MENU

Έτσι τους βάφτισε ο σοφός λαός: κοράκια. Πουλιά σαρκοβόρα, δηλαδή, με φτερά μαύρα, που τρέφονται αποκλειστικά με νεκρή σάρκα. Κατά προτίμηση ανθρώπινη, η οποία καλό θα είναι να βρίσκεται σε αποσύνθεση. Διότι, πέρα απ’ όλα τ’ άλλα, πέρα απ’ τη μαυρίλα  και τη νεκροφιλία τους, τα κοράκια είναι και δειλά. Τρέμουν και τον ίσκιο τους.

Και τι έγινε, δηλαδή, που τα τελευταία χρόνια έχουν εκμοντερνιστεί κι αυτά και το ’χουν γυρίσει στην πολυχρωμία; Όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι…, λέει η παροιμία. Αλλά δε λέει τίποτ’ άλλο. Λειψή παροιμία, δηλαδή. Τα ευκόλως εννοούμενα παραλείπονται. Καθότι, όταν ασπρίσει ο κόρακας και γίνει περιστέρι, θα βγάλει κι η γιαγιά μου ζαχαρότευτλα στο κρανίο και θα γίνει μαλλί της γριάς.

Οι παροιμίες δεν βγαίνουν για πλάκα. Δεν του τη δίνει κάποιου στα καλά καθούμενα και σου λέει κάτσε να βγάλω μια παροιμία για να περάσει η ώρα. Η λαϊκή σοφία, στο πέρασμα των αιώνων, έχει ξεσκαρτάρει τις άχρηστες κι έχει βγάλει στον αφρό τις καλές, αυτές που κάτι έχουν να πουν. Κι αυτές για τα κοράκια έχουν να πουν κάμποσα.

Επίσης δεν είναι τυχαίο ότι η λαϊκή σοφία έχει βαφτίσει κοράκια μόνο δύο εργασιακές ομάδες της ελληνικής κοινωνίας. Τους μεν λόγω της μαυρίλας του επαγγέλματός τους. Τους δε λόγω της μαυρίλας της ψυχής τους (οι δε εξαιρέσεις απλώς επιβεβαιώνουν τον κανόνα).

Κι ύστερα απ’ όλ’ αυτά, σου λέει ο άλλος πως περιμένει απ’ τους εκάστοτε αρχιδιαιτητές (σύνθετη λέξη η προηγούμενη, αν και δεν είμαι σίγουρος ποιο είναι το πρώτο συνθετικό), τους Μποροβήλους, τους Γκιρτζίκηδες και τους υπουργούς να λάβουν τ’ απαραίτητα μέτρα για να γίνουν τα κοράκια περιστέρια. 

Αυτό κι αν είναι η επιτομή της ουτοπίας. Διότι, πώς να το κάνουμε, κόρακας κοράκου μάτι βγάζει; Δε βγάζει…

Κόρακας κοράκου