ετών ο Πικέ υπήρξε το αλεξικέραυνο προπονητών, διοικήσεων και συμπαικτών, το άτυπο γραφείο τύπου του κλαμπ με τα βιτριολικά του ποσταρίσματα στα social media, μέχρι και την χορηγία της Rakuten έφερε μετά από συνάντηση με τον Ιάπωνα επιχειρηματία Χιροίσι Μικιτάνι. Μes que un jugador.

Έχει ήδη την δική του ομάδα (Ανδόρα), την οποία «τρέχει» ως  δοκιμαστικό σωλήνα, για να μάθει την δουλειά. Διότι, δεν το έκρυψε ποτέ. Ο Ζεράρδ Πικέ θέλει να γίνει κάποια στιγμή πρόεδρος της Μπαρτσελόνα, κάτι που μοιάζει με αυτοεκπληρούμενη προφητεία.

Σε πρόσφατο δημοψήφισμα της Mundo Deportivo το 96,4% είπε πως βλέπει πολύ θετικά το ενδεχόμενο να τον δουν στον προεδρικό θώκο των «μπλαουγκράνα», έχει όλο το πακέτο που απαιτεί η θέση.

Ο Ζεράρδ Πικέ επέλεξε να φύγει με τον τρόπο που ήθελε, αθόρυβα, ξαφνικά, όταν ένιωθε ότι δεν μπορεί να προσφέρει άλλο. Έπαιξε πιθανώς στην κορυφαία ομάδα όλων των εποχών, κατέκτησε τα πάντα, νοηματοδότησε διαφορετικά την θέση του, έζησε 100 ποδοσφαιρικές ζωές σε μία.

Ποιος να του πει, τι;

 

Ποιος να του πει τι;