MENU

Θέατρο Εμπρός στο Ψυρρή. Οδός Μπενάκη και Κωλέττη στα Εξάρχεια. Πειραιώς 20. Οδός Τζαβέλλα και Θεμιστοκλέους. Πεζόδρομος οδού Μεθώνης. Οδός Μπενάκη στα Εξάρχεια. Κωνσταντίνου Παλαιολόγου και Σάμου, στο Μεταξουργείο. Πολυτεχνείο. Πειραιάς. Ρέντη.

Όταν θέλει να ηρεμήσει κυκλοφορεί στους δρόμους της πόλης που τον φιλοξενεί. Χάνεται. Απορροφάται. Απολαμβάνει. Βλέπει. Εκτιμά. Ταυτίζεται. Φαντασιώνεται. Βυθίζεται. Ονειρεύεται. Περπατάει. Δύσκολα να μην ξεχωρίσει από το πλήθος. Έχει ύψος δύο μέτρα και έξι εκατοστά. Είναι σχεδόν 95 κιλά. Δεν είναι ο συνηθισμένος σου τουρίστας για να μην τον προσέξεις. Κι εκείνη τη στιγμή δεν είναι καν τουρίστας. Είναι παρατηρητής. Είναι φιλότεχνος. Είναι συνάδερφος. Του Ino, του WD, του Simpleg, και όσων ακόμα προσπαθούν να δώσουν λίγο χρώμα στο γκρίζο της Αθήνας.

«Σε όποια πόλη κι αν βρίσκομαι ψάχνω να βρω τα γκράφιτι. Είμαι λάτρης της street art».

Εκεί θα τον βρούμε, λοιπόν. Ανάμεσα σε μπλοκ, καρφώματα, άλει-ουπ και δυναμικές άμυνας για τον Παναθηναϊκό και τον Δημήτρη Πρίφτη, ο Τζέρεμι Έβανς θα χάνεται στους δρόμους, στην πινακοθήκη, σε μικρές γκαλερί και – γιατί όχι; Μπορεί να εκθέσει μερικά από τα δικά του έργα, επίσης. Ο Αμερικανός άσος έρχεται στην Ελλάδα για να γεμίσει τη ρακέτα του τριφυλλιού και να γεμίσει νέες ιδέες για το ατελιέ του.

Ναι, δεν είναι η συνηθισμένη περίπτωση αθλητή. Ποτέ δεν ήταν.

«Είναι πραγματικά ένα πολύ ιδιαίτερο παιδί. Εύχομαι να μην τον χαλάσουμε». Στην αυλαία της καριέρας του στη Γιούτα, ένας άνθρωπος με 16 χρόνια εμπειρίας στους πάγκους, είχε καταλάβει την ποιότητα του ανθρώπου που ότι είχε επιλεχτεί στο νούμερο 55 του ντραφτ. Δε θα έπρεπε να φοβάται, όμως. Η Γκουΐν τα ήξερε όλα προτού καν φτάσει ο Τζέρι Σλόαν να ακούσει το όνομα του Τζέρεμι Έβανς. Ήξερε το γιο της. Ήξερε τον αδερφό της. Την τρόμαζε το DNA. Ήξερε τι έπρεπε να κάνει. Έδωσε σαφείς εντολές. Ο Τζέρεμι ήταν ο πρωτότοκος. Ο Τζάστιν ακολουθούσε. Θα έπρεπε να μένουν σπίτι. Δε θα έβγαιναν εκτός αν υπήρχε λόγος. Δε θα έβλεπαν τηλεόραση. Δε θα είχαν περίεργους φίλους. Πατέρας απών. Και ο θείος, κάποτε θρύλος στα ανοικτά γήπεδα και λαμπρό αστέρι του κολεγιακού μπάσκετ, στη φυλακή.

«Δεν προσπαθούμε να χρησιμοποιήσουμε τον αδερφή μου ως το μαύρο πρόβατο. Τον αγαπάω πάρα πολύ. Αγαπάω την οικογένειά μου. Όμως δίνει χρόνια μάχη με τα ναρκωτικά, με τις διατροφές για τα παιδιά και τέτοια πράγματα. Και ξέρω πόσο εύκολα χάνεις το δρόμο σου». Ο Τζέρεμι δεν το ήξερε τότε. Προφανώς και δεν διασκέδαζε να του επιτρέπεται να πηγαίνει μόνο στην πισίνα και στο γήπεδο μπάσκετ ή να μην βλέπει τηλεόραση. Κάποια στιγμή, όμως, το κατάλαβε. Και κατάλαβε πώς η φούσκα που είχε δημιουργήσει η μητέρα του τον κράτησε ασφαλή. Ακόμα και στο λιλιπούτειο Κροσέτ του Αρκάνσας. Τι μπορεί να συμβεί σε μια πόλη πέντε χιλιάδων κατοίκων;

«Ήμουν δώδεκα ετών όταν οι φίλοι μου με ρώτησαν αν θέλω να δοκιμάσω κάτι διαφορετικό. Τότε κατάλαβα ότι αγαπάω τον θείο μου, αλλά δε θέλω να ακολουθήσω το δικό του μονοπάτι. Οι γονείς πάντα σού λένε ότι έχουν περπατήσει αυτό το δρόμο και είναι καλύτερα να μην πας κι εσύ. Με βοήθησε. Η μητέρα μου ήξερε ποιο ήταν το καλύτερο για μένα. Όταν είσαι μικρός, δεν το καταλαβαίνεις. Τώρα κοιτάζεις πίσω και λες «ευχαριστώ»».

Η σχέση του Τζέρεμι με την Γκουΐν παρέμεινε αψεγάδιαστη, όπου κι αν εκείνος βρισκόταν. Στην αρχή δυσκολευόταν να λείπει από το σπίτι και να βρίσκεται μακριά της. Άντεξε στο κολέγιο, άντεξε στη Γιούτα το δούλεμα του κολλητού του, Γκόρντον Χέιγουορντ, και άντεξε ώστε να γίνει ο άνθρωπος που πάντα μπορούσε. Να είναι αθλητής, αλλά και καλλιτέχνης. Να είναι ο cool φόργουορντ του Western Kentucky, που έφτανε στο Sweet Sixteen, αλλά και ο ευαίσθητος – σχεδόν εύθραυστος – άνδρας που παρακολουθούσε ευλαβικά το μάθημα των καλών τεχνών στο κολέγιο.

Σκιτσογραφίες…

«Ζωγραφίζω από τότε που ήμουν πέντε ετών. Έδειξα μια ζωγραφιά στη μαμά μου και της είπα ότι την έκανα εγώ, αλλά στην πραγματικότητα απλά την είχα βρει. Ήταν κάποιο καρτούν. Όταν το ανακάλυψε, με έβαλε να το κάνω ξανά, σε ελεύθερο σκίτσο. Το είδα σαν πρόκληση. Ανταγωνιστικά. Το έβλεπα σαν το μπάσκετ. Και ανακάλυψα ότι ήμουν καλός σε αυτό».

Έτσι ξεκίνησαν να πηγαίνουν αυτά τα δύο. Μαζί. Παράλληλα. Ταυτόχρονα. Έπαιζε μπάσκετ και ζωγράφιζε. Χρησιμοποιούσε το μπάσκετ ως πηγή έμπνευσης. Ζωγράφιζε τους συμπαίκτες του, ζωγράφιζε τα τοπία που έβλεπε, ζωγράφιζε τους ήρωές του. Τον Μάικλ Τζόρνταν και τον Κέβιν Γκαρνέτ. Τον Ντιρκ Νοβίτσκι, όταν έπαιξαν μαζί. Τον Αντρέι Κιριλένκο, όταν του δάνεισε ένα κοστούμι για να μπορέσει να πάει στο πρώτο του ματς ως ρούκι στη Γιούτα. Τον Λεμπρόν Τζέιμς. Τον Κόμπι Μπράιαντ, μετά το θάνατό του. Τη μητέρα του. Τον κολλητό του. Τον Τζέρι Σλόαν, ο οποίος παραπονέθηκε ότι του έκανε μεγάλη μύτη. Τη σύζυγό του.

«Στο σχολείο κατάλαβα ότι είμαι καλός. Τα υπόλοιπα παιδιά έφτιαχναν άκαμπτες φιγούρες ανθρώπων κι εγώ μπορούσα να ζωγραφίζω ολόκληρο το σώμα. Δεν ήταν, όμως, μέχρι το γυμνάσιο που ξεκίνησα να το κάνω πιο σοβαρά. Άρχισα να επισκέπτομαι γκαλερί και να βλέπω διαφορετικά έργα. Συνηθίζω να το κάνω σε όποια πόλη ταξιδεύω. Προς το παρόν είναι κάτι που κάνω για διασκέδαση, για αποφόρτιση, για χόμπι. Όταν τελειώσει το μπάσκετ, όμως, αυτό σκοπεύω να κάνω. Και θα δούμε πού θα με πάει».

Το μπάσκετ, λοιπόν… Πέρα από πηγή έμπνευσης για τα έργα του, ήταν και η αθλητική του κατεύθυνση. Με μέσο όρο 25,6 πόντων, δέκα ριμπάουντ και τεσσάρων κοψιμάτων στο γυμνάσιο δε δυσκολεύτηκε να βρει υποτροφία για κολέγιο. Δυσκολεύτηκε, όμως στο κολέγιο. Ο Κεν ΜακΝτόναλντ, τότε προπονητής του Western Kentucky, δυσκολεύτηκε αρκετά να ξεκλειδώσει τον ντροπαλό και νοσταλγικό Τζέρεμι. «Ήταν πολύ αδύνατος ακόμα. Και δεν ήταν καθόλου επιθετικός στο παιχνίδι του. Δεν ήθελε να σουτάρει. Τι πράγμα κι αυτό; Όλοι οι παίκτες στο κολέγιο ονειρεύονται να έχουν τη μπάλα και εκείνος δεν έδινε καν σημασία. Του έλειπε το σπίτι του. Δεν είχε ζήσει ποτέ μακριά από το Κροσέτ και δεν μπορούσε να προσαρμοστεί. Ήθελε σχεδόν κάθε χρόνο να αφήσει το κολέγιο και να γυρίσει σπίτι».

Το κλειδί ήταν – ποιος άλλος; - η Γκουΐν. «Μπορούσα να καταλάβω από πού προέρχεται και γιατί σκέφτεται έτσι, οπότε μόλις εκείνη με εμπιστεύτηκε, ήξερα ότι το παιδί θα γίνει εξαιρετικό. Και έγινε». Στην πρόοδο του Έβανς έπαιξε ρόλο και το γεγονός ότι εγκατέλειψε τον στίβο, όπου ήταν ένας ελπιδοφόρος άλτης του ύψους, και αφοσιώθηκε στο μπάσκετ. «Φαινόταν ότι μόλις επικεντρωθεί σε ένα άθλημα, θα είναι εκπληκτικός. Αλλά δεν ήξερα αν το άθλημα αυτό θα ήταν το μπάσκετ».  

Το κάθετο άλμα του και το άνοιγμα χεριών του ήταν παροιμιώδη και ικανά να τον πάνε ψηλά. Αποφοίτησε από το κολέγιο με δέκα πόντους μέσο όρο, 6,9 ριμπάουντ και 6,9 ασίστ, ένας ψηλός που μπορούσε να κάνει τα πάντα μέσα στο γήπεδο και μπορούσε να βρει δουλειά στο ΝΒΑ. Τη βρήκε. Η αθλητικότητα, εξάλλου, ποτέ δεν είναι περιττή στην άλλη άκρη του Ατλαντικού και γι ‘αυτή του την αθλητικότητα θα γινόταν viral ξανά και ξανά. Κέρδισε τον διαγωνισμό καρφωμάτων το 2012, έχασε στον τελικό σε εκείνον του 2013, είδε τη φάση με το κόψιμο και το κάρφωμα στον Ρόνι Τουριάφ να παίρνει εκατομμύρια θεάσεις, αλλά δεν είδε σταθερότητα.

Το διαρκές on and off στο ΝΒΑ αντιλήφθηκε ότι δεν μπορεί να του προσφέρει όσα ήθελε και επέλεξε να γίνει «μόνιμος» κάτοικος Ευρώπης. Του ήρθε λίγο απότομο το κρύο στη Ρωσία, όπου προσγειώθηκε για πρώτη φορά το 2016, όμως αφού επέστρεψε το 2019 μάλλον έμαθε να το συνηθίζει. Όπως συνήθισε να του σφυρίζουν φάουλ ευκολότερα από την Αμερική, συνήθισε τον κανονισμό για τα βήματα, συνήθισε το ευρωπαϊκό μπάσκετ αρκετά, ώστε να το απολαμβάνει. Χίμκι, Νταρουσάφακα, Χίμκι ξανά, Αρμάνι και σύντομα Παναθηναϊκός.

State of art…

State of art…