MENU
Χρόνος ανάγνωσης 25’

Ο Ρόκο Λένι Ούκιτς δεν είναι τελειωμένος!

0

Το απόγευμα της 21ης Ιανουαρίου, καθόταν, ως συνήθως, στην καρέκλα του, στα αποδυτήρια της ΑΕΚ, έχοντας ανοίξει για ακόμα μία φορά διάλογο με τον Ντόνι Μακ Γκραθ… Η στάση του γνώριμη. Με μία πετσέτα τυλιγμένη γύρω του, με πόδια ανοιχτά, τους αγκώνες να υποστυλώνουν τον κορμό του στηριζόμενους στα γόνατα και τα χέρια του να περιεργάζονται το κινητό του.

“Καλά, επιτέλους, πότε θα πετάξεις αυτά τα άθλια παπούτσια διάβολε; Δεν ντρέπεσαι να τα φοράς” συνέχισα ένα inside joke που έχει ξεκινήσει από την αρχή της σεζόν σχεδόν.

“Εσύ τι λες; Να μη θέλω; Αλλά είναι το …γούρι μου! Φοβάμαι ότι αν τα αλλάξω θα σταματήσω να βάζω τα σουτ”.

Γέλασε! Μία εβδομάδα πριν του είχε ζητήσει να κάνουμε μία συζήτηση. Είχε δεχθεί!


Σάββατο 4 Φεβρουαρίου

Η ΑΕΚ αντιμετωπίζει την Κύμη στο ΟΑΚΑ… Ο Γιούρι Ζντοβτς έχει ήδη δώσει τις τελευταίες οδηγίες στους starters της ομάδας του. Ο Ρόκο περνάει δίπλα μου και μου ψιθυρίζει… “Κανόνισε μάδερφακερ” να μην βάλω ούτε ένα σουτ σήμερα.

Τρεις ώρες αργότερα πληκτρολογώ ένα μήνυμα στο κινητό μου: “Ξέρεις για ποιο λόγο είσαι τραγικός; Διότι δεν ξέρεις ότι το κομμάτι μου δε δημοσιεύτηκε ακόμα. Ούτε την απομαγνητοφώνηση δεν έχω κάνει ακόμα”.

Ενώ στην οροφή της οθόνης αναβόσβηνε η ένδειξη typing, θυμόμουν τα βλοσυρά βλέμματα που μου χάριζε κάθε φορά που έτυχε τα μάτια μας να διασταυρώνονται. “Ρε λες να το πιστεύει;” αναρωτιόμουν.

“Μην ανησυχείς malaka. Πλάκα σου κάνω. Πολύ σύντομα θα είμαι και πάλι όπως πρέπει”

Στον αγώνα με την Κύμη, όπου η ΑΕΚ ζορίστηκε πολύ για να νικήσει, ο Ρόκο είχε 8 πόντους με 0/5 τρίποντα.

“Κι όπως είδες, άλλαξα και παπούτσια” έγραψε σε μία πρόταση που κατέληγε με emoticon χαμόγελου.

Αυτό που είχε μεσολαβήσει μεταξύ της 21ης Ιανουαρίου και της 4η Φεβρουαρίου, είναι το περιεχόμενο αυτού του θέματος

O Ρόκο Λένι Ούκιτς δεν φημιζόταν ποτέ για την ικανότητά του στο σουτ. Τώρα που το σκέφτομαι, ο Ρόκο Λένι Ούκιτς, σε ηλικία 30 ετών δε χρειαζόταν καν να σκεφτεί κανείς τι είδους παίκτης ήταν. Για την πλειονότητα του κόσμου ήταν ήδη ένας πρώην παίκτης! Οπότε τι σημασία είχε αν σούταρε καλά; Ξέρεις ποιο είναι το χειρότερο όμως (και συνάμα το σπουδαιότερο λαμβάνοντας υπόψιν την εξέλιξη της ιστορίας); Και ο ίδιος, κάποια στιγμή πίστεψε ότι άξιζε περισσότερο ως μελλοντικός σχολιαστής της κροατικής τηλεόρασης, παρά ως παίκτης. Η δική του λίμνη σχεδόν μονομιάς είχε γεμίσει με κινούμενη άμμο, που τον ρουφούσε ολοένα και περισσότερο στον βυθό της.

Σήμερα, δύο χρόνια μετά (σχεδόν) ο Ρόκο αναγνωρίζει ότι εκείνες οι ημέρες της ολοκληρωτικής ανυποληψίας ανήκουν ολοκληρωτικά στο παρελθόν.

Θα μου επιτρέψεις να σου πω ότι δε με απασχολεί τι γνώμη έχεις για τον Ούκιτς φίλε αναγνώστη. Ούτε καν τι πιστεύεις για την φετινή διαδρομή του στην ΑΕΚ.

“Μα καλά, τι κάνεις φέτος; Πότε έμαθες να σουτάρεις τόσο καλά εσύ; Τι έχεις κάνει;” τον ρώτησα. Κι όταν μου απάντησε πως… “Φέτος αισθάνομαι πολύ καλά” πίστεψα πραγματικά πως αυτή η ιστορία έχει ενδιαφέρον. Και όπως θα διαβάσεις -αν διαβάσεις- αυτή η ιστορία δεν έχει μόνο ενδιαφέρον, αλλά είναι και απολύτως διδακτική, βγαλμένη από τα χείλη ενός 32χρονου, που στα 30 χρόνια ένιωθε σαν ένα μπάζο πεταμένο στο χώμα, αλλά κατάφερε να ξαναβρεί τον πραγματικό εαυτό του…

Σημασία καμιά φορά δεν έχουν τα νούμερα και τα στατιστικά… Για παράδειγμα, ας πούμε: Φέτος, ο Ούκιτς σουτάρει έξω από τη γραμμή του τριπόντου με 33% που σημαίνει ότι δεν τρέμουμε στην ιδέα να δεχθεί πάσα για ένα ανοιχτό σουτ στα 7 μέτρα. Μπορεί και να το βάνει, μπορεί και να χάνει, αλλά σχεδόν 7 φορές στις 10 το χάνει, οπότε χαλάλι του. Είναι έτσι όμως; Οχι! Διότι, σημασία δεν έχουν οι αριθμοί, αλλά η αύρα. Ο Ρόκο Λένι Ούκιτς, πιστεύει στον εαυτό του πια. Κι αυτό μετράει περισσότερο απ’οτιδήποτε άλλο. Για τον εαυτό του, την ομάδα του, τον αντίπαλο προπονητή, τον αμυντικό που τον μαρκάρει. Μπορεί τα στατιστικά να μην στοιχειοθετούν την εκτίναξη του ψυχολογικού στάτους του όταν σηκώνεται να σουτάρει, αλλά είναι φανερό ότι παίζει με την μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση που είχε ποτέ. Για να φτάσει εδώ όμως, έπρεπε να πέσει στον προσωπικό βούρκο του. Και να αναρριχηθεί από αυτόν.

“Εμαθα να σουτάρω με λάθος τρόπο από τότε που ήμουν μικρό παιδί. Δε με δίδαξε κανείς πως να σουτάρω. Μέσα σε ένα καλοκαίρι ψήλωσα πολύ και κατόπιν προσπαθούσα να δω στην τηλεόραση πως σουτάρουν οι παίκτες για να μάθω κι εγώ.

Ναι, το βλέπεις, αλλά δεν ξέρεις πως να το κανεις… Κι όσο μεγαλώνεις είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τη μηχανική σου”.

Αυτή είναι η πολύ σύντομη ιστορία της μπασκετικής ζωής του Ρόκο Ούκιτς. Στα Starbucks της Κηφισιάς, στα διπλανά τραπέζια, οι παρέες ανανεώθηκαν τρεις φορές το ένα, δύο το άλλο, τέσσερις το τρίτο. Τόσο διήρκησε και η συζήτηση που ξεκίνησε με τις λέξεις στα εισαγωγικά που διάβασες νωρίτερα.

“Δεν είχα καλή μηχανική στο σουτ κι αυτό ήταν που μου κόστισε στην καριέρα μου. Ανέκαθεν ήξερα ότι δεν είμαι σταθερός σουτέρ…”.

Σε αυτά τα θέματα βαριέμαι τις βιογραφικές αναφορές… Αλλά αν δεν το ξέρεις, ο Ούκιτς είναι από τους νεώτερους παίκτες που εμφανίστηκαν στο Κροατικό πρωτάθλημα, ήταν ήδη σταρ στα 18 του και μία μεγάλη ελπίδα για την μετά-Κούκοτς και Ράτζα εποχή.

"Οταν ημουν μικρός οι προπονητές μου ήθελαν να κερδίζουν, όχι να με βελτιώνουν"

“Ξέρεις γιατί δεν απέκτησε σχεδόν ποτέ σωστή μηχανική; Διότι όταν ήμουν 15 ετών, έπαιζα σχεδόν μόνος μου στις ομάδες της γενιάς μου… Ήμουν τόσο καλός στη διείσδυση που οι προπονητές δεν νοιάζονταν αν σουτάρω ή όχι. Αυτοί ήθελαν να κερδίζουν τα παιχνίδια. Και ο τρόπος μου βοηθούσε τους προπονητές να νικούν. Με τη διείσδυση μου ξεχώριζα, ήμουν σχεδόν ασταμάτητος. Ετσι δεν μπήκα ποτέ στη διαδικασία να διορθώσω το σουτ μου. Υπό κανονικές συνθήκες, θα έπρεπε να είναι κάποιος από πάνω μου και μαζί του να κάνω για πολλές ώρες την ημέρα αυτές τις βαρετές, αδιάφορες και κουραστικές κινήσεις, που όμως ήταν (και είναι για όλους) τόσο κρίσιμες για να βελτιώσω τη μηχανική του σουτ μου. Κανείς όμως δεν το έκανε με εμένα. Ξέρεις τι γινόταν; Μου έδιναν τη μπάλα στα χέρια και μου έλεγαν σκόραρε για να νικήσουμε. Κι αυτό έκανα”.

Με τα snickers του και τις φόρμες, πίνοντας εσπρέσο σε ένα ποτήρι που είχε αδειάσει στα πρώτα πέντε λεπτά, αλλά δεν διανοήθηκε να πάρει δεύτερο, ο Ρόκο Λένι Ούκιτς άκουγε και απαντούσε. Άκουγε και απαντούσε. Κάθε φορά που τρόλαρε τον εαυτό του το γέλιο ακουγόταν μέχρι το Σπλιτ, αλλά δε σταμάτησε ποτέ να αυτομαστιγώνεται. Είναι εύκολο να το κάνει κάποιος που έχει πλήρη συνείδηση κι αυτοπεποίθηση.

“Τότε δεν καταλάβαινα πόσο μεγάλο λάθος έκανα. Τώρα φυσικά το καταλαβαίνω. Πέρασαν περίπου πέντε χρόνια από τότε που συνειδητοποίησα ότι είχα πάρει λάθος δρόμο. Αλλά και πάλι… Οταν είσαι μικρός κι έχεις τη μπάλα στα χέρια σου κινείσαι στα σημεία που είσαι δυνατός. Κι όχι εκεί που είσαι αδύναμος. Κάνεις αυτό στο οποίο είσαι καλός και δεν σε νοιάζουν οι αδυναμίες σου. Εγώ ήμουν καλός στο δεξί ντράιβ. Ε, λοιπόν, θα πήγαινα χίλιες φορές στο δεξί ντράιβ. Ούτε μία φορά στο αριστερό. Κι από τη στιγμή που δε με σταματούσα κανείς, σιγά, τι να σκεφτώ; Οτι δε σούταρα καλά; Μα δε σούταρα καν!”.

Το ίνδαλμα Ντράζεν και οι χιλιάδες λανθασμένες επαναλήψεις

Μεγαλώνοντας σε μία από τις πιο ιδιαίτερες μπασκετικές πόλεις του κόσμου, στις Δαλματικές ακτές του Σπλιτ, ο Ούκιτς είχε πρότυπα. Και ιδανικά πρότυπα. Δεν είχε όμως τους σωστούς καθοδηγητές.

“Αν δούλεψα; Ελα πλάκα μου κάνεις τώρα. Ακου… Μεγάλωσα ακούγοντας σχεδόν κάθε μέρα τις ιστορίες του Ντράζεν, τον οποίο λατρεύω. Συνεχώς άκουγα πόσο σκληρά προσπάθησε όταν ήταν μικρός, πόσες χιλιάδες σουτ έκανε, πόσες ώρες αφιέρωνε στο γυμναστήριο. Δούλευα πολύ μόνος μου. Σούταρα ξανά και ξανά. Ήμουν φανατικός. Καταλαβαίνεις τι γινόταν όμως; Το έκανα ΛΑΘΟΣ!!!! Επαναλάμβανα την ίδια γαμημένη λάθος κίνηση 300 φορές την ημέρα. Προσπαθούσα να γίνω ο καλύτερος χρησιμοποιώντας λάθος εργαλεία. Μπορεί να ευστοχούσα. Πράγματι. Έβαζα τη μπάλα στο καλάθι. Αλλά φίλε μου, όταν ευστοχείς σε 100 σουτ με τον κακό τρόπο δε βελτιώνεσαι. Η πρώτη φορά που πραγματικά προσπάθησα να αλλάξω ήταν στην πρώτη χρονιά μου στο ΝΒΑ”.

Αν είχαμε μπάλα μαζί μας, πιθανώς θα ερχόταν στο σπίτι ο λογαριασμός με τις ζημιές που θα είχαμε κάνει στο καφέ της Κηφισιάς. Ο Ρόκο είναι αληθινά άρρωστος με το μπάσκετ… Και φυσικά, δεν άργησε να αρχίσεις τις μιμήσεις (χωρίς μπάλα φυσικά) της κακής μηχανικής που είχε και του τόνισαν στο Τορόντο. Οι θέσεις των χεριών θα ήταν ιδανικής αν ήθελε να παίξει σαξόφωνο, όχι όμως για να σουτάρει μία μπάλα του μπάσκετ.

“Ηταν πολύ επίπονη εκείνη η χρονιά διότι έπρεπε να αλλάξω τη λαβή μου στη μπάλα. Κι όταν είσαι μεγάλος πια, είναι πολύ δύσκολο να αλλάξεις τις συνήθειές σου”.

Ανοίγει παρένθεση για να εξηγήσω τα περί … αρρώστιας του για το μπάσκετ και της διεστραμμένης ευφυίας που έχει…

“Οταν τον πήραμε στον Παναθηναϊκό, θα ερχόταν μετά τις υποχρεώσεις του με την Εθνική ομάδα. Οπως κάναμε συνήθως στα παιδιά που θα αργούσαν να μπουν στην προετοιμασία, του στείλαμε με e mail τα συστήματα που θα χρησιμοποιούσαμε στο ξεκίνημα της σεζόν. Ο Ρόκο μπήκε στις προπονήσεις σε απίθανα σύντομο χρονικό διάστημα μετά το τέλος του Ευρωμπάσκετ. Έλειψε μόνο 2-3 μέρες. Ε, όταν ήρθε ήξερε τα συστήματά μας, καλύτερα από αυτούς που το δούλευαν από την αρχή της προετοιμασίας. Δεν το έχω ξανασυναντήσει αυτό το πράγμα. Την πρώτη ημέρα, δεν τα ήξερε θεωρητικά απλά, γνώριζε άριστα πως να τα εφαρμόσει στο γήπεδο” λέει ο Σωτήρης Μανωλόπουλος, ασίσταντ κόουτς του Παναθηναϊκού τη σεζόν που ο Κροάτης γκαρντ επιλέχθηκε από τον Αργύρη Πεδουλάκη να κουβαλήσει την μπαγκέτα με τον Διαμαντίδη.

“Παίζοντας στο ΝΒΑ λοιπόν, είχα έναν προπονητή υπεύθυνο μόνο για εμένα και τη βελτίωσή μου στο σουτ. Κάθε φορά που σούταρα λάθος μου τόνιζε τι πήγε στραβά. Κάθε φορά όμως… Τώρα πια, πιστεύω ότι αυτός ήταν και ο μοναδικός τρόπος για να γίνω καλύτερος. Μετά άρχισα να σκέφτομαι και μόνος μου τι λάθος κάνω. Απαθανάτιζα σε βίντεο τον εαυτό μου να εκτελεί και σκεφτόμουν ποια ήταν τα λάθη μου. Το πιο βασικό είναι ότι έφερνα τη μπάλα από πολύ χαμηλά. Δεν χρησιμοποιούσα τα πόδια μου και προσπαθούσα να αντλήσω τη δύναμή μου για να εκτελέσω μόνο από τα χέρια. Και ξέρεις, όταν το κάνεις αυτό από τα 15 μέχρι τα 25 είναι πρόβλημα. Έπρεπε να αλλάξω. Και άλλαξα. Το 2009, στο Ευρωμπάσκετ, τα έβαζα όλα. Είχα γίνει average. Δεν ήμουν πια τόσο κακός σουτέρ.

"Στην Ευρώπη δε σε πληρώνουν εκατομύρια για να σε κάνουν παίκτη, αλλά για να φέρεις τίτλους"

Επιστρέφοντας στην Ευρώπη κανείς δεν ασχολήθηκε μαζί μου. Ισως και δίκαια. Διότι σε εκείνη την ηλικία, στα 26-27 όλοι θεωρούν ότι είσαι ολοκληρωμένος παίκτης. Δεν αλλάζεις. Δεν σε πληρώνουν ένα σκασμό χρήματα για να σου μάθουν πως να σουτάρεις, αλλά για να κερδίζεις τρόπαια. Δεν έχουν και πολύ άδικο εδώ που τα λέμε”.

Ένας από τους λόγους που ο Ρόκο φέτος μοιάζει αναγεννημένος είναι ο Γιούρι Ζντοβτς, ο προπονητής της ΑΕΚ. Ο προπονητής που τον απέρριψε με βροντερό τρόπο πέρσι μεσούσης της σεζόν, της χειρότερης στην καριέρα του Ούκιτς.

“Τον παρακολουθούσα από πολύ μικρό και μόλις σε ηλικία 19 ετών ήταν ήδη leader στην ομάδα του, τη Σπλιτ” λέει ο Γιούρι Ζντοβτς… “Δε σου κρύβω ότι την ημέρα που έπεσε το όνομά του στο τραπέζι δεν ήμουν και πολύ ενθουσιασμένος στο σενάριο της απόκτησής του. Δεν περίμενα τίποτα εντυπωσιακό εκ μέρους του. Είχε αποκτήσει πολύ κακή φήμη τα τελευταία δύο χρόνια. Πριν τον υπογράψουμε μιλήσαμε πολλή ώρα στο τηλέφωνο και του είπα τα πάντα. Τι με ανησυχεί, τι με προβληματίζει, ποιες είναι οι αμφιβολίες μου. Πιστεύω ότι αυτή η συζήτηση έκανε καλό σε όλους. Στο τέλος της ημέρας πιστεύω ότι όταν είσαι ειλικρινής με τους παίκτες, το εκτιμούν περισσότερο από κάθε τι άλλο”.

Κακή φήμη ε; Χμμμ… Θα φτάσουμε κι εκεί. Διότι έτσι είναι… Διότι ο Ούκιτς, εκτός από κατεστραμμένα πόδια και μία καριέρα σε απόλυτη κατηφόρα κάποιοι θεώρησαν ότι είχε γίνει και γεροπαράξενος, ως αγενής και ηλίθιος. Θα επιστρέψουμε σε αυτό όμως…

“Ο Γιούρι μου έδωσε αυτοπεποίθηση. Μου επέβαλλε σχεδόν να παίρνω αυτό το pull up από μέση απόσταση, ένα σουτ που προσωπικά πιστεύω ότι έχω σε εξαιρετικό βαθμό, αλλά για τους προπονητές και τους συμπαίκτες σου, είναι ένα κακό σουτ, διότι είναι σχεδόν πάντα μαρκαρισμένο. Ο Γιούρι δε θέλει να εκβιάζω, αλλά έχω απόλυτη ελευθερία να εκτελέσω όπως αισθάνομαι καλύτερα. Και το κάνω. Εως ένα βαθμό βέβαια, διότι μπορεί να έχεις την απόλυτη εμπιστοσύνη συμπαικτών και προπονητή, αλλά αν αστοχήσεις σε ένα τέτοιο σουτ, όσο καλός κι αν είσαι, κανείς δεν θα είναι χαρούμενος. Είσαι πόιντ γκαρντ και πρέπει να φτιάχνεις τους άλλους. Δεν μπορείς να πάρεις πολλά τέτοια σουτ”.

Πλάκα στην πλάκα, το μικρότερο, αλλά ίσως το σημαντικότερο παράπονο που έχει ο Ούκιτς που εν μέρει εξηγεί την αδυναμία του στατικό σουτ, αφορά κάτι που μοιάζει απίστευτο, αλλά είναι αλήθεια… “Η δύναμη μου ήταν το ντράιβ. Κάθε φορά μου ζητούσαν οι κόουτς να κάνω ντράιβ για να τελειώσω τη φάση ή να πασάρω. Ξέρεις κάτι…;”

Βάζει τα γέλια. Δε θέλει να το πει και μου πετάει, μέσα από τα δόντια του ένα… “Μην το γράψεις αυτό” και συνεχίζει να γελάει… “Από τότε που ήμουν μικρός δεν υπήρχε κάποιος να δημιουργήσει για εμένα. Εγώ ήμουν αυτός που, λόγω θέσης κυρίως, δημιουργούσα για τους άλλους. Ο πρώτος παίκτης που δημιούργησε φάσεις για εμένα ήταν ο Διαμαντίδης. Έπαιξα με πολλούς μεγάλους παίκτες, αλλά ήταν όλοι εκτελεστές. Οχι δημιουργοί. Για αυτό και η σχέση μου με το spot up σουτ, το στατικό, δεν είναι και η καλύτερη δυνατή”.

"Δεν ήμουν σπουδαίος σουτέρ, για αυτό δεν έγινα ελίτ"

Και το αυτομαστίγωμα συνεχίζεται… “Οταν είσαι μόνος σου στη γραμμή των τριών πόντων πρέπει να εκτελείς με 80%… Όπως ο Βασιλειάδης, ή ο Σάκοτα. Εγώ έχω 40%… Δεν μπορείς να με αφήσει μόνο μου σαν άλλος, αλλά δεν θα σκιστείς κιόλας. Θα πάρεις το ρίσκο με εμένα αν είσαι αντίπαλος προπονητής. Αυτό δε βοήθησε στο παιχνίδι μου. Ήταν το κομμάτι που έλειπε για να μπω στους ελίτ παίκτες της Ευρώπης. Θεωρώ ότι είμαι στο πρώτο ράφι, αλλά δεν έγινα ελίτ εξαιτίας αυτής της αδυναμίας. Κι ολα αυτό έχει σχέση με την παιδική ηλικία μου”.

Δεν ξέρω αν στο είπα, αλλά ο Ούκιτς εκτός από μπασκετική διάνοια είναι κι ένας τύπος που γνωρίζει ΤΑ ΠΑΝΤΑ για το μπάσκετ σε ολόκληρη την Ευρώπη και το ΝΒΑ! Τα πάντα όμως! Μιλούσαμε για τα κριτήρια που κάνουν τον καλό σουτέρ και τα οποία δεν είναι… “Μία προσωρινή πτώση, αλλά η κακή μηχανική. Εχω ένα φίλο που είναι άρρωστος με το μπάσκετ και λατρεύει τον Ντάμιαν Λίλαρντ… Πέρσι λοιπόν, σε ένα διάστημα ο Λίλαρντ είχε 14/81 τρίποντα. Ποιος; Ο Λίλαρντ! Ένας από τους καλύτερους σουτέρ του ΝΒΑ. Με πήρε τηλέφωνο ο φίλος μου και μου λέει… “Λοιπόν, μαλάκα, αν παραπονεθείς ξανά για τα στατιστικά σου, θα σε σκοτώσω. Κοίτα τι κάνει Λίλαρντ στο Πόρτλαντ. Είχε πλάκα. Εχει συμβεί και με τον Μπόγκνταν Μπογκντάνοβιτς που είναι πολύ καλός φίλος μου. Παίζει στο ΝΒΑ ακριβώς γιατί μπορεί να σουτάρει, αλλά στο Τοπ 16 με τη Φενέρ, πριν φύγει για το Μπρούκλιν είχε 3/34 τρίποντα. Το διανοείσαι; Ο Μπογκντάνοβιτς”.

Ναι, ναι, αποστηθίζει από στατιστικά και σκορ, μέχρι βιογραφικά, ονόματα, ικανότητες, είναι ένας σύγχρονος …Σέρλοκ της μπασκετικής εγκυκλοπαίδειας. Κι αν δε σου κάνουν εντύπωση αυτά, διάβασε και πιο κάτω… “Δεν αποδέχτηκα ποτέ την ταμπέλα του κακού σουτέρ. Αν δε με υπολογίσεις θα στο βάλω. Με τον Παναθηναϊκό έβαλα τρία τρίποντα στο πιο αποφασιστικό παιχνίδι της σεζόν με τον Ολυμπιακό. Σε 3 ματς είχα 12 τρίποντα. Είναι λεπτομέρεια αν ένα σουτ μπει μέσα. Κακός σουτέρ δεν είναι αυτός που αστοχεί, αλλά αυτός που δεν έχει καλή μηχανική. Πάντα κουβαλούσα την ταμπέλα του μέτριου σουτέρ, αυτού που θα πρόσφερε την δυνατότητα του ελεγχόμενου ρίσκου στον αντίπαλο προπονητή. Αλλά με εμένα δεν έγινε ποτέ αυτό που έκανε ο Ομπράντοβιτς με τον Διαμαντίδη και τον Ρούμπιο”.

- Ελα τώρα, πλάκα μου κάνεις… Πως γίνεται να θυμάσαι τι έκανε ο Ζοτς με την Μπαρτσελόνα το 2011;

“Ξέρω τα πάντα. Ξεκίνησα να βλέπω μπάσκετ το 1993. Και μου λες πως ξέρω τι γίνεται το 2011;;; Με υποτιμάς” ήταν η απάντησή του.

Μιλώντας για το ΝΒΑ, ο Κράτης είπε πως εκεί, από πλευράς εκτελεστικής ικανότητας, έφτασε στο χαμηλότερο σημείο του, καθώς… “Το τρίποντο στην Ευρώπη ήταν στα 6.25μ. τότε και στην Αμερική 7.25μ. Ήταν πραγματικά πολύ μακριά για εμένα. Αλλά είναι τόσο διαφορετικό το παιχνίδι, που κατάφερα να επιβιώσω διότι είχα περισσότερους ανοιχτούς χώρους που ευνοούσαν τα δυνατά σημεία μου. Μπορώ να σου πω ότι δεν υπέφερα στο ΝΒΑ, όσο στην Ευρώπη, που οι άμυνες, ξέρουν καλά πως να σε εκθέσουν, κλείνοντας τους διαδρόμους για ντράιβ”.

Ζντοβτς: Δεν τον ήθελα, αλλά πλέον θεωρώ τύχη μας που τον έχουμε

Σου χρωστάω μία απάντηση από τον Ζντοβτς. Μάθαμε πως τον έβλεπε πέρσι και το προηγούμενο καλοκαίρι, αλλά δεν σου έγραψα ποτέ ποια είναι η άποψή του σήμερα… “Είμαι πραγματικά χαρούμενος και περήφανος για αυτόν. Είναι ένα θαυμάσιο παιδί που με βοηθάει πάρα πολύ στο γήπεδο. Ενα πράγμα έχει σημασία: Δεν ήρθε στην ΑΕΚ για τα χρήματα. Το κίνητρό του ήταν να αποδείξει ότι μπορεί. Και το κάνει με τον καλύτερο τρόπο. Θεωρώ πως είμαστε τυχεροί που τον έχουμε. Δεν έχει χάσει ούτε μία προπόνηση και κάθε μέρα δείχνει πόσο σημαντικό κίνητρο έχει”.

Εγώ επιμένω… Δεν ξέρω αν θέλω να τον ιντριγκάρω, να τον κατηγορήσω, να κάνω πιο ανάλαφρη τη συζήτηση, ή αν έχω κάτι στο μυαλό μου. Το πιέζω να μου πει πως αισθανόταν ως ένας μέτριος σουτέρ. Κι επειδή πλέον έχει τεράστια αυτοπεποίθηση, επιχείρησα να βρω τις ρίζες της… Με λίγα λόγια, ακόμα και πέρσι, πως γίνεται ο Ούκιτς να αισθανόταν καλός σουτέρ;

“Κάνεις μεγάλος λάθος. Πέρσι σούταρα πάρα πολύ καλά”. Στη Βαρέζε, όσο έπαιξε είχε 47% στα τρίποντα, αλλά στην Καντού έπεσε στο 30%. Σε κάθε περίπτωση… “Ο,τι κι αν έκανα, δεν ήξερα καν μου ήμουν. Έπαιζα στο ιταλικό πρωτάθλημα και δεν μπορούσα να καταλάβω πόσο καλός ή κακός ήμουν. Τι στο διάβολο είμαι; Εγώ αισθανόμουν σαν να έπαιζα με το σχολείο μου. Δεν ήξερα τι σημαίνει να σκοράρεις 50π. στην Ιταλία. Εχει σημασία η άμυνα. Παίζεις σε μία ομάδα όπου έχεις τη μπάλα στα χέρια για 40 λεπτά, με την άμυνα δεν ασχολείσαι ιδιαίτερα και γενικώς παίζεις για το κέφι σου. Υπό αυτές τις συνθήκες είναι πολύ πιο εύκολο να σουτάρεις, σε σχέση με το πολύ υψηλό επίπεδο όπου αν είσαι μία φορά μόνος σου πρέπει να σκοράρεις. Στην ΑΕΚ όλοι περιμένουν να νικήσεις σε κάθε ματς. Κι αυτό μου αρέσει. Αλλά, ποιος ξέρει… Μέχρι τώρα πάω καλά, αλλά μπορεί να μιλάμε σε ένα μήνα και να μην έχω βάλει ούτε ένα. Δε θέλω να χτυπήσω το χέρι στο ξύλο, αλλά σουτάρω καλά μέχρι τώρα”.

Η περιπέτεια στην Τσεντεβίτα και ο ψυχολόγος

Κι επιμένω… Ποιο ήταν το χαμηλότερο σημείο που έφτασε η αυτοεκτίμησή σου; τον ρωτάω… Λόγω των κακών ποσοστών στα σουτ, προσθέτω. Ο Ούκιτς χαμογελάει συνεχώς. Θυμάται κάθε λεπτομέρεια, αλλά όχι σαν ερινύα, μα σαν έναν κακό εφιάλτη που πέρασε… Το χαμόγελο και το αυθόρμητο γέλιο συνοδεύει σχεδόν κάθε λέξη του…

“Α, σε πολλά ματς ένιωσα άχρηστος ως σουτέρ. Αλλά το χειρότερο σημείο της καριέρας μου ήταν στην Τσεντεβίτα”.

Η εξιστόρησή του είναι απολαυστική. Θυμάται τα πάντα. Καθαρά. Σαν να συνέβησαν προ ημερών.

“Ηταν λίγο μετά τις γιορτές των Χριστουγέννων. Λίγο μετά την αλλαγή του χρόνου παίξαμε με την Παρτιζάν για την Αδριατική Λίγκα. Σε εκείνο το ματς είχα 1/13 σουτ… Συνολικά. Οχι μόνο τρίποντα ή από μέση απόσταση. Αισθανόμουν άσχημα και δεν ήμουν χαρούμενος. Αμέσως μετά παίζουμε με τη Σαραγόσα για το Eurocup και είχα 1/6 σουτ… Επιστρέφουμε για ένα …γαμωπαίχνιδο στην Αδριατική και στο ημίχρονο μόνο, στο ημίχρονο σου ξαναλέω είχα 0/8 σουτ!!!! Δηλαδή σε δυόμισι ματς είχα 2/27 σουτ. Στο ημίχρονο σκεφτόμουν μέσα μου: “Τι στο διάολο συμβαίνει; Δεν είναι μόνο ότι αστοχούσα. Τα σουτ μου δεν ήταν καν κοντά. Μιλάμε για τραγικά σουτ, τούβλα. “Εϊ, κάποια στιγμή πρέπει να σταματήσεις άνθρωπέ μου. Πήγαινε σπίτι σου καλύτερα” έλεγα μέσα μου στο ημίχρονο! Ασφαλώς ο προπονητής, ο Ρέπεσα τότε, το μισούσε όλο αυτό. Το έβλεπες στο πρόσωπό του. Όλοι το μισούσαν. Ημουν ο πιο ακριβοπληρωμένος, αυτός που υποτίθεται ότι έπρεπε να γίνω ηγέτης και ενώ δεν είχα τόσο κακή σεζόν μέχρι εκείνο το σημείο για κάποιο λόγο που δεν ξέρω μπήκα σε αυτή την καταστροφή.

Έφτασαν να γράψουν οι εφημερίδες ότι πρέπει να με τιμωρήσουν με πρόστιμο. Να με τιμωρήσουν για ποιο λόγο;;; Επειδή δε βάζω τα σουτ;”

Δεν τον έχω δει να ξαναγελάει έτσι ποτέ. Ήταν απελευθέρωση και ασφαλής αυτοσαρκασμός ταυτόχρονα.

Η συνέχεια όμως δεν έχει και τόσο πλάκα… Τουλάχιστον τότε, δεν είχε.

“Ηξερα τότε ότι δε μπορώ να πέσω πιο χαμηλά. Έπρεπε να βρω την άκρη μόνος μου. Κι έκανα ένα δύο πράγματα για να ξεπεράσω αυτή την κρίση. Αμέσως μάλιστα έσπασα και το δάχτυλο του χεριού μου κι έμεινα εκτός για δύο μήνες. Ήξερα πολύ καλά πως σκέφτεται ο κόσμος εκείνη τη στιγμή και πως την επόμενη χρονιά δε θα έχω επιλογές. Ήμουν 30 ετών κι αισθανόμουν ότι πατάω στο πουθενά. Βρισκόμουν στη χώρα μου και είχα αποτύχει. Όλοι ήταν απογοητευμένοι με εμένα. Κάτι έπρεπε να κάνω… Κι έτσι αφενός βρήκα έναν γυμναστή για να να λύσω τα προβλήματα με το κορμί μου. Δούλεψα τέλεια με αυτό το παιδί για σχεδόν δύο χρόνια.

Αφετέρου το πήρα απόφαση και πήγα σε έναν αθλητικό ψυχολόγο. Είχα ανάγκη να μου πει κάποιος πως να διαχειριστώ εκείνη την περίοδο ως άνθρωπος, όχι ως παίκτες. Δεν είχα κανένα κίνητρο. Είχα πετύχει πολλά ήδη και βρισκόμουν στο πιο χαμηλό σημείο της καριέρας μου. Αν ήμουν 34 θα είχα σταματήσει. Αλλά δεν ήμουν 34, ήμουν 30. Ήθελα να παίξω. Ήθελα να βρω τρόπο να βγω από αυτήν την τρύπα. Συναντιόμουν μαζί του από τον Μάρτιο μέχρι και το τέλος της σεζόν. Δεν ήξερα καν πως δουλεύουν αυτοί οι άνθρωποι. Μου έδωσε όμως μία διαφορετική οπτική. Ήταν πολύ σημαντικό για εμένα, αλλά έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι προσωπικά μπορώ να εκφράσω αυτό που νιώθω. Στο πρώτο ραντεβού που κάναμε του είπα: “Η γυναίκα μου θα με χωρίσει διότι όλη την ώρα μιλάω για τα προβλήματά μου. Θέλω να πληρώσω κάποιον για να με ακούει. Εγώ θα πληρώνω κι εσύ θα ακούς…

Αυτός ο άνθρωπος με βοήθησε να καταλάβω ότι κάποιες φορές στους μονολόγους μου ήμουν απελπιστικά ξεροκέφαλος. Μου εξήγησε το λάθος μου. Με έκανε να καταλάβω ότι ήμουν παραδομένος. Και μου έθεσε το πιο απλό ερώτημα: Αν έχω διάθεση να συνεχίσω…Ισως ακόμα κι εγώ δεν το σκεφτόμουν έτσι. Είμαι χαρούμενος που πέρασα αυτή την περίοδο γιατί τώρα αισθάνομαι πολύ καλύτερα και ξέρω ότι το νίκησα αυτό το τέρας. Τώρα νιώθω πολύ δυνατός σε κάθε άποψη. Με ωρίμασε. Ίσως κι αυτό να αποτελεί μία εξήγηση για το σουτ.

Το πρόβλημά μου δεν ήταν ζήτημα υγείας. Είχε να κάνει αποκλειστικά με το μπάσκετ και τις μάχες που δίνεις με τον εαυτό σου. Στο μυαλό μου εκείνη την εποχή ένιωθα 37 ετών. Για σχεδόν 20 χρόνια έπαιζα, έπαιζα, έπαιζα… Κάθε καλοκαίρι και κάθε χειμώνα. Δεν είχα σταματήσει ούτε λεπτό. Δεν έχασα ποτέ υποχρέωση με την Εθνική. Ξεκίνησα από πολύ μικρός και τότε πίστεψα ότι είχα φρικάρει. Οτι δεν πήγαινε άλλο.

Όταν παίζεις κάθε δυο μέρες, δεν καταλαβαίνεις τι σου συμβαίνει. Απλά παίζεις και όλο αυτό σε κατατρώει. Αρχικά έχεις ένα μέτριο παιχνίδι, μετά ένα δεύτερο, μετά ένα τρίτο και από το πουθενά γίνεσαι ένας μέτριος παίκτης. Δεν θέλω να είμαι μέτριος. Θέλω να είμαι ο παίκτης που είτε θα τα γαμήσει όλα και θα καταστρέψει τους πάντες, είτε θα κερδίσει αυτός τα ματς. Σιχαίνομαι να είμαι μέτριος”.

"Δεν με ήθελε κανείς. Κανείς απολύτως"

Το καλοκαίρι το 2015 και μετά τα δύο χρόνια στον Παναθηναϊκό και τον ένα καταστροφικό χρόνος στην Τσεντεβίτα, ήταν Γολγοθάς. Οι περιγραφές του Ούκιτς είναι εντυπωσιακά αληθινές…

“Η Τσεντεβίτα ήθελε να μειώσει το συμβόλαιό μου κ εγώ δεν δεχόμουν. Δεν είχα προτάσεις από ομάδες της Ευρωλίγκας, απολύτως τίποτα. Μόνο από κάποιες του Eurocup τις οποίες δεν ήθελα.

Εγώ σκεφτόμουν ότι αν κάνω ένα καλό Ευρωμπάσκετ τα πράγματα θα ήταν καλύτερα. Αλλά ποιο Ευρωμπάσκετ. Χάσαμε από την Τσεχία στους “16” και αυτό ήταν το τελειωτικό χτύπημα. Καταστροφή… Δεν μπορούσες να πας πιο χαμηλά. Ήταν 15 Σεπτεμβρίου και δεν είχα δουλειά. Έπαιξα καλά στο Ευρωμπάσκετ μεν, αλλά τι να πεις; Τι να ζητήσεις; Αν είχαμε πάει τελικό θα έπαιζα στην Μπαρτσελόνα. Αλλά με την τραγική παρουσία που είχαμε ως ομάδα, ποιος να σε θέλει; Φίλε, κυριολεκτικά δε με ήθελε κανείς. Μία μέρα με πήρε ο ατζέντης μου τηλέφωνο και μου μίλησε για τη Βαρέζε. Με ρώτησε αν θέλω να πάω… Η πρώτη αντίδρασή μου ήταν : “Είναι θεόμουρλος, τι στο διάολο να πάω να κάνω στη Βαρέζε;”.

Δε μου πήρε παρά λίγες ώρες να προσγειωθώ στην πραγματικότητα όμως… Μπορείς να επιλέξεις να μείνεις στο σπίτι σου και ο κόσμος να σε ξεχνάει κάθε μέρα και περισσότερο ή να πας στη Βαρέζε σε μία ομάδα που δεν πίστευες ποτέ στη καριέρα σου ότι θα έπαιζες για αυτή και να παλέψεις για να επιστρέψεις. Να παλέψεις. Και είπα στον εαυτό μου: “Πήγαινε στη Βαρέζε. Πάλεψέ το! Κάποιος θα σε δει στι στο καλό; Έπαιξα καλά στο Βαρέζε. Ένιωσα καλύτερα και πίστεψα ότι το Δεκέμβριο θα βρισκόταν μία πρόταση από καλύτερη ομάδα. Και πάλι όμως, τίποτα! Η Μάλαγα και η Μπάγερν έψαχναν παίκτες. Η Μάλαγα πήρε τον Ντε Μαρκους Νέλσον και η Μπάγερν τον Tζάστιν Κόμπς από την ΙBB της Κωνσταντινούπολης. Ε, τότε ήταν που σκέφτηκα πως αν κάποιος παίκτης από την ΙΒΒ έμεινε ελεύθερος και πήρε τη θέση μου σε κάποια ομάδα, ε ναι, τότε μάλλον πρέπει να το κόψω. Εμφανίστηκε και η ΑΕΚ μία μέρα στην αγορά, αλλά πήρε τον Γκριν. Τρεις δουλειές που θα με ενδιέφερε να πάρω, δε με ήθελαν. Με απέρριψαν. Είχα και κακή φήμη πλέον”.

Ρόκο ο ...κωλοπαιδαράς!

Για να φτάσουμε και σε αυτό το κεφάλαιο. Της φήμης! Της κακής φήμης, που εδώ που τα λέμε δεν συνδυάστηκε ποτέ με το όνομά του. Τουλάχιστον όχι δημόσια. Ορίστε η εξήγηση:

“Στη Βαρέζε δεν ήμουν το καλύτερο παιδί. Ημουν νευρικός. Σε αυτό το επίπεδο είναι δύσκολο να σε καταλάβουν κι εγώ αντί να είμαι ήρεμος τρελαινόμουν και φώναζα. Όλοι νόμιζαν ότι είμαι τρελός και ο κόσμος άρχισε να πιστεύει ότι είμαι έτσι κι ως άνθρωπος. Ο κόουτς σκεφτόταν ότι είμαι τελειωμένος, ότι είμαι ηλίθιος και πως εκτός αυτών είχα τρελαθεί κιόλας.

Ο Πάολο Μορέτι ήταν αξιοσέβαστος ως παίκτης. Και φίλος του Γιούρι. Ξέρω ότι του είπε τα χειρότερα για εμένα.

Τι συνέβη; Σε ένα ματς ο αντίπαλος έκανε 10-0 σερί. Γύρισα στον πάγκο κι έκανα χειρονομία να πάρει τάιμ αουτ. Φυσικά και δεν ήθελα να τον προσβάλω. Απλά του έκανα μία εισήγηση. Ε, και μου είπε τότε πως… “Δεν έχω ανάγκη από κόουτς. Εχω ανάγκη από πόιντ γκαρντ. Μπορείς να γίνεις τέτοιος;”. Τώρα το καταλαβαίνω. Δεν είναι δουλειά μου να λέω στον προπονητή τι να κάνει. Αλλά είχα δίκιο. Κι αυτό είναι που έχει σημασία. Είπα συγγνώμη σε όλους και στην ομάδα. Αν πάντως, ήμουν κόουτς και κάποιος μου έκανε κάτι αντίστοιχο δε θα έπαιρνα τάιμ άουτ και θα του έλεγα “Την επόμενη φορά που θες να μου πεις κάτι, έλα κοντά και πες το μου”. Είναι εύκολο να το παρεξηγήσει κάποιος.

Ο καιρός περνούσε η χρονιά εξελισσόταν και οι προτάσεις που περίμενε δεν έρχονταν από πουθενά.

“Μετά πήγα στην Καντού. Αλλά εκεί ήταν σαν να πηγαίνεις στο σούπερ μάρκετ, να αγοράζεις παίκτες και να τους βάζεις να παίξουν μαζί. Δεν λειτούργησε το σύστημα. Κάπως έτσι είχα ξοδέψει μία χρονιά, που υποτίθεται θα τη χρησιμοποιούσα για να κάνω ένα βήμα. Τίποτα! Είχε μείνει η Εθνική ομάδα για να κάνω την επιστροφή μου. Στα κλαμπ είχα αποτύχει παταγωδώς. Ποιος θα σε υπέγραφε από την Βαρέζε και την Καντού; Κανείς! Μόνο η Τορίνο ίσως, ή κάποια άλλη ιταλική ομάδα”.

“Ούτε καν το Μιλάνο;”

- “Χαχα… Οχι… Εκεί υπήρχε ο Ρέπεσα… Ο πρώτος που έλεγε ότι είμαι τρελός. Είναι μεγάλη ιστορία. Τέλος πάντων, είχα ένα καλό καλοκαίρι με την Εθνική αλλά στην αρχή είχα προτάσεις μόνο από το …πουθενα. Από τη Λεμάν από την ΙΒΒ… Μέσα μου είχα κατασταλάξει όμως. Ήξερα ότι δε θα συνεχίσω να παίζω αν δε βρώ μία καλή πρόταση σε μία πόλη που θα μπορούσα να φέρω την οικογένειά μου”.

- Και τελικά τι χρειάστηκε για να επιστρέψεις;

“Aποφασιστικότητα και πάλη. Δεν το έκανα για το χρήμα. Δεν έπαιζα για τις επιταγές. Ο μόνος λόγος ήταν για να αποδείξω ότι μπορώ. Εχω βγάλει τα χρήματά μου. Δεν παίζω για αυτά. Δε χρειάζομαι να πάω στην Καντού και στη Βαρέζε χωρίς την οικογένειά μου απλά και μόνο για να πληρωθώ. Δε θα το έκανα ποτέ. Θα προτιμούσα καλύτερα να γίνω σχολιαστής στην τηλεόραση. Τώρα που το ξαναφέρνω στο μυαλό μου, το απολαμβάνω. Κάποια πράγματα που σε στρεσάρουν στη ζωή είναι πραγματικά αστεία. Και εκτιμάς τη ζωή σου περισσότερο. Όταν έπαιζα σε μεγάλα κλαμπ, όπως ο Παναθηναϊκός, ή η Μπαρτσελόνα, η Φενέρ και φυσικά το ΝΒΑ το θεωρούσα απολύτως λογικό να συμβαίνει. Δεν μου έλεγε κάτι.

Οταν πας χαμηλά όμως και βλέπεις πως τα φέρνει η ζωή, λες… “Τι ωραία που ήταν τότε”. Πρέπει να ζήσεις με αυτό όμως. Αν δε σε θέλουν, δε σε θέλουν. Δεν μπορείς να κάνεις κάτι για αυτό άμεσα”.

Ο Ρόντο και ο ...Ρόκο

Νωρίτερα, την προηγούμενη ημέρα της συνάντησής μας, του είχα στείλει ένα link που αφορούσε στον Ραζόν Ρόντο, τον σταρ του Σικάγο, που είναι μία διάνοια, εκτός από προβληματική φιγούρα.

“Είναι ο εφιάλτης κάθε προπονητή” μου είπε όταν πιάσαμε τη σχετική συζήτηση… “Ξέρεις γιατί; Διότι γνωρίζει περισσότερα από αυτούς. Δεν είμαι διάνοια όπως αυτός, ούτε μαθηματικό θαύμα, αλλά δεν είμαι μακριά από αυτό. Δεν είμαι καθόλου κοντά σε αυτόν, αλλά το concept μας είναι κοινό. Όταν δείχνεις ότι ξερεις πολλά, γίνεσαι αμέσως εχθρός του προπονητή. Αυτή η φήμη μου κόστισε”.

- Πίστεψες ποτέ ότι τελείωσε η καριέρα σου; Φοβήθηκες ότι σε ηλικία 31 ετών ο κόσμος θα αρχίσει να σε ξεχνάει και ότι θα πρέπει να ζήσεις χωρίς τη δημοσιότητα που είχες από τα 16 σου;

“Μπορώ να ζήσω χωρίς τη δημοσιότητα, αλλά θα πρέπει να το βιώσω πρώτα για να σου πω με σιγουριά. Είναι κάτι που δεν μπορώ να πω, διότι πρέπει να το εξερευνήσεις πρώτα. Πάντα είχα ελπίδα ότι δε θα συμβεί, ότι δε θα τελειώσει έστω κι αν έφτασα αρκετά κοντά. Δε σου κρύβω ότι ένιωσα πως η σοβαρή καριέρα μου ως Ευρωπαίος παίκτης που είχε κερδίσει το σεβασμό είχε τελειώσει. Το χειρότερο όμως δεν ήταν αυτό. Ήταν το γεγονός ότι ένιωθες πως μπορούσες να παίξεις, αλλά δεν πείθονταν οι άλλοι για αυτό. Στο Ευρωμπάσκετ πέτυχα με την Ελλάδα 18 πόντους. Λές μέσα σου: “Τι γίνεται; Παίζω με αυτούς που παίρνουν εκατομμύρια και μπορώ να σταθώ. Τουλάχιστον στο ίδιο επίπεδο. Παρόλα αυτά δε με θέλει κανείς. Όταν βλέπεις ότι μπορείς είναι ακόμα πιο επίπονο.

- Οταν το καλοκαίρι κυλούσαν οι ημέρες και δεν ερχόταν καμία σοβαρή πρόταση πως ένιωθες;

“Σαν κάποιος που δεν τον θέλει κανείς… Έτσι ένιωθα. Ξέρω την αγορά πολύ καλά. Δε χρειάζεται κανείς ατζέντης να μου εξηγήσει τι γίνεται με την αγορά. Ξέρω πως με βλέπουν οι ομάδες. Την ίδια στιγμή πάντως κι εγώ δε θα πήγαινα κάπου για τρίτος πόιντ γκαρντ. Έψαχνα για μία καλή δουλειά και καλά χρήματα. Κι όταν μιλάω για καλά χρήματα δεν είναι οικονομικό το θέμα. Είναι σεβασμός στην αξία και την προσφορά που πιστεύουν ότι μπορείς να έχεις. Θέλω να πω ότι δεν έψαχνα για ευεργεσίες. Θεωρώ ότι είμαι σοβαρός παίκτης. Αυτός ο συνδυασμός λοιπόν... δεν βρέθηκε ποτέ. Ήμουν απογοητευμένος, αλλά δεν ένιωσα έκπληξη. Είχα φύγει από τον Παναθηναϊκό. Είχα αποτύχει στη χώρα μου. Τι άλλος χρειάζεται για να πιστέψει κανείς ότι είσαι τελειωμένος; Οτι κάποιο πρόβλημα υπάρχει πρόβλημα με αυτόν. Αν ήμουν GM κι εγώ θα σκεφτόμουν το ίδιο. Ήταν και δικό μου λάθος φυσικά. Ισως να έκανα κάποια πράγματα διαφορετικά. Θα μπορούσα βέβαια να κάτσω σπίτι μου και να κλάψω. Αλλά δε θα το έκανα ποτέ αυτό”.

Ο Ρόκο θεωρεί, χωρίς να το αναλύει ιδιαίτερα ότι ο ίδιος και η γενιά του μπορεί να είναι ένας βασικός λόγος που η Κροατία δεν είναι μπασκετική χώρα, αλλά φουλ ποδοσφαιρική… “Αν κάναμε τις επιτυχίες όταν τις περίμενε ο κόσμος, ίσως τα πράγματα να ήταν αλλιώς” λέει με πραγματικά λύπη.

Λίγο πριν καταλήξουμε η συζήτηση ήρθε και στον Νικ Καλάθη και τη δική του κρίση, αυτή που περνάει τούτο τον καιρό ο Ελληνας γκαρντ… “Ισως ο Νικ να είναι όπως είμαι κι εγώ. Να νιώθει για κάποιο λόγο απειλή από τη στιγμή που γύρισε ο Τζέιμς. Δε θα έπρεπε, αλλά ίσως να το σκέφτεται έτσι. Ακριβώς το ίδιο είμαι κι εγώ. Ποτέ στη ζωή μου δεν ήμουν δεύτερος. Στον Παναθηναϊκό, όταν με πήρε ο κόουτς Πεδουλάκης, του είπα: “Ξέρω ότι είναι ο Διαμαντίδης εκεί και θέλεις να παίξω μαζί του. Αν σκέφτεσαι όμως να με φέρεις από τον πάγκο, τότε σε παρακαλώ μη με υπογράψεις. Δε θα θα αντιδράσω καλά. Κάνε τη χάρη στον εαυτό σου και σε εμένα, βρες κάποιον άλλον. Δε θα ήξερα πως να παίξω και πως να αντιδράσω. Είναι φοβερό αυτό μου συμβαίνει αλλά είναι αλήθεια. Δε θα έκανα θέμα φυσικά. Αλλά δε θα ήμουν χαρούμενος. Για να βρω το ρυθμό μου πρέπει να αισθανθώ ισχυρός”.

Ο Ρόκο Λένι Ούκιτς δεν είναι τελειωμένος!