MENU
Χρόνος ανάγνωσης 10’

Το θαύμα που έσωσε τον Λουτσέσκου στο φονικό σεισμό του 1977!

0

Το ρολόι έμεινε κολλημένο στις 21:22. Ο χρόνος σταμάτησε. Η γη άρχισε να σείεται συθέμελα. Το βουητό ήταν απόκοσμο, τα πάντα άρχισαν να χορεύουν. Το μόνο που άκουγες ήταν ουρλιαχτά και κραυγές απόγνωσης. Ολόκληρα κτίρια άρχισαν να καταρρέουν σαν χάρτινοι πύργοι, ο κόσμος αλλόφρων στους δρόμους, δίχως να ξέρει που να σταθεί.

Το βράδυ της 4ης Μαρτίου του 1977, οκτώ μήνες μετά το χρυσό της Νάντια Κομανέτσι στους Ολυμπιακούς Αγώνες του Μόντρεαλ με το απόλυτο «10», η Ρουμανία γινόταν ξανά το επίκεντρο του πλανήτη, μα αυτή τη φορά για μακάβριους λόγους.

Ένας φονικός σεισμός μεγέθους 7,4 βαθμών της κλίμακας Ρίχτερ με επίκεντρο τα περίχωρα του Βουκουρεστίου σχεδόν αφάνισε την ρουμανική πρωτεύουσα, αφήνοντας πίσω του 1,578 νεκρούς, 11.300 τραυματίας και μία χώρα μέσα στα συντρίμμια.

Ήταν μόλις 8 ετών. Το θυμάται ακόμα ξεκάθαρα αυτό το βράδυ. Κάτι τέτοιες εμπειρίες, όσο κι αν θες, δεν σβήνουν ποτέ από τον σκληρό δίσκο του μυαλού σου: «Ήμουν με την μητέρα μου στο σινεμά. Νόμιζα ότι αυτό που γινόταν γύρω μου ήταν σκηνές από την ταινία. Ξαφνικά είδα ανθρώπους να τρέχουν, να ουρλιάζουν. Ήταν το απόλυτο χάος. Ξαφνικά ζούσα σε ένα άλλο τρελό κόσμο». Η απόφαση της κυρίας Νέλι να πάρει τον 8χρονο Ραζβάν Λουτσέσκου στο σινεμά ήταν η καλύτερη που είχε πάρει ποτέ στην ζωή της: «Όταν επιστρέψαμε σπίτι και γύρισα στο δωμάτιο μου, είδα ένα τεράστιο κομμάτι από τσιμέντο να έχει διαλύσει το κρεβάτι μου. Αν ήμουν εκεί, τότε πιθανότατα σήμερα δεν θα ζούσα».

Η ζωή στην εξοχή

Κινητά δεν υπήρχαν. Ο κόσμος προσπαθούσε με κάθε τρόπο να μάθει νέα από τους οικείους του. Δεν είχε πια σημασία αν ήσουν πλούσιος ή φτωχός, διάσημος ή ανώνυμος. Ο Εγκέλαδος είχε υπενθυμίσει την ασημαντότητα της ανθρώπινης ύπαρξης. Σε ένα δευτερόλεπτο ζωές χάθηκαν, περιουσίες εξαφανίστηκαν, κόποι μιας ζωής είχαν γίνει συντρίμμια.

Ο Μιρτσέα Λουτσέσκου δεν ήταν όποιος κι όποιος, μα ένα είδωλο για μία χώρα που υπό το καθεστώς του Τσαουσέσκου θεοποιούσε τους εγχώριους «σταρ» του ποδοσφαίρου. Από το 1963 ως το 1977 ήταν το απόλυτο σύμβολο της Ντιναμό Βουκουρεστίου, ένας βελούδινος, αέρινος εξτρέμ, ρέκορντμαν συμμετοχών με την Εθνική και ηγέτης της στο μυθικό Παγκόσμιο Κύπελλο του 1970. Μέσα σε ένα δευτερόλεπτο τα πάντα γκρεμίστηκαν μέσα του. Εκείνος ο σεισμός ήταν το τέλος της ζωής, όπως την ήξερε η οικογένεια.

Μάζεψαν το βιος τους, ότι τους είχε απομείνει και μετακόμισαν για την εξοχή. Η επαρχιακή πόλη της Χουνεντοάρα, στα νοτιοδυτικά της χώρας, στην καρδιά της Τρανσυλβανίας, δεν είχε την παραμικρή σεισμική δραστηριότητα, ήταν ότι πιο ασφαλές μπορούσε να βρει ο πάτερ φαμίλιας, ο οποίος αγωνίστηκε για άλλα πέντε χρόνια στην τοπική Κορβινούλ, στην οποία κρέμασε τα παπούτσια του εν έτει 1982, ως παίκτης - προπονητής πια της ομάδας.

Η εξοχή, ο καθαρός αέρας, η ανεμελιά σημάδεψε τα παιδικά χρόνια του Ραζβάν, ο οποίος κατάλαβε από πολύ μικρός ότι κουβαλούσε ένα πολύ βαρύ επώνυμο, το οποίο έμοιαζε ευχή και κατάρα σε κάθε του βήμα: «Ο κόσμος λέει ότι οι φίλοι μου με έκαναν παρέα λόγω του ονόματος του πατέρα μου. Πως πήγα στο πανεπιστήμιο με τις πλάτες του και πως τα κορίτσια με φλέρταραν επειδή λεγόμουν Λουτσέσκου. Το επίθετο του μπαμπά μου ήταν πάντα ένα μειονέκτημα για μένα και όχι μόνο στον κόσμο του ποδοσφαίρου».

Στις ίδιες πατημασιές...

Παραδόξως, όσο κι αν προσπαθούσε να αποφύγει το μονοπάτι του διάσημου πατέρα του, κάτι τον έσπρωχνε να βαδίζει στις δικές του πατημασιές. πασχίζοντας όμως να αφήσει το δικό του αποτύπωμα. Σπούδασε οικονομικά, όπως και ο πατέρας του. Είναι πολύγλωσσος (μιλάει 5 γλώσσες), όπως και ο φιλομαθής πατέρας του, ο οποίος πάντα έδινε τις ίδιες συμβουλές στους παίκτες του: «Είναι καλύτερο να διαβάσετε ένα βιβλίο, από το να δείτε τηλεόραση. Είναι προτιμότερο να δείτε μία θεατρική παράσταση, από μία ανούσια βόλτα σε ένα εστιατόριο. Μορφωθείτε. Σπουδάστε. Το ποδόσφαιρο δεν μπορεί να ταΐσει τις ψυχές σας», ήταν η μόνιμη επωδός του.

Όπως κι ο πατέρας του, έτσι κι αυτός μικροπαντρεύτηκε. Είναι μια ζωή με την Άννα-Μαρία στο πλευρό του, την οποία γνώρισε τυχαία στο δεύτερο έτος της σχολής του, όταν αμφότεροι άργησαν στο ίδιο μάθημα κι έμειναν έξω από την τάξη! Ο Μιρτσέα τον έφερε στον κόσμο στα 24 του. Εκείνος, έγινε μπαμπάς στα 23 και σήμερα στα 48 του έχει δύο παιδιά της παντρειάς, την 25χρονη Μαριλού και τον 22χρονο Ματέι. Ο πατέρας του ανέλαβε για πρώτη φορά την Εθνική Ρουμανίας στα 36 του, εκείνος όταν έγινε 40. Πείτε το τυχαίο, μα ο μπαμπάς Μιρτσέα κοουτσάρισε την πρώτη του ομάδα εκτός Ρουμανίας (Πίζα) στα 45 του. Ακριβώς στα 45 του ο υιός ανέλαβε την πρώτη ευρωπαϊκή του αποστολή (Ξάνθη) μακριά από την πατρίδα!

Τερματοφύλακας - προπονητής

Με τέτοιο μπαμπά ήταν αδύνατον να μην κολλήσει το μικρόβιο της μπάλας. Από μικρός θυμάται να στήνει στο χαλί του σαλονιού αυτοσχέδιους αγώνες ποδοσφαίρου με στρατιωτάκια, όμως κατάλαβε πως δεν γίνεται να τον συναγωνιστεί. «Ήμουν αποφασισμένος να κάνω τα πάντα για να ξεχωρίσω από μόνος μου και για αυτό επέλεξα να γίνω τερματοφύλακας. Το γεγονός ότι ήμουν μικρόσωμος με έκανε να δουλέψω ακόμα σκληρότερα για να αποδείξω την αξία μου», λέει για την καριέρα του κάτω από τα γκολπόστ, που κράτησε 16 χρόνια και είχε πάνω από 200 εμφανίσεις στην μεγάλη κατηγορία με τα γάντια των Σπορτούλ Στουντεντέσκ, Προγκρεσούλ, Μπρασόφ, Ραπίντ Βουκουρεστίου και Μπακάου.

Από την θέση αυτή έμαθε κάτι ανυπολόγιστο: να «διαβάζει» το παιχνίδι. Πριν καν κρεμάσει τα γάντια του ήταν ένας μικρός προπονητής μες το γήπεδο. Στα 34 του έπεσε για πρώτη φορά στα βαθιά, αναλαμβάνοντας την Μπρασόφ και μέσα σε 6 μήνες βρέθηκε στον πάγκο της λαοφιλούς Ραπίντ Βουκουρεστίου, με την οποία στην πρώτη του κανονική σεζόν τερμάτισε τρίτος, εξασφαλίζοντας το εισιτήριο για το Κύπελλου ΟΥΕΦΑ.

Δεν θα ξεχάσει ποτέ τη σεζόν 2005-06. Ήταν ότι πιο τρελό έζησε. Στο ξεκίνημα της, μέσα σε ένα βράδυ απολύθηκε και προσελήφθη ξανά από τον ιδιόρρυθμό πρόεδρο του συλλόγου, Γκεόργκε Κόπος. Η πορεία στην Ευρώπη ήταν κάτι το ανεπανάληπτο με μυθικές νίκες επί ομάδων όπως η Φέγενορντ, η Χέρτα και το Αμβούργο. Πορεία που σταμάτησε άδοξα στα προημιτελικά με αποκλεισμό στα πέναλτι (μετά από δύο ισοπαλίες) από την Στεάουα, με τον Πρόεδρο της χώρας να τον ανταμείβει με το Χρυσό μετάλλιο του Αθλητισμού!

«Μπαμπά συγνώμη που σε κέρδισα»!

Η πιο σημαντική αναγνώριση όμως ήρθε από τον πατέρα του. Τα έφερε έτσι η κληρωτίδα που στις 24 Νοεμβρίου του 2005, ο υιός υποχρεώθηκε να αντιμετωπίσει τον μπαμπά στο νέο του σπιτικό στο Ντόνετσκ. Ένα γκολ του Μάριους Μαλνταρασάνου στο τέλος υπέγραψε το τελικό 0-1 και η ανταμοιβή ήταν μία στοργική αγκαλιά από τον Μιρτσέα Λουτσέσκου και δάκρυα αγαλλίασης από τον γιο: «Ήταν μια δύσκολη στιγμή. Πολύ περίεργη μέχρι και την ώρα του παιχνιδιού. Σκεφτόμουν συνεχώς τη μητέρα μου. Ήμουν στην καρδιά και το μυαλό της. Ένιωσα ντροπή. Νίκησα τον πατέρα μου; Έκλαψα και πήγα στη συνέντευξη Τύπου. Ο πατέρας μου ήρθε και με φίλησε στο μέτωπο. Για χρόνια δεν μιλούσα στον πατέρα μου για εκείνο το παιχνίδι στο Ντόνετσκ.».

Έμεινε στην Ραπίντ για τρία χρόνια, κατέκτησε δύο κύπελλα (2006, 2007), ήταν πια κι αυτός ένας εγχώριος σταρ. Τον βάφτισαν «Πορτογάλο Μουρίνιο» που ήταν τότε στα ντουζένια του, όμως εκείνος επέλεξε για μία ακόμα φορά ένα αντισυμβατικό μονοπάτι. Μετά από τρία χρόνια στο Βουκουρέστι, επέστρεψε στο ησυχαστήριο του στο Μπρασόφ (2007), ανεβάζοντας την ομάδα στην μεγάλη κατηγορία και περιμένοντας την μεγάλη πρόκληση.

Ανέλαβε την Εθνική Ρουμανίας το 2009, όμως σύντομα «σκοτώθηκε» με τον Αντριάν Μούτου, «σκοτώθηκε» με την ομοσπονδία κι έφυγε πριν το τέλος των προκριματικών για το Euro 2012, μετά από ένα 3-0 επί της Βοσνίας για να αναλάβει ξανά την νεόπλουτη Ραπίντ που είχε περάσει σε αραβικά χέρια, υπογράφοντας συμβόλαιο τεσσάρων ετών. «Το μεγαλύτερο λάθος μου», παραδέχεται. Λίγους μήνες μετά, η Ραπίντ φαλίρισε και ο Ραζβάν βγήκε ξανά στην πιάτσα για δουλειά.

Μία διετία (2012-14) στο Κατάρ με την Αλ-Τζάις και τον Μάρτιο του 2014 επιστροφή στην επίσης νεόπλουτη Πετρολούλ, ξανά με τον Μούτου ως παίκτη! Έχασε τον τελικό κυπέλλου, έχασε την πρόκριση τους ομίλους του Γιουρόπα Λιγκ, έχασε τα αποδυτήρια, έχασε και την δουλειά του, μέχρι που ένας ούριος άνεμος τον έφερε στην Ελλάδα και την Ξάνθη στα τέλη Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς.

Για μία ομάδα που είχε αλλάξει 21 προπονητές στα τελευταία 9 χρόνια, το γεγονός ότι ο Ραζβάν Λουτσέσκου ρίζωσε για 2,5 χρόνια στο πλευρό του Χρήστου Πανόπουλου μαρτυρά πολλά για το έργο του. Αν όλα όσα έζησε στους πάγκους ήταν πανεπιστήμιο, η Ξάνθη ήταν μάστερ και διδακτορικό μαζί…

Ο… άλλος Λουτσέσκου

Είναι ένας αυθεντικός μπον-βιβέρ. Εκλεπτυσμένος, με καλούς τρόπους, πολύγλωσσος, κοσμοπολίτης, καλοζωϊσμένος, καλομεγαλωμένος, χωρίς κόμπλεξ ή απωθημένα. Θεωρήθηκε fashion - icon στην χώρα του και το προσεγμένο και ακριβό ντύσιμο είναι η αρρώστια του.

Δηλώνει λάτρης της θάλασσας, έχει υψοφοβία, θα ήθελε να κάνει τον γύρο του κόσμου με σκάφος, χαλαρώνει με ένα ποτήρι λευκό ιταλικό Pinot Gigιο, μετανιώνει που δεν έκανε και τρίτο παιδί, λατρεύει τα βιβλία εποχής και αν η ζωή του γυριζόταν κάποτε ταινία, θα ήθελε να τον υποδυθεί ο Αλ Πατσίνο.

Δηλώνει περφεξιονιστής και εμονικός με την λεπτομέρεια, χαλαρώνει μετά από τα ματς με λίγη καλή μουσική ή μία ταινία («αλλιώς σκέφτομαι συνέχεια τι θα μπορούσε να είχε γίνει αλλιώς στο γήπεδο») και δεν συγχωρεί ποτέ την έλλειψη σεβασμού και την υποκρισία.

Είναι εξαιρετικά φιλόζωος, αφού στην Ξάνθη είχε τέσσερις γάτες και αρκετά καναρίνια, ενώ στο Βουκουρέστι είχε ένα σκύλο και πολλά κουνέλια! Χαρακτηριστική είναι η ιστορία με τον αγαπημένο του σκύλο, τον οποίο πήγε για επεμβάσεις σε Αγγλία και Ουγγαρία για να τον σώσει και ο οποίος ζει ακόμα, μολονότι οι γιατροί του συνιστούσαν να του κάνει ευθανασία.

Ο στενός του κύκλος του είναι μικρός, πολύ μικρός. Εδώ και 12 χρόνια δουλεύει μαζί με τον «αδερφό του», όπως αποκαλεί τον Ιταλό βοηθό του Ντιέγκο Λόνγκο, τον οποίο επέβαλλε σε όποια ομάδα κι αν πήγε και ακόμα και σήμερα θεωρεί ότι πήρε το πιο μεγάλο παράσημο τον Μάιο του 2009, όταν μετά την κατάκτηση του Κυπέλλου ΟΥΕΦΑ από την Σαχτάρ Ντόνετσκ, ο Μιρτσέα Λουτσέσκου τον έκανε ξανά να δακρύσει: «Αυτό το κύπελλο ήρθε χάρη στον Ραζβάν, ο οποίος με δίδαξε τόσα πολλά. Από εδώ και στο εξής αυτός θα υπερασπίζεται την σημαία της Ρουμανίας».

Το προπονητικό του ύφος

Η μαγική λέξη που είναι ιερή σε ότι αφορά την φιλοσοφία του στο γήπεδο είναι η «ισορροπία». Την αναζητά παντού. Στις ηλικίες, στα ύψη, στους χαρακτήρες.

Έχει αδυναμία στους έμπειρους παίκτες που ξέρουν τι και πως (μαζί του έκαναν career seasons στην Ξάνθη οι Καρυπίδης, Ομπόντο, Φλίσκας, Κλέιτον, Σολτάνι, Καπετάνος, Λουσέρο) και δίνει έμφαση στα πνευμόνια, το ύψος και τα στημένα. Όλες του οι ομάδες είχαν ομοιογένεια, αλληλοκάλυψη, πειθαρχεία, εξυπνάδα, τήρηση των βασικών κανόνων του ποδοσφαίρου, όλα αυτά ανακατεμένα με την δική του κλασική Βαλκάνια πονηριά, που περιλαμβάνει μακιαβελικές καθυστερήσεις όποτε χρειάζεται, επαγγελματικά φάουλ, σπάσιμο των νεύρων του αντιπάλου, τεχνητές κρίσεις.

Με αυτή τη συνταγή εξ’ άλλου ήταν ο κακός δαίμονας του ΠΑΟΚ, που τον κέρδισε μόλις στις δύο από τις 9 φορές που τον βρήκε ως αντίπαλο και απέναντι στον οποίο δεν έκανε ποτέ δημόσιες σχέσεις. Το μόνο που τον ένοιαζε ήταν να πάρει το αποτέλεσμα, ακόμα κι αν συγκέντρωνε όλα τα πυρά της κερκίδας από την Τούμπα. Ο τέλειος αντιπερισπασμός για τους παίκτες του, ώστε να δράσουν με λιγότερη πίεση.

Λατρεύει την επανάσταση που έφερε στο ποδόσφαιρο ο Αρίγκο Σάκι, κρατάει την προσωπική επαφή που είχε με τον Μουρίνιο, ο οποίος τον έκανε να αισθανθεί σαν παλιός του φίλος, εκτιμά την προπονητική φιλοσοφία του Γκουαρντιόλα, αλλά και την ηρεμία που προκαλεί η φιγούρα του Κάρλο Αντσελότι.

Προληπτικός και… σκακιστής

Αν τον δείτε να φοράει συνεχώς το ίδιο τζάκετ, το ίδιο κασκόλ, σκούφους, γάντια ή να ακολουθεί το ίδιο μοτίβο κινήσεων, αυτό οφείλεται στην αδυναμία του να επαναλαμβάνει προληπτικά τα ίδια πράγματα, όταν βρίσκει ένα νικηφόρο σερί, όπου όλα πηγαίνουν καλά.

Την μεγαλύτερη ισορροπία την βρίσκει στο 4-3-3 και τις κοντινές εκφάνσεις του, όπως το 4-2-3-1. Μόνιμη επωδός του: «πρώτα σώζουμε την παρτίδα και μετά την κερδίζουμε».

Η Ξάνθη της σεζόν 2013-14 σώθηκε στο τσακ και με 54 γκολ παθητικό είχε μία από τις χειρότερες άμυνες της κατηγορίας. Με τον Λουτσέσκου το παθητικό έπεσε στα 41, τα 32 και πέρυσι στα 25 γκολ, με την Ξάνθη να αποτελεί μία ανασταλτική μηχανή, ένα κακό μπελά για κάθε ομάδα.

Λατρεύει τις σκακιστικές μάχες στο χορτάρι. Εκεί είναι το φόρτε του. Είναι λάτρης της τάξης. Της οργάνωσης. Της δομής. Δεν αφήνει τίποτα στην τύχη, ζει, αναπνέει ποδόσφαιρο 24 ώρες το 24ωρο. Δεν ντρέπεται να δηλώσει πως είναι καριερίστας, οι φιλοδοξίες του δεν έχουν ταβάνι. Ο ΠΑΟΚ είναι η μεγάλη του ευκαιρία. Εξάλλου κι ο μπαμπάς Μιρτσέα πριν προπονήσει στην Ίντερ το 1998 τους Ρονάλντο και Ρομπέρτο Μπάτζιο έκανε το αγροτικό του στην Πίζα και στην Μπρέσια. Είπαμε, οι δρόμοι τους είναι παράλληλοι…

Το θαύμα που έσωσε τον Λουτσέσκου στο φονικό σεισμό του 1977!