MENU
Χρόνος ανάγνωσης 12’

Η βαριά σκιά της Τούμπας: Ο Κρόιφ, ο Ρουμενίγκε και ο Ριβέρα

0

Οι μύθοι χτίζονται στις μεγάλες βραδιές, η έδρα γίνεται φρούριο όταν ο γηπεδούχος υποδέχεται το Γολιάθ, οι ομάδες αποκτούν και γεννούν οπαδούς όταν στο παλκοσένικο «χορεύουν» οι πολύ μεγάλοι παίκτες. Δεν είναι η πρώτη φορά που έρχεται ο Άγιαξ στην Ελλάδα, στη Θεσσαλονίκη, στην Τούμπα. Κοντά μισό αιώνα πριν, η ομάδα που άλλαξε την παγκόσμια ποδοσφαιρική κοσμοθεωρία, Φλεβάρη μήνα, στη γιορτή των ερωτευμένων, οι εραστές του total football είχαν την πρώτη ευκαιρία στα χρονικά να θαυμάσουν από κοντά τη μεγαλύτερη ίσως ομάδα που ανέδειξε το ποδόσφαιρο.

Στούι, Σουρμπίρ, Μπλέκενμπουργκ, Χούλσοφ, Κρολ, Χααν, Νέεσκενς, Μιούρεν, Σίχλερ, Κάιζερ, Ρεπ. Όλοι εκεί. Κι ανάμεσά τους εκείνος, ο ένας, αυτός που έσπασε το καλούπι: ο Γιόχαν Κρόιφ. Το ελληνικό κοινό είχε πάρει μια μικρή γεύση δυο χρόνια πριν στον τελικό του Wembley, είναι όμως εντελώς διαφορετικό πράγμα να ονειρεύεται κανείς μπροστά σε μια οβάλ ασπρόμαυρη οθόνη από τον Γιόχαν στο χορτάρι της Τούμπας.

Μιας Τούμπας που ήδη είχε ξεκινήσει να χτίζει το μύθο της, εξ αιτίας του πιο μεγάλου ΠΑΟΚ όλων των εποχών: του ΠΑΟΚ του ’70. Μια έξοχη ομάδα με καθοδηγητή τον Άγγλο Λες Σάνον και πλειάδα ποδοσφαιριστών που συνέθεταν ένα εκρηκτικό μείγμα από αρτίστες και πολεμιστές: Κούδας, Παρίδης, Σαράφης, Αποστολίδης, Στέφας, Τερζανίδης, Φουντουκίδης, Ασλανίδης μερικά μόνο ονόματα από εκείνη την αξεπέραστη ομάδα που έσπερνε τρόμο στους αντιπάλους της.

Ο ΠΑΟΚ υποδέχθηκε τον Άγιαξ όντας πρωτοπόρος στη βαθμολογία και φαβορί για το πρωτάθλημα. 36.676 άνθρωποι πλήρωσαν εισιτήριο για να παρακολουθήσουν ένα φιλικό. Σαράντα χιλιάδες άνθρωποι ήθελαν λίγη από τη μαγεία του Κρόιφ. Έχω την αίσθηση ότι τότε άναψε η σπίθα για το μεγάλο μύθο της Τούμπας, τότε απέκτησε το συγκεκριμένο γήπεδο τη βαριά σκιά που το ακολουθεί μέχρι σήμερα.

Συνηθίζουμε να υπερβάλλουμε, να κάνουμε λόγο για «καμίνι», για γήπεδα που «κοχλάζουν», για «κάστρα» και ούτω καθεξής. Η Τούμπα ήταν μακράν το δυσκολότερο γήπεδο στην Ελλάδα, τα τσιμέντα της λύγιζαν τους καλύτερους, τους κορυφαίους. Και ασφαλώς δεν γίνεται λόγος για τον άθλο -όπως αντιμετωπίστηκε από Τύπο και φίλαθλο κοινό- της ισοπαλίας με τον μεγάλο Άγιαξ του Κρόιφ. Εκείνο το φιλικό όμως ήταν το έναυσμα, η σπίθα που άναψε τη φωτιά.

Εκείνη τη μέρα των ερωτευμένων στην Τούμπα, ο Γιόχαν αγωνίστηκε σκάρτο μισάωρο. Αντικαταστάθηκε στο 26ο λεπτό, δίνοντας τη θέση του σε μια άλλη τεράστια μορφή των Ολλανδών, στον Άρνε Μιούρεν. Μπρος στον Κρόιφ όμως, όλοι οι υπόλοιποι φαίνονταν «κανονικοί» κι ας ήταν αρτίστες και του λόγου τους.

Τον «έλιωσε» τον Άγιαξ ο ΠΑΟΚ, δεν ήταν μόνο το γκολ του Σαράφη, ήταν το αδιάκοπο σφυροκόπημα που οι Ολλανδοί δεν περίμεναν σε καμία των περιπτώσεων να αντιμετωπίσουν στη Θεσσαλονίκη. Ισοφάρισε ο Άρι Χάαν με απευθείας εκτέλεση φάουλ τρία λεπτά πριν το παιχνίδι περάσει στην ιστορία. Γιατί όντως πέρασε στην ιστορία εκείνο το παιχνίδι και μνημονεύεται μέχρι τις μέρες μας σαν κάτι πολύ μεγάλο, σαν κάτι εντελώς εκτός πραγματικότητας για το ελληνικό ποδόσφαιρο.

Τρεις φορές όλες κι όλες είχε παίξει ο ΠΑΟΚ στην Ευρώπη, όλες στο τότε «Κύπελλο Εκθέσεων». Η μοναδική αξιοπρεπής παρουσία είχε γίνει εκείνην ακριβώς τη χρονιά, κόντρα στη μεγάλη Ραπίντ Βιέννης που τον απέκλεισε χάρις στα εκτός έδρας γκολ για το κύπελλο κυπελλούχων. Ναι, εκείνος ο ΠΑΟΚ μόλις είχε κατακτήσει και τον πρώτο τίτλο της ιστορίας του, περνώντας δια πυρός και σιδήρου από τον προημιτελικό του Χαριλάου με τον Άρη και φτάνοντας στο νέκταρ του 2-1 με τον Παναθηναϊκό. Στο γήπεδο Καραϊσκάκη, σε εκείνη τη ραψωδία του Γιώργου Κούδα που ήταν και είναι για τον ΠΑΟΚ το απόλυτο σημείο αναφοράς.

Εκείνη η ισοπαλία με τον Άγιαξ στο φιλικό του 1973 έδωσε το σύνθημα, ο Κρόιφ δεν έφυγε, παρακολούθησε ολόκληρο το δεύτερο ημίχρονο στον πάγκο, ρουφώντας το ένα τσιγάρο πίσω από το άλλο, μέσα στη μοντέρνα καμπαρντίνα του. Δεν την ξέχασε την Τούμπα, την ξαναβρήκε μπροστά του δυο χρόνια μετά, το φθινόπωρο (16 Σεπτεμβρίου) του ’75. Και υπέκυψε.

Δεν φορούσε πια τη φανέλα του Άγιαξ, είχε ήδη μεταγραφεί στη μεγάλη του αγάπη, τη Μπάρτσα. Και η Τούμπα λύγισε και τη Μπάρτσα του Μόρα, του Ντέλα Κρουζ, του παγκόσμιου Βραζιλιάνου Μαρίνιο, του Μαρθιάλ, του Κορμίνας, του Ασένσι, του μεγάλου Περουβιανού Σοτίλ, του Ρέσακ, του Νέεσκενς, η λίστα είναι ατέλειωτη. Ο «Μεγαλέξανδρος» το είχε βάλει και τότε. ΠΑΟΚ-Μπαρτσελόνα 1-0, στην πρεμιέρα των αετών στο ΟΥΕΦΑ.

Ο ΠΑΟΚ δεν ήταν πια πρωτάρης, δεν ήταν ψαρωμένος, παρά το γεγονός ότι τη θέση του Λες Σάνον είχε πάρει ο Γκιούλα Λόραντ. Το μέλος της «χρυσής ομάδας» των Μαγυάρων του ’50, ανέλαβε τη δυσκολότερη αποστολή και σε χρόνο μηδέν εξαφάνισε τη δυσπιστία και σε αρκετές περιπτώσεις και την καχυποψία της πάντα «υπερβολικής» Θεσσαλονίκης.

Με το Γκιούλα πανηγύρισε το πολυπόθητο πρωτάθλημα ο ΠΑΟΚ, χρειάστηκε να περάσουν χρόνια για να πάρει εκείνη η ομάδα αυτό που άξιζε, το κατάφερε το 1976, θα έπρεπε να το έχει πιστωθεί νωρίτερα. Το ζήτημα είναι ότι το 1975 η Τούμπα τον είχε ήδη χτίσει το μύθο της, όχι μόνο εντός συνόρων με την απαρχή της περίφημης «παράδοσης», αλλά με την τεράστια πορεία στα προημιτελικά του κυπελλούχων της σεζόν 1973/74.

Το βράδυ της 7ης Νοεμβρίου του 1973 στη Θεσσαλονίκη, δόθηκε μία από τις ωραιότερες και πληρέστερες παραστάσεις ελληνικής ομάδας στην ιστορία των ευρωπαϊκών Κυπέλλων. Ο ΠΑΟΚ διέλυσε τη Λυών με 4-0, ένα σκορ που θα μπορούσε να είναι κάλλιστα και διπλάσιο. Από νωρίς η Τούμπα γεμάτη, η ορμή του κόσμου και της ομάδας μεγαλύτερη κι από την πιο φουσκωμένη θάλασσα που είδε ποτέ ο Θερμαϊκός.

Οι Γάλλοι μεθυσμένοι από την ατμόσφαιρα και την ποδοσφαιρική πανδαισία που εκτυλίχθηκε από τον αντίπαλό τους, περιορίστηκαν σε ρόλο θεατή. Το πρώτο γκολ ήρθε λίγο πριν το πρώτο μισάωρο, στο 26’ μετά από κούρσα του Τερζανίδη από δεξιά και συστημένη σέντρα στο κεφάλι του αμαρκάριστου Παρίδη. Η ορμή της Τούμπας έφερε σχεδόν αμέσως και το δεύτερο, με το πέναλτι Αχιλλέα Ασλανίδη.

Όλοι περίμεναν ότι ο ΠΑΟΚ θα σταματήσει, ότι θα διαφυλάξει τα νώτα του για να κρατήσει το πολύτιμο σκορ. Υπολόγιζαν χωρίς την Τούμπα. Πριν τη συμπλήρωση της μιας ώρας αγώνα, συνδυασμός Αποστολίδη, Σαράφη, η μπάλα στο ημικύκλιο της μεγάλης περιοχής και ο επερχόμενος Δημήτρης Παρίδης, ο βραχύσωμος Πόντιος με τη μεγάλη καρδιά, χορεύει Μιχάιλοβιτς και Μπαεζά και με αριστοτεχνικό πλασέ γράφει το 3-0. Ο ΠΑΟΚ δεν σταματάει ούτε εκεί.

Δέκα λεπτά πριν το τελευταίο σφύριγμα, ο Χρήστος Τερζανίδης θα πετύχει το ομορφότερο γκολ του με τη φανέλα του ΠΑΟΚ. Ξεκίνησε πίσω από τη σέντρα, άδειασε όποιον αντίπαλο βρήκε μπροστά του και με διαδοχικές προσποιήσεις, μπήκε στην περιοχή και πλάσαρε αριστοτεχνικά στην αριστερή γωνία. 4-0. Ντελίριο. Ο ΠΑΟΚ είναι στους «8» του κυπέλλου κυπελλούχων, επιτυχία που παραμένει μέχρι σήμερα η μεγαλύτερη στην ιστορία του.

Κι όμως, εκείνη η ονειρική βραδιά δεν αποτυπώθηκε σε φιλμ, το παιχνίδι δεν μεταδόθηκε ποτέ από την τηλεόραση. Η μοίρα ήθελε εκείνη η μοναδική παράσταση να δοθεί μόνο για τους 40 χιλιάδες εκλεκτούς, ίσως για να επιτείνεται ες αεί ο μεγάλος μύθος της Τούμπας που λες και γιόρτασε πρόωρα την απελευθέρωση της Ελλάδας ολόκληρης από τη χούντα.

Ο κόσμος του ΠΑΟΚ γεμάτος όνειρα, απενοχοποιημένος και ευτυχισμένος: ο ΠΑΟΚ στα μεγάλα σαλόνια, ο ΠΑΟΚ κόντρα στη μεγάλη Μίλαν. «Μπιζίμ ΠΑΟΚ», οι παλιοί ξέρουν, οι παλιοί νιώθουν, κλείνουν τα μάτια και καταλαβαίνουν πόσα μπορεί να σημαίνει μια τέτοια φράση. «Ο δικός μας ΠΑΟΚ», ο ΠΑΟΚ της φτώχειας, του ρομαντισμού, του ξεριζωμού, ο ΠΑΟΚ που δεν καταλαβαίνουν οι άλλοι.

Ούτε η Μίλαν κέρδισε στην Τούμπα, η καλύτερη και πιο φημισμένη ομάδα που συμμετείχε στο θεσμό. Η κάτοχος του τροπαίου των διαστημικών άσσων όπως ο Τζάνι Ριβέρα και ο Γερμανός Σνέλινγκερ, οι rossoneri με τις γνωστές φιγούρες όπως ο πολύ γνωστότερος στο ελληνικό κοινό ως προπονητής, Τζοβάνι Τραπατόνι, αλλά και ο Αλμπέρτο Μπιγκόν που κάποτε πέρασε απ’ τα μέρη μας.

Ο ΠΑΟΚ προσγειώνεται στο Μιλάνο δύο φορές: την πρώτη με το αεροπλάνο στο αεροδρόμιο Linate και τη δεύτερη μέσα στο San Siro, όταν καταλαβαίνει τη διαφορά της επαγγελματικής ομάδας κλάσης με το επίπεδο του ελληνικού ποδοσφαίρου. Η ήττα με 3-0 είναι βαριά, αλλά πίσω περιμένει «η δύναμη της Τούμπας».

Κάποιοι στη Θεσσαλονίκη ορμώμενοι από τα συνεχιζόμενα αρνητικά αποτελέσματα της Μίλαν στο campionato, τολμούν να μιλήσουν ακόμη και για πρόκριση, mέρα με την ημέρα η αισιοδοξία στη Θεσσαλονίκη φουντώνει. O Σάνον επιστρατεύει έναν ιδιότυπο τρόπο για να «ντοπάρει» παίκτες και κόσμο και παραμονές του ματς λέει ότι ο ΠΑΟΚ έχει ξαναβάλει πρόσφατα 4 στην Ευρώπη και ταυτόχρονα απαγορεύει στους Μιλανέζους να κάνουν ακόμη και προπόνηση στην Τούμπα.

Κανένα πρόβλημα για τους Ιταλούς διότι κινητοποιείται άμεσα ο άσπονδος εχθρός του ΠΑΟΚ, ο συμπολίτης Άρης και της παραχωρεί ευγενέστατα το γήπεδο Χαριλάου για να γυμναστούν οι ποδοσφαιριστές της. Το παιχνίδι ξαφνικά αποκτά ακόμα και τοπικό χαρακτήρα και ο οργανισμός ΠΑΟΚ έχει έναν ακόμη λόγο να διψάει για τη μεγάλη νίκη. Ο κόσμος του ΠΑΟΚ πιστεύει στην ιστορική ανατροπή και στο θαύμα. Πραγματοποιεί ρεκόρ προσέλευσης στην Τούμπα και πάνω από 45 χιλιάδες κόσμος στριμώχνεται ακόμη και πίσω από τις μπασκέτες που υπήρχαν ακόμη μπροστά από τη Θ4.

Η πόλη ζει και αναπνέει για το μεγάλο ματς, οι παίκτες του ΠΑΟΚ είναι ντοπαρισμένοι ψυχολογικά και μπαίνουν στο χόρτο για να «πατήσουν» τη Μίλαν. Ο ΠΑΟΚ είναι ασυγκράτητος, επιτίθεται διαρκώς, οι Ιταλοί επιδίδονται στην παλιά τους τέχνη και παίζουν σκληρό catenaccio, αλλά είναι αδύνατον να εξαφανίσουν τη βίαιη επιθετικότητα του ΠΑΟΚ.

Η Τούμπα σηκώνεται στο πόδι στο τρομερό δοκάρι του Παρίδη, απογειώνεται όμως λίγα λεπτά αργότερα όταν ο Σταύρος Σαράφης με κεφαλιά-κανονιά γράφει το 1-0. Η Τούμπα το πιστεύει, όλοι αισθάνονται ότι το δεύτερο γκολ είναι θέμα χρόνου. Όλος ο ΠΑΟΚ είναι μπροστά και πιέζει αφόρητα τη Μίλαν που απλώς έχει αφήσει Μπιγκόν και Ριβέρα μπροστά και αμύνεται μαζικά. Μέχρι που έρχεται η μοιραία φάση.

Σε μια προσπάθεια πιο πολύ αποφόρτισης της πίεσης για την άμυνα της Μίλαν, ο Αλμπερτίνο Μπιγκόν αποφασίζει να κάνει ένα χλιαρό σουτ από μακριά. Προς έκπληξη συμπαικτών, φιλάθλων και όλων, ο Σάββας Χατζηιωάννου, που η μοίρα ήθελε να αντικαθιστά το Γιάννη Στέφα (αμφότεροι δυστυχώς έχουν φύγει από τη ζωή με διαφορά ενός έτους το 2009 και το 2010) σε αυτό το τόσο σημαντικό ματς, κάνει λάθος υπολογισμό και η μπάλα αφού γκελάρει δύο φορές στο στήθος του, τον ξεγελά και περνά δίπλα από το σώμα του καταλήγοντας στα δίχτυα του ΠΑΟΚ. Κατήφεια, θλίψη και αμέσως μετά ανάθεμα.

Η ψυχρολουσία ήταν άνευ προηγουμένου για παίκτες και φιλάθλους, παρ’ όλα αυτά ο Σαράφης με νέα κεφαλιά από σέντρα του Τερζανίδη κάνει το 2-1 βάζοντας τουλάχιστον τον ΠΑΟΚ μπροστά στο σκορ για μια νίκη γοήτρου. Η μοίρα όμως δεν είχε ακόμη αφήσει ήσυχο το Σάββα Χατζηιωάννου: νέο χλιαρό σουτ από πολύ μακριά του Κιαρούτζι αυτή τη φορά, ο Χατζηιωάννου επηρεασμένος ακόμη από το πρώτο γκολ και τις αποδοκιμασίες της Τούμπας ξανακάνει λάθος υπολογισμό, η μπάλα βρίσκει στον ώμο του, κατόπιν στο δοκάρι και καταλήγει στον επερχόμενο Τρεσόλντι που είχε μπει στο ματς μόλις 3 λεπτά πριν για να τη σπρώξει στα δίχτυα.

Το παιχνίδι τελειώνει εκεί, στο δεύτερο λάθος του τερματοφύλακα του ΠΑΟΚ. Τα υπόλοιπα λεπτά είναι διαδικαστικού χαρακτήρα, όλο το γήπεδο είναι απογοητευμένο, εκνευρισμένο, σε κάθε σπιθαμή της Τούμπας επικρατεί αυτή η αλλόκοτη ένταση που μόνο όποιος την έχει ζήσει αντιλαμβάνεται το μέγεθος. Ο ΠΑΟΚ είχε αποκλειστεί στα προημιτελικά, δεν είχε χάσει στην έδρα του από την κάτοχο του τροπαίου κι όμως στην ατμόσφαιρα πλανάτο μια τεράστια απογοήτευση.

Κατά μια έννοια αυτήν την πλάνη κεφαλαιοποίησε ο ΠΑΟΚ και παρέμεινε πολύ μεγάλη ομάδα, αυτή η πλάνη και αυτή η δύναμη ώθησε αυτό το μέγεθος να παραμείνει σημαντικό ακόμη κι όταν φύσηξε δυνατά και η χρυσόσκονη της ομάδας του ’70 χάθηκε. Είπαμε, η σπίθα όταν ανάβει δεν ξανασβήνει και κάπως έτσι ήρθε και η διπλή ισοπαλία με τη Μπάγερν Μονάχου κάποια χρόνια μετά, όταν ο ΠΑΟΚ δεν είχε Σαράφη, Παρίδη και Φουντουκίδη και οι κρόταφοι του Κούδα είχαν αραιώσει κι άρχιζαν να γκριζάρουν.

Ναι, διότι και ο Ρουμενίγκε δεν κέρδισε στην Τούμπα, ο συγκεκριμένος δεν κέρδισε ούτε στο Μόναχο. Μοιάζει απίστευτο, αλλά η τέταρτη τη τάξει ομάδα στη χώρα, είναι η μοναδική που δεν έχει ήττα από τη Μπάγερν Μονάχου. Χρειάστηκαν ένα τσουβάλι πέναλτι, όλη η εμπειρία του τεράστιου Ζαν Μαρί Πφαφ και ένα άστοχο πλασέ από ένα αμούστακο παιδί, τον Κώστα Μαλιούφα, για να προκριθεί ολόκληρη Μπάγερν απέναντι στον παρακμάζοντα ΠΑΟΚ.

Στο 19ο πέναλτι του Μαλιούφα κρύβεται το μυστικό αυτής της ομάδας. Που πέφτει, ξανασηκώνεται και μετά ξαναπέφτει πριν απογειωθεί ξανά. Το 8-8 στα μάτριξ του Ολυμπιακού Σταδίου του Μονάχου έφερε την άγνοια κινδύνου απέναντι στο Ντιέγκο, σε μια ιστορία υπόσχομαι ότι θα γίνει ξεχωριστό σημείωμα-αναφορά. Δίχως τα θεμέλια εκείνου του βαθιά χωμένου στη μνήμη 1-1 με τον Άγιαξ του Κρόιφ, δεν θα υπήρχε η προσποίηση και το πλασέ του Ζήση στο Highbury, δεν θα έβγαινε το διπλό στο White Hart Lane, το 4-4 (!) με την Ατλέτικο του Μπόμπο στην Τούμπα.

Όσο ΠΑΟΚ είναι το γκολ του Μουσλίμοβιτς στο Σουκρού Σαράτσογλου, άλλο τόσο ΠΑΟΚ είναι και το θλιβερό ματς με την Παρί του Ζορζ Γουεά. Για κάθε γκολ-πρόκριση όπως εκείνο του Πατρίσιο Καμπς με την Ουντινέζε, θα υπάρχει και μια Έστερσουντ. Διπλό στη Βεστφαλία και ήττα στην Τούμπα από τη Βίντι. Η Άιντραχτ, η Σοσό, το γκολ με τη φανέλα «ΑΓΝΟ» στο Μέχελεν με τη Μαλίν, η ανατροπή με κάποια Τρνάβα που προηγήθηκε 0-3 στην Τούμπα για να χάσει τελικά με 5-3. Όλα αυτά είναι ΠΑΟΚ.

Για κάθε χαμένη ευκαιρία του Σαλπιγγίδη και του Κλάους, υπάρχει το αντίβαρο της καραμπόλας του Δημήτρη Μάρκου στην Ελβετία και του ξεχασμένου Σάμπρι στη Λισσαβόνα. Για κάθε Λιάσο Λουκά υπάρχει ένας Πάμπλο Γκαρσία, για κάθε «τρέλα» του Άγγελου υπάρχει το καφέ αγχωμένο σακάκι του Φερνάντο Σάντος. Ένα πράγμα και μοναδικό είναι ίδιο κι απαράλλακτο. Η βαριά σκιά της Τούμπας.

Δείτε επιπλέον φωτογραφίες από τον Τύπο της εποχής και όχι μόνο στην gallery

Η βαριά σκιά της Τούμπας: Ο Κρόιφ, ο Ρουμενίγκε και ο Ριβέρα