MENU

Όλα τα χρόνια που πέρασαν, σχεδόν 20 πια, ο Ολυμπιακός μεγάλωσε πολύ ως σύλλογος και μαζί του μεγάλωσαν και γενιές ολόκληρες οπαδών. Όλοι είχαν την τύχη να πανηγυρίσουν αμέτρητους τίτλους, είδαν να φορούν την ερυθρόλευκη απίθανοι παιχταράδες, είδαν πολλές και τεράστιες νίκες επί των εγχώριων αντιπάλων -με όλους τους πιθανούς τρόπους- και η ομάδα έφτασε να κοιτά στα μάτια μέχρι και τους «μεγάλους» της Ευρώπης.

Αυτό που δεν κατάφερε ποτέ από όλη αυτή τη διαδικασία ήταν να μάθει να χάνει. Καθότι, ναι μεν τα «πέτρινα χρόνια» πέρασαν με τον Ολυμπιακό να αποτελεί τον σάκο του μποξ της εποχής επειδή «έτσι έπρεπε», ωστόσο η ήττα πρέπει είναι διδακτική για το μέλλον σου και δείγμα μεγαλείου, όταν είσαι δυνατός. Ο σημερινός Ολυμπιακός, δυστυχώς για όσους λίγους ρομαντικούς έχουν απομείνει, βρίσκεται έτη φωτός μακριά από αυτή τη νοοτροπία, αυτή την ψυχοσύνθεση. Το θλιβερό της υπόθεσης είναι ότι δεν ήταν καν έτσι. Ούτε ο σύλλογος, ούτε η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου του.

Το να μοιράζεις σαν Ολυμπιακός μετά το ματς ότι «ο Παπαπέτρου παραδέχθηκε τα λάθη του» και να μην αναλαμβάνεις τις ευθύνες σου για όσα συνέβησαν στο τέλος από τους γνωστούς κακομαθημένους της εξέδρας, στα δικά μου μάτια είναι μεγαλύτερη ήττα από το αγωνιστικό σκέλος. Ο Βαγγέλης Μαρινάκης θα έπρεπε να είχε ολοκληρώσει τις δηλώσεις του κρατώντας μόνο την πρώτη και την τελευταία αποστροφή του λόγου του. Πρώτα το «σήμερα ο Ολυμπιακός δεν έπαιξε καλά, δεν είμαστε ευχαριστημένοι από την απόδοση της ομάδας και περιμέναμε πολλά περισσότερα» και το «με έχουν πληροφορήσει επίσης για ορισμένα γεγονότα μετά το τέλος του αγώνα, κάτι που το καταδικάζουμε χωρίς δεύτερη κουβέντα». Δευτερευόντως, τον επίλογό του: «Την επόμενη μέρα εμείς θα παλέψουμε, είμαστε υποχρεωμένοι να παλέψουμε μέχρι τέλους και θα το παλέψουμε και σε πρωτάθλημα και σε Κύπελλο. Η ομάδα σίγουρα μπορεί να βελτιωθεί».

Αντιθέτως επέλεξε για ακόμη μια φορά την εύκολη οδό. Πάντα φταίει κάποιος άλλος στην Ελλάδα και οι δικαιολογίες των παραγόντων δεν θα μπορούσαν να αποτελούν εξαίρεση. Μόνο που όσα είπε και με τα οποία επέλεξε απλώς να «αμπαλάρει» με τον πρόλογο και τον επίλογό του, ήταν ακριβώς -λέξη προς λέξη- όσα λένε 20 χρόνια οι αντίπαλοί του. Οπότε ή απλά τους επιβεβαιώνεις με το να λες τώρα τα ίδια, ή απλώς καλύπτεις τις δικές σου αδυναμίες, τα δικά σου λάθη.

Για την οικονομία της κουβέντας και για να προλάβω τους ξυπνητζήδες, ακόμη και σήμερα θα επιμείνω στην άποψη ότι αυτός ο προβληματικός σε πολλαπλά επίπεδα φετινός Ολυμπιακός, παραμένει έστω και στις λεπτομέρειες καλύτερος τόσο από την ΑΕΚ όσο από τον ΠΑΟΚ. Είναι -τουλάχιστον στη θεωρία- πιο ποιοτική ομάδα, αν προτιμάτε. Με μεγαλύτερο ταβάνι ως προς αυτά που μπορεί να κάνει στο γήπεδο. Ωστόσο, από τη θεωρία ως την πράξη, μεσολαβεί ένα γήπεδο που στο τέλος της ημέρας είναι ο καθρέφτης για αυτά που αξίζει να πάρεις. Στο φινάλε, προφανώς και δεν νικά πάντα ο καλύτερος, ο «πιο ποιοτικός», προφανώς και δεν παίρνει τον τίτλο αναγκαστικά αυτός που π.χ. έχει δώσει τα περισσότερα χρήματα για μεταγραφές.

Τα αποτελέσματα έρχονται μόνο όταν οι 11 που φορούν τη φανέλα σου, είναι έτοιμοι να τα πάρουν ανεξαρτήτως συνθηκών. Ότι έκανε ο Ολυμπιακός στη συντριπτική πλειοψηφία των ντέρμπι όλα τα χρόνια που προηγήθηκαν. Τους νικούσε όταν ήταν καλύτερος, τους διέλυε όταν ήταν πολύ καλύτερος, τους νικούσε δύσκολα, τους νικούσε εύκολα, με καλό ποδόσφαιρο, με κακό ποδόσφαιρο, επειδή ήταν πιο ψυχωμένος, επειδή το ήθελε περισσότερο, επειδή είχε τους παίκτες που έκαναν τη διαφορά από τη μια στιγμή στην άλλη. Προφανώς και αρκετές φορές τους νικούσε και χωρίς να το αξίζει, όπως έχει συμβεί ιστορικά στο ελληνικό ποδόσφαιρο με όλες τις «αυτοκρατορίες», ανεξαρτήτως χρωμάτων. Δεν ανακαλύπτει κανείς την Αμερική με αυτό το τελευταίο και σίγουρα δεν είναι «προνόμιο» της εποχής Μαρινάκη -ούτε καν ελληνικό.

Εγώ προσωπικά το βράδυ της Κυριακής είδα ένα ντέρμπι, το οποίο Ολυμπιακός και ΑΕΚ το έπαιξαν στα ίσια, το δεύτερο σερί μάλιστα. Για ακόμη μια φορά, οι «ερυθρόλευκοι» δεν κατάφεραν να αξιοποιήσουν την υπεροχή τους στα κρίσιμα σημεία του αγώνα, για ακόμη ένα παιχνίδι ο αντίπαλος είχε την ικανότητα να πάρει το αποτέλεσμα. Η ΑΕΚ έκανε τη δουλειά της σε τακτικό επίπεδο -έργο Χιμένεθ- και στο τέλος, όταν πια ο Ολυμπιακός είχε κλατάρει για πολλοστή φορά -σύνηθες φαινόμενο για ομάδα που έχει κάνει προετοιμασία παιδικής χαράς- πίεσε, έδωσε την ψυχή της, έδειξε ότι το ήθελε περισσότερο και ευτύχησε να αξιοποιήσει τις δύο φάσεις που βρήκε για να πάρει δίκαια μια τεράστια νίκη σε όλα τα επίπεδα.

Εκεί η κουβέντα για μένα τελειώνει και πάμε παρακάτω. Όπως παρακάτω πρέπει να πάει και ο Ολυμπιακός και να κάνει αυτό που είπε και ο ίδιος ο Μαρινάκης, χωρίς τα... τριγύρω. Να δει τι μπορεί να βελτιώσει, τι μπορεί να αλλάξει, τι μπορεί να κάνει για την επόμενη μέρα του. Έχασε σίγουρα έναν τελικό, όμως δεν ξέρω αν το σημερινό είναι «τέλος εποχής». Ωστόσο, ακόμη κι αν για την οικονομία της κουβέντας δεχθούμε ότι είναι, κάποια στιγμή θα γινόταν και αυτό. Και πάλι θα πρέπει να διαχειριστεί την επόμενη μέρα του με ψυχραιμία και κυρίως βάζοντας το ποδόσφαιρο πάνω απ' όλα.

Θέλω να σημειώσω και κάτι άλλο: είχα γράψει προ διμήνου ότι δεν θεωρώ την ΑΕΚ ικανή να μπει σφήνα σε Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ για τη μάχη του τίτλου και μαγκιά της που το έκανε με τον πιο εμφατικό τρόπο, με «διπλό» στο Καραϊσκάκη. Σήμερα, προσωπικά, είδα μια ΑΕΚ από τα παλιά, μια ομάδα που τη σεβόσουν για το μέταλλο της, για όσα μπορούσε να κάνει στο γήπεδο. Όχι το χτικιό που περίφερε στα γήπεδα επί χρόνια και με πρώτη του παρόρμηση μετά από κάθε ήττα ήταν να ψάχνει την πιο βολική δικαιολογία.

Και αντί οι Ολυμπιακοί -ομάδα και κόσμος- να γίνονται σήμερα σαν αυτούς που δικαίως κοροϊδεύουν όλα αυτά τα χρόνια, αυτούς που κατά κανόνα κάλυπταν την ανυπαρξία τους ευκαιρίας δοθείσης, θα πρέπει να παραδεχθούν απλώς ότι ήρθε η ώρα να χάσουν. Ένα ματς, ένα τίτλο και οτιδήποτε άλλο σε τελική ανάλυση. Εγώ πάλι σήμερα χαίρομαι για τους πολλούς φίλους μου ΑΕΚτζήδες. Και χαίρομαι ανιδιοτελώς, χωρίς να δίνω δεκάρα για όσα ακούω από αυτούς όλα αυτά χρόνια. Χαίρομαι γιατί ήταν νιοι και γέρασαν για να δουν την ομάδα τους όπως την θέλουν. Χαίρομαι γιατί έχω πολύ φρέσκες τις μνήμες από κάθε φορά που ο Ολυμπιακός νικούσε τα ντέρμπι στα «πέτρινα χρόνια» του αλλά ο μικρός Άκης έμελλε να ρωτά δίπλα του τον μπαρμπά-Μήτσο γιατί δεν παίρνει το πρωτάθλημα, ενώ είχε καλύτερες ομάδες, ενώ είχε καλύτερους παίκτες, ενώ το Καραϊσκάκη ήταν τίγκα με κάθε Παναχαϊκή, με κάθε Αθηναϊκό και κάθε Δόξα Δράμας.

Αυτή είναι η μπάλα και αυτός είναι ο μόνος τρόπος για να ξεκολλήσει κάποια στιγμή το ελληνικό ποδόσφαιρο από το απόλυτο τίποτα και να γίνει κάτι. Πρέπει να χαίρονται όλοι όταν το αξίζουν και ακόμη και οι φορές που το αξίζουν αλλά δεν το έχουν, τουλάχιστον θα ξέρουν ότι αυτή είναι η εξαίρεση. Ξέρω, είναι κλισέ μεγατόνων το «ο ανταγωνισμός βελτιώνει τους πάντες» και δεν θα το αναφέρω. Θα ζητήσω απλά να σκεφτούν όλοι ποιες χρονιές είχε ο Ολυμπιακός τις καλύτερες ομάδες του τα τελευταία 20 χρόνια, πότε έκανε τις μεγαλύτερες, τις πιο πειστικές νίκες του, πότε είχε τα καλύτερα ρόστερ, πότε έσπρωξε χρήμα για τις καλύτερες μεταγραφές του. Περιμένω απαντήσεις στα σχόλια που δεν διαβάζω ποτέ.

Έμαθε να νικά, πρέπει να μάθει και να χάνει