MENU

Θρύλοι του πάθους: 1941-50

Νίκος Γόδας

Πέρα από τίτλους, διακρίσεις, θριάμβους και σπουδαίους παίκτες, η ιστορία του Νίκου Γόδα, είναι αυτή που εξυμνεί με τον πλέον χαρακτηριστικό τρόπο το μεγαλείο του Ολυμπιακού. Η θλιβερή και ταυτόχρονα γεμάτη με την πιο ισχυρή περηφάνια που μπορεί να αισθανθεί ο άνθρωπος, ιστορία του, αποδεικνύει ότι πίσω από τον Ολυμπιακό υπάρχει ένα ιδεολογικό υπόβαθρο που όποιος δεν αγαπά και στηρίζει τον συγκεκριμένο σύλλογο, δυσκολεύεται να καταλάβει.

Ο επιθετικός του Ολυμπιακού και λοχαγός, Νίκος Γόδας, δεν πρόλαβε να φορέσει τη φανέλα της αγαπημένης του ομάδας σε επίσημη διοργάνωση, καθώς ο πόλεμος δεν επέτρεπε την διεξαγωγή τους. Αυτό που όμως πρόλαβε και ήταν αρκετό για αυτόν ήταν να δει πάνω στο σώμα του την ερυθρόλευκη, να σκοράρει φορώντας τη και να πεθάνει με αυτή πάνω του, για να γίνει έτσι ο ίδιος ένα αθάνατο σύμβολο.

Ο Νίκος Γόδας γεννήθηκε το 1921 στο Αϊβαλί της Μικράς Ασίας. Μετά την Μικρασιατική Καταστροφή εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Μυτιλήνη, μετά στην Κρήτη πριν καταλήξει οριστικά στην Κοκκινιά του Πειραιά. Αγαπημένη του ενασχόληση από μικρό παιδί ήταν το ποδόσφαιρο. Το ταλέντο του δεν άργησε να φανεί και έτσι ξεκίνησε να παίζει μπάλα στην τοπική ομάδα, όπου του δόθηκε το παρατσούκλι «ο βασιλιάς του ξερού». Εν μέσω του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου, το όνειρο ζωής του πραγματοποιήθηκε. Παίρνει μεταγραφή για τον Ολυμπιακό μετά την μεγάλη εντύπωση που έκανε στους ανθρώπους του όταν τον παρακολούθησαν και ταυτόχρονα μπαίνει στην Εθνική Αντίσταση ως μέλος του 5ου Επίλεκτου Λόχου του ΕΛΑΣ στην Κοκκινιά. Από το 1942 είναι ήδη ο βασικός μεσοεπιθετικός των ερυθρόλευκων και σκοράρει στις Νίκες επί των Εθνικού και Απόλλωνα. Τον Μάιο του 1943 αγωνίζεται βασικός κατά του Παναθηναϊκού και τον Δεκέμβρη πρωταγωνιστεί στο 5-2 κατά των «πρασίνων».

Παράλληλα με την δράση του εντός αγωνιστικών χώρων με τον Ολυμπιακό, ο Γόδας πρωταγωνιστεί και στον αγώνα του έθνους για ελευθερία, ως λοχαγός, σε πολλές σημαντικές μάχες. Όταν πια οι Γερμανοί έφυγαν, ο εχθρός άλλαξε και ήρθαν οι Άγγλοι. Μετά τα «Δεκεμβριανά», στις αρχές του 1945 ο Γόδας προσβάλλεται από πνευμονία και επιστρέφει στην Αθήνα από το Βελούχι όπου βρισκόταν η μονάδα του. Στην πρωτεύουσα θα συλληφθεί μετά από πληροφορία που δόθηκε στις διωκτικές Αρχές. Οδηγείται στις φυλακές της Αίγινας και μετά στην Κέρκυρα. Όταν του δόθηκε το χαρτί να υπογράψει «δήλωση μεταμέλειας», αρνήθηκε ευγενικά. Ήξερε τι σήμαινε αυτό: θάνατος.

«Μην μου δέσετε τα μάτια…»

Ο Γόδας μένει στη φυλακή τρία χρόνια, χωρίς να υπογράψει δήλωση μετανοίας για να σωθεί. Ο Σταμάτης Σκούρτης κι ο Σπύρος Ανδρεάδης, και οι δύο μελλοθάνατοι που σώθηκαν ύστερα από παρέμβαση του ΟΗΕ το 1949, είναι κατηγορηματικοί στο ότι η διοίκηση του Ολυμπιακού δεν ενδιαφέρθηκε να σώσει τον Γόδα.

Έχει φτάσει πια η 19η Νοέμβρη του 1948. Ο φρουρός ανοίγει το κελί του και του λέει πως τον θέλει ο διοικητής «για να μιλήσουν». Ο Γόδας καταλαβαίνει ότι έχει φτάσει η ώρα. Αφού ρίχνει μια τελευταία ματιά στην κρεμασμένη από ένα σκουριασμένο στον τοίχο καρφί, ερυθρόλευκη, οδηγείται στην διεύθυνση. Εκεί, για τελευταία φορά αρνείται να κάνει δήλωση μεταμέλειας και έτσι του δίνουν το δικαίωμα για μια τελευταία επιθυμία: «Θέλω να μου φέρετε την φανέλα και το σορτσάκι μου» και δίνει και ένα σημείωμα για τους συγγενείς του. Όταν πια οδηγείται εκτός φυλακής φορώντας την στολή του Ολυμπιακού, είναι σαν να βγαίνει στο γήπεδο. «Νενικήκαμεν. Ζήτω οι ολυμπιονίκες του σοσιαλισμού. Γεια σας συναθλητές μου», ήταν τα τελευταία του λόγια προς τους συγκρατούμενούς του. Έπειτα, οδηγήθηκε στο νησί Λαζαρέτο, στο λιμάνι της Κέρκυρας για την εκτέλεσή του. Με το απόσπασμα στη θέση του πλέον, ο Γόδας φωνάζει: «Με δολοφονείτε με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Μην μου δέσετε τα μάτια για να βλέπω τα χρώματα της ομάδας μου πριν τη χαριστική βολή». Πολλοί στρατιώτες ήδη τρέμουν, όμως με την διαταγή «πυρ» δεν έχουν περιθώριο για επιλογή.

Ο Νίκος Γόδας εκτελείται στα 27 του και μένει για πάντα νικητής.

O συμπολεμιστής του, Σταμάτης Σκούρτης, γράφει στο βιβλίο του «Ώσπου να ξημερώσει» (εκδ. Κιβωτός), για τις στιγμές της εκτέλεσης: «...ο ήλιος σκάει πίσω απ' τα βουνά και δεν ξέρεις τι είναι πιο κόκκινο, η φανέλα που φοράει κατάσαρκα ο Νίκος, που οι λευκές λωρίδες της κοκκίνισαν απ' το αίμα ή ο ήλιος; Η οικογένεια του Νίκου Γόδα μού μετέφερε τα λόγια του σε κάποιο απ' τα γράμματά του σε ανύποπτο χρόνο, αφού η εκτέλεση ανακοινωνόταν πάντα στον μελλοθάνατο το τελευταίο βράδυ: "Θέλω να ζήσετε καλά. Πεθαίνω για την πατρίδα και τα ιδανικά μου. Αν κάνετε γιο, να του δώσετε τ' όνομά μου". Κι ο αδελφός του Δημήτρης ονόμασε την κόρη του Νίκη».

Διονύσης Μινάρδος

Πρόκειται για έναν από τους πληρέστερους ποδοσφαιριστές της εποχής. Δεξιός χαφ που έμεινε γνωστός για τις ακριβείς πάσες και τις αμέτρητες ασίστ που είχε στο ενεργητικό του, τις ντρίπλες και κυρίως τις ανεξάντλητες δυνάμεις, αφού ήταν ένας από τους πρώτους επιθετικούς μέσους που πρέσαραν ασφυκτικά τον αντίπαλο από την περιοχή του. Γεννήθηκε το 1922 και σε ηλικία 16 ετών, ήδη τρελός με τον Ολυμπιακό, πήγε να παίξει μπάλα στον μισητό αντίπαλο, Εθνικό, έπειτα από παρότρυνση των φίλων του που θεωρούσαν ότι δεν θα μπορούσε να σταδιοδρομήσει στους ερυθρόλευκους. Η μοίρα όμως θα τον έφερνε στην αγαπημένη του ομάδα τέσσερα χρόνια μετά. Μετακινήθηκε στον Ολυμπιακό το 1943 και παρέμεινε για εννέα χρόνια, ως το 1952, όταν και σταμάτησε την καριέρα του. Από το 1949 και μετά τιμήθηκε με το περιβραχιόνιο του αρχηγού, ενώ φόρεσε και τη φανέλα της Εθνικής ομάδας επτά φορές. Πέθανε το 1990 σε ηλικία 68 ετών.

Συμμετοχές: 42 (23/19)

Γκολ: 5 (3/2)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος, 7 Πρωταθλήματα Πειραιά

Στέλιος Κουρουκλάτος

Γεννηθείς το 1923, στα πρώτα χρόνια της ποδοσφαιρικής του καριέρας αγωνίστηκε ως σέντερ φορ και σέντερ χαφ (στο καθιερωμένο 2-3-5 της εποχής). Φόρεσε για πρώτη φορά τη φανέλα του Ολυμπιακού το 1946, πλέον όμως αγωνιζόμενος στη θέση που του ταίριαζε, λόγω της τόλμης, του καλώς εννοούμενου τσαμπουκά του και της σωματοδομής του: ως τερματοφύλακας. Μάλιστα, έγινε αμέσως βασικός και είχε καθοριστική συμμετοχή στην κατάκτηση του πρωταθλήματος του 1947. Το 1948 όμως αντικαθίσταται από τον Αριστείδη Λούβαρη καθώς στρατεύεται και λαμβάνει μέρος στον Εμφύλιο. Από το 1949 ως και το 1955, που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, αγωνίζεται σποραδικά στην ομάδα του Ολυμπιακού. Με την Εθνική, παρότι έπαιξε μόλις τρεις φορές, αποτέλεσε τον μόνο τερματοφύλακα μέχρι τότε που σε δύο αγώνες στο εξωτερικό δεν δέχτηκε γκολ. Μεγαλύτερη εμφάνισή του, στο 2-0 επί της Αιγύπτου στην Αλεξάνδρεια για το Μεσογειακό Κύπελλο του 1951, με την Ελλάδα να αγωνίζεται μάλιστα με δέκα παίκτες λόγω τραυματισμού του Ρωσίδη. Απεβίωσε το 1970.

Συμμετοχές: 37 (18/19)

Γκολ: 0 (0/0)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 4 Κύπελλα Ελλάδος, 9 Πρωταθλήματα Πειραιά

Ανδρέας Μουράτης

Ένα «ιερό τέρας» της ιστορίας του Ολυμπιακού και ολόκληρου του ελληνικού αθλητισμού, ο Ανδρέας Μουράτης, ο θρυλικός «Μισούρι» των ερυθρόλευκων οπαδών, ήταν ένα πραγματικό «λιοντάρι». Πρόκειται πιθανότατα για τον πιο ηρωικό ποδοσφαιριστή που έχει περάσει από τα γήπεδα της χώρας.

Γεννήθηκε το 1925 στο Νέο Φάληρο και τον πήγε στον Ολυμπιακό ο φροντιστής Τάκης Κτενάς, το 1939. Το 1942 μετακινήθηκε στην Προοδευτική, όμως το 1945 επέστρεψε στον Θρύλο. Αγωνίστηκε στον Ολυμπιακό για μια δεκαετία ως κεντρικός αμυντικός και η κλάση του -κοινή παραδοχή ακόμη και από αντιπάλους- και δίχως ίχνος υπερβολής, ήταν παγκοσμίου επιπέδου. Από τη θέση αυτή που τόσο του ταίριαζε, εξελίχθηκε σε ηγέτη και παίκτη-σύμβολο του Ολυμπιακού αλλά και σε έναν αληθινό καθηγητή ποδοσφαίρου, αφού ουσιαστικά δεν υστερούσε σε κανένα κομμάτι του παιχνιδιού είτε σε άμυνα, είτε σε επίθεση. Ταχύτατος, δυνατός, με εξαιρετικό άλμα και ιδιοφυείς αντιδράσεις «καθάριζε» τα πάντα στην άμυνά του, ενώ το δυνατό του σουτ και οι αριστουργηματικές εκτελέσεις φάουλ και πέναλτι, ενίσχυαν την επίθεση της ομάδας του. Ήταν ο πρώτος ποδοσφαιριστής, πιθανότατα σε ολόκληρη την Ευρώπη και σίγουρα πολλά χρόνια πριν τον διεθνώς αναγνωρισμένο Φραντς Μπέκενμπαουερ, ο οποίος ξεκινούσε από τη θέση του κεντρικού αμυντικού και ταλαιπωρούσε τους αντίπαλους «συναδέλφους» του. Τα πολλά γκολ που έχει σημειώσει, γεγονός πρωτοφανές για αμυντικό της εποχής, μονάχα ενισχύουν αυτή την άποψη.

Το 1948 θα κάνει την πρώτη, από τις συνολικά 16 εμφανίσεις του με την Εθνική ομάδα, στην εκτός έδρας νίκη με 3-1 επί της Τουρκίας στην Πόλη. Οι Τούρκοι έμειναν άφωνοι με την απόδοσή του και ο Τύπος της γειτονικής χώρας του δίνει τον χαρακτηρισμό «Μουράτ Ασλάν», δηλαδή «Μουράτης το Λιοντάρι». Δείγμα και του χαρακτήρα του, το γεγονός που έλαβε χώρα κατά τον γυρισμό πια από το παιχνίδι. Η αποστολή της Εθνικής φτάνει στο αεροδρόμιο της Αθήνας και συμπτωματικά εκεί βρίσκεται και η Βασίλισσα Φρειδερίκη. Όταν αυτή ρώτησε τι συμβαίνει, της μεταφέρθηκε το γεγονός και αμέσως θέλησε να μιλήσει με τον αρχηγό, τον Μουράτη, για να δώσει τα συγχαρητήρια και να πει τα ακόμη και τότε κλασικά «μας κάνατε περήφανους κτλ». Η απάντηση του Μουράτη, ενός λαϊκού, ντόμπρου και αγράμματου παλικαριού της εποχής: «Ευχαριστούμε πολύ, κυρούλα μου»!

Σε άλλο ματς της Εθνικής, στο οποίο αγωνίστηκε τραυματίας, του κόλλησαν το άλλο του παρατσούκλι, «Μιζούρι», όταν ένας φίλαθλος τον παρομοίασε με το αμερικανικό αεροπλανοφόρο που ήταν τότε αγκυροβολημένο στον Πειραιά. Για την προσφορά του αυτή στην Εθνική και το ελληνικό ποδόσφαιρο συνολικά, η ΕΠΟ τον… τίμησε με διετή αποκλεισμό, όταν σαν αρχηγός της ομάδας, ζήτησε την καταβολή των οδοιπορικών στους παίκτες. Τελικά την απόφασή της αυτή ανακάλεσε μετά από δέκα μήνες όμως ο Μουράτης φυσικά δεν επέστρεψε ποτέ.

Από το 1955, όταν έφυγε από τον Ολυμπιακό μέχρι και το τέλος της καριέρας του το 1961, αγωνίστηκε στον Αργοναύτη. Έκτοτε, μέχρι και το 2000 που πέθανε, έμεινε κοντά στον Ολυμπιακό, βοηθώντας σε διάφορα πόστα, από προπονητής στα τμήματα υποδομής μέχρι φροντιστής.

Συμμετοχές: 58 (32/26)

Γκολ: 8 (3/5)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 4 Κύπελλα Ελλάδος, 9 Πρωταθλήματα Πειραιά

Γιώργος Δαρίβας

Ο Γιώργος Δαρίβας γεννήθηκε το 1926 στου Ψυρρή και πραγματοποίησε το ντεμπούτο του στον Ολυμπιακό στις 11 Ιουλίου του 1946. Ο «Λορέντσι», όπως ήταν γνωστός στις τάξεις των φιλάθλων της ομάδας, υπήρξε ένας πλήρης μέσος με σπουδαίες τεχνικές αρετές, φαντασία και τρομερή αποτελεσματικότητα. Μαζί με τον Θανάση Μπέμπη, αποτέλεσαν πιθανότατα το πληρέστερο δίδυμο κεντρικών μέσων στην ιστορία του συλλόγου. Δεν θα ήταν καθόλου υπερβολικό να ειπωθεί πως πάνω τους χτίστηκε η μυθική ομάδα του Ολυμπιακού της δεκαετίας του ’50, η οποία σάρωσε τίτλους και αντιπάλους στο διάβα της. Ξεκίνησε την καριέρα του από τα «τσικό» της αγαπημένης του ομάδας, στην οποία και παρέμεινε μέχρι και τις 20 Απριλίου 1958 όταν έφυγε για να κλείσει την καριέρα του στη Δόξα Πειραιά. Με την ερυθρόλευκη, πέτυχε συνολικά 141 γκολ, ενώ με την Εθνική ομάδα αγωνίστηκε συνολικά 16 φορές και πέτυχε σκόραρε τέσσερις φορές. Αφού ολοκλήρωσε την καριέρα του ως ποδοσφαιριστής, εργάστηκε σαν προπονητής στα τμήματα υποδομής του Ολυμπιακού αλλά και στην πρώτη ομάδα, όποτε αυτή των χρειάστηκε, σαν πιστός «στρατιώτης». Ανήκει στο «κλαμπ» των παικτών που κατέκτησαν τίτλους με τον Ολυμπιακό και σαν προπονητές, καθώς οδήγησε τον Θρύλο στην κατάκτηση ενός νταμπλ, το 1975, αλλά και στο Κύπελλο του 1971.

Συμμετοχές: 89 (56/33)

Γκολ: 28 (13/15)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 6 Κύπελλα Ελλάδος, 11 Πρωταθλήματα Πειραιά

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: Η εκτέλεση του Γόδα και το «Λιοντάρι»