MENU

Οι δυο ήττες από τα νησιά Φερόε στην ίδια προκριματική φάση είναι μια εξίσου αδιανόητη αποτυχία που ούτε ο  μεγαλύτερος ανθέλληνας, ο Σόιμπλε ας πούμε για να λαϊκίσω λίγο, δεν θα τολμούσε να ονειρευτεί.  

Ζούσαμε εδώ και δέκα χρόνια στο ρυθμό μιας υπέρβασης που δεν μας άξιζε. Δεν άξιζε στο ποδόσφαιρο μας.  Μας προέκυψε πάντως. Και αντί να κάνουμε ότι μπορούμε για να την «τσιμεντώσουμε», να την χρησιμοποιήσουμε ως βάση για την βελτίωση του αθλήματος σε όλους τους τομείς, εμείς φτάσαμε στο πρόσφατο, απολύτως επιτυχημένο Μουντιάλ να τη δηλητηριάσουμε με οπαδισμό και χυδαιότητα. Τότε η Εθνική διέθετε ακόμα αντισώματα. Τα αντισώματα τελείωσαν. Ο Σάντος έφυγε. Ο βδελυρός Κατσουράνης δεν έπαιζε. Και κάπως έτσι, έντεκα χρόνια περίπου μετά την αφετηρία ενός ταξιδιού που δεν  σταμάτησε να μας δίνει χαρές (κι ας γκρινιάζαμε ορισμένοι, μαζί κι εγώ, ότι θέλαμε καλύτερη μπάλα), επιστρέψαμε στις εποχές της απαξίωσης. Και παίρνουμε πια αυτό ακριβώς που μας αξίζει. Η τρύπα που έγινε πόρτα

Οι Έλληνες ποδοσφαιριστές είναι ως επί το πλείστον μέτριοι. Με ελάχιστες εξαιρέσεις, παλεύουν να καθιερωθούν σε μικρομεσαίες ομάδες της Ευρώπης. Η Εθνική όμως κατάφερνε σταθερά να υπερβαίνει το άθροισμα του ατομικού ταλέντου  των παικτών της, χάρη σε μια σειρά από παραμέτρους: Το ξεκάθαρο αγωνιστικό πλάνο, τις μεγάλες προσωπικότητες, την αύρα του 2004 που μας κουβάλησε μέχρι και το περασμένο καλοκαίρι. Και χάρη φυσικά στον Ρεχάγκελ αρχικά, τον Σάντος στη συνέχεια, τόσο επειδή κατάφεραν αμφότεροι να δημιουργήσουν ομάδες με απίστευτο σθένος και ψυχολογία «δεν φοβάμαι κανέναν», όσο και επειδή είχαν σφυρηλατήσει στεγανά που άφησαν έξω από τα αποδυτήρια τους μικροεγωϊσμούς των παικτών και τον βλαχοπαραγοντισμό της ΕΠΟ. 

Με όσα συνέβησαν στη Βραζιλία (Μανιάτης, Τζαβέλλας, καυγάδες, μουτράκια και άλλα καραγκιοζιλίκια) άνοιξε η πρώτη τρύπα. Η φυγή Σάντος και όσα ακολούθησαν έκαναν την τρύπα, πόρτα ορθάνοιχτη. Η ΕΠΟ του Σαρρή ισοπέδωσε με χαρακτηριστική ευκολία και δίχως τον παραμικρό δισταγμό ή τύψεις όλα τα αναχώματα που είχαν υψώσει ο Γερμανός και ο Πορτογάλος. Η ΕΠΟ του Σαρρή μετέτρεψε την Εθνική σε ανοιχτό πεδίο για τους μανατζαραίους, τους τυχοδιώκτες, τα λαμόγια, τους αλεξιπτωτιστές, τους κουτοπόνηρους περαστικούς, τους «κουμπάρους» και τις «κουμπαριές». Η ΕΠΟ του Σαρρή μετέτρεψε  το αντιπροσωπευτικό μας συγκρότημα σε πολύ περισσότερο αντιπροσωπευτικό από όσο αντέχουμε: Ναι, η Εθνική που χάνει δυο φορές από τα Φερόε και σέρνεται από ρεζιλίκι σε ρεζιλίκι, αντιπροσωπεύει απολύτως το σημερινό ελληνικό ποδόσφαιρο…Μύκονοοοοος! 

Μέσα στο συγκεκριμένο κλίμα, μέσα σε ένα συνονθύλευμα δηλαδή δίχως στόχο και σκοπό  οι σημερινοί διεθνείς, μικρού εκτοπίσματος έτσι κι αλλιώς οι περισσότεροι, μοιάζουν όχι απλώς χειρότεροι από όσο είναι στην πραγματικότητα. Μοιάζουν με wannabe Μπέκαμ, περισσότερο έτοιμοι είτε να τσακωθούν μεταξύ τους για μια πάσα, παρά να βάλουν τα πόδια τους στη φωτιά. Υπήρχαν στιγμές που σου έδιναν την εντύπωση ότι έτσι κι έβαζε Vegas ή Stan στα μεγάφωνα ο d.j. του γηπέδου (είχε d.j το γήπεδο ή έπαιζε δεξί εξτρέμ;) θα σταματούσαν  εύκολα τη φάση στη μέση για να αρχίσουν να χορεύουν και να ξεφωνίζουν «Μύκονοοοοος»! Κλαρινογραμπροί της δυστυχίας. 

Δεν με πειράζουν  τα τατουάζ, οι φράντζες ή η φρικτή ομοιομορφία (που φανερώνει πάντως βαθιά έλλειψη αισθητικής και -επί της ουσίας- έλλειψη προσωπικότητας). Έτσι ήταν τα παλικάρια και στα γήπεδα της Βραζιλίας όταν έφτασαν ένα πέναλτι μακριά από την οχτάδα. Με πειράζει που στη θαλασσοταραχή,  όλοι αυτοί οι τύποι δείχνουν να καταφεύγουν στο χειρότερο νέο-ελληνικό χαρακτηριστικό: Ο καθένας για την πάρτη του και ο σώζων εαυτόν  σωθήτω. 

Θα ήθελα να τους υπερασπιστώ, διότι τα μεγάλα εγκλήματα τα έκαναν  άλλοι. Πλην όμως όσες χιλιάδες λέξεις κι αν γράψω για τα αίσχη της ΕΠΟ, τη διαφθορά, τον Ρανιέρι, τον Μαρκαριάν, οι δυο ήττες από τα Φερόε εκείνους στιγμάτισαν ανεξίτηλα. Θα μου πεις, μέσα σε τόσα τατουάζ, σιγά μην τους πειράξει ακόμα ένα. Και στο κάτω – κάτω τι είναι η ντροπή για έναν νέο , ωραίο, μοντελοπνίχτη; Τίποτα που δεν ξεπλένεται με μια ωραία βουτιά στην Ψαρρού…

Οι κλαρινογαμπροί της δυστυχίας