MENU
Χρόνος ανάγνωσης 19’

Ας μιλήσουμε για το ποιος είναι ο GOAT, λοιπόν…

0

Αν σου έβαζε κάποιος το πιστόλι στον κρόταφο- τηρώντας, πάντα, τους κανόνες του social distancing- θα έλεγες πως επρόκειτο για μια μεταφυσική εμπειρία: με το που έπεσαν οι τίτλοι τέλους του 10ου επεισοδίου του “Last Dance” και προτού καν προλάβουν οι τρίχες στα χέρια σου να επανέλθουν στο έδαφος από την στρατόσφαιρα που τις είχε στείλει η πρωτοφανής ανατριχίλα, μεταφέρθηκες αυτοστιγμεί, θαρρείς, εδώ, στη μέση ενός πολυπληθούς πουθενά.

Δε διαμαρτύρεσαι, έχεις την καλύτερη παρέα- τον ίδιο σου τον εαυτό (τον πας τον συγκεκριμένο τύπο, πάντα τα βρίσκετε οι ένας σας). Για την ακρίβεια είσαι… πολλοί, καθώς βλέπεις πολλαπλά είδωλα του εαυτού σου στο βάθος.

Ένα δωμάτιο με καθρέφτες, λοιπόν. Κάποιο είδος αλληγορικής ενδοσκόπησης, ίσως;

Πριν απαντήσεις σ’ αυτό το καίριο ερώτημα που δεν έθεσε κανείς, τα πράγματα γίνονται απείρως πιο παράξενα- μα, ταυτόχρονα, και οικεία: από κάποιο προαιώνιο μεγάφωνο ακούγονται οι πρώτες νότες του “Sirius” των Alan Parsons Project κι αυτομάτως, σαν basketball junkie που είσαι (παλιά ήσουν μόνο το δεύτερο, αλλά ευτυχώς άφησες πίσω σου εκείνες τις ομιχλώδεις μέρες), ετοιμάζεσαι να μιμηθείς τον εκφωνητή των Μπουλς, αλλά σταματάς.

 Ευθεία μπροστά σου υπάρχει μια ταμπέλα από νέον που αναβοσβήνει μανιωδώς και λέει «Βγάλτε τις οπαδικές σας παρωπίδες». Μετά από λίγα δευτερόλεπτα, σε μια εκκωφαντικά υπόκωφη έκρηξη λεκτικής οργής, το μήνυμα αλλάζει. Πλέον, γράφει:

Η Ιστορία είναι μια διαρκής συνωμοσία εναντίον της αλήθειας

Καταλαβαίνεις. Περπατάς μερικά διστακτικά βήματα, κάνεις στην άκρη την κουρτίνα που σε χωρίζει από τον ίδιο σου τον εαυτό και σε κοιτάς στα μάτια από 23 διαφορετικές μεριές. Το debate ξεκινά.

Σου ψιθυρίζεις στο κέντρο ακριβώς του κεφαλιού σου, με χείλια που φτύνουν άηχες λέξεις:

  • Ένα από τα πιο βασικά επιχειρήματα υπέρ τους Μάικλ στην άτυπη «μάχη» για τον κορυφαίο όλων των εποχών (GOAT)- και ιδίως όταν τον συγκρίνουν με ΛεΜπρόν, Μάτζικ, Μπερντ, Τσάμπερλεϊν, Κόμπε- είναι τα 6 πρωταθλήματα. Όλοι λένε, με μια πρόδηλη ειρωνεία στον τόνο της φωνής, «Όταν φτάσει ποτέ κανείς τα έξι, το ξανασυζητάμε». Κανείς δε (φαίνεται να) λέει, όμως, πως αν το απόλυτο κριτήριο είναι οι τίτλοι, ο Μπιλ Ράσελ με τα 11 δαχτυλίδια - και την εν γένει αξιοζήλευτη καριέρα- στέκεται πάνω απ’ όλους και ο Σαμ Τζόουνς των 10 θα έπρεπε να μπαίνει στην συζήτηση.
  • Όλοι λένε πως ο Τζόρνταν ήταν ο απόλυτος νικητής, ο παίκτης που έπαιρνε την ομάδα από το χέρι και την έφτανε μέχρι τη γη της πορτοκαλή Επαγγελίας. Κανείς δε λέει πως ο MJ δεν είχε καταφέρει ποτέ να προκριθεί στον 2ο γύρο των playoffs πριν την έλευση του Πίπεν και ότι μετρούσε 1-9 νίκες στην postseason χωρίς το έτερό του ήμισυ. Ξέρετε, για παράδειγμα, ποιος παίκτης δεν έχει αποκλειστεί ποτέ στον πρώτο γύρο σε όλη του την καριέρα, ακόμα κι όταν είχε συμπαίκτες που δύσκολα θα έβρισκαν θέση στο ρόστερ του Ρεθύμνου στη μετα-κορωνοϊού εποχή; Ακριβώς: ο ΛεΜπρόν.
  • Όλοι λένε πως ο Air είναι τόσο πολύ μπροστά από τους υπόλοιπους επειδή έπαιξε στη δυσκολότερη εποχή στα χρονικά του ΝΒΑ και διέπρεψε. Κανείς δε λέει πως αυτή η πρόταση είναι, εν πολλοίς, κατασκευασμένα κουραφέξαλα: την χρονιά του Last Dance, για παράδειγμα, όταν και το Σικάγο κατέκτησε τον 6ο και τελευταίο του τίτλο, το ΝΒΑ ήταν για ελεγχόμενα κλάματα, καθώς 6 από τις 29 ομάδες της λίγκας είχαν λιγότερες από 20 νίκες (Ράπτορς 16-66, Νάγκετς 11-71, Γκρίζλις 19-63, Ουόριορς19-63, Κλίπερς 17-65, Mάβερικς 20-62).
  • Όλοι λένε- και αυτό φάνηκε από το πόσο εξωφρενικά μονόπλευρο ήταν το (εθιστικό, κατά τ’ άλλα) Last Dance, με το 70% να επικεντρώνεται στον πρωταγωνιστή του- πως ο Μάικλ οδήγησε σε δυσθεώρητα ύψη τους Μπουλς. Ο Μάικλ. Σχεδόν μόνος του. Κανείς δε λέει πως για να το κάνει αυτό χρειάστηκε στην πορεία την συνδρομή του κορυφαίου νο2 ever, του κορυφαίου ριμπάουντερ ever, του κορυφαίου προπονητή ever κι ενός από τους κορυφαίους Ευρωπαίους ever. 
  • Όλοι λένε πως ο Τζόρνταν κυριάρχησε όταν το πρωτάθλημα ήταν «πιο αντρικό» και παίζουν ξανά και ξανά τα στιγμιότυπα από το ξυλίκι των Πίστονς (οι οποίοι, βέβαια, εκτός από ξυλίκι τύγχανε να είναι και ομαδάρα). Κανείς δε λέει πως στα late-80s και στα 90s τα αθλητικά προσόντα του MJ τα είχε μόνο αυτός σε όλη τη λίγκα (ή, στην καλύτερη, μισή χούφτα παικτών) και για κάθε μια σφαλιάρα που έτρωγε υπήρχαν ακόμα 10 φάσεις στο ματς που άφηνε τους πάντες πίσω 2 μέτρα ή πηδούσε 60 ίντσες πάνω από τον προσωπικό του αντίπαλο. Αν θέλουμε να κάνουμε μια ιντριγκαδόρικη σύγκριση με το σήμερα, υπάρχουν τουλάχιστον 20 υπεραθλητές πρώτης γραμμής (Γιάννης, ΛεΜπρόν, Ζάιον κτλ)- πράγμα απολύτως λογικό, μιας και η αθλητική ζωή εξελίσσεται μέρα με τη μέρα.
  • Όλοι λένε πως ο Τζόρνταν ήταν μοναδικός γιατί απέδιδε εξίσου καλά (διόρθωση: αδιανόητα καλά) και στις δύο πλευρές του παρκέ, εξυμνώντας τις ικανότητές του στο πίσω μισό, κάτι που τεκμαίρεται κι από το γεγονός πως το 1988 πήρε (και) το βραβείο του Αμυντικού της Χρονιάς. Κανείς δε λέει πως ο Σκότι ήταν απείρως καλύτερος αμυντικός απ’ ό,τι ο Air ή πως στα δύο three-peat ήταν μόλις ο 3ος πιο ικανός αμυντικός της ίδιας του της ομάδας, μιας και στο ρόστερ υπήρχαν οι Γκραντ (1991-1993) και Ρόντμαν (1996-1998).
  • Όλοι λένε πως ο MJ αποτέλεσε το πρότυπο και πως ο αδικοχαμένος Κόμπε απλά κόπιαρε όλες του τις κινήσεις, εκτελώντας χρέη καλοδουλεμένου κακέκτυπου. Κανείς δε λέει πως και ο MJ και ο Μπράιαντ κυριάρχησαν στο ΝΒΑ, μόνο που ο δεύτερος το έκανε σε μια πολύ πιο απαιτητική περίοδο, αυτήν των 00s, όταν στην άμυνα επιτρεπόταν η ζώνη, οι βοήθειες στα πλαϊνά ήταν σύνηθες φαινόμενο σε κάθε κατοχή, στο παρκέ σε περίμεναν ορισμένα από τα πιο λυσσαλέα σκυλιά του πολέμου (Μπρούερ, Μπόουεν, Αρτέστ, Μπατίερ) και έπρεπε να δουλέψεις σκληρά για κάθε σου καλάθι- εν αντιθέσει με τα 90s όπου, κατά βάση, υπήρχε το man-to-man, εκεί που ο Τζόρνταν απλά δεν παιζόταν. 
  • Όλοι λένε για τα μυριάδες στατιστικά κατορθώματα του θρύλου των Μπουλς, παρουσιάζοντάς τα με τρόπο που βολεύει την εκάστοτε περίσταση προκειμένου ο Μάικ να βγει από πάνω. Κανείς δε λέει πως αν πάρουμε τα «στείρα» νούμερα, τότε ο Καρίμ Αμπντούλ Τζαμπάρ θα έπρεπε να είναι μάλλον το διαχρονικό νο1.
  • Όλοι στέκονται στο 6/6 του Τζόρνταν σε τελικούς (ένα, αδιαμφισβήτητα, εκπληκτικό κατόρθωμα). Ουδείς λέει, όμως, πως ο Air έπρεπε να κερδίσει και τις 6 φορές, πολύ απλά γιατί ήταν το απόλυτο φαβορί: το 1991 οι Λέικερς ήταν μια γερασμένη ομάδα με τον Μάτζικ σε εμφανή πτώση, τον Γουόρθι τραυματία και τους (στυλοβάτες των προηγούμενων ετών) Καρίμ και Κούπερ να έχουν αποσυρθεί. Το 1992 οι Μπλέιζερς είχαν μεν τον Ντρέξλερ (ο οποίος θεωρείτο- και μάλλον ήταν- ο 2ος καλύτερος shooting guard της Λίγκας, κάτι που δείχνει το γενικότερο επίπεδο του πρωταθλήματος), αλλά ξεκινούσαν με βασικούς τους Τζερόμ Κέρσι και Κλίφορντ Ρόμπινσον. Το 1993 το Φοίνιξ «κατέβαζε» τον MVP Μπάρκλεϊ, αλλά ο Κέβιν Τζόνσον ήταν λαβωμένος και ο βασικός τους σέντερ ήταν ο Μαρκ Ουέστ- nuffsaid, που λένε και τ’ Αμερικανάκια. Το 1996 οι Σόνικς διέθεταν Πέιτον-Κεμπ, αλλά όπως θα είδατε και στο ντοκιμαντέρ πριν την σειρά των τελικών άπαντες περίμεναν “Massacre” (σφαγή, δηλαδή), κάτι που καταδείκνυε τη χαώδη διαφορά ποιότητας των Μπουλς με την ομάδα του Σιάτλ. Το 1997 οι Τζαζ έκαναν υπέρβαση που έφτασαν στους τελικούς (πέταξαν έξω τους Ρόκετς των Ολάζουον- Μπάρκλεϊ-Ντρέξλερ) και δεν τους έδινε κανείς πιθανότητες, ενώ το 1998, στους πιο αμφίρροπους τελικούς που έπαιξε ποτέ ο MJ, τους έλειπε ένας ικανός αμυντικός στο 2-3 που θα έβαζε δύσκολα στην περιφέρεια των «Ταύρων».
  • Συνέχεια εκ του προηγούμενου: όλοι λένε πως ο Μάικλ δεν έχασε ποτέ σε τελικούς, ενώ ο ΛεΜπρόν έχει 3-6. Κανείς δε λέει, όμως, πως ο Τζέιμς τα έκανε πραγματικά μαντάρα μόνο τη μία φορά σε αυτούς τους 9 τελικούς: το 2011, με το περίφημο “Meltdown” κόντρα στο Ντάλας του Νοβίτσκι, όταν και ηττήθηκε από μια πραγματικά κατώτερη ομάδα. Ας αναλύσουμε εν τάχει τις υπόλοιπες προσπάθειές του: το 2007, στη μόλις 2η postseason της καριέρας του, πήγε στους τελικούς τους Καβς με συμπαίκτες τους Γκούντεν, Ιλγκάουσκας, Πόλαρντ, Γκίμπσον και λοιπά μεγαθήρια, τα οποία αργά ή γρήγορα θα μπουν στο Hall of Fame- για να το σφουγγαρίσουν εν όψει κάποιας εκδήλωσης, ειδάλλως ούτε στα 150 χιλιόμετρα δεν το πλησιάζουν. Κόντρα στους Σπερς των Ντάνκαν-Τζινόμπιλι-Πάρκερ έμοιαζε με θηριώδες πρόβατο επί σφαγή. Το 2012 και το 2013 το πήρε, το 2014 κόντρα και πάλι στην αρμάδα των Σπερς και με τους Ουέιντ και Μπος να κάνουν μετριότατους, για τα δεδομένα τους, τελικούς, δεν είχε τύχη. Το 2015 απέναντι στους απίθανους Ουόριορς των Κάρι-Τόμπσον-Γκριν έπαιξε χωρίς Λοβ και Ίρβινγκ που ήταν τραυματίες, και λίγο έλειψε να στείλει την σειρά σε 7ο ματς έχοντας βασικούς τους Μοζγκόφ, Ντελαβεντόβα και Σάμπερτ. Αν δεν χτυπούσαν οι δύο άλλοι σταρ του Κλίβελαντ, τότε ο LBJ σήμερα θα είχε 4 δαχτυλίδια. Το 2016 το πήρε σκαρώνοντας την ανατροπή του αιώνα, ενώ το 2017 και το 2018 υπήρχε η παρακάτω εικόνα που ισούται με 25.344 λέξεις. Ο ΛεΜπρόν έκανε triple-double (ο πρώτος στα χρονικά σε finals) σε μ.ο. το 2017 και το 2018 το άγγιξε εκ νέου, όμως το Γκόλντεν Στέιτ είχε πλέον και τον Ντουράντ- 4 All-Stars, δηλαδή, εναντίον 1.
  • Όλοι λένε πως ο MJ ήταν το απόλυτο πρότυπο, γι’ αυτό οι πάντες ήθελαν να γίνουν σαν τον Μάικ (“Be like Mike”). Κανείς δε λέει πως ο Τζόρνταν υπήρξε τυχερός, καθώς έζησε στην απόλυτα «σωστή» περίοδο και τα όσα- αναντίρρητα σπουδαία- έκανε στο παρκέ έφταναν αρκούντως γρήγορα στα πέρατα της γης, ενώ τ’ αρνητικά κρύβονταν εντέχνως κάτω από το χαλί. Φαντάζεστε να έπαιζε πχ στο σήμερα, όταν τα παραστρατήματά του εκτός 4 γραμμών (ας πούμε τη φάση στο Atlantic City ή τις μυριάδες άλλες βραδιές που πέρασε τζογάροντας) θα γίνονταν το άλλο δευτερόλεπτο παγκοσμίως γνωστά λόγω twitter, θα κυκλοφορούσαν στο δευτερόλεπτο φωτογραφίες του που θα τον έδειχναν να γυρίζει ξημερώματα πριν από ματς τελικών της Ανατολής και ούτω καθεξής; Στο clean-cut NBA που είχε επιβάλει, φερ’ ειπείν, dress code για να μη φοράει τα φαρδιά του ρούχα ο… αληταράς Άιβερσον, η εικόνα του αψεγάδιαστου Τζόρνταν θα θρυμματιζόταν πιο γρήγορα κι από κόκκαλο βουβαλιού που το πέταξε κάποιος σ’ ένα ποτάμι με πιράνχας.
  • Όλοι λένε για τα 25 νικητήρια καλάθια που πέτυχε στην καριέρα του. Κανείς δε λέει ότι έχει αστοχήσει, όμως, και σε 26 σουτ που θα έδιναν τη νίκη στην ομάδα του.
  • Όλοι λένε πως ο Μάικλ ήταν ο πιο dominant (κυριαρχικός) παίκτης στην ιστορία του μπάσκετ. Ουδείς λέει πως αυτός στην πραγματικότητα μάλλον ήταν ο Τσάμπερλεϊν ή ο Σακίλ. Ο Ο’ Νιλ τη δεκαετία που ήταν στο τοπ της απόδοσής του έκανε αυτομάτως διεκδικήτρια του πρωταθλήματος όποια ομάδα κι αν έπαιζε (Μάτζικ, Λέικερς, Χιτ). Έτσι δεν είναι;
  • Όλοι λένε πως ο Τζόρνταν είναι νο1 και αυτό δεν επιδέχεται αμφισβήτησης, γιατί το ξέρουν άπαντες και πρωτίστως ο ίδιος. Κανείς δε λέει πως ο MJ έδωσε το ΟΚ για ν’ αρχίσει να δουλεύεται το υλικό του Last Dance αμέσως μετά την επική ανατροπή του Κλίβελαντ κόντρα στους Ουόριορς και το 3ο δαχτυλίδι του Τζέιμς, όταν το debate για τον GOAT έγινε πιο έντονο από ποτέ και η πρωτοκαθεδρία άρχισε να τίθεται εν αμφιβόλω.  
  • Όλοι λένε για την εξωπραγματική εμφάνιση του Τζόρνταν με τους 63 πόντους κόντρα στους Σέλτικς στα playoffs του 1986. Κανείς δε λέει πως σ’ εκείνο το ματς οι Μπουλς έχασαν. Όλοι λένε για το 6ο ματς των τελικών του 1993 και το πόσο εκπληκτικός ήταν ο Μάικλ με τους 9 πόντους στην τελευταία περίοδο κόντρα στο Φοίνιξ, τότε που ο Πάξον με εύστοχο σουτ έδωσε τον τίτλο στο Σικάγο. Στους τελικούς του 2013, επίσης στο game 6, ο Τζέιμς πέτυχε 16 σερί πόντους «γυρίζοντας» το παιχνίδι κόντρα στους Σπερς και ο Ρέι Άλεν ευστόχησε στο τρίποντο που έστειλε το ματς στην παράταση. Στην πρώτη περίπτωση ο Air  χαρακτηρίστηκε ως “clutch”, στη 2η ο Ρέι Άλεν «έσωσε την καριέρα του ΛεΜπρόν». Το 1996, ειδικά από την στιγμή που ο Πέιτον ανέλαβε το μαρκάρισμά του, ο MJ τα «έσπασε» κόντρα στους Σόνικς και ο πραγματικός MVP της σειράς μάλλον ήταν ο Ρόντμαν- μαντέψτε πού κατέληξε το βραβείο. H λίστα των παραδειγμάτων διαφορετικής ή φιλικής σε βαθμό παρεξηγήσεως αντιμετώπισης που τύγχανε ο Τζόρνταν (όπως, όμως, και κάθε τεράστιος παίκτης) πρέπει να είναι μεγαλύτερη κι από αυτήν του Σίντλερ.

«Χριστέ μου, τι πολυλογία!», εξανίσταται το είδωλό σου από τον 12ο καθρέφτη. «Τελείωνε, το καταλάβαμε: μισείς τον Τζόρνταν και προσπαθείς να βρεις ψεγάδια εκεί που δεν υπάρχουν. Θες να αρχίσουν πάλι τα “βράσε μια μπάλα να πάρεις μυρωδιά, ρε μυρωδιά”;» σε ρωτάς.

Δεν απαντάς, απλώς μειδιάς. Σκέφτεσαι, όμως. Φωναχτά- έι, μιλάμε για μια μεταφυσική εμπειρία εδώ, έτσι δεν είναι; «Λίγο ακόμα και τέλος», υπόσχεσαι στον εαυτό σου και ρίχνεις μια κλεφτή ματιά στην επιγραφή με τα έντονα γράμματα νέον. Πλέον λέει:

Ο έρωτας προσθέτει στην Ιστορία μια τρίτη διάσταση

«Στην πραγματικότητα», μονολογείς από 23 διαφορετικές μεριές, «είναι αδύνατο να πεις ποιος είναι ο GOAT. Πώς στο καλό να συγκρίνεις, για παράδειγμα, τον Τζορτζ Μάικαν και τον Μπιλ Ράσελ- που έπαιζαν με παπούτσια που τα βάζουμε για να πάμε για καφέ και φορούσαν σορτσάκια που μπροστά τους αυτό του Γκάλη στο Ευρωμπάσκετ του 1987 είναι παντελόνα- με παίκτες του 2020; Πώς μπορείς να βάλεις στο ίδιο καζάνι τη λίγκα των 50s με τις 10 ομάδες, με αυτή των 30; Πώς γίνεται να συγκρίνεις Τσάμπερλεϊν, Ουέστ, Καρίμ με Μάτζικ, Μπερντ, Τζόρνταν, Κόμπι, Ντάνκαν, ΛεΜπρόν, όταν το ίδιο το άθλημα έχει αλλάξει τόσο πολύ μέσα σε μισό αιώνα; Πώς να συγκρίνεις πλέι μέικερ με δυάρια ή σέντερ;

Υπάρχουν σίγουρα κάποιες σταθερές. Για παράδειγμα, συμφωνούμε όλοι μας, λογικά, πως ο Ολάζουον σε κάθε εποχή και υπό οποιεσδήποτε συνθήκες θα ήταν καλύτερος του Χρήστου Τσέκου, αλλά μέχρι εκεί.

Ίσως το ασφαλέστερο να ήταν το GOHT: Greatest Of His Time- ο καλύτερος της εποχής του. Αν πιάναμε τα τελευταία 50 χρόνια πχ, θα λέγαμε πως o Καρίμ ήταν ο καλύτερος στα 70s, ο Μάτζικ στα 80s, ο Μάικλ στα 90s, ο Κόμπε στα 00s και ο ΛεΜπρόν στα 2010s. Όμως…

Όμως εδώ ήρθαμε για να βγάλουμε μια ετυμηγορία. Για να κιτρινίσουμε το όλο ζήτημα περισσότερο κι από τα μάτια του Τζόρνταν. Για να φέρουμε εις πέρας την ενδοσκόπηση.

Ιδού, λοιπόν: το να απαξιώνει κανείς τον ΛεΜπρόν θέλοντας να καταστήσει σαφή την υπεροχή του MJ, είναι τουλάχιστον βλακώδες. Ο Τζέιμς έχει ψηλότερο μπασκετικό IQ από τον Μάικλ, είναι καλύτερος πασέρ και ριμπάουντερ, αμυντικά είναι στα ίδια πάνω-κάτω (μόνο που, λόγω μεγέθους, ο King μπορεί να μαρκάρει σε περισσότερες θέσεις), έχει, συνολικά, καλύτερα αθλητικά προσόντα και είναι ο νο1 παίκτης που κάθε σώφρων GM διαχρονικά θα διάλεγε για να χτίσει γύρω του μια ομάδα- ο LBJ σε κάνει ομάδα πρωταθλητισμού απλά και μόνο με την παρουσία του, ο Μάικλ χρειάστηκε 4 ολόκληρες προσπάθειες για να περάσει έστω έναν γύρο στα playoffs. Επίσης, σηκώνει ολόκληρο τον μπασκετικό κόσμο στους ώμους του από τα 17, όταν και έγινε εξώφυλλο ως “The Chosen One” (ο Εκλεκτός) και αντί να λυγίσει από την πίεση, αυτός σάρωσε τους πάντες στο διάβα του- κάτι που λέει πολλά για τον χαρακτήρα του.

Πού τον «κερδίζει» ο Τζόρνταν; Στο ότι ο Μάικλ ήταν ο απόλυτος δολοφόνος στο παρκέ, διακατεχόταν από μια αδήριτη «ανάγκη» να σου ξεριζώσει την καρδιά και να την πατήσει με τα Air του μέχρι ν’ ακουστεί ο επιθανάτιος αρτηριακός της ρόγχος, ότι άπαξ και μυριζόταν αίμα τότε καλό θα ήταν να κρύψει κάποιος τα γυναικόπαιδα.

Με τον Κόμπε, παρά το τι ισχυρίζονται οι αμετανόητοι φαν του MJ, η απόσταση δεν είναι και τόσο μεγάλη μεταξύ τους. Ο Μπράιαντ πήρε το παιχνίδι του ειδώλου του και το κόπιαρε, όμως παράλληλα το εξέλιξε (βλ. τρίποντο, footwork). Μόνο που ο Μάικλ θα είναι πάντα το πρωτότυπο και ο Mamba η πιστή, σχεδόν αδύνατο να ξεχωρίσεις τη διαφορά, αντιγραφή.

Με τον Ράσελ των σχεδόν διπλάσιων πρωταθλημάτων, η χρονική απόσταση από το «τότε» αναλαμβάνει τη δουλειά, μιας και μιλάμε για 50+ χρόνια πίσω- ουδείς έχει δει, ας πούμε, ένα ολόκληρο παιχνίδι του θρύλου των Σέλτικς. Επίσης, είναι αλλιώς να παίρνεις 11 τίτλους με 8-12 ομάδες στην λίγκα, κι αλλιώς 6 με 29.

Τον Τσάμπερλεϊν τον κερδίζει στα δαχτυλίδια (ο Ουίλτ θα έπρεπε, δεδομένου του μεγαλείου του, να έχει τουλάχιστον 4-5 για να διεκδικήσει το νο1 του βάθρου), όπως και τους Μάτζικ/ Μπερντ που απογείωσαν ολόκληρο το οικοδόμημα του ΝΒΑ στα 80s, αλλά εν πολλοίς «αλληλοεξουδετερώθηκαν». Με τον Τζαμπάρ συγκρίνεται μεν, αλλά… δεν συγκρίνεται γιατί το παιχνίδι του MJ είναι πολύ πιο ελκυστικό στο μάτι απ’ ό,τι του Καρίμ- και, ναι, η ομορφιά είναι σημαντικό κριτήριο όταν μιλάμε για καλλιτέχνες τέτοιου βεληνεκούς.

Και, πάνω απ’ όλα, ο Μάικλ έχει την πιο καλή ιστορία. Έχει το σπάσιμο του ποδιού στη 2η σεζόν και τους 63 πόντους. Έχει τους Jordan Rules και το πώς ταπείνωσε τους Πίστονς αναγκάζοντάς τους να φύγουν με σκυμμένο το κεφάλι. Έχει το “The Shot”, το πρώτο three-peat, την απόσυρση, το μπέιζμπολ για 1.5 χρόνο και το ανηλεές «πένθος» που σκόρπισε στους μπασκετόφιλους η απουσία του.

Έχει το “Im back”. Έχει το 45 που ξανάγινε 23. Την γλώσσα να κρέμεται σε κάθε διείσδυση. Έχει το δεύτερο three-peat εν μέσω καινοφανών ερίδων με τη διοίκηση των Μπουλς. Έχει το Flu game. Το τελευταίο σουτ στη Γιούτα. Έχει το Last Dance.  

Έχει ακόμα μία απόσυρση, ακόμα μία επιστροφή που απέδειξε ότι είναι, εν τέλει, γήινος, έχει τους 51 πόντους στα 38+ χρόνια του. Έχει αυτό το βλέμμα. Έχει έναν ορκισμένο «στρατό» από φαν που προτιμούν να βγουν για ένα ποτηράκι κώνειο με τον Σωκράτη, παρά να πουν κάτι αρνητικό γι’ αυτόν (ακόμα κι αν κατά βάση βλέπουν highlights του στο YouTube και ποτέ ολόκληρα ματς). Κανενός άλλου παίκτη η πορεία δεν μοιάζει τόσο πολύ με παραμύθι, κανείς δεν πλησιάζει αυτή την ατόφια μαγεία- ακόμα κι αν πολλές φορές μοιάζει a priori επιβεβλημένη.

Ποτέ μην υποτιμάς, φίλε μου, τη δύναμη μιας πραγματικά καλής ιστορίας- ιδίως αν ο πρωταγωνιστής φοράει μια λευκή-κόκκινη φανέλα με το 23 επάνω.

Είναι εκείνες που κάνουν τον κόσμο να γυρνά κάθε μέρα, πάντα προς την σωστή πλευρά. Γι’ αυτό…

Γι’ αυτό σπάσε τους υπόλοιπους καθρέφτες, άφησε τον Χρόνο να λιώσει σαν παιδί που δεν έζησε, πιάσε το χέρι μου και πάμε. Θέλω να σου διηγηθώ την ιστορία του GOAT.

Ξεκινάει κάπως έτσι:

Frooooom North Caaaarolina, at guard, 6-6, Michael Jordan…»

Ας μιλήσουμε για το ποιος είναι ο GOAT, λοιπόν…