MENU

«Πήρα να σου πω ότι σε απόλαυσα». Στα ελάχιστα αυτά δευτερόλεπτα, ένα μοντάζ από εικόνες/μνήμες διαπέρασε το μυαλό, το ενεργοποίησε να λειτουργήσει σε 4G ταχύτητα. «Ασε τώρα, τι απόλαυσες. Εγώ να δούμε, πότε θα σε απολαύσω. Μη λέμε πολλά στο τηλέφωνο, θέλω να έρθω ένα απόγευμα να σε δω». Εννοούσα, να σε δω όσο ακόμη σε προλαβαίνω. Αλλ’ αυτό, δίστασα, δεν το συμπλήρωσα. «Οποτε θέλεις». Οποιαδήποτε καθημερινή αρκεί, μου εξήγησαν, μάλλον μου υπενθύμισαν, να μη έχει αγώνα, ποδόσφαιρο ή μπάσκετ, ο Ολυμπιακός.

Την επόμενη εβδομάδα κιόλας, συνεννοούμαι με τον Στράτο. Λέω να έρθω. «Ξεκίνα. Εδώ είναι». Μη του το πεις. Παίρνω ένα μπουκάλι κόκκινο κρασί για το καλό, Καβάλας κατευθείαν. Στην υποδοχή ο eterno, ο αιώνιος, Γιώργος Ζουρίδης. «Ελα να σε πάω». Με καθοδηγεί, ως το γραφείο. «Θόδωρε, κοίτα ποιος ήρθε». Σ’ το είχα πει ότι θα έρθω να σε δω. Ιδιος! Με τα ρούχα, απ’ τις έγχρωμες δόξες του Κωσταντάρα στις ταινίες. Ηταν η ώρα που κρατούσε ένα μαχαιράκι και ξεφλούδιζε να φάει το απογευματινό μήλο του. Σε ημίφως. Με γυαλά ηλίου. «Με πειράζει στα μάτια το πολύ φως». Μια αγκαλιά.

Ξεκίνησε να μιλάμε για την Ειρήνη, πώς τη γνώρισε κοπελίτσα (προτού βγάλουν το Φως) στην Ηχώ, με λεπτομέρειες, «την κόρταρε κι ο Σπορίδης, να ξέρεις», πώς πορεύτηκαν χέρι-χέρι στα 60+ χρόνια του ταξιδιού τους, τα κορίτσια τους, τη Μαρία, την Ολγα. Υστερα, με πήγε στις ιστορίες από τη Μύκονο τα καλοκαίρια με τον παλιό Καραμανλή. «Ολοι νόμιζαν πως, επειδή κάθε χρόνο τον φιλοξενούσα, ήμουν καραμανλικός». Συντελούσε στο να το νομίζουν όλοι, η συστέγαση του Φωτός με τη Βραδυνή στην Πειραιώς 9, για χρόνια. «Ενώ εγώ, πολιτικά ήμουν αντικαραμανλικός. Προσωπικά ήμουν φίλος του. Του τα ‘λεγα, εκεί που μας έφτιαχνε η Ειρήνη τα ουζάκια. Δεν του τα χάριζα».

Μετά, φυσικά, το Φως. Οι πένες που έλαμψαν. Η αδιαπραγμάτευτη αρχή, σεβόμαστε, δεν προσβάλλουμε τους αντίπαλους του Ολυμπιακού. Του λέω για τον ασφαλιστή μου, Παναθηναϊκό με διαρκείας σε ποδόσφαιρο και μπάσκετ, ότι δεν μπορεί να διαβάσει κάτι άλλο από Φως. Δεν τον εκπλήσσω. «Μα εγώ ποτέ δεν είχα τριβή με ΑΕΚτσήδες, με Παναθηναϊκούς». Η συνήθης τριβή του, ανέκαθεν ήταν με τις διοικήσεις…του Ολυμπιακού. Αρχισε να μου λέει, από Αδριανό Ντάνο ως και σήμερα. «Εγώ, Ολυμπιακός είμαι. Δεδομένος, δεν ήμουν ποτέ».

Πήγε οκτώ. Σηκώθηκε. Σηκώθηκα. «Ν’ ανεβώ να κάνω πρώτη σελίδα». Καλός είσαι αλλά έχουμε και δουλειές, με άλλα λόγια. Δεν χωράτευε. Στην ηλικία των 90 ετών, αυτό ήταν η ρεαλιστική ρουτίνα της κάθε μέρας. Οκτώ, ν’ ανεβαίνω σιγά-σιγά για πρώτη σελίδα. «Σου είπα ωραίες ιστορίες όμως, έτσι;» Γνέφω, καταφατικά. «Ξέρεις γιατί σου τις είπα, ε;» Γνέφω, τώρα, ερωτηματικά. «Για να γλυκαθείς και να ξανάρθεις, να σου πω κι άλλες». Θα ξανάρθω. Εφυγα, με μια αίσθηση σπάνιας πληρότητας. Κι ένα what-if. Πόσο ηλίθιος θα ήμουν, εάν είχα αμελήσει να πάω να τον δω. Πόσο ανόητος θα ένιωθα, εκ των υστέρων.

Κάπου ενάμισι χρόνο μετά, ενόσω είχαμε ξεκινήσει την εκπομπή τις Παρασκευές στο ράδιο, τα εξιστόρησα στον Ντέμη. «Πρέπει να τον δούμε, να τον δεις, όσο είναι καιρός να γνωριστείτε». Δυο Νικολαίδηδες! «Θα με ευγνωμονείς». Θα πηγαίναμε εμείς σ’ αυτόν, εξυπακούεται. Όχι αυτός, σε μας. Τα υπόλοιπα είναι όπως τα έγραψε ο Ντέμης στο λογαριασμό του. Δεν σου υπόσχομαι, του είπε, γιατί δεν δίνω ποτέ υποσχέσεις που δεν ξέρω εάν θα μπορέσω να τις τηρήσω. Μίλησα και στην Ολγα, μήπως διεισδύαμε απ’ την…αδύναμη πλευρά του.

Της εξήγησα, δεν μας ενδιαφέρει να κάνουμε μιντιακή επιτυχία. Μ’ ενδιαφέρει ν’ αφήσει κάτι πίσω, ένα ηχητικό, που θα ‘ναι η δημόσια διαθήκη του, το κληροδότημά του στον αθλητισμό και στη δημοσιογραφία. Ας μη το κάνει με μας, ας το κάνει με όποιον θέλει, σε άλλο ράδιο, σε σάιτ, σε μια εκπομπή στην TV. Οπου νιώθει. Αλλά να το κάνει. «Ξέρεις, μου είπε η Ολγα, πόσο σ’ αγαπάει. Να του το πω κι εγώ. Αν δεν το κάνει με σένα, δεν θα το κάνει με κανένα. Αλλά, πατέρας μου είναι, προβλέπω, και το καταλαβαίνεις κι εσύ, ότι οι πιθανότητές μας δεν είναι πάνω από 1%. Να δει τον Ντέμη όμως, είμαι σίγουρη ότι το θέλει και θα το χαρεί πολύ».

Με το σήμερα με το αύριο, δεν τα καταφέραμε. Ούτε το έλασσον, να ειδωθούν. Ούτε το μείζον, ν’ ακουστεί ο λόγος του κυρ-Θόδωρου σε ευρύ κοινό. Ντοκουμέντο, αντί απομνημονεύματος, δεν υπάρχει. Κληροδότημα ωστόσο, ναι. Κληροδότημα είναι η διαδρομή του. Τουλάχιστον για όσους είχαν κάποια στιγμή στη ζωή τους, με κάποιον τρόπο, την ευτυχία να κοινωνήσουν Νικολαίδη…

«Την κόρταρε κι ο Σπορίδης, να ξέρεις»