MENU

Πέρα από τον παρορμητισμό και τη λογική πικρία που εξέφρασε ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος στην πρόσφατη συνέντευξη Τύπου που παρέθεσε για το μέλλον του Παναθηναϊκού, η πραγματική είδηση ήταν η «σύγκλιση» με τον Γιάννη Βαρδινογιάννη.

Στα περί Παναθηναϊκού ήμουν πάντοτε στους «αιρετικούς», σε εκείνους που δεν συμμερίζονται τα σενάρια περί οικογένειας που είναι ακόμα «εκεί», που δεν «αφήνει» κανέναν να ασχοληθεί, που «πατρονάρει» τον Αλαφούζο, που «τιμωρεί» τον Παναθηναϊκό για τις κατά καιρούς ασέβειες.

Θυμάμαι τον Παναθηναϊκό Panathinaikos, μπορεί να μην πρόλαβα καλά το Wembley, πρόλαβα όμως και τον ημιτελικό με τη Λίβερπουλ και τον ημιτελικό με τον Άγιαξ και έζησα από κοντά όλες τις πολύ μεγάλες βραδιές στην Ευρώπη. Σε όλες υπήρχε στην ουγιά το όνομα Βαρδινογιάννης. Σε όλες.

Είναι της μόδας τον τελευταίο καιρό ο διαχωρισμός του Γιώργου από τον ανηψιό του, τον Γιάννη. Ο κόσμος του Παναθηναϊκού έτσι τοποθετείται συνήθως «δεν λέω για τις εποχές του Καπετάνιου, λέω για μετά με τον Τζίγκερ». Ήταν και είναι πολύ εύκολος στόχος ο Τζίγκερ, χωρίς κανείς να μπαίνει στον κόπο να εξετάσει πότε και με ποιες συνθήκες κλήθηκε να αναλάβει τον Παναθηναϊκό.

Στην εικοσαετία του θείου του, η ομάδα είχε αποκτήσει ευρωπαϊκό προφίλ, είχε ξαναγγίξει δύο φορές τον τελικό του κυπέλλου πρωταθλητριών, είχε κατακτήσει πρωταθλήματα, κύπελλα, διακρίσεις. Μετά τον χαμό του Θόδωρου συνέβησαν πολλά, στο αθλητικό κομμάτι που επί της ουσίας μας αφορά, συνέβη ο Κόκκαλης. Και εδώ πολλοί θέτουν τις ενστάσεις τους, εκτιμούν ότι ο Βαρδινογιάννης «πήγε πάσο», ότι «άφησε το πεδίο ελεύθερο» για την 20ετία παντοδυναμίας του Ολυμπιακού που ακολούθησε. Η δική μου ένσταση είναι πως όταν πηγαίνεις πάσο δεν υπάρχει «Βαρδινογιάννης» στο προσκήνιο.

Ο Γιάννης ήταν ο διάδοχος, αλλά διέθετε πολλούς ηθικούς φραγμούς για να ανακατευτεί με έναν χώρο που δεν συμπάθησε και δεν ένιωσε δικό του ποτέ. Η μορφή και το status του ελληνικού ποδοσφαίρου ήταν και είναι πολύ μακριά από την ιδιοσυγκρασία του Γιάννη Βαρδινογιάννη, πολύ μακριά από τη δική του θεωρία περί ποδοσφαίρου και διοίκησης μιας αθλητικής εταιρείας.

Η δική του προσέγγιση άπτεται περισσότερο της διακυβέρνησης των πρώτων ετών της ενασχόλησης της οικογένειας Ανιέλι στη γειτονική Ιταλία και τη Γιουβέντους, προκρίνει την πολιτική και το management συλλόγων όπως ο Άγιαξ στην Ολλανδία, με το βάρος στην παραγωγή και τη διαρκή ανανέωση των ποδοσφαιριστών.

Γι’ αυτό δεν ανέλαβε εξ αρχής τον Παναθηναϊκό μετά την αποχώρηση του Γιώργου και εξ αυτού του λόγου ο Παναθηναϊκός αμφιταλαντέυτηκε επί σειρά ετών μεταξύ σφύρας και άκμονος στα πρώτα χρόνια της ηγεμονίας Κόκκαλη στο ελληνικό ποδόσφαιρο. Παρά την παρακαταθήκη του Καπετάνιου με την αρχικά απαξιωμένη (μετά την αποθέωσαν) «ομάδα του Κυράστα», ο Παναθηναϊκός υποχρεώθηκε να διαδραματίσει ρόλο δευτεραγωνιστή στο εγχώριο πρωτάθλημα. Το ερώτημα παραμένει αναπάντητο μέχρι και σήμερα: μπορούσε να γίνει κάτι άλλο;

Ανέκαθεν ένα μέρος του κόσμου του Παναθηναϊκού, ειδικότερα το οργανωμένο κομμάτι, καθύβριζε την οικογένεια Βαρδινογιάννη και απαιτούσε αλλαγή ιδιοκτησίας, ακόμη και στα χρόνια παντοδυναμίας του Γιώργου. Εχθρός του καλού είναι και το καλύτερο λέει μια λαϊκή παροιμία και μάλλον αυτό πληρώνει ο Παναθηναϊκός.

Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης ανέλαβε επισήμως τον Παναθηναϊκό το 2002, με τον Ολυμπιακό να μετρά ήδη έξι συνεχόμενα πρωταθλήματα και να έχει αναγάγει το «έβδομο» σε ιερό δισκοπότηρο. Δεν αντιλέγω ότι η «Ριζούπολη» βαραίνει τη διοίκησή του, θεωρώ τη διεξαγωγή του παιχνιδιού και το γεγονός ότι η αποστολή αφέθηκε εντελώς μόνη ένα από τα μεγαλύτερα λάθη του.

Την επομένη όμως -θυμίζω- η ομάδα κατέκτησε το νταμπλ. Ένα νταμπλ υπό συνθήκες ιδιαίτερες το οποίο μετά λύπης διαπιστώνει κανείς ότι πολλοί, ακόμα και φίλοι του Παναθηναϊκού, σχεδόν το οικτίρουν. Πιθανόν επειδή δεν κατακτήθηκε με μεθόδους «Κόκκαλη», ακόμα πιο πιθανόν επειδή για συγκεκριμένο κομμάτι θεωρήθηκε ότι εμπόδιζε την «αλλαγή σελίδας» στον σύλλογο.

Η θεώρησή του Γιάννη Βαρδινογιάννη για το ποδόσφαιρο ξένισε πολλούς, όχι τόσο επειδή δεν ξόδεψε χρήματα, όσο διότι δεν συμμετείχε ποτέ στο τρελό πανηγύρι της διαφθοράς και διότι δεν υπέκυψε στο νόμο της «παράγκας». Αυτό που γνωρίζουν οι παροικούντες την Ιερουσαλήμ και κανείς δεν αρνείται, είναι πως το 2004 του προσφέρθηκε η ηγεμονία του ελληνικού ποδοσφαίρου στο πιάτο και εκείνος αρνήθηκε και να συζητήσει με τους αρχιερείς της διαπλοκής και της κατάπτωσης.

Ήταν παντοδύναμος, ο Παναθηναϊκός της δικής του λογικής είχε κατακτήσει το πρώτο του νταμπλ, η Εθνική ομάδα είχε καταπλήξει τον πλανήτη με το θαύμα της Πορτογαλίας, ο Παναθηναϊκός προερχόταν και από δύο ευρωπαϊκές σεζόν-όνειρο με πορείες στα προημιτελικά του Champions League το 2002 και του UEFA την αμέσως επόμενη σεζόν. Προς τιμήν του θα πω εγώ αρνήθηκε να φορέσει το δαχτυλίδι του επόμενου ηγεμόνα.

Κατ’ άλλους διέπραξε έγκλημα, γεγονός είναι όμως ότι κατ’ εμέ υπήρξε από τους πρωτεργάτες της μοναδικής μέχρι σήμερα πραγματικής προσπάθειας εξυγίανσης του ποδοσφαίρου και της αναγωγής του σε θελκτικό προϊόν. Πρώτα με τις συναντήσεις στο Πεντελικό με τους ομολόγους του σε Ολυμπιακό και ΠΑΟΚ (η ΑΕΚ δεν είχε διοίκηση καθότι εξελισσόταν η εμπλοκή της ομάδας Νικολαΐδη στα διοικητικά της δρώμενα) και κατόπιν με την ίδρυση της λίγκας και την άτυπη συμφωνία με τον Ντέμη και τον Πέτρο Κόκκαλη για ένα καθαρό πρωτάθλημα που θα εκτόξευε την εμπορικότητα και τα έσοδά του.

Δέχθηκε να γίνει ακόμα και πρόεδρος εκείνης της λίγκας το 2007, πριν επιστρέψει ο Σωκράτης Κόκκαλης και ουσιαστικά «αδειάσει» τον ίδιο του το γιο από τη διοίκηση του Ολυμπιακού. Η ιστορία γράφει και δεν ξεγράφει. Ο Σωκράτης επέστρεψε, το «κρυφό όπλο» Βάλνερ βγήκε από το συρτάρι ακριβώς επειδή χρειάστηκε και ο Ολυμπιακός με την τιμωρία της Καλαμαριάς κατέκτησε τον τίτλο.

Για τους περισσότερους εκεί τελείωσε το εγχείρημα Νικολαΐδη στην ΑΕΚ, εκεί όμως εντοπίζεται και το βασικό σημείο ρήξης του Γιάννη Βαρδινογιάννη με μεγάλο μέρος του κόσμου του Παναθηναϊκού. Τότε ράγισε το γυαλί οριστικά και έσπασε εντελώς τον Απρίλιο του 2008 όταν η οικογένεια ανακοίνωσε την ιστορική απόφαση της διεύρυνσης του μετοχικού σχήματος.

Είχε προηγηθεί το εξίσου ιστορικό συλλαλητήριο, ατέλειωτες ζυμώσεις, υποσχέσεις και ένα επικοινωνιακό «ντου» που δεν άντεξε ολόκληρος Βαρδινογιάννης. Πολλοί παρομοίασαν εκείνη τη στιγμή με ανάσταση του συλλόγου, αφού ήταν βέβαιο από τις εξαγγελίες κυρίως του Ανδρέα Βγενόπουλου, ότι θα γίνονταν τεράστιες επενδύσεις στην ομάδα.

Ήταν κάτι που επί σειρά ετών έλειψε από τον κόσμο του Παναθηναϊκού. Οι μεγαλοστομίες, το αίσθημα επιβολής με όρους που όρισαν άλλοι και σε καμία περίπτωση δεν παρέπεμπε στον Παναθηναϊκό της αστικής αύρας και υπεροχής. Δεν κακίζω τον κόσμο, λογικό είναι όταν επί σειρά ετών ακούς «δεν μετράνε οι πορείες, μετράει ποιος είναι το Μάη κουπάτος» να παρασύρεσαι και να θεωρείς ότι το ελληνικό ποδόσφαιρο είναι ένα πέναλτι εκτός περιοχής και οι «δυναστείες». Μπορεί και να είναι λοιπόν. Μόνο που αυτό δεν είναι Παναθηναϊκός.

Η πολυμετοχικότητα με την απόσταση των ετών είναι σαφές ότι απέτυχε οικτρά. «Ακόμα αυτά πληρώνουμε» είπε και ο Δημήτρης Γιαννακόπουλος, τον οποίο δεν τον λες δα και τον ψυχραιμότερο άνθρωπο του κόσμου. Τέτοια πικρία δεν θα εξωτερικεύσει ποτέ ο Γιάννης Βαρδινογιάννης. Λόγω ιδιοσυγκρασίας δεν θα παραδεχτεί ποτέ εάν η επιλογή της μετοχικής διεύρυνσης του 2008 υπήρξε ένας επιτυχής ελιγμός.

Άλλωστε στην ιστορική φωτογραφία στον εξωτερικό χώρο των γραφείων του Νικόλα Πατέρα, δεν ήταν μόνο με τον Ανδρέα Βγενόπουλο. Είχε στο πλάι του και τον Παύλο Γιαννακόπουλο, έναν άνθρωπο που κανείς δεν έχει αμφισβητήσει από τα βάθη της δεκαετίας του ’70 στον Παναθηναϊκό. Και ο Παύλος ήταν εξ ορισμού αντίθετος με την ασυδοσία της εποχής της πολυμετοχικότητας, πολέμιος της αλόγιστης επιθετικής πολιτικής και της σπατάλης που βύθισε τον Παναθηναϊκό στη δίνη και εν τέλει στην ανυποληψία.

Δεν είναι η οικονομική αστάθεια και τα χρέη τα βασικά προβλήματα του Παναθηναϊκού. Το βασικό πρόβλημα εντοπίζεται στην αλλαγή του dna από την εποχή των Βαρδινογιάννηδων. Ο Γιάννης Βαρδινογιάννης σήμερα δεν είναι παιδί. Για την ακρίβεια ποτέ δεν ήταν παιδί διότι στον πρωτότοκο του Βαρδή «απαγορεύεται» να είναι παιδί.

Δεν είμαι βέβαιος ότι στο μυαλό του έχουν ωριμάσει οι συνθήκες μιας επανεμπλοκής με τα διοικητικά δρώμενα του Παναθηναϊκού, αν ο Βοτανικός είναι ικανός να τον τραβήξει πίσω, εάν οι διαφαινόμενες κοινωνικο-οικονομικές συνθήκες θα κριθούν συμφέρουσες από την οικογένεια ούτως ώστε να επαναδραστηριοποιηθεί στα κοινά του συλλόγου.

Ο Γιάννης Αλαφούζος είναι η αλήθεια ότι έχει μειώσει το χρέος σε πολύ μεγάλο βαθμό, έχει διαθέσει πολλά χρήματα και «ματώνει» σχεδόν καθημερινά με προσωπικές εγγυήσεις και αποπληρωμή χρεών στην εφορία. Το τεράστιο σφάλμα του είναι ότι αντιμετωπίζει τον Παναθηναϊκό αποκλειστικά και μόνο ως -μη- βιώσιμη εταιρεία, ενώ επί της ουσίας είναι ένας αθλητικός οργανισμός. Η κραυγή του Γιαννακόπουλου αφορά τον αθλητικό σύλλογο και το μέγεθός του που απειλείται. Όποιος δεν το βλέπει μάλλον εθελοτυφλεί.

Τα αγωνιστικά, η καθημερινότητα, ο Δώνης, ο Νταμπίζας, οι μεταγραφές, ειλικρινά είναι ήσσονος σημασίας. Δεν είναι αποδεκτό και δεν είναι δυνατόν να ευδοκιμεί ες αεί μια κατάσταση φθοράς σε μια ομάδα του μεγέθους του Παναθηναϊκού, ούτε ασφαλώς να ασχολείται και να πανηγυρίζει ο κόσμος του με τις ειδήσεις ότι ο Αλαφούζος «μειώνει τα χρέη».

Ο κόσμος θέλει αγωνιστικές επιτυχίες, πορείες στην Ευρώπη, μεγάλους παίκτες, ένα ευχάριστο δίωρο στην καθημερινότητά του. Δεν είναι δυνατόν να τον ταΐζεις για πάντα με «υπομονή» και να μην σκάσει κάποια στιγμή ή όπως κάνει η πλειοψηφία, να μην γυρίσει την πλάτη επιλέγοντας την αδιαφορία. Εάν ο Γιάννης Βαρδινογιάννης δεν έχει ρεβανσιστικές τάσεις και αν έχει τη διάθεση, πρέπει να επιστρέψει.

Θα είναι σοφότερος και δεν θα επαναλάβει και τα λάθη του παρελθόντος. Αλλά θα βρει και σοφότερο ακροατήριο. Ένα ακροατήριο που δεν έχει στο νου μόνο το «προς τα πάνω» όπως κάποτε, αλλά έχει βιώσει στο πετσί του και το «προς τα κάτω». Κάποτε το ζητούμενο ήταν το ευ ζην, τώρα ο Παναθηναϊκός κυνηγάει το ζην και έχει και την προοπτική να ξαναγίνει Panathinaikos σε ορίζοντα 5ετίας-7ετίας.

Η επιστροφή του Βαρδινογιάννη