MENU

Κώστας Μέξας, Κώστας Παπάζογλου και Τζίμης Κουστένης αποτελούν τρεις εκπροσώπους της ισχυρής και συνεχώς αναπτυσσόμενης ελληνικής προπονητικής σχολής και μιλούν, γεμάτοι περηφάνεια, για τους δυο Έλληνες συναδέλφους τους που θα αναμετρηθούν στον πρώτο ημιτελικό και θα μοχθήσουν, ώστε να τοποθετήσουν το όνομα τους στη λίστα με τους Έλληνες προπονητές που κατέκτησαν τον τίτλο, κάτω από αυτό του Γιώργου Μπαρτζώκα.

Κανείς τους δεν παραλείπει να αναφερθεί ξεχωριστά στην άμυνα, η οποία έφερε τον Ολυμπιακό σε αυτό το σημείο, την ξεχωρίζουν όλοι ως δυνατό του στοιχείο και βάζουν την Φενέρμπαχτσε στη συζήτηση, προφέροντας ασφαλώς πρώτα το όνομα του Ζέλικο Ομπράντοβιτς και, στη συνέχεια, όποια λέξη θα μπορούσε να χαρακτηρίσει την τούρκικη ομάδα.Kώστας Μέξας (ΚΑΟΔ): «Υποχρέωση μας να συνεχίσουμε το έργο»

Ο ΚΑΟΔ δεν κατάφερε να προκριθεί στα πλέι οφ της Basket League, αλλά έφερε στην επιφάνεια το όνομα ενός προπονητή που αναμένεται να αποτελέσει «βασικό» μέλος της ελληνικής σχολής τα επόμενα χρόνια. Ο Κώστας Μέξας αναλύει το Final Four για λογαριασμό του SDNA.  

«Πρόκειται, μάλλον, για το πιο ανοιχτό και αμφίρροπο Final Four των τελευταίων ετών. Δεν υπάρχουν μεγάλες διαφορές μεταξύ των ομάδων και είναι θέμα ημέρα, διαχείρισης ειδικών καταστάσεων και πνευματικής ετοιμότητας των παικτών.  

Οι τρεις από τις τέσσερις ομάδες έχουν μεγάλη εμπειρία από αυτή τη διαδικασία, ενώ η Φενέρ παρά την απειρία της καλύπτει το θεωρητικό μειονέκτημα με την παρουσία του Ομπράντοβιτς στον πάγκο. Κάθε πρόβλεψη είναι παρακινδυνευμένη.

Θεωρητικά η ΤΣΣΚΑ και η Ρεάλ έχουν ένα μικρό προβάδισμα, το οποίο όμως εύκολα μπορεί να ανατραπεί. Όλες οι ομάδες έχουν σπουδαίες προσωπικότητες. Σίγουρα υπάρχουν παίκτες, όπως ο Τεόντοσιτς, ο Ντε Κολό ή ο Κιριλένκο με την πολύπλευρη προσφορά του που μπορούν να δώσουν το κάτι παραπάνω. Από τον Ολυμπιακό ξεχωρίζουν οι Σπανούλης και Πρίντεζης και αν βρεθεί σταθερός, τρίτος πόλος τότε ανεβαίνει επίπεδο. Τα τρια γκαρντ της Ρεάλ (Σέρχι, Γιούλ, Ρόυντι), αλλά και ο Ρέγες μπορούν να καθορίσουν τις ισορροπίες, ενώ ο Κάρολ μπορεί να αλλάξει τα δεδομένα υπέρ της. Από πλευράς Φενέρ, οι Γκάουντλακ και Μπιέλιτσα ξεχωρίζουν, ενώ αν μπορέσει ο Μπογκντάνοβιτς ή ο Ζήσης να είναι σε πολύ υψηλό επίπεδο τότε αυξάνοναι οι πιθανότητές της.   

Η αμυντική συνέπεια του Ολυμπιακού και το πόσο σκληρός θα εμφανιστεί, περιορίζοντας τα ατού της ΤΣΣΚΑ, θα παίξει μεγάλο ρόλο. Τεόντοσιτς, Ντε Κολό και Γουίμς είναι οι κύριοι εκφραστές του επιθετικού παιχνιδιού της ΤΣΣΚΑ και είναι αδύνατο να τους εξουδετερώσεις ολοκληρωτικά. Παράλληλα, η μάχη των ριμπάουντ είναι κομβική, ειδικά αν ο Ολυμπιακός ακολουθήσει τη λογική των αλλαγών στην άμυνα, κάτι που χρησιμοποιεί πολύ συχνά ο κόουτς Σφαιρόπουλος. 

Όσον αφορά την επίθεση του Ολυμπιακού, στηρίζεται πολύ στο πικ εν ρολ με τους Σπανούλη και Σλούκα  και έτσι θα κριθούν πολλά από το πώς θα διαβάσουν την αντίπαλη άμυνα και πόσο αποτελεσματικοί θα είναι οι ψηλοί στην εκτέλεση». Για τη δεδομένη παρουσία ενός Έλληνα τεχνικού στον τελικό: «Είμαστε πάρα πολύ χαρούμενοι για την παρουσία ενός Έλληνα προπονητή στον τελικό. Είναι ένα ακόμη δείγμα της ποιότητας και της ικανότητας των Ελλήνων προπονητών, πράγμα που πλέον γίνεται αντιληπτό και στην Ευρώπη. Για εμάς τους νεότερους που είμαστε ακόμη πολύ πίσω δημιουργείται μια υποχρέωση, ένα ευχάριστο βάρος να συνεχίσουμε σε αυτό τον δρόμο με τον τρόπο που μπορούμε, ώστε να διατηρηθεί αυτή η εικόνα που έχει δημιουργηθεί για τους Έλληνες προπονητές τα τελευταία 10, περίπου, χρόνια». Κώστας Παπάζογλου (Τρίκαλα): «Πλεονέκτημα για τον Ολυμπιακό το ότι στηρίζεται στην άμυνα»

Στα 31 του χρόνια, ο Κώστας Παπάζογλου βρέθηκε στον πάγκο των Τρικάλων ως πρώτος προπονητής, μετά την αποχώρηση του Κώστα Φλεβαράκη, αλλά δεν είναι καινούργιος στο χώρο. Με θητεία σε Σουηδία, Ελλάδα, Γερμανία, Κύπρο και Πολωνία γνωρίζει το ευρωπαϊκό μπάσκετ και καταθέτει την άποψή του μέσω του SDNA.

«Είμαστε πολύ χαρούμενοι που υπάρχει για ακόμη μια φορά ελληνική εκπροσώπηση. Όλοι βλέπουν την Ελλάδα με πολύ καλύτερο μάτι μετά τις συνεχόμενες επιτυχίες. Το έχω εισπράξει στα χρόνια που δούλευα εκτός Ελλάδος και είναι πολύ θετικό να συνεχίζεται αυτό. 

Ένα Final Four, ενδεχομένως, αδικεί τον καλύτερο της χρονιάς και ευνοεί τον καλύτερο του τριημέρου. Το ίδιο ισχύει με κάθε σύντομη φάση μιας διοργάνωσης, ακόμη και με μια σειρά τριών αγώνων. 

Ο Ολυμπιακός θα έχει δύσκολο έργο απέναντι στην πιο ακριβή και πλήρη ομάδα της Ευρώπης. Ίσως, θα μπορούσε να παίζει ακόμη και στο ΝΒΑ. Το θετικό για τον Ολυμπιακό είναι πως πρόκειται για μια ομάδα που ξεκινά από την άμυνα και αυτό μετρά πολύ σε ένα Final Four. Όταν πας σε ένα Final Four με επιθετικογενή προσέγγιση υπάρχει μεγαλύτερος κίνδυνος να μην "βγει" το παιχνίδι. Αν σε ένα παιχνίδι δεν μπουν τα σουτ, κινδυνεύεις να χάσεις τον προσανατολισμό. Έτσι, ο Ολυμπιακός στηριζόμενος στην άμυνα έχει ένα πλεονέκτημα, αφού ακόμη κι αν δεν είναι εύστοχος μπορεί να κρατήσει το παιχνίδι κοντά. Προτεραιότητα του αναμένεται να είναι η αναχαίτιση των περιφερειακών της ΤΣΣΚΑ, γιατί από αυτούς ξεκινούν όλα. 

Όσον αφορά το δεύτερο παιχνίδι, είδαμε πως η Ρεάλ μπορεί να σκοτώσει, αλλά και να σκοτωθεί. Ευνοείται, ασφαλώς, από το γεγονός πως παίζει στην έδρα της, καθώς αυτό βοηθά το πολύ γρήγορο και επιθετικό στιλ παιχνιδιού της. Ωστόσο, είναι πολύ δύσκολο για εκείνη να αλλάξει τα πράγματα μέσα από την άμυνά της κι αυτό ίσως μετρήσει. Σχετικά με τη Φενέρμπαχτσε, θεωρώ πως είναι μια ομάδα του προπονητή η οποία πραγματοποίησε την μεγαλύτερη έκπληξη φτάνοντας στο Final Four, κατά την άποψή μου. Συνήθως αυτές οι ομάδες αποδεικνύονται πιο σωστά προετοιμασμένες και συγκεντρωμένες στο στόχο και γι' αυτό δεν αποκλείω να προσπεράσει το εμπόδιο της Ρεάλ. Άλλωστε, έχει έναν προπονητή που ξέρει τα πάντα για τη διοργάνωση, ξέρει τι να κάνει όταν κάτι δεν πάει καλά. Για τη δεδομένη παρουσία ενός Έλληνας προπονητή στον τελικό: «Μόνο περηφάνεια προκαλεί κάτι τέτοιο. Τα επιτέυγματα των Ελλήνων προπονητών μαθαίνονται γρήγορα στο εξωτερικό, υπάρχει μεγάλος σεβασμός γι' αυτό επιλέγονται από ομάδες του εξωτερικού. Όλα ξεκινούν και από την προσωπική δουλειά και από το γεγονός πως οι Έλληνες πάντα τα καταφέρνουν στο τέλος, ανεξαρτήτως συνθηκών και μπάτζετ». Τζίμης Κουστένης (Πανελευσινιακός): «Να στηριχθεί στα στοιχεία που τον διέκριναν όλη τη χρονιά»

Ο Τζίμης Κουστένης δεν κατάφερε να διατηρήσει τον Πανελευσινιακό στην Basket League, αλλά με την πολυετή θητεία του σε πάγκους των κορυφαίων κατηγοριών σχολιάζει τα ζευγάρια των ημιτελικών, καθώς και τα δυνατά στοιχεία του Ολυμπιακού στο SDNA.  

«Η φετινή διοργάνωση ήταν δίκαιη, γιατί στο Final Four πέρασαν τελικά οι τέσσερις καλύτερες ομάδες της σεζόν που είχαν και σταθερότητα και προσέφεραν όμορφο θέαμα. Κάθε ομάδα έχει 25% πιθανότητες, όσο κλισέ κι αν ακούγεται. 

Ο Ολυμπιακός έχει δείξει πως αν θεωρηθεί αουτσάιντερ μπορεί να τα καταφέρει ακόμη καλύτερα. Δεν βλέπω το λόγο να μην πετύχει κάτι σπουδαίο και φέτος. Σίγουρα η ΤΣΣΚΑ είναι μια πολύ δυνατή και συνεπής ομάδα, με πληρότητα σε όλες τις θέσεις ιδαίτερα μετά την απόκτηση του Κιριλένκο. Μπορεί ανα πάσα στιγμή να παίξει με πέντε παίκτες που πλησιάζουν ή ξεπερνούν τα 2 μέτρα. Φέτος, μάλιστα, δείχνει να διαθέτει χημεία και οι ρόλοι είναι ξεκάθαροι για πρώτη φορά. 

Ο Ολυμπιακός, από την πλευρά του, οφείλει να στηριχθεί στα στοιχεία που τον διέκριναν καθ' όλη τη διάρκεια της χρονιάς κι αυτά ήταν η πιεστική άμυνα που τον έκανε την καλύτερη αμυντική ομάδα στην Ευρώπη και η ταχύτητά του σε συνδυασμό με τις προσωπικότητες που διαθέτει.

Στο δεύτερο ζευγάρι έχουμε ένα ζευγάρι, στο οποίο η μια ομάδα, η Ρεάλ είναι ικανή για το καλύτερο και για το χειρότερο. Έχει παίκτες που μπορούν να κάνουν πράγματα και θαύματα ή το αντίθετο. Αυτό την καθιστά απρόβλεπτη. Από την άλλη, η Φενέρ είναι άπειρη, αλλά διαθέτει τον κορυφαίο προπονητή της Ευρώπης που ξέρει να προετοιμάζει την ομάδα του και τακτικά και ψυχολογικά. Η άγνοια κινδύνου των παικτών μπορεί να λειτουργήσει υπέρ τους. Από την άλλη πλευρά, έχουμε το ταλέντο και τον παρορμητισμό της Ρεάλ». Για τη δεδομένη παρουσία ενός Έλληνα τεχνικού στον τελικό: «Είναι οπωσδήποτε μια δικαίωση για την ελληνική σχολή, της οποία οι εκπρόσωποι έχουν κάνει τεράστια βήματα προόδου εντός και εκτός Ελλάδας. Παλαιότερα, υπήρχε το «σύνδρομο των Γιουγκοσλάβων», αλλά πλέον έχει ξεπεραστεί και οι Έλληνες προπονητές στηρίζονται και δικαιώνουν όσους τους επιλέγουν. Σχεδόν όλες οι ομάδες της Α1 είχαν φέτος Έλληνα προπονητή, η εθνική μας ομάδα το ίδιο και στο εξωτερικό υπάρχει έντονο ελληνικό χρώμα (ο Ιτούδης, ο Φλεβαράκης, ο Φραγκιάς, ο Κουφός). Γενικά, υπάρχει πλέον έντονη ζήτηση κι αυτό δείχνει ότι έχουν ξεφύγει από τα στενά ελληνικά πλαίσια. Άλλωστε, οι Έλληνες προπονητές σφυρηλατούνται στην πάρα πολύ δύσκολη Α1 που μπορεί να μην είναι στο προ δεκαετίας επίπεδο, αλλά αποτελεί το πιο σκληρό και απαιτητικό ως προς την τακτική πρωτάθλημα».  

Tο Final Four με προπονητική ...ματιά