MENU

Σκέψου το σα να είσαι ένας από τους δύο καλύτερους μαθητές στην τάξη, αλλά πάντα ο άλλος παίρνει τον έπαινο στο τέλος της χρονιάς. Σα να είσαι ένας από τους δύο καλύτερους φοιτητές, ωστόσο στον άλλο δίνουν την καλή πρακτική. Σα να είσαι ένας από τους καλύτερους στη δουλειά, και βλέπεις τον έτερο να παίρνει προαγωγή. Σα να σε χωρίζει, και μετά να σου στέλνει μήνυμα ότι είσαι καλύτερος/η από τον/την νυν.

«Αλλά, να, το timing ήταν λάθος»…

Ο Γιούρι Λοντίγκιν αποφάσισε να φορέσει τα πράσινα πριν περίπου 18 μήνες. Το καλοκαίρι του 2022 κι αφού είχε κάνει την επανεκκίνηση που χρειαζόταν η καριέρα του στα Γιάννινα, ο Ιβάν Γιοβάνοβιτς τον επέλεξε για να συνθέσει δίδυμο με τον Αλμπέρτο Μπρινιόλι. Συμμετοχές πήρε: Τέσσερις στο κύπελλο, και δύο στα πλέι οφ. Μοιρολατρικά, θα πεις ότι έτσι είναι η ζωή του τερματοφύλακα. Θα είναι δεύτερος μέχρι να «καταστραφεί» ο πρώτος, θα είναι πρώτος μέχρι να αυτοκαταστραφεί. Κάπως έτσι φτάσαμε στη φετινή σεζόν. Βασικός στην Τρίπολη, βασικός με τον Ατρόμητο, βασικός με τον Πανσερραϊκό και στην Κηφισιά, με τον ΟΦΗ, με τον Βόλο, με τη Μακάμπι.

Η αλήθεια είναι ότι ο Γιούρι Λοντίγκιν δεν άρχισε να παίζει με την αλλαγή προπονητή – είναι άδικη κατηγορία προς τον Ιβάν Γιοβάνοβιτς, όποιος το υποστηρίζει. Είχε έντεκα συμμετοχές έναντι 21 του Αλμπέρτο Μπρινιόλι, 10-8 ήταν τα ματς στην Superleague. Είναι, όμως, επίσης αλήθεια ότι στη χρονιά απόλυτης αυτοκαταστροφής του Ιταλού, ενδεχομένως να υπήρχε χώρος και χρόνος για περισσότερο Γιούρι. Είναι, βλέπετε, κι αυτό που ο ίδιος ο Γιοβάνοβιτς είχε πει λίγο καιρό πριν φύγει, χωρίς φυσικά να ξέρει ότι θα φύγει. Εκείνο το «δε φταις εσύ, φταίω εγώ»… Του καθηγητή, του δάσκαλου, του αφεντικού, της σχέσης, του προπονητή:

«Δεν είναι εύκολη η διαχείριση γιατί για να είμαι ειλικρινής, και πέρυσι με τον Γιούρι ήμουν άδικος. Είχε πάρει παιχνίδια μόνο στο κύπελλο. Και πέρυσι ήταν έτσι όπως ήταν φέτος. Φέτος ήδη έχει κάνει αρκετά παιχνίδια, εγώ δεν έχω καμία αμφιβολία ή έννοια αν παίζει ο Γιούρι ή ο Μπρινιόλι. Πιστεύω ότι είμαστε η ομάδα με το καλύτερο δίδυμο τερματοφυλάκων. Έχουμε τεράστια εμπιστοσύνη στους ίδιους. Πραγματικά δεν είναι εύκολο. Μπράβο και στον κ. Μουντάκη που δουλεύει μαζί τους. Και στον Ξενόπουλο. Δουλεύουν πάρα πολύ, είναι καλά και οι ίδιοι μεταξύ τους. Ξέρουν πολύ καλά όλοι τους πόσο εμείς όλοι πιστεύουμε στους ίδιους. Είμαι τυχερός που οι ίδιοι κατανοούν τις συνθήκες που εργάζονται, είμαστε μία μεγάλη ομάδα, υπάρχουν πολλά παιχνίδια και πρέπει να είναι έτοιμοι. Δεν είναι σχήμα λόγου αλλά οι ίδιοι δεν ξέρουν ποτέ πριν τα παιχνίδια αν θα παίξουν. Είμαι χαρούμενος που τους έχω στην ομάδα και τους δύο. Είναι καλά παιδιά και μας δίνουν το καλύτερο δυνατό».

Το δίδυμο έσπασε, με τα γεγονότα της προηγούμενης εβδομάδας. Ο Αλμπέρτο Μπρινιόλι στην εποχή του Φατίχ Τερίμ έπαιξε με αντίπαλο τον ΠΑΣ Γιάννινα, ήταν στον πάγκο κόντρα στον Παναιτωλικό και τον Ολυμπιακό και ξαφνικά έπεσε μαύρο. Ο Γιούρι ήταν μόνος του. Έμεινε μόνος του. Δεν υπήρχε περιθώριο λάθους – ούτε καν τραυματισμού. Θα μπορούσε να αντέξει την πίεση; Αστείο το ερώτημα, για εκείνον που κάποτε έπεφτε για ύπνο ώστε να μην πεινάει και κουβαλούσε σακιά με πατάτες στους 40 βαθμούς Κελσίου!

Ελληνικό ποδόσφαιρο 2.0!

«Ξυπνούσαμε στις δώδεκα το μεσημέρι, ώστε να φάμε κατευθείαν μεσημεριανό. Και πηγαίναμε για ύπνο όσο πιο νωρίς γινόταν. Αν κοιμάσαι, δεν πεινάς».

Καλησπέρα από το ελληνικό ποδόσφαιρο και καλή βραδιά… Τον ελληνικό αθλητισμό, γενικότερα. Εκεί όπου τα όνειρα γίνονται εφιάλτες, οι φιλοδοξίες μεταμορφώνονται σε βαλσαμωμένες επιθυμίες, η διάθεση δίνει τη θέση της στην ανία, τα χιλιάρικα εκατοστάρικα, τα εκατοστάρικα «και πού θες να ξέρω εγώ πότε θα πληρωθείς», και οι καριέρες εν ριπή οφθαλμού καταρρακώνονται από την πραγματικότητα που αντιμετωπίζουν οι αθλητές σε νεαρή ηλικία. Σε εκείνο που βαφτίζεται «αγροτικό», αλλά στην πραγματικότητα είναι μια σκληρή δοκιμασία αντοχής, θέλησης και αυταπάρνησης.

«Θα έλεγα ότι ήταν μια απαραίτητη εμπειρία. Η ζωή δεν είναι ποτέ εύκολη».

                                                    ***

Όταν έχεις κουβαλήσει σακιά με πατάτες κάτω από σαράντα βαθμούς Κελσίου, χωρίς καν να εισπράττεις τα νόμιμα, χωρίς καν να είσαι ενήλικας, τότε ξέρεις ότι η ζωή δεν είναι εύκολη. Όταν, όμως, αυτή η ζωή σου δίνεται και δεν σκέφτηκε κανείς να σε ρωτήσεις πώς θα ήθελες να την παραγγείλεις, τότε τη ζεις. Την παίρνεις όπως έρχεται. Και δε σου φαίνεται καν τόσο δύσκολη, παρά μόνο όταν πρέπει να την περιγράψεις σε άλλους. Η Μαρίνα Ανεστίεβνα Στεφανίδου ζούσε στο Βλάντιμιρ. Μια μικρή πόλη περίπου 200 χιλιόμετρα ανατολικά της Ρωσίας, στην οποία σήμερα κατοικούν περίπου 350.000 άνθρωποι. Ναι, για τα δεδομένα της Ρωσίας είναι μικρή. Και στην εποχή μετά τη διάσπαση της Σοβιετικής Ένωσης η κατάσταση ήταν ασφυκτική.

«Έπρεπε οπωσδήποτε να φύγουμε. Υπήρχαν σοβαροί οικογενειακοί λόγοι για να το κάνουμε», διηγείται ο Γιούρι, ένας άνθρωπος ομιλητικός, κοινωνικός και πρόθυμος να συζητήσει όλη τη διαδρομή της ζωής του και ο οποίος συννεφιάζει μόνο αν χρειαστεί να μιλήσει για τον πατέρα του. «Η μητέρα μου ήταν πάντα χαμογελαστή, ποτέ δεν παραπονέθηκε», θα σου απαντήσει ξανά, και η μητέρα του αποφάσισε στα τέλη της δεκαετίας του ’90, να επισκεφτεί στο χωριό καταγωγής της. Νευροκόπι. Τόσο παγωμένο όσο ακούγεται στους Έλληνες, αλλά τώρα μιλάμε για Ρώσους, σωστά; Λάθος!

«Από την πλευρά της μητέρας μου είμαι Έλληνας και από την πλευρά του πατέρα μου, Ρώσος. Γεννήθηκα στο Βλάντιμιρ και επισκέφτηκα την Ελλάδα για πρώτη φορά όταν ήμουν οκτώ χρονών. 10 ετών μετακομίσαμε στο χωριό της μητέρας μου. Πάντα ένιωθα 50% Έλληνας και 50% Ρώσος».

Και τερματοφύλακας; Παράδοξο για παιδί, αλλά πάντα ένιωθε 100% τερματοφύλακας! Η αφορμή ήταν το Παγκόσμιο Κύπελλο του 2002. Ο Γιούρι Λοντίγκιν, 12 ετών τότε, έπιασε τον εαυτό του να παρακολουθεί τους γκολκίπερ. Είχε να δει, είναι η αλήθεια. Βίτορ Μπαΐα, Φαμπιάν Μπαρτέζ, Τζιανλουΐτζι Μπουφόν, Ίκερ Κασίγιας, Όλιβερ Καν κι έπειτα ήρθε η πρώτη του προπόνηση. «Πού θες να παίξεις Γιούρι», τον ρώτησαν. «Στο τέρμα», απάντησε και φόρεσε τα μαύρα, πλεκτά γάντια που είχε μαζί του από τη Ρωσία. Το γέλιο που άκουσε, το θυμάται μέχρι και σήμερα. Αυτά είχε, όμως. Και αυτά θα χρησιμοποιούσε.

Τρία χρόνια μετά, το αγόρι με τα μαύρα πλεκτά γάντια, ετοιμαζόταν να πάρει μεταγραφή. Κι εκεί η ζωή είπε να του παίξει ακόμα ένα παιχνίδι. Είπαμε; Δεν είναι φιλέτο για να παραγγείλεις εσύ το ψήσιμο. Η μητέρα του ήθελε να επιστρέψει στο Βλάντιμιρ. Οι δουλειές στην Ελλάδα είχαν αρχίσει να πληρώνουν λιγότερο και να είναι πιο κοπιαστικές. Η Μαρίνα, η οποία ήταν πωλήτρια σε μαγαζί, είχε αναγκαστεί να δουλεύει σε χωράφια και να χωρίζει τις καλές από τις σάπιες πατάτες. Οι γιοι της έπαιρναν τα καφάσια και τα φόρτωναν σε φορτηγά. Τα λεφτά ήταν λίγα. Η θερμοκρασία ενίοτε έφτανε τους 40 βαθμούς Κελσίου. Αξίζει, αλήθεια, όλο αυτό για να αφήνεις το σπίτι σου;

Επέστρεψαν στην Ρωσία για ένα χρόνο. Όμως η μητέρα του αντιλήφθηκε ότι στην Ελλάδα θα είχε καλύτερη τύχη ο γιος της. Ειδικά στο ποδόσφαιρο. «Αν δεν είχαμε επιστρέψει, υπάρχει περίπτωση να είχε γίνει ο Γιούρι αυτός που είναι;», σε ρωτάει κι αν θες πες της το αντίθετο. 15 ετών στη Ρωσία δεν υπήρχε περίπτωση κανείς να ασχοληθεί μαζί του. Εκεί σε τέτοιες ηλικίες δε συμβαίνουν θαύματα. Στην Ελλάδα συνέβη. Το πρώτο σοκ για τον Γιούρι Λοντίγκιν ήταν όταν του έδωσαν τα ίδια λεφτά που έπαιρνε στα χωράφια για να παίξει σε έναν αγώνα. Το δεύτερο σοκ ήταν όταν η Ξάνθη τον εντόπισε, τον δοκίμασε και αποφάσισε ότι «ναι, αυτό το παιδί αξίζει να το κρατήσουμε».

                                                       ***

«Δεν είχα κουρτίνα στο δωμάτιό μου. Το παράθυρο έβλεπε κάτι σχολεία και ένα τεράστιος προβολέας φώτιζε όλη την ώρα. Έμοιαζε να με τυφλώνει. Πήρα τηλέφωνο τη μαμά μου και της φώναζα: Πάρε με από ‘δω». Ο Γιούρι Λοντίγκιν ήταν πλέον μόνος του στην Ξάνθη, βαθιά μέσα στον κόσμο του ποδοσφαίρου. Και έκλαιγε! Θα στο πει χωρίς ντροπή. Έκλαιγε όσο συχνά χρειαζόταν να κλάψει μέχρι να γίνει επαγγελματίας. Μέσα σε τρία χρόνια υπογράφει επαγγελματικό συμβόλαιο με την Ξάνθη και παράλληλα την ίδια εποχή έχει γνωρίσει τη γυναίκα, που αργότερα θα γινόταν σύζυγός του. Σε ένα βίντεο κλαμπ. Δέκα χρόνια μεγαλύτερη.

Έξαλλη η κυρία Μαρίνα εκείνη την εποχή και μέχρι να έρθει το εγγόνι, αλλά αυτό είναι ένα άλλο παραμύθι, με εξίσου αίσιο τέλος. Ο Γιούρι με την Μαριάννα (σ.σ. η σύζυγος που λέγαμε) έμεναν μαζί. Σε ένα διαμέρισμα ενός υπνοδωματίου, με μισθό από την Ξάνθη 700 ευρώ το μήνα. «Πήγαιναν σχεδόν όλα στα τρέχοντα έξοδα. Αλλά το ποδόσφαιρο είναι και πώς το βλέπεις. Ποτέ δεν έβαλα προτεραιότητα τα λεφτά. Ακόμα και όταν η Ξάνθη με κάλεσε για να ανανεώσουμε το συμβόλαιό μου δεν το έπαιξα ιστορία. Με τα ίδια λεφτά συνέχισα. Τι σημαίνουν για μένα; Ας είναι ό,τι είναι. Το ποδόσφαιρο έρχεται πρώτο».

Φυσικά και έφαγε πάγκο. Ποιος τερματοφύλακας δεν τρώει; Χρειάστηκε να περιμένει τη σειρά του, την ευκαιρία του, τον άνθρωπο που θα τον εμπιστευόταν. Ο Νίκος Κωστένογλου το έκανε. «Έφυγε από την ομάδα και δεν είχα προλάβει καν να τον ευχαριστήσω. Αν δεν ήταν εκείνος, τίποτα μπορεί να μην ήταν το ίδιο για μένα».

Στην Ξάνθη πρόλαβε να παίξει 23 ματς. Μία σεζόν. Η Ζενίτ τον εντόπισε. Ο Γιούρι Λοντίγκιν, που κάποτε δήλωνε ότι θέλει να παίξει στην Εθνική Ρωσίας, αλλά «δε με ξέρει κανείς εδώ», βρέθηκε στον πλουσιότερο σύλλογο της χώρας. Με συμβόλαιο 200.000 ευρώ, αντιστρόφως ανάλογο με όσα λάμβαναν οι διάσημοι συμπαίκτες του. Ε, και; Για αρκετά χρόνια έζησε το απόλυτο όνειρο, έφτασε στην Εθνική ομάδα, έγινε βασικός, κατέκτησε τίτλους, έπαιξε στο Champions League, έγινε σύνθημα – μετά έγινε περιττός. Και για δύο χρόνια έγινε περίπου γυρολόγος. Και δεν μπορούσε πια να διαχειριστεί τον πάγκο.

Γιατί; Αφού είχε διαχειριστεί τόσα και τόσα… Αφού έχει την πιο «ελληνικό ποδόσφαιρο» ιστορία να διηγηθεί.

                                                             ***

«Υπάρχει μια πολύ αστεία ιστορία. Είχα πάει δανεικός στον Εορδαϊκό. Στο ξεκίνημα της σεζόν όλα ήταν μια χαρά, αλλά μετά κάτι συνέβη και τελείωσαν τα λεφτά στην ομάδα. Δεν παίρναμε τίποτα. Ούτε σεντ. Το αποτέλεσμα ήταν κάποιοι παίκτες που ήμασταν πιο μικροί να ζητάμε λεφτά για να μπορέσουμε να φάμε τουλάχιστον ένα πιάτο μακαρόνια. Πριν τα ματς έτρωγε όλη η ομάδα μαζί, αλλά τις καθημερινές ψάχναμε για λεφτά. Όταν ο δανεισμός μου έφτασε στο τέλος, έπρεπε να επιστρέψω στην Ξάνθη. Η ομάδα, όμως, δεν είχε λεφτά ούτε για τη βενζίνη και έπρεπε να τα δώσει η Ξάνθη, ώστε να μπορέσω να πάω πίσω».  

Κατάφερε να επιβιώσει. Και κυρίως; Να μην τα παρατήσει. Δεν τα παράτησε ούτε όταν παροπλίστηκε στη Ζενίτ, δεν τα παράτησε ούτε όταν έπρεπε να αντέχει τον Μιρτσέα Λουτσέσκου, ούτε όταν ναυάγησε η μεταγραφή του στη Νότιγχαμ Φόρεστ, ούτε όταν δεν έβρισκε χρόνο συμμετοχής στον Ολυμπιακό, ούτε όταν ένιωθε ξένος και ανεπιθύμητος στην Τουρκία, ούτε όταν έμεινε χωρίς ομάδα. Ήξερε ότι ζει το παραμύθι του. Και ήξερε ότι το παραμύθι, τα περισσότερα παραμύθια δηλαδή, δεν έχουν, δα, και μεγάλη ποικιλομορφία στην πλοκή.

Θα δοκιμαστείς, θα απογοητευτείς, θα απελπιστείς, και στο τέλος θα βρεις το «ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα». Το μόνο που μπορείς να γκρινιάζεις είναι να μην χρειαζόταν ρε γαμώτο να φοράς κι ένα διχτάκι στο κεφάλι για τις φωτογραφίες…

Τα… μαύρα γάντια!