MENU

Θρύλοι του πάθους: 1993-2003

Κυριάκος Καραταΐδης

Ο «Κούλης» είναι το κλασικό παράδειγμα για το που σε οδηγεί η υπομονή, η πίστη στις δυνατότητές σου και η σκληρή δουλειά. Κατέβηκε στον Πειραιά από την Καστοριά το 1987 επί προεδρίας Κοσκωτά. Αγωνίστηκε επί σχεδόν μια δεκαετία σαν αριστερό μπακ, όμως ο κόσμος δεν είδε ποτέ κάτι ιδιαίτερο πάνω του. Ένας παίκτης σταθερός, εργατικός, δυνατός, τρεχαλατζής, παθιασμένος, όμως χωρίς καμιά ιδιαίτερη ποιότητα στο παιχνίδι του. Το όνομά του μάλιστα δεν άργησε να συνδεθεί, μοιραία, με τα «πέτρινα χρόνια» του Ολυμπιακού…

Ο Κυριάκος Καραταΐδης γεννήθηκε το 1965 στην Καστοριά και από την τοπική ομάδα ξεκίνησε την σταδιοδρομία του στο ποδόσφαιρο. Εκεί αγωνίστηκε μέχρι και το 1987 όταν ο Γιώργος Κοσκωτάς αποφάσισε να φέρει στον Ολυμπιακό ότι καλύτερο κυκλοφορούσε στην ελληνική αγορά. Ο 22χρονος μπακ που ξεχώριζε στην Καστοριά με τις εμφανίσεις του, ήταν ένας από αυτούς. Ο «Κούλης» αγαπήθηκε από τον κόσμο της ομάδας για τα ψυχικά του χαρίσματα και τον χαρακτήρα του. Δεν δημιούργησε ποτέ το παραμικρό πρόβλημα στον Ολυμπιακό και ήταν μονίμως ο πρώτος που κατέθετε όλο του το «είναι» όταν οι περιστάσεις το απαιτούσαν. Ποτέ όμως δεν ξεχώρισε για τα τεχνικά χαρακτηριστικά και την ποιότητά του και δεν ήταν λίγοι αυτοί που σε κάθε μεταγραφική περίοδο τον θεωρούσαν πρώτο στην λίστα των υπό παραχώρηση παικτών. Το ίδιο ακριβώς συνέβη και το καλοκαίρι που στο λιμάνι φτάνει ο Ντούσαν Μπάγεβιτς. Όμως ο νέος τεχνικός του Ολυμπιακού έχει σχέδια για τον «Κούλη». Του αλλάζει θέση και από το αριστερό άκρο της άμυνας, τον φέρνει στο κέντρο αυτής και του δίνει ρόλο λίμπερο. Σε αυτή τη θέση, ο Καραταΐδης επιδεικνύει εξαιρετικές αρετές: παίζει μυαλωμένα, κατευθύνει την άμυνα του Ολυμπιακού με μαεστρία, διορθώνει τα λάθη των άπειρων συμπαικτών του και εμπνέει την ηρεμία σε όλη την ομάδα. Η ώρα της καταξίωσης, της δικής του προσωπικής, αλλά και του Ολυμπιακού γενικότερα, είχε φτάσει.

Ο «Κούλης» είναι ο μοναδικός παίκτης από όσους αποκτήθηκαν επί προεδρίας Γιώργου Κοσκωτά που κατάφερε να κατακτήσει πρωτάθλημα στον Πειραιά. Αγωνίστηκε με την ριγωτή ερυθρόλευκη επί 13 συναπτά έτη και ήταν ο επί χόρτου συνδετικός κρίκος των «πέτρινων χρόνων» με την αυτοκρατορία των επτά συνεχόμενων τίτλων. Μέχρι τις 28 Μαΐου του 2000 όταν φόρεσε για τελευταία φορά τη φανέλα του Ολυμπιακού στο 5-1 επί της Παναχαϊκής, κατέκτησε τέσσερα Πρωταθλήματα (1997, 1998, 1999, 2000) και τρία Κύπελλα Ελλάδος (1990, 1992, 1999), ενώ έφτασε με τον Ολυμπιακό και ως την προημιτελική φάση του Τσάμπιονς Λιγκ την περίοδο 1998-99.

Μέχρι σήμερα, παραμένει ο πρώτος σε συμμετοχές στην Α’ Εθνική ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού με 366. Επιπλέον, αγωνίστηκε σε 72 ματς Κυπέλλου και σε 57 ματς ευρωπαϊκών διοργανώσεων, 19 εκ των οποίων στο Κύπελλο UEFA, τις περισσότερες από κάθε άλλο ερυθρόλευκο στη συγκεκριμένη διοργάνωση. Παράλληλα, φόρεσε και τη φανέλα της Εθνικής μας ομάδας άλλες 34 φορές. Μια εξ αυτών, ως βασικός, στην ήττα από τη Βουλγαρία για το Παγκόσμιο Κύπελλο του 1994 στις ΗΠΑ.

Ο Κούλης Καραταΐδης έπαιξε στον Ολυμπιακό για 13 χρόνια και από τον παίκτη το όνομα του οποίου είχε γίνει συνώνυμο της επιτυχίας, εξελίχθηκε σταδιακά σε αγαπημένο παιδί της εξέδρας, έγινε ρέκορντμαν συμμετοχών στο ελληνικό πρωτάθλημα, κατέκτησε τίτλους φορώντας το περιοβραχιόνιο του αρχηγού και αγωνίστηκε σε ένα Παγκόσμιο Κύπελλο.

Μετά την ολοκλήρωση της ποδοσφαιρικής του καριέρας, πήρε το δρόμο της προπονητικής. Εργάστηκε αρχικά στην Εθνική Παίδων και έπειτα στις ακαδημίες του Ολυμπιακού. Σήμερα μάλιστα, έχει την δική του Ακαδημία ποδοσφαίρου στο Μενίδι ενώ είναι και πρόεδρος ομάδας, του Εθνικού Α.Π.Σ. Λέοντος, ο οποίος αγωνίζεται στις ερασιτεχνικές κατηγορίες.

Συμμετοχές: 495 (366/72/57)

Γκολ: 4 (3/1/0)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος

Μπεντ Κρίστενσεν

Σε μια ομάδα που ήδη υπήρχαν επιθετικοί όπως ο Όλεγκ Προτάσοφ, ο Νίκος Αναστόπουλος (ο «μουστάκιας» είχε βέβαια δηλώσει ότι θα σταματήσει το ποδόσφαιρο) και ο Ντανιέλ Μπατίστα, το καλοκαίρι του 1993 προστίθεται ο Μπεντ Κρίστενσεν. Το τι είδους παίκτης ήταν ο «Τούρμπο-Μπεν» όπως ήταν το παρατσούκλι του, το αντιλαμβάνεται κανείς αν σκεφτεί πως το όνομά του έχει μείνει ανεξίτηλο στις μνήμες όλων των Ολυμπιακών παρά το γεγονός πως αγωνίστηκε μόνο για 34 ματς με την ερυθρόλευκη!

Ο Δανός γεννήθηκε στις 4 Ιανουαρίου του 1967 στην Κοπεγχάγη και πρωτόπαιξε μπάλα στην Μπρονσόι. Στην πρώτη του χρονιά στην άσημη δανέζικη ομάδα πετυχαίνει 11 γκολ σε 18 εμφανίσεις και η ελβετική Σερβέτ αποφασίζει να επενδύσει πάνω του. Ωστόσο, στην Ελβετία δεν προσαρμόζεται ποτέ και μετά από έναν σύντομο δανεισμό στη δανέζικη Βέιλε, παίρνει μεταγραφή για τη Μπρόντμπι, με τη φανέλα της οποίας θα αφήσει εποχή. Εκεί έπαιξε για τέσσερα χρόνια 1987-1991) και λόγω της ταχύτητας και της εκρηκτικότητάς του, του αποδόθηκε το παρατσούκλι «Τούρμπο», που τον ακολούθησε ως το τέλος της καριέρας του. Με τη Μπρόντμπι πέτυχε 62 γκολ σε 100 παιχνίδια, κατέκτησε 4 πρωταθλήματα (1987, 1988, 1990, 1991), 1 Κύπελλο (1988), αναδείχθηκε τρεις φορές πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος (1988, 1990, 1991) και το 1991 έφτασε μέχρι τον ημιτελικό του Κυπέλλου UEFA.

Το καλοκαίρι του 1991, δύο γερμανικές ομάδες, η Σάλκε και η Άιντραχτ Φρανκφούρτης ερίζουν για την απόκτησή του και τελικά η πρώτη τον αποκτά έναντι 5 εκ. γερμανικών μάρκων. Έτσι, γίνεται ο πιο ακριβός Δανός ποδοσφαιριστής της εποχής! Όμως, η απόδοσή του με τους «μπλε» της Μπουντσλίγκα δεν είναι ανάλογη με αυτή στα χρόνια της Μπρόντμπι και μετά από δύο σεζόν, όταν στα γραφεία της Σάλκε φτάνει πρόταση για την απόκτησή του, η γερμανική ομάδα αποφασίζει να τον παραχωρήσει.

Το 1993, ο Ολυμπιακός αποκτά τον Μπεντ Κρίστενσεν ως δανεικό για ένα χρόνο, με οψιόν αγοράς τον επόμενο. Ούτε με την ερυθρόλευκη ξεκίνησε πολύ δυνατά, όμως σιγά σιγά το «τούρμπο» άρχισε να «γκαζώνει» και ελάχιστοι μπορούσαν να τον σταματήσουν. Σκοράρει κόντρα στον ΠΑΟΚ για την 3η αγωνιστική του πρωταθλήματος και έκτοτε αρχίζει να «ματώνει» τα αντίπαλα δίχτυα εντός και εκτός συνόρων. Στην ιστορική ρεβάνς του Καραϊσκάκη στον Β’ γύρο του Κυπέλλου UEFA της περιόδου 1992-93 κόντρα στην ισπανική Τενερίφη, ο Δανός κάνει το καλύτερό του παιχνίδι στην Ελλάδα σημειώνοντας χατ-τρικ, όμως o Ολυμπιακός αποκλείεται (2-1 το πρώτο ματς) λόγω των τραγικών λαθών στην άμυνά του. Ολοκληρώνει τη χρονιά πετυχαίνοντας 19 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις και ο τότε προπονητής του Ολυμπιακού, Νίκος Αλέφαντος εισηγείται θερμά την παραμονή του.

Αυτό όμως δεν συμβαίνει ποτέ, αφού η διοίκηση έκρινε ότι το κόστος ήταν ασύμφορο. Το μόνο που αξίζει να ειπωθεί για τη συγκεκριμένη απόφαση του Ολυμπιακού είναι ότι στη θέση του Δανού ήρθε μετά το Μουντιάλ των ΗΠΑ ο -απροσδιορίστου ηλικίας- Νιγηριανός, Ρασίντ Γιεκινί, ο οποίος λίγο καιρό μετά έφυγε νύχτα. Ο Κρίστενσεν από την πλευρά του πήρε μεταγραφή για την ισπανική Κομποστέλα με τη φανέλα της οποίας αγωνίστηκε για τρία χρόνια και πραγματικά λατρεύτηκε. Ακολούθως, έπαιξε στην Τουρκία και την Γκενσλερμπιρλιγκί πριν επιστρέψει στη Δανία. Το 1998 κατέκτησε ένα ακόμη νταμπλ με τη Μπρόντμπι, έπαιξε στο Τσάμπιονς Λιγκ και έφυγε για να κλείσει την καριέρα του το 2000 στη Μπρονσόι, την ομάδα με την οποία ξεκίνησε την περιπέτειά του στο λαοφιλέστερο σπορ.

Με την Εθνική ομάδα της πατρίδας του αγωνίστηκε 26 φορές και πέτυχε 8 γκολ, ενώ το 1992 ήταν στο ρόστερ της ομάδας που έφτασε στην -έως τότε- μεγαλύτερη έκπληξη του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου με την κατάκτηση του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος στα γήπεδα της Σουηδίας. Μετά την ολοκλήρωση της καριέρας του ως ποδοσφαιριστής, έγινε προπονητής. Ξεκίνησε το 2003 από την άσημη Βερλόζε, την οποία και οδήγησε στην Β’ κατηγορία της Δανίας. Τον Οκτώβριο του 2005 αναλαμβάνει χρέη προπονητή στην ομάδα Νέων της Μπρόντμπι, ενώ από τον Ιούνιο του 2010 είναι μέλος του προπονητικού τιμ της πρώτης ομάδας, ως προπονητής των επιθετικών.

Συμμετοχές: 34 (26/4/4)

Γκολ: 19 (9/4/6)

Βασίλης Καραπιάλης

Γεννηθείς στις 13 Ιουνίου του 1965 στους Αμπελόκηπους Λάρισας, ο Βασίλης Καραπιάλης άφησε εποχή στο ελληνικό ποδόσφαιρο ως ένας από τους πλέον ταλαντούχους γηγενείς παίκτες που έπαιξαν στην επαγγελματική κατηγορία. Ήταν το μεγάλο αστέρι της Λάρισας του ’80 που άφησε εποχή και μετέπειτα ο φυσικός ηγέτης και εκ των αρχηγών του Ολυμπιακού κατά τη δεκαετία του ’90.

Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο στα 14, από τα τμήματα υποδομής του Τοξότη και ένα χρόνο μετά προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα η οποία αγωνιζόταν στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα της Λάρισας. Εκεί έκανε τα πρώτα του ουσιαστικά βήματα, ξεχωρίζοντας για το ταλέντο του. Το 1984, ο ΟΦΗ δίνει το ποσό των 2,1 εκ. δρχ. -ανήκουστο για ερασιτεχνικό σύλλογο- όμως ο «Μπίλαρος» θέλει να παίξει στην αγαπημένη του ΑΕΛ. Εκεί όντως μετακόμισε ένα χρόνο μετά, αφού πρώτα πρόλαβε να πετύχει 30 γκολ ως μέσος στην τελευταία του χρονιά στο ερασιτεχνικό πρωτάθλημα. H ΑΕΛ πλήρωσε 1 εκ. δρχ. για να τον αποκτήσει.

Το 1988 ήταν η πρώτη του χρονιά ως βασικός και μόνο τυχαίο δεν είναι το αποτέλεσμα εκείνης της ιστορικής από κάθε άποψη για το ελληνικό ποδόσφαιρο σεζόν. Οι «βυσσινί θύελλα» κατακτά τον τίτλο και γίνεται η πρώτη και μοναδική μέχρι σήμερα επαρχιακή ομάδα που πετυχαίνει κάτι τέτοιο. Ο Καραπιάλης οργιάζει, όπως και στο ντέρμπι τίτλου με την ΑΕΚ το οποίο τελειώνει πριν καν αρχίσει 2-0 (1’ Ζιώγας, 24’ Καραπιάλης). Ψηφίζεται ως ο κορυφαίος εκείνης της περιόδου και το γκολ του την 1η Νοεμβρίου του ’87 στο 4-1 επί του Πανσερραϊκού αφού διέσχισε όλο το γήπεδο περνώντας σαν σταματημένη όλη την αντίπαλη άμυνα, θωρείται ένα από τα κορυφαία στα ελληνικά γήπεδα.

Με την ΑΕΛ να έχει χάσει ήδη τη δύναμή της τόσο σε αγωνιστικό επίπεδο, όσο και σε οικονομικό μετά την αποχώρηση του ομίλου Βιοκαρπέτ που είχε τις μετοχές της ομάδας, το καλοκαίρι του 1991 ο Καραπιάλης μεταγράφεται στον Ολυμπιακό αφού αρνείται προτάσεις από ουσιαστικά όλες τις υπόλοιπες μεγάλες ελληνικές ομάδες. Ο Λαρισαίος δεν αργεί να γίνει ο ηγέτης της ομάδας και ο κόσμος να τον λατρέψει. Αυτό που άργησε επί των ημερών του ήταν οι τίτλοι, με μόλις ένα Κύπελλο στα πρώτα πέντε του χρόνια στο Λιμάνι, αλλά και τέσσερα πρωταθλήματα, ένα Κύπελλο και ένα Σούπερ Καπ στα τέσσερα τελευταία από τα εννέα συνολικά χρόνια του στους «ερυθρόλευκους».

Τον Μάιο του 2000 αποφασίζει να βάλει τέλος στην τεράστια καριέρα του, χάρη στην οποία αναδείχθηκε μετά από ψηφοφορία ως ο τρίτος κορυφαίος ποδοσφαιριστής στα χρόνια του επαγγελματικού ποδοσφαίρου πίσω από τον Βασίλη Χατζηπαναγή και τον Δημήτρη Σαραβάκο. Μια από τις μεγαλύτερες αδικίες στο ελληνικό ποδόσφαιρο ήταν επίσης ότι το 1994 ο Αλκέτας Παναγούλιας τον άφησε εκτός αποστολής για το Μουντιάλ των ΗΠΑ και ο ίδιος εκεί αποφάσισε να μην ξαναφορέσει το εθνόσημο. Γι’ αυτό και αρκέστηκε σε μόλις 21 συμμετοχές και 2 γκολ με τη γαλανόλευκη.

Συμμετοχές: 308 (229/50/29)

Γκολ: 71 (61/10/0)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος, 1 Σούπερ Καπ Ελλάδος

Αλέξης Αλεξανδρής

Ένας ακόμη τεράστιος «κανονιέρης» των ελληνικών γηπέδων, ο Αλέξης Αλεξανδρής έγραψε τη δική του ιστορία με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Πέτυχε 187 γκολ στην Α' Εθνική και συνολικά 252 στην καριέρα του σε όλες τις διοργανώσεις, απολογισμός που τον φέρνει στην 5η θέση των σκόρερ της Α' Εθνικής. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τον Πέλοπα Κιάτου, την ομάδα του τόπου καταγωγής του.

Σε ηλικία 18 ετών μετακομίζει στη Βέροια για λογαριασμό της τοπικής ομάδας όπου θα αγωνιστεί μέχρι και το 1991. Τότε, ο Ντούσαν Μπάγεβιτς θα τον πάρει στην ΑΕΚ και μετά από τρεις άκρως επιτυχημένες σεζόν στην «Ένωση», όπου πέτυχε 51 γκολ (κανένα εξ αυτών κόντρα στον Ολυμπιακό) και κατέκτησε 3 τίτλους με την σπουδαία εκείνη ομάδα, το καλοκαίρι του 1994 ο Σωκράτης Κόκκαλης τον παίρνει στο Λιμάνι ενώ βρίσκεται στα ντουζένια του, 26 ετών.

Κάπως έτσι θα ξεκινούσε και η κόντρα του με τους «κιτρινόμαυρους» η οποία δεν έσβησε ποτέ, ενώ και ο ίδιος δεν κοίταξε ποτέ πίσω. Πρώτος σκόρερ με την «Ένωση», πρωταθλητής Ελλάδας και πρωταγωνιστής σε όλες τις επιτυχίες της ομάδας, παίρνει όμως αμέσως την απόφαση να μετακομίσει στον Πειραιά. Ο Μακεδόνας επιθετικός όμως βρίσκει εκεί το Λιμάνι του. Φόρεσε τη φανέλα με τον δαφνοστεφανωμένο έφηβο για εννέα χρόνια (1994-95 – 2002-03) και την τίμησε όσο λίγοι. Κατέκτησε 7 πρωταθλήματα και 1 Κύπελλο, διατέλεσε αρχηγός της ομάδας και πέτυχε γκολ άκρως καθοριστικά αλλά και εντυπωσιακά.

Συμμετοχές: 333 (243/54/36)

Γκολ: 170 (127/35/8)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Σίνισα Γκόγκιτς

Μια από τις χαρακτηριστικότερες περιπτώσεις παικτών που όχι μόνο μεταγράφηκαν σε ένα μεγάλο σύλλογο χωρίς να υπάρχει καμία απολύτως προσδοκία και πίστη από τους οπαδούς της και τελικά κατέληξαν να βγάζουν μάτια και να μετατρέπονται σε έναν από τους all time classic αγαπημένους. Και όλα αυτά, μέσα σε τέσσερις σεζόν και σε ηλικία 34-38 ετών!

Ο «γερο-Γκόγκα» ήρθε στον Ολυμπιακό ως προσωπική επιλογή του Ντούσαν Μπάγεβιτς και ως ένας από τους κορυφαίους γκολτζήδες στην ιστορία του Κυπριακού ποδοσφαίρου, με 121 γκολ σε 173 ματς πρωταθλήματος με τις φανέλες του ΑΠΟΕΛ και της Ανόρθωσης. Η παρουσία του στο Λιμάνι συνδυάστηκε με τέσσερα πρωταθλήματα και τρομερές εμφανίσεις από τον ίδιο, ο οποίος πολλές φορές έκανε τη διαφορά στην επίθεση με την εκτελεστική του δεινότητα σε κρίσιμα σημεία, όπως στην καταπληκτική σεζόν 1998-99 με το νταμπλ να καταλήγει στον Πειραιά και την ομάδα να φτάνει για πρώτη φορά στην ιστορία της σε προημιτελικό Champions League.

Σταμάτησε το ποδόσφαιρο το 2002 στον Ολυμπιακό Λευκωσίας σε ηλικία 41 ετών και ένα χρόνο μετά, ανέλαβε πόστο προπονητή στις ακαδημίες του Ολυμπιακού, όπου και παρέμεινε για δύο χρόνια. Τη σεζόν 2011-12 επέστρεψε στον Πειραιά για να αναλάβει και πάλι το πόστο του προπονητή των ακαδημιών του συλλόγου.

Συμμετοχές: 124 (82/17/20)

Γκολ: 26 (13/6/7)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Δημήτρης Ελευθερόπουλος

Η φράση «μαζί δεν κάνουνε και χώρια δεν μπορούνε» είναι αυτή που αποτυπώνει την οκταετή καριέρα του Δημήτρη Ελευθερόπουλου στον Ολυμπιακό. Πειραιώτης, οπαδός του συλλόγου και τελικά βασικός τερματοφύλακάς του στην περίοδο της παντοκρατορίας της προηγούμενης δεκαετίας. Ο «Ελέ» έπαιξε στην πρώτη ομάδα των «ερυθρόλευκων» από τη σεζόν 1996-97 ως και τη σεζόν 2003-04 και έμεινε στην Ιστορία ως ένας από τους πλέον ικανούς γκολκίπερ κάτω από τα δοκάρια, με τρομερά αντανακλαστικά και ικανότητα στο ένας εναντίον ενός.

Επειδή όμως η κάθε σχέση αγάπης που σέβεται τον εαυτό της περιλαμβάνει και ισόποσο μίσος, ήταν συνήθως ο πρώτος που τα άκουγε από την στις ήττες και τις αποτυχίες στην Ευρώπη, παρά το γεγονός πως μόνο λίγα δεν ήταν τα ματς που ο Ολυμπιακός τα είχε κερδίσει χάρη στις δικές του τρομερές εμφανίσεις. Κατηγορήθηκε για «κλίκα» με Γεωργάτο και Ανατολάκη, ότι δεν είναι καλός στις εξόδους, ότι έφταιγε για τον αποκλεισμό από τη Γιουβέντους το 1999, ότι δεν ενέπνεε σιγουριά στην Ευρώπη, ότι, ότι, ότι.

Η ουσία μέχρι και σήμερα παραμένει ότι μέχρι την εμφάνιση του Αντώνη Νικοπολίδη, ήταν ο κορυφαίος τερματοφύλακας της τελευταίας 15ετίας για τον Ολυμπιακό και ο πρώτος βασικός ποδοσφαιριστής του μετά από πάρα πολλά χρόνια που βγήκε από τα τμήματα υποδομής του. Το 2003-04 ήταν η τελευταία του σεζόν στο Λιμάνι, όταν πια το γυαλί είχε ραγίσει τόσο με τον Σωκράτη Κόκκαλη, όσο και με την εξέδρα, ιδίως μετά το 7-0 από τη Γιουβέντους. Έφυγε τον Ιανουάριο του 2004 για την Ιταλία, όπου αγωνίστηκε κατά σειρά σε Μεσίνα, Ρόμα, Άσκολι και Σιένα πριν επιστρέψει στην Ελλάδα για να παίξει σε ΠΑΣ, Ηρακλή και να τελειώσει την καριέρα του στον Πανιώνιο. Στην πλατεία θα έκανε και το ντεμπούτο του στους πάγκους.

Συμμετοχές: 223 (152/31/40)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Γρηγόρης Γεωργάτος

Ένας από τα πλέον αγαπημένα «παιδιά» της ερυθρόλευκης εξέδρας και πιθανότατα ο κορυφαίος αριστερός μπακ στην ιστορία του Ολυμπιακού. Ο «Γκέο» έκανε το ντεμπούτο του στην Α’ Εθνική τη σεζόν 1991-92 με την ομάδα της ιδιαίτερης πατρίδας του, την Παναχαϊκή. Πέντε χρόνια μετά, τη σεζόν 1995-96, ο Σωκράτης Κόκκαλης τον φέρνει στο Λιμάνι και αμέσως αποκτά πρωταγωνιστικό ρόλο στην ομάδα των επιτυχιών επί Μπάγεβιτς και μετέπειτα.

Κατακτά τρία πρωταθλήματα και οι τρομερές εμφανίσεις του την περίοδο 1998-99 αναγκάζουν την Ίντερ να πληρώσει το ποσό των 7 εκ. ευρώ, ρεκόρ πώλησης για την εποχή, προκειμένου να τον πάρει στο Μιλάνο. Με τους «νερατζούρι» είχε 28 συμμετοχές και 2 γκολ πριν επιστρέψει ως δανεικός στον Ολυμπιακό, τη σεζόν 2000-01. Με το τέλος του δανεισμού του επανήλθε στην Ίντερ, δεν κατάφερε όμως να ξαναγίνει βασικός, καθώς ταλαιπωρήθηκε από τραυματισμούς, αγωνιζόμενος σε 12 μόλις αγώνες.

Μετά το δεύτερο πέρασμά του από την Ιταλία, ο Γεωργάτος επέστρεψε στην Ελλάδα για να αγωνιστεί στην ΑΕΚ. Μετά από λαϊκή απαίτηση, η… τάξη αποκαταστάθηκε τον Ιανουάριο του 2004, γυρνώντας στον Ολυμπιακό. Η επιστροφή δεν συνδυάστηκε αμέσως με πρωτάθλημα αφού εκείνη τη σεζόν ο τίτλος κατέληξε στον Παναθηναϊκό, όμως ακολούθησαν δύο νταμπλ και πρωταθλήματα μέχρι και το 2007 όταν και ολοκλήρωσε την καριέρα του, φτάνοντας τους 7 συνολικά τίτλους σε 9 σεζόν στο Λιμάνι (1995-96 – 1998-99, 2000-01, 2003-04 – 2006-07). Από το 2013 είναι ο γενικός αρχηγός των ακαδημιών του Ολυμπιακού, όπου επέστρεψε μετά από ένα ανεπιτυχές πέρασμα από τα διοικητικά της Παναχαϊκής.

Συμμετοχές: 273 (194/40/39)

Γκολ: 42 (32/7/3)

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος

Στέλιος Γιαννακόπουλος

Αριστερά, υπήρχε ο Τζόρτζεβιτς. Δεξιά, ο Γιαννακόπουλος. Και κάπως έτσι, ξεκίνησε να γράφεται η σύγχρονη ιστορία του Ολυμπιακού, γεμάτη από δόξα και τίτλους. Ότι έκανε ο «Τζόλε» αριστερά, το έκανε ο βραχύσωμος Καισαριανιώτης δεξιά. Ατελείωτες κούρσες, σέντρες ξυράφι και πολλά γκολ, αρκετά που να τον αναδείξουν μέχρι και πρώτο σκόρερ της ομάδας εν μέσω της κυριαρχίας της στο ελληνικό ποδόσφαιρο.

Ξεκίνησε την καριέρα του το 1992 από τον Εθνικό Αστέρα και μετά από την πρώτη πολύ καλή σεζόν του στην πρώτη ομάδα, αποκτήθηκε από τον Πανηλειακό. Στον Πύργο έμεινε τρία χρόνια, πετυχαίνοντας 26 τέρματα σε 84 ματς δείχνοντας από νωρίς την έφεσή του με τα αντίπαλα δίχτυα αν και μέσος. Το ενδιαφέρον των «μεγάλων» φυσικά δεν άργησε με τον Κόκκαλη να κάνει κίνηση – ματ και να απογειώνει την προσφορά του προς τον Πανηλειακό το καλοκαίρι του ’96 για να πάρει πακέτο Τζόρτζεβιτς και Γιαννακόπουλο, δύο εκ των κορυφαίων πρωτοεμφανιζόμενων στην Α’ Εθνική.

Φυσικά δεν άργησε να καθιερωθεί και να πρωταγωνιστήσει στο Λιμάνι και σε επτά σεζόν (1996-97 – 2002-03) ως βασικός, κατέκτησε ισάριθμους συνεχόμενους τίτλους, πανηγυρίζοντας το ιστορικό ρεκόρ του Ολυμπιακού. Μετά από δέκα χρόνια στην Ελλάδα, το 2003 δεν συμφωνεί με τον Σωκράτη Κόκκαλη και καταλήγει στην αγγλική Μπόλτον. Ο «Stelios» εξελίχθηκε σε έναν από τους πλέον επιτυχημένους και αγαπητούς ξένους παίκτες των «τρότερς», με 18 γκολ σε 122 συμμετοχές στην Premier League, ως το 2008. Τον Σεπτέμβιο εκείνης της χρονιάς υπέγραψε στη Χαλ όπου έμεινε για ένα εξάμηνο, πριν γυρίσει στην Ελλάδα για να κλείσει την καριέρα του στη Λάρισα τη σεζόν 2009-10.

Πέρα από τον Ολυμπιακό και τη Μπόλτον, τεράστια καριέρα έκανε και με τη φανέλα της Εθνικής Ελλάδος, με 77 συμμετοχές και 12 γκολ σε 11 χρόνια. Έκανε το ντεμπούτο του το 1997 και ήταν ένας από τους πρωταγωνιστές όλης της μυθικής πορείας από τα προκριματικά του Euro 2004 (με σημαντικότερο γκολ του αυτό στο 0-1 επί της Ισπανίας) μέχρι και την κατάκτηση του τροπαίου στα γήπεδα της Πορτογαλίας.

Συμμετοχές: 276 (190/46/40)

Γκολ: 64/14/9

Τίτλοι: 7 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Zιοβάνι

Έξι χρόνια έπαιξε στον Ολυμπιακό ο Βραζιλιάνος μάγος και ήταν κάτι παραπάνω από αρκετά για να λογίζεται από τους περισσότερους οπαδούς της ομάδας ως ο κορυφαίος (πλην Τζόρτζεβιτς) και σίγουρα πλέον ταλαντούχος ξένος που πάτησε το πόδι του στον Πειραιά. Και πιθανότατα γενικότερα στη χώρα μας. Γι’ αυτό άλλωστε το «μάγος» της παραπάνω πρότασης πρέπει να παραμείνει εκτός εισαγωγικών για να αποδοθεί δικαιοσύνη. Καθότι αυτά που έκανε με τη μπάλα δεν είχαν την παραμικρή λογική ή εξήγηση από τους φυσικούς νόμους.

Ο τύπος που ήρθε από τη Μπαρτσελόνα το καλοκαίρι του 1999 για να προκαλέσει πάταγο, έκανε ακριβώς αυτό. Βεβαίως, η πρώτη αντίδραση όσων τον έβλεπαν να «μαγεύει» στα ελληνικά γήπεδα δεν ήταν η... σχιζοφρένεια, αλλά ένα ορθάνοιχτο στόμα, ακολουθούμενο από ένα αμήχανο ξύσιμο στην προσπάθεια να αντιληφθούν τι ακριβώς είδαν. Ότι ακριβώς έκαναν και οι αντίπαλοί του μέσα στο γήπεδο δηλαδή. Ο «Ζιο» αγωνίστηκε στο Λιμάνι από το 1999 ως το 2005 και σκόραρε 98 φορές σε 209 αγώνες σε όλες τις διοργανώσεις. Όχι άσχημα για κάποιον που άκουσε μέχρι και το ότι «δεν έβαζε αρκετά γκολ». Από αυτά τα 98, τα 61 ήταν στο πρωτάθλημα, τα 29 στο Κύπελλο και τα 8 στην Ευρώπη.

Πολλά πράγματα για την καριέρα και το ταλέντο του δεν χρειάζονται: Σάντος, Μπαρτσελόνα, Εθνική Βραζιλίας, Ολυμπιακός. Αμέτρητα γκολ σε ντέρμπι, ντρίπλες που χρειαζόντουσαν 3-4 replay για να καταλάβεις τι συνέβη και 15 τίτλοι στην καριέρα του. Είναι από τις περιπτώσεις που το κλισέ «μια εικόνα, χίλιες λέξεις» παραφράζεται ελαφρώς για να γίνει «ένα βίντεο, όλες οι λέξεις» προκειμένου να εξηγήσει τι είδους παίκτης ήταν ο Βραζιλιάνος.

Αν αυτά δεν αρκούν, ο μεγάλος αρχηγός του Ολυμπιακού, ο Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς, είχε υποστηρίξει το εξής: «Το να έχεις συμπαίκτη τον Τζιοβάνι είναι πολύ δύσκολο. Είμαστε από τους λίγους τυχερούς που μας δόθηκε η ευκαιρία να τον δούμε. Είχα πολλούς συμπαίκτες αλλά μετά τον Τζιοβάνι υπάρχει μεγάλο κενό. Μου δόθηκε από μικρός η ευκαιρία να έχω μεγάλους συμπαίκτες. Μου δόθηκε η δυνατότητα να γνωρίσω μεγάλους παίκτες. Δεν έχω συναντήσει πουθενά την επαφή, την προσωπικότητα και την αγάπη του Τζιοβάνι για την μπάλα. Να τον έχει ο Θεός καλά».

Συμμετοχές: 208 (129/41/38)

Γκολ: 98 (61/29/8)

Τίτλοι: 5 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Πρέντραγκ Τζόρτζεβιτς

Όταν ήρθε στην Ελλάδα για λογαριασμό του Πανηλειακού, κανείς -και κυρίως ο ίδιος- δεν θα μπορούσε να φανταστεί ότι δύο δεκαετίας μετά θα αποτελούσε τον άνθρωπο-σύμβολο στη νέα εποχή της Ιστορίας του Ολυμπιακού. Ο καραφλός συνέδεσε το όνομά του με τη χρυσή εποχή του συλλόγου και το πρόσωπό του αποτέλεσε κάτι σαν το... δεύτερο σήμα των «ερυθρόλευκων», έναν σύγχρονο έφηβο που κάλπαζε στην αριστερή γραμμή του γηπέδου ασταμάτητα, όλα τα χρόνια, μέχρι τα βαθιά ποδοσφαιρικά του γεράματα. Μετά από 13 σεζόν (1996-97 – 2008-09) 493 συμμετοχές (344/66/83), 158 γκολ (127/16/15) και 17 κούπες (12 Πρωταθλήματα, 5 Κύπελλα) ο «Τζόλε» είναι ο κορυφαίος σύγχρονος ποδοσφαιριστής του Ολυμπιακού, ο κορυφαίος σε προσφορά ξένος στην Ιστορία του και ο τελευταίος μεγάλος αρχηγός των ελληνικών γηπέδων.

Η εν Ελλάδι καριέρα του ξεκίνησε το 1992, όταν στα 20 του ο Τζόρτζεβιτς είχε συμβόλαιο με τον Ερυθρό Αστέρα αλλά προέκυψε ο εμφύλιος. Με καλές άκρες στη Γιουγκοσλαβία, ο μάνατζερ Άγγελος Τραυλός ειδοποίησε τον Κώστα Στράντζαλη, σύμβουλο τότε του προέδρου του Πανηλειακού, Σάκη Σταυρόπουλου για έναν ταλαντούχο Σέρβο που θα μπορούσε να αφήσει εποχή. Ο Πανηλειακός στέλνει άνθρωπο στο Βελιγράδι, όμως η απόδοση του δεν είναι καλή. Μετά από αρκετές διαπραγματεύσεις και αφού τελικά ο σύλλογος του Πύργκο πείθεται για τις ικανότητές του, καταβάλει στους Σέρβους 800 χιλ. μάρκα για να κλείσει η μεταγραφή. Ο Τζόρτζεβιτς κάνει οδικώς το ταξίδι Βελιγράδι – Πύργος προκειμένου τον Δεκέμβριο του 1992 να αρχίσει το… πραγματικό ταξίδι της ζωής του.

Ξεκίνημα από τη Γ’ Εθνική, αλλά αυτό το… μαθαίνει αφού έχει πια βρίσκεται στον Πύργο! Σε αντίθεση δηλαδή από ότι του είχαν πει για να τον πείσουν να έρθει. Σε κάθε περίπτωση, σε καλό βγήκε σε όλους. Ο «Τζόλε» δείχνει από την αρχή το ταλέντο του και ξεχωρίζει σαν τη μύγα μεσ’ στο γάλα στις μικρότερες κατηγορίες. Αριστεροπόδαρος με τεχνική και εκρηκτικότητα, με πάσες ξυράφι και σέντρες-διαβήτη, καλό σουτ από κάθε απόσταση, τεράστια ικανότητα στο ένας εναντίον ενός, με ανεξάντλητες δυνάμεις και πείσμα για να πρωταγωνιστήσει. Με αυτόν στις τάξεις του ο Πανηλειακός ανεβαίνει τρένο στην Α’ Εθνική το 1995 πριν τελικά τον… πάρει κάποιος χαμπάρι από τις μεγάλες ομάδες της χώρας.

ΑΕΚ και Ολυμπιακός κάνουν κατά σειρά κίνηση για την απόκτησή του, με τον Παναθηναϊκό να επιδιώκει να πάρει τον Γιαννακόπουλο. Οι «ερυθρόλευκοι» πείθουν τον Τζόρτζεβιτς, την τελευταία ημέρα των μεταγραφών, το καλοκαίρι του 1996 η ΑΕΚ του Τροχανά δίνει τα ρέστα της για να τον «κλέψει» και συμφωνεί με την ομάδα του, όμως ο ίδιος έχει επιλέξει Ολυμπιακό. Αυτός που τελικά λέει την τελευταία λέξη είναι ο Κόκκαλης, ανεβάζοντας την προσφορά του και ζητώντας «πακέτο» και τον Γιαννακόπουλο, με μια κίνηση που άλλαξε τον χάρτη του ελληνικού ποδοσφαίρου.

Μετά από έναν σοβαρό τραυματισμό το 1996 (τον μοναδικό της καριέρας του) δεν κοιτάξει ξανά πίσω και αρχίζει να κυριαρχεί στα γήπεδα της χώρας, σκορπώντας τον πανικό τόσο στις αντίπαλες άμυνες όσο και στους φιλάθλους των αντιπάλων του Ολυμπιακού όποτε ακουμπούσε τη μπάλα. Το «εξαιρετικό» ήταν ο κανόνας του συγκεκριμένου παίκτη σε κάθε επαφή του με τη στρογγυλή θεά και όχι η εξαίρεση. Και εν τέλει αυτό ήταν που τον καθιέρωσε τόσο ψηλά στις συνειδήσεις και όλων των αντιπάλων του. Μοιράζει ασίστ με το τσουβάλι, σκοράρει με κάθε ευκαιρία, όντας παράλληλα ικανότατος στις εκτελέσεις πέναλτι και φάουλ και στα μεγάλα ματς φωνάζει πάντα «παρών». Επί μια δεκαετία τελειώνει το πρωτάθλημα με διψήφιο αριθμό τερμάτων, πλην δύο σεζόν. Την περίοδο 2002-03 πετυχαίνει 14 γκολ και μοιράζει 15 ασίστ, ενώ φτάνει και στο πρώτο του χατ-τρικ σε ευρωπαϊκό παιχνίδι, στο αξέχαστο 6-2 επί της Λεβερκούζεν στη Ριζούπολη. Είναι ήδη αρχηγός της ομάδας και ο απόλυτος ηγέτης της εντός και εκτός γηπέδου.

Η αγάπη του για τον σύλλογο και την Ελλάδα, όπως και η… ξεροκεφαλιά του Κόκκαλη να αποχωριστεί τον καλύτερο παίκτη του, τον κρατάνε στα «ερυθρόλευκα» παρά το κατά καιρούς ενδιαφέρον εκδηλώνεται από μεγάλους ευρωπαϊκούς συλλόγους, όπως η Βαλένθια, η Λάτσιο και η Γιουβέντους. Στη χώρα μας, εκτός από χρήμα και δόξα, τελικά θα βρει εκτός από το επαγγελματικό του Λιμάνι και αυτό της καρδιάς του. Στον Πύργο γνώρισε την Έλενα, τη σύζυγό του με την οποία δημιούργησαν οικογένεια για να γίνει και ο ίδιος με τη βούλα αυτό που ουδέποτε έκρυψε πως αισθάνθηκε από πολύ νωρίς: Έλληνας.

Οι 12 τίτλοι πρωταθλητή αποτελούν ρεκόρ για την Ελλάδα, παράλληλα έγινε ο πρώτος ξένος παίκτης του Ολυμπιακού σε συμμετοχές στην Α’ Εθνική με 344 ματς και τρίτος στην ιστορία του συλλόγου. Τα 158 του γκολ τον φέρνουν στην πρώτη θέση της λίστας των ξένων για τους Πειραιώτες, ενώ πρώτος ήταν και στα ευρωπαϊκά γκολ, μέχρι να τον φτάσει στα 15 ο Μήτρογλου, τη σεζόν 2014-15.

Συμμετοχές: 493 (344/66/83)

Γκολ: 158 (127/16/15)

Τίτλοι: 12 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 5 Κύπελλα Ελλάδος

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: Κούλης, Μπίλαρος, «Τζόλε» και «Ζιο»