MENU

Πώς είναι να σου κόβονται τα πόδια;

Έπαιζαν το πιο σπουδαίο ματς της χρονιάς. Όμως ήταν σα να μην τον έπαιζαν. 26 λεπτά με τα γόνατα να τρέμουν. Με το ίδιο τους το σώμα να μπλοκάρει το μυαλό και τη θέληση. Αδύναμος να πηδήξεις όσο ψηλά πρέπει. Αδύναμος να στοχεύσεις με την ακρίβεια που θες. Αδύναμος να τρέξεις, αδύναμος να πέσεις, αδύνατον να σκεφτείς.

25-19. Μια μικρή καταστροφή. Τι κάνεις όταν όλα πηγαίνουν στραβά; Ψάχνεις την κρυψώνα σου. Πρέπει να υπάρχει πάντα στο μυαλό σου το λεγόμενο «happy place». Ιδανικά και στην καρδιά σου. Και να μπορείς να το βρεις τη στιγμή που το χρειάζεσαι περισσότερο… 

25-12. Πανωλεθρία. Ούτε το «happy place», ούτε το κρησφύγετο μπορεί να σε σώσει Το άγχος, οι σκέψεις, αχ αυτές οι υπερβολικές σκέψεις… Η στιγμή σου χάνεται, το βόλεϊ είναι άθλημα ψυχολογίας και αν κάτι δεν αλλάξει σύντομα, τότε η μεγαλύτερη πρόκληση που βρέθηκε μπροστά σου, θα εξελιχθεί στην απόλυτη χαμένη ευκαιρία.

26 λεπτά. Και 23 λεπτά. Μέσα σε λιγότερο από πενήντα λεπτά, ο μεγάλος τελικός του ιταλικού πρωταθλήματος έμοιαζε πια τελειωμένη υπόθεση. Ποιος επιστρέφει από το 2-0; Κι άντε να επιστρέψεις από το 2-0… Συμβαίνει. Όταν έχεις χάσει τα δύο πρώτα σετ με σκορ 50-31, πώς πιστεύεις ότι μπορείς να έχεις τύχη;

Η αλήθεια είναι ότι υπάρχει μια λύση. Αν είσαι 23 ετών όλα τα πιστεύεις. Αν νιώθεις ότι σε όλη σου τη ζωή σε προετοίμαζαν για κάτι τέτοιο, γιατί να μην το κάνεις; Αν προπονείσαι δέκα χρόνια για να φτάσεις σε αυτό το επίπεδο, τι μπορεί να σε σταματήσει; «Ξεκίνησα από τον πάγκο. Όλα πήγαιναν στραβά σε εκείνο το παιχνίδι, χάναμε 2-0. Ο προπονητής με έβαλε στη θέση του Σαβάνι. Και μετά πήγε καλά. Κερδίσαμε. Ήταν μια όμορφη μέρα».

Ο ορισμός του understatement, αλλά και τι να έλεγε ο αθλητής; Μπήκα μέσα και το γύρισα; Κι όμως αυτό συνέβη για τον MVP εκείνης της βραδιάς… Ο Γίρι Κόβαρ ήταν 23 ετών, ότι τα είχε κλείσει δηλαδή, όταν βρέθηκε για πρώτη φορά στην καριέρα του να παίζει σε τελικό πρωταθλήματος. Και ο τελικός πρωταθλήματος στο ιταλικό βόλεϊ, ειδικά σε εκείνες τις εποχές, είναι ένα σπουδαίο αθλητικό γεγονός. Στη V-Day του 2012, η Itas Diatec Trentino έπαιζε με την Lube Macerata και ο νικητής θα κατακτούσε το πρωτάθλημα. Μέχρι τώρα πιθανότατα θα έχετε καταλάβει πώς πήγε… 1-0, 2-0, Γίρι Κόβαρ, 2-1, 2-2, 2-3.

«Ήταν η σπουδαιότερη νίκη που έχω πανηγυρίσει ποτέ στην καριέρα μου».

Ορκίζεσαι;

Ζωή στο φιλέ…

Το πρώτο πράγμα που ψάχνεις στην ιστορία ενός αθλητή είναι το γενεαλογικό του δέντρο. Την παιδική του ηλικία. Τα βιώματά του. Τη δική του ιδιαίτερη ιστορία… Θα τη βρεις στο Ζλιν, της Τσεχοσλοβακίας. Για κάτι λιγότερο από τρία χρόνια, όμως. «Έπαιζε ο πατέρας μου βόλεϊ εκεί. Έζησα δύο χρόνια, όχι περισσότερο», διηγείται και δίνει τη λεπτομέρεια κλειδί. Ώστε έπαιζε βόλεϊ ο πατέρας του, ε; Ναι. Βασικά, έπαιζε ο πατέρας του, η μητέρα του, και στην πορεία τόσο ο ίδιος, όσο και η αδερφή του. Κι όταν λέμε έπαιζαν; Ο Πετρ Κόβαρ αγωνιζόταν στο υψηλότερο επίπεδο στην Ευρώπη και έπαιζε σε Τσεχοσλοβακία, Γερμανία, Ελβετία, ενώ η μητέρα του, Μιλάντα Πρέζοβα, αγωνίστηκε μέχρι και στην Εθνική ομάδα και το ευρωπαϊκό του 1983.

Έπεσε το μήλο κάτω από τη μηλιά; Ναι, αλλά χρειάστηκε το χρόνο του για να αποφασίσει ότι δε θέλει να γίνει πορτοκάλι. «Όταν ήμουν παιδί έπαιζα λίγο απ’ όλα. Πινγκ-πονγκ, ποδόσφαιρο, μπάσκετ, χάντμπολ, ήμουν αρκετά καλός σε όλα τα αθλήματα», θυμάται, αποκαλύπτοντας ότι είχε (και έχει ακόμα) λατρεία στο χόκεϊ επί πάγου. Θα ήταν, θεωρεί, αθλητής χόκεϊ, αν δεν ήταν το βόλεϊ τόσο έντονα χαραγμένο στο dna του. Ή τόσο έντονα εντυπωμένο στις παραστάσεις του. «Ήμουν συνέχεια σε ένα γήπεδο βόλεϊ. Ταξιδεύαμε από γήπεδο σε γήπεδο και πάντα ήμουν μαζί τους τις ώρες των αγώνων. Έμαθα απλά και μόνο παρακολουθώντας. Ήξερα να παίζω κι ας μην ήμουν ποτέ σε καμία ομάδα. Έμοιαζε η φυσική επιλογή».

Η φυσική επιλογή ήρθε και τον βρήκε μια μέρα στο Μόναχο. Έπειτα από έξι διαφορετικές πόλεις στην Γερμανία, ο πατέρας του βρέθηκε στη Βαυαρία και σε ένα καμπ η Τρεβίζο εντόπισε τον Γίρι. «Οι γονείς μου δεν το σκέφτηκαν και πολύ. Θεώρησαν ότι ήταν ευκαιρία και μου επέτρεψαν να αρχίσω μια νέα ζωή. Σίγουρα δεν είναι εύκολο να αφήνεις το γιο σου να φεύγει στην ηλικία των 13ων ετών. Κατάλαβαν, όμως, ότι είναι μια ευκαιρία που δεν έρχεται κάθε μέρα και δε μπορείς να την αφήσεις να φύγει».

Έτσι γεννήθηκε ο Ιταλός Κόβαρ. Μέσα σε μια στιγμή, στο Τρεβίζο. «Βρήκα το δεύτερό μου σπίτι. Νιώθω πολύ περισσότερο Ιταλός από Τσέχος», εξομολογείται γνωρίζοντας ότι βρίσκεται στο κατάλληλο μέρος την κατάλληλη στιγμή. Εκπαιδεύτηκε, έμαθε ιταλικά (γνώριζε ήδη γερμανικά, τσέχικα, και αγγλικά), κέρδιζε πρωταθλήματα νέων και ωρίμασε αρκετά για να… κοροϊδεύει τους Ιταλούς φίλους του. «Δεν είμαι μαμάκιας. Έχω λιγάκι διαφορετική σχέση από αυτό που συνηθίζεται εδώ, όπου τα παιδιά μιλάνε κάθε μέρα με τους γονείς τους. Είμαστε καλά, αλλά δεν τα λέμε συχνά. Ξέρω ότι είναι πολύ περήφανοι για μένα».

Για πώς να μην είναι; Η εξέλιξη του Γιούρι ήταν ακριβώς εκείνοι που προσδοκούσαν, όταν τον άφηναν να πάει στο Τρεβίζο. Κέρδισε πέντε πρωταθλήματα νέων, πήρε ιταλική υπηκοότητα, κλήθηκε στην Εθνική ομάδα, έκανε ντεμπούτο με την πρώτη ομάδα της Sisley σε ηλικία 16 ετών, και άρχισε να συλλέγει τίτλους. Το 2008 έπαιξε στην Α2 κατηγορία με την Λορέτο, προκειμένου να πάρει περισσότερα παιχνίδια και να συλλέξει εμπειρίες και από το 2011 μετακόμισε στην Τρέια, για να παίξει στην Lube. Εκεί θα τα ζούσε όλα! Από τους τίτλους και τα πρωταθλήματα, μέχρι τους τραυματισμούς που τον έφεραν στα πρόθυρα να σταματήσει το βόλεϊ και μέχρι να μπει ξανά στο γήπεδο, ελεύθερος από πόνο και να φτάσει να εκπληρώσει το (προ)τελευταίο όνειρο που είχε.

«Είναι ο μοναδικός στόχος που δεν έχω πετύχει», έλεγε πριν μερικά χρόνια όταν τον ρωτούσαν για τους Ολυμπιακούς Αγώνες. Το κατάφερε και αυτό. Έπειτα από έξι πρωταθλήματα Ιταλίας, τρία κύπελλα Ιταλίας, δύο σούπερ καπ, ένα Champions League, ένα CEV Cup και ένα διηπειρωτικό, ένα ασημένιο και δύο χάλκινα μετάλλια με την Ιταλία σε διεθνείς διοργανώσεις, έπαιξε και στους αγώνες στο Τόκυο.

Τι απέμεινε;

«Θα ήθελα να παίξω σε κάποια άλλη χώρα. Μου αρέσει να ταξιδεύω, να γνωρίζω νέα μέρη, νέους ανθρώπους, νέες πραγματικότητες – καινούργιο τρόπο σκέψης και ζωής».

Και να κρίνει νέους τίτλους... 

Το πανηΓίρι του τρελού!