MENU

Λένε πως το θαυματουργό νερό του Ζρένιανιν έχει μαγικές ιδιότητες. Όποιος παιδάκι πιει για να ξεδιψάσει αποκτά μαγικές δυνάμεις σαν τους υπέρ-ήρωες που βλέπει στα καρτούν και μπορεί να κάνει ζόρικα κόλπα με την μπάλα -ανεξαρτήτως χρώματος.

Την πορτοκαλί την έκανε ότι ήθελε κάποιος… Ντέγιαν Μποντιρόγκα. Την λευκή την έκρυβαν τα αδέρφια Νίκολα και Βλάντο Γκρμπιτς, πιθανώς οι καλύτεροι βολεϊμπολίστες στην ιστορία της Σερβίας. Για την ασπρόμαυρη φρόντιζαν δύο άλλα αδέρφια, οι αφοί Ίβιτς που μαζί με τον Ζβόνιμιρ Βούκιτς και τον Ζόραν Τόσιτς αποτελούν τα πιο ξακουστά ποδοσφαιρικά τέκνα της πόλης. Παράξενο για μία μικρή κουκκίδα στον χάρτη που δεν αριθμεί περισσότερες από 60.000 ψυχές να έχει παράξει τόσες μεγάλες αθλητικές προσωπικότητες. Θα πρέπει να είναι το νερό, δεν εξηγείται αλλιώς.

Πάντα έμαθε να ζει στην σκιά του… μεγάλου. Ο πρεσβύτερος κατά 6 χρόνια αδερφός Ίλια υπήρξε ένας ευλογημένος φαντεζί ντριμπλέρ με την βαλκανική αλητεία μες το αίμα του. Ο Βλάντο ήταν άλλο πράγμα. Πιο ψηλός, πιο ευθυτενής, πιο «τετράγωνος» σαν παίκτης. Της πάσας, όχι της ντρίμπλας. Του «εμείς», όχι του «εγώ».

Παντού τον έβρισκε μπροστά του. Τον ακολούθησε στην τοπική Πρόλετερ, στην Ελλάδα, συμπτωματικά έπαιξε κι αυτός στην ΑΕΚ (όπου είχε ως τεχνικό διευθυντή τον μεγάλο του αδερφό) και στον Άρη. Μόνο σε ένα κεφάλαιο επέλεξαν να έρθουν σε απόλυτη ιδεολογική ρήξη. Ο Ίλια συνέδεσε το όνομα του με τα ερυθρόλευκα του Ερυθρού Αστέρα και του Ολυμπιακού, ο Βλάνταν με τα ασπρόμαυρα της Παρτίζαν και του ΠΑΟΚ.

Πάντοτε λειτουργούσε στο γήπεδο σαν… κόλλα. Ήταν αυτός που ένωνε την μεσαία γραμμή με την επίθεση. Δεν ήταν ούτε το ένα ούτε το άλλο, αλλά κάτι ενδιάμεσο. Κάτι υβριδικό που δεν μπορούσε να το χαρακτηρίσεις, εκτός από το υπέροχο «trequartista» που χρησιμοποιούν οι Ιταλοί. Δεν ήταν γοργοπόδαρος (το αντίθετο μάλιστα), δεν πηδούσε βρεγμένη εφημερίδα, όμως είχε άλλα καλούδια που κάλυπταν το πολλές φορές εκνευριστικά ράθυμο για την εξέδρα στιλ του.

Γρήγορη σκέψη, κρύο αίμα, αντίληψη, τακτική γνώση και μία διαολεμένη αίσθηση του positioning, ήξερε δηλαδή που και πότε έπρεπε να σταθεί. Τα υπόλοιπα έρχονταν από μόνα τους. Σαν «κόλλα» έρχεται και τώρα στον πάγκο του ΠΑΟΚ για να ενώσει τα κομμάτια της τελευταίας αληθινά μεγάλης ομάδας του ΠΑΟΚ (αυτή που έβαλε τίτλους τέλους το 2012) με την σημερινή εποχή.

Το ήξερε από νωρίς ότι το πεπρωμένο του είναι η Θεσσαλονίκη. Τον «έδεσε» για τα καλά με την πόλη η σύζυγος του η Άρτεμις Ευθυμιάδου, με την οποία έχει αποκτήσει δύο υπέροχες κόρες, την Ηλέκτρα και την Λυδία. Με τον καιρό έμαθε ποια μέρη της να αποφεύγει και ποια του ταιριάζουν. Ένας ήρεμος καφές στο κέντρο, μία βόλτα στην θάλασσα, ένα καλό φαγητό. Ήσυχα πράγματα, όπως κι εκείνος.

Ήξερε πριν κρεμάσει τα παπούτσια, ότι το μέλλον του είναι στους πάγκους. Έμαθε να λειτουργεί ως προπονητής στο γήπεδο, από την στιγμή που συνεργάστηκε με τον Φερνάντο Σάντος. Κάθισε στα θρανία, πήρε σε χρόνο ρεκόρ τα διπλώματα UEFA B και Α και μπήκε στην προπονητική φάμπρικα, αναλαμβάνοντας πριν από περίπου χρόνια να διαπλάσει τα… παοκτσάκια του αύριο, αναλαμβάνοντας τα ηνία της ομάδας Νέων.

Προσπαθεί να διαμορφώσει το δικό του στιλ. Προσπαθεί να αποκωδικοποιήσει το modus operandi της νέας γενιάς (Γκουαρντιόλα) και να τα ταιριάξει με όσα έζησε πλάι στον Σάντος κι όσα έμαθε από τον Χουμπ Στέφενς για τον οποίο παραδέχεται ότι αποτέλεσε πρότυπο για αυτόν και του άνοιξε τους ορίζοντες. Αν περιέγραφε με μία φράση πως θέλει να είναι η ομάδα του στο γήπεδο θα έλεγε πως: «Θέλω η ομάδα μου να έχει πειθαρχία στον αγωνιστικό χώρο, να ξέρει σε κάθε στιγμή του παιχνιδιού τι ψάχνει και τι θέλει να κάνει. Κι αυτά, με πολύ τρέξιμο και πρέσινγκ στον αντίπαλο».

Είναι διαλλακτικός. Του αρέσει η στενή, προσωπική επαφή με τους παίκτες, αρκεί αυτή να οριοθετείται. «Προσπαθώ να κερδίσω την εμπιστοσύνη τους και να με αντιμετωπίζουν σαν συμπαίκτη τους, αλλά από την αρχή σεβόμενοι ο ένας τον άλλο. Γνωρίζω όμως καλά πως οι παίκτες μπορούν να κάνουν κατάχρηση της φιλικής σχέσης με τον προπονητή. Γι’ αυτό κρατώ το… εγώ μου και κάποιες φορές μπορεί να γίνω λίγο σκληρός», είχε πει σε πρόσφατη του συνέντευξη.

Κύριο μέλημα του να χτίσει χαρακτήρες και να ετοιμάσει παίκτες για την πρώτη ομάδα. Επί των ημερών του έγιναν επαγγελματίες οι Κουλούρης, Πόζογλου, Δεληγιαννίδης, Δημητριάδης, Σιαμπάνης, Κάκκο, ενώ δούλεψε για λίγο και με τον Στέλιο Κίτσιου. Φέτος στο Βόλο, στον τελευταίο αγώνα της φάσης των ομίλων του κυπέλλου έκανε το επαγγελματικό της ντεμπούτο σχεδόν όλη η δική του ομάδα. Όμως αυτό δεν αρκεί: «Το πιο δύσκολο είναι, όχι απλώς να περάσουν στην πρώτη ομάδα, αλλά να παραμείνουν εκεί και να παίξουν. Οταν φεύγουν από μένα, τους λέω να μην τους ξαναδώ στην ομάδα νέων, γιατί αυτό θα είναι το καλό και για τους ίδιους, και για την ακαδημία μας, και για την πρώτη ομάδα.».

Ούτε αυτό όμως είναι αρκετό. Σημασία έχει η νίκη. Το αποτέλεσμα. Ο εθισμός στην νίκη: «Εγώ, πάντα, θα επιμένω στο ότι η ομάδα νέων του ΠΑΟΚ πρέπει να κάνει και πρωταθλητισμό, γιατί έτσι μαθαίνουν να αγωνίζονται οι παίκτες σε συνθήκες, που θα συναντήσουν και στην ανδρική ομάδα». Και επί των ημερών του, έκανε. Κάθε χρόνο. Στην παρθενική του σεζόν στους πάγκους (2013-14) η ομάδα Κ-20 του ΠΑΟΚ κατέκτησε το πρωτάθλημα, έπειτα από 8 χρόνια ξηρασίας, την επόμενη χρονιά τερμάτισε τρίτος με 70 βαθμούς (πίσω από Ολυμπιακό και Ατρόμητο Αθηνών) και φέτος είναι δεύτερος (ξανά πίσω από τον Ολυμπιακό) με 56 βαθμούς έπειτα από 23 αγωνιστικές, επιδόσεις παρόμοιες της σεζόν που κατέκτησε το πρωτάθλημα.

Όσοι βρίσκονται στο πλευρό του λένε πως έγινε ακόμα πιο επαγγελματίας από την εποχή που ήταν επαγγελματίας. Οργανωτικός, σοβαρός, μετρημένος, ήρεμος, με έμφαση στην λεπτομέρεια και διάθεση να ενημερώνεται συνεχώς ως ανήσυχο πνεύμα που είναι. Αν είχε λιγάκι χρόνο παραπάνω θα έτρεχε για να παρεισφρήσει στα ενδότερα των κορυφαίων κλαμπ της Ευρώπης για να κοπιάρει τα κόλπα τους, αλλά ο ΠΑΟΚ του έτρωγε και θα συνεχίσει να του τρώει όλο τον χρόνο. Ποτέ του δεν βιάστηκε να κάνει το επόμενο βήμα, κι αυτό ήρθε τελικά μόνο του ως ώριμο φρούτο. Ακόμα κι αν δεν γινόταν άμεσα πρώτος προπονητής, θα το έκανε το καλοκαίρι, όταν το συμβόλαιο του με τον Δικέφαλο θα τελείωνε.

Δεν έγινε ποτέ του πιλότος -όπως ονειρευόταν μικρός- αλλά κατάφερε και πέταξε ψηλά ως παίκτης. Με τον ΠΑΟΚ να πατάει το emergency button ο Βλάνταν Ίβιτς με περίσσια άγνοια κινδύνου αναλαμβάνει στα 38 του να πιάσει για πρώτη φορά το πηδάλιο, με ένα και μοναδικό σκοπό. Να αποφύγει την (αναπόφευκτη αν έμενε ο Τούντορ) συντριβή και να κάνει τα φτερά του Δικεφάλου να ανοίξουν ξανά. Αν το πετύχει, πιθανώς θα έχει κερδίσει το δικαίωμα να το κάνει ακόμα μία βόλτα του χρόνου, επιλέγοντας ο ίδιος το δρομολόγιο της πτήσης.

Κόουτς Ίβιτς, αυτός ο άγνωστος…