MENU

Δεν έχω προλάβει τις ηρωικές εποχές που, όποτε περνούσε τα σύνορα η εθνική, στα καφενεία έβαζαν στοιχήματα άντερ ή όβερ (όπερ, άντερ αν θα φάμε κάτω από πέντε, όβερ αν θα φάμε παραπάνω).

Έχω προλάβει όμως τα δυο μπαλάκια που αρπάξαμε στο ξερό της Βαλέτας από τη Μάλτα, καθώς επίσης και την ξεγυρισμένη εφτάρα στην Κοπεγχάγη απ’ τη Δανία. Αλλά τέτοια ξεφτίλα σαν τις δυο συνεχόμενες κατραπακιές από κάτι νησιά -που πριν από μερικά χρόνια δεν ξέραμε καν κατά πού πέφτουν στο χάρτη- ποτέ ξανά. Όπως επίσης ποτέ ξανά οι τύποι αυτοί δεν έχουν κάνει δυο σερί νίκες. Ούτε καν με αντίπαλους τους κώνους της προπόνησης.

Επίσης έχω προλάβει εθνική ομάδα με Δομάζο, Κούδα και Δεληκάρη στο κέντρο. Αλλά γιούρο πήραμε με Ζαγοράκη, Μπασινά και Καραγκούνη. Καθότι αυτοί οι τρεις που προανέφερα, έτσι και τολμούσε ο εκάστοτε προπονητής να τους πει να γυρίσουν πίσω και να μαρκάρουν, έπαιρναν την μπάλα κι έφευγαν.

Από το γιούρο της Πορτογαλίας και μετά, όλοι όσοι έχουν περάσει από την εθνική (συμπεριλαμβανομένων και των 1.234 που κάλεσε ο Ρανιέρι) ξέρουν τόση μπάλα όση ήξεραν οι κάλτσες του Δομάζου, του Κούδα και του Δεληκάρη. Αλλά ξαναλέω, τις επιτυχίες τις κάναμε με Καραγκουνομπασινάδες. 

Λογικό είν΄ αυτό, πώς να το κάνουμε. Δεν είναι, πατροπαράδοτα, στη φύση του Έλληνα το γιουρούσι. Οι μεγάλες νίκες, από την τουρκοκρατία και δώθε, ήρθαν με το ταμπούρι. 

Και για να γίνει σωστά αυτό, για να οργανωθεί ένα αξιοπρεπές ταμπούρι, η ομάδα πρέπει να έχει έναν καλό προπονητή. Έναν Κολοκοτρώνη, πι-χι. Έναν Καραϊσκάκη. Έναν Ρεχάγκελ. Έναν Σάντος. Που να ξέρει, πρώτον πώς να διαχειριστεί σωστά το ταμπούρι και δεύτερον πότε θα είναι η κατάλληλη στιγμή για να το μετατρέψει σε γιουρούσι.

(Παρένθεση) Προσέξτε την παγίδα εδώ. Ο καλός προπονητής πρέπει να ξέρει την κατάλληλη στιγμή που θα μετατρέψει το ταμπούρι σε γιουρούσι. Διότι και ο κυρ Χρήστος ο Αρχοντίδης νόμιζε ότι ήξερε: Έπαιξε κάποτε ταμπούρι ενενήντα λεπτά στο Γουέμπλεϊ και έκανε γιουρούσι μέσα στο γήπεδο όταν τέλειωσε το ματς. Μόνος του. (Κλείνει η παρένθεση)

Απλά τα πράγματα. Ο Ρεχάγκελ κι ο Σάντος, παρότι ξενόφερτοι, ξέρανε νεότερη ελληνική ιστορία. Ήρθαν διαβασμένοι. Κι εφάρμοσαν το σύστημα ταμπούρι-γιουρούσι μια χαρά. Όπως επίσης ξέρανε ότι, για να πετύχει το σύστημα, έπρεπε να συμμαζέψουν το ξέφραγο αμπέλι. Κοινώς, να το οργανώσουν.

Αλλά, βέβαια, γνωστό επίσης είναι ότι, παραδοσιακά, του παράγοντος της ΕΠΟ ο τράχηλος οργάνωσιν δεν υπομένει. Και πολύ άντεξε σχεδόν μια δεκαπενταετία, εδώ που τα λέμε. Γι’ αυτό και ξεφορτώθηκε τον Σάντος κι έφερε τον παραλία τον Κλανιέρι.

Α, τώρα που είπα παραλία. Καλοκαιράκι είναι, σε νησί παίζανε τα παιδιά, παντού παραλίες βλέπανε, λογικό να παίζουνε επηρεασμένοι. Αλλά από την άλλη, πολύ βόρεια, ρε παιδί μου, δεν τους σήκωνε το κλίμα, πού σκατά πήγανε και τα βάλανε αυτά τα νησιά, καμιά σχέση με Μύκονο, άντε να κάνεις εκεί μπάνιο και ηλιοθεραπεία της προκοπής.

Ξέχασα να πω, άλλωστε, πως έχω προλάβει και τον Σαββόπουλο. Τότε που τραγουδούσε Εθνική Ελλάδος γεια σου. 

Καιρός, λοιπόν, να το διασκευάσει το άσμα.

Εθνική Ελλάδος, λιάσου.

Εθνική Ελλάδος, λιάσου