MENU

Θρύλοι του πάθους: 1981-93

Νίκος Αναστόπουλος

Ο Νίκος Αναστόπουλος τη δεκαετία του ’80 αποτέλεσε τον άξιο συνεχιστή μιας σειράς μεγάλων γκολτζήδων που αγωνίστηκαν με τη φανέλα του Ολυμπιακού κατά το παρελθόν. Γεννήθηκε στις 22 Ιανουαρίου του 1958 και πρωτόπαιξε ποδόσφαιρο στον ΑΟ Δάφνης πριν πάρει μεταγραφή για τον Πανιώνιο. Οι εμφανίσεις του στη Νέα Σμύρνη (κατέκτησε το Κύπελλο το 1979) προκάλεσαν αμέσως το ενδιαφέρον των «αιωνίων» αντιπάλων. Δυστυχώς για τον Παναθηναϊκό, την εποχή αυτή, στις αρχές δηλαδή της δεκαετίας, ο Σταύρος Νταϊφάς είναι ανίκητος στο μεταγραφικό παζάρι. Έτσι, τον Δεκέμβρη του 1980 ο «Αναστό» μετακινείται στον Ολυμπιακό έναντι του ποσού ρεκόρ των 30.000.000 δραχμών.

Ο Κάζιμιρ Γκόρσκι θα χτίσει πάνω του την ομάδα που θα σαρώσει τους τίτλους στο πρώτο μισό της δεκαετίας. Έκτοτε, μέχρι και τη μέρα που σταμάτησε το ποδόσφαιρο, οι υπόλοιποι προπονητές του Ολυμπιακού έκαναν ακριβώς το ίδιο και ο «Μουστάκιας» τους δικαίωνε κάθε φορά. Στην πρώτη θητεία του με την ερυθρόλευκη κατακτά τέσσερα Πρωταθλήματα (1980-83) και ένα Κύπελλο (1981) ενώ παράλληλα αναδείχθηκε τέσσερις φορές πρώτος σκόρερ στην Α’ Εθνική: το 1983 (29 γκολ), το 1984 (18 γκολ), το 1986 (19 γκολ) και το 1987 (16 γκολ).

Ειδικά στο τελευταίο αυτό επίτευγμά του συμπυκνώνεται η περιγραφή του αγωνιστικού προφίλ του «κοντού». Όχι πολλές ντρίπλες, ελάχιστες φαντεζί ενέργειες που ξεσηκώνουν το πλήθος, αλλά χίλιοι και ένας τρόπος να στείλει τη μπάλα στα δίχτυα. Αξέχαστα έχουν μείνει τα ανάποδα ψαλίδια που άφηναν άναυδους τους γκολκίπερ και τα οποία μόνο τυχαία κατάληξη δεν είχαν, αφού τα δοκίμαζε συχνά με πολύ υψηλά ποσοστά ευστοχίας. Όταν βρισκόταν στη μέρα του, του «έπιαναν» κυριολεκτικά τα πάντα και μπορούσε να διαλύσει οποιαδήποτε άμυνα έχοντας ακουμπήσει τη μπάλα τρεις ή τέσσερις φορές σε όλο το ματς, όπως στο 7-0 επί της Δόξας Δράμας στις 6 Απριλίου του 1986 όταν σκόραρε τέσσερις φορές! Άλλα μεγάλα παιχνίδια του Αναστόπουλου που έμειναν στην ιστορία είναι τα δύο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό το 1983, ένα για το πρωτάθλημα και ένα για το Κύπελλο. Στο πρώτο πέτυχε δύο γκολ και ο Ολυμπιακός νίκησε 2-1, ενώ στο δεύτερο με δικό του χατ-τρικ στην παράταση, ο Θρύλος συνέτριψε 4-0 τους πράσινους. Αυτή μάλιστα δεν ήταν η μοναδική παράταση που έδωσε… παράσταση, αφού αλησμόνητη είναι και η νίκη-πρόκριση 2-0 επί του Άγιαξ με δύο δικά του γκολ στις 29 Σεπτεμβρίου της ίδιας χρονιάς για το Κύπελλο Πρωταθλητριών. Η περίοδος 1982-83 ήταν μακράν η πιο παραγωγική της καριέρας του και με τα 29 γκολ που πέτυχε αναδείχθηκε τρίτος σκόρερ στην Ευρώπη, κατακτώντας το «Χάλκινο Παπούτσι»!

Οι επιδόσεις του στο ελληνικό πρωτάθλημα του πρόσφεραν μια μοναδική ευκαιρία και μια τεράστια τιμή για τον ίδιο και το ελληνικό ποδόσφαιρο. Το 1986, η ιταλική Αβελίνο καταθέτει πρόταση 40.000.000 δραχμών για την απόκτησή του και o Νταϊφάς την αποδέχεται. Έτσι, γίνεται ο πρώτος Έλληνας ποδοσφαιριστής που αγωνίζεται στο Καμπιονάτο, σε μια εποχή όπου ο Βέλγος Ζαν Μαρκ Μποσμάν αγωνιζόταν ακόμη στην πατρίδα του και δεν είχε αποφασίσει να μετακομίσει στη Γαλλία, οδηγώντας στη δικαστική απόφαση που θα άλλαζε τον χάρτη του παγκοσμίου ποδοσφαίρου. Αυτό πολύ απλά σήμαινε ότι οι ομάδες του Καμπιονάτο είχαν δύο θέσεις για ξένους ποδοσφαιριστές και το να εμπιστευτούν τη μια εξ αυτών σε Έλληνα και μάλιστα επιθετικό, ήταν κάτι το ανήκουστο. Στην ιταλική ομάδα αγωνίστηκε 16 φορές χωρίς όμως να προσαρμοστεί.

«Όχι» σε πράσινα και κίτρινα

Μοιραία πήρε το δρόμο της επιστροφής για την Ελλάδα, όχι όμως και για τον Ολυμπιακό αλλά για τον Πανιώνιο. Στον Πειραιά τελικά επέστρεψε την περίοδο 1989-90 και στις τρεις τελευταίες του σεζόν, κατέκτησε δύο ακόμη Κύπελλα Ελλάδος (1990, 1992). Κανείς από τους οπαδούς του Ολυμπιακού δεν θα ξεχάσει ποτέ ότι ο Νίκος Αναστόπουλος δεν δέχθηκε ποτέ να πάει σε Παναθηναϊκό και ΑΕΚ παρά τις έντονες πιέσεις και τις υψηλότατες προτάσεις που δέχθηκε. Το 1992, στα 34 του πλέον, ο Νταϊφάς τον αποδεσμεύει μετά και από σχετική παρότρυνση του Μπλαχίν και ο «Αναστό» συζητά μονάχα την πρόταση του Ιωνικού, την οποία τελικά αποδέχθηκε για ένα χρόνο.

Το 1977 έκανε το ντεμπούτο του στην Εθνική Ελλάδος με την οποία αγωνίστηκε έως το 1988 σε συνολικά 73 αγώνες, πετυχαίνοντας 29 γκολ. Αγωνίστηκε στο Ευρωπαϊκό πρωτάθλημα του 1980 στην Ιταλία και σκόραρε 1 γκολ απέναντι στην Τσεχοσλοβακία. Παραμένει μέχρι σήμερα ο πρώτος σκόρερ της Εθνικής.

Μετά το τέλος της ποδοσφαιρικής του καριέρας του ταξίδεψε στο εξωτερικό και παρακολούθησε μαθήματα προπονητικής δίπλα σε μεγάλους Ευρωπαίους, κυρίως Ιταλούς προπονητές όπως ο Μαρσέλο Λίπι και επέστρεψε στην Ελλάδα για να ακολουθήσει καριέρα προπονητή. Έχει εργαστεί σε πλήθος ομάδων, κυρίως επαρχιακών και στις περισσότερες έχει να επιδείξει επιτυχίες. Το όνομά του έχει εμπλακεί ουκ ολίγες φορές κατά το παρελθόν σε σενάρια που τον έφερναν μια ανάσα από τον πάγκο του Ολυμπιακού, όμως για τον ένα ή τον άλλο λόγο και συνήθως μετά από δική του τελική απόφαση, ποτέ δεν έκανε το τεράστιο βήμα στην καριέρα του. Τουλάχιστον έως τώρα…

Συμμετοχές: 348 (262/57/29)

Γκολ: 198 (142/42/14)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 3 Κύπελλα Ελλάδος

Τάσος Μητρόπουλος

Ο Τάσος Μητρόπουλος αποτέλεσε τον πρώτο γενικό αρχηγό του Ολυμπιακού επί προεδρίας Βαγγέλη Μαρινάκη. Τα κύρια χαρακτηριστικά του ως άνθρωπος, δυναμικός, τολμηρός, ντόμπρος, επαγγελματίας, υπεύθυνος, χωρίς να κρύβεται στα δύσκολα, οδήγησαν το νέο αφεντικό του συλλόγου στο να τον επιλέξει για τη θέση αυτή. Άλλωστε, από την εποχή που βρισκόταν μέσα στους αγωνιστικούς χώρους ως ποδοσφαιριστής, τα χαρακτηριστικά του αυτά παραμένουν αναλλοίωτα στο χρόνο. Πρόσφερε πολλά στον Ολυμπιακό, αγαπήθηκε όσο λίγοι στα χρόνια που φόρεσε την ερυθρόλευκη, όμως το γεγονός ότι το ποδόσφαιρο ήταν πλέον επαγγελματικό και οι παίκτες έπρεπε να κοιτάξουν το συμφέρον τους, σε συνδυασμό με την κόντρα του με τον Σταύρο Νταϊφά, τον οδήγησαν πρώτα στην ΑΕΚ και μετά τον Παναθηναϊκό. Σίγουρα κανείς δεν παραγνωρίζει τον χαρακτήρα του και την προσφορά του στον σύλλογο, όμως αρκετοί στον Πειραιά δεν του έχουν συγχωρέσει ακόμα αυτή την επιλογή του, παρά το ότι γνωρίζουν τις συνθήκες κάτω από τις οποίες έφυγε.

Ο «Ράμπο» των ελληνικών γηπέδων, γεννήθηκε στις 13 Αυγούστου 1957 στον Βόλο και μεγάλωσε στο Αιγάλεω. Ξεκίνησε να παίζει μπάλα σε ερασιτεχνικό επίπεδο στον Άρη Πετρούπολης και από εκεί μετακινήθηκε στον Εθνικό το 1976. Οι εμφανίσεις του στην Α’ Εθνική σε συνδυασμό με τα αγωνιστικά του χαρακτηριστικά, μαχητικός, παθιασμένος, δυνατός, ανίκητος στο ψηλό παιχνίδι, τον οδήγησαν στο να χριστεί διεθνής το 1978 και μοιραία προκάλεσαν το ενδιαφέρον πολλών ομάδων. Με τη συμπλήρωση της πενταετίας του, το καλοκαίρι του 1981, έχοντας ήδη 112 συμμετοχές και 25 γκολ στον δεύτερο σύλλογο του Πειραιά, αποκτά δικαίωμα μεταγραφής. Ο Παναθηναϊκός ενδιαφέρεται έντονα και ξεκινά συζητήσεις μαζί του όμως ο Σταύρος Νταϊφάς δεν μένει αμέτοχος. Με καίριες κινήσεις και έχοντας ήδη δεχθεί τα πλήγματα των αρπαγών Γαλάκου-Κυράστα από τον Βαρδινογιάννη, ντύνει τον Μητρόπουλο στα ερυθρόλευκα.

Ο «ψηλός» ήταν ένας από τους πρώτους παίκτες της σύγχρονης εποχής στο ποδόσφαιρο που δεν είχε ξεκάθαρη θέση μέσα στο γήπεδο. Άλλοτε αγωνιζόταν ως «οχτάρι», άλλοτε ως «δεκάρι» όμως στην ουσία συνήθως βρισκόταν πιο μπροστά από τον χώρο δράσης του «οχταριού» και πιο πίσω από τον αντίστοιχο του «δεκαριού». Πολλές φορές αγωνιζόταν ως δεύτερος επιθετικός παρά τη σωματοδομή του που παρέπεμπε σε κλασικό σέντερ φορ. Στη συγκεκριμένη θέση είναι που κυρίως πρόσφερε τις υπηρεσίες του στον Ολυμπιακό. Ο «ψηλός» έδεσε αμέσως με τον «κοντό», Νίκο Αναστόπουλο και οι δυο τους συνέθεσαν ένα εξαιρετικό επιθετικό δίδυμο. Το σχέδιο στον Ολυμπιακό της εποχής ήταν το εξής απλό: σέντρα του Λεμονή από δεξιά ή του Βαμβακούλα από αριστερά, κεφαλιά-ασίστ του Μητρόπουλου στον Αναστόπουλο, σουτ με τη μία από τον «Μουστάκια» και γκολ…

Η κόντρα με τον Νταϊφά

Στις 6 Σεπτεμβρίου του 1981 κάνει ιδανικό ντεμπούτο με τη φανέλα του Ολυμπιακού, σκοράροντας με καρφωτή κεφαλιά στο 86’ και δίνει στην ομάδα του τον βαθμό της ισοπαλίας (1-1) στο ντέρμπι με τον Παναθηναϊκό στην Πάτρα. Συνολικά, στην πρώτη του χρονιά στο λιμάνι, πέτυχε πέντε γκολ σε 25 συμμετοχές και φυσικά στέφθηκε πρωταθλητής. Την επόμενη σεζόν προσφέρει τα μέγιστα στην κατάκτηση του νταμπλ με 28 συμμετοχές και επτά γκολ, όμως έρχονται τα πρώτα δημοσιεύματα περί γκρίνιας από Αναστόπουλο και Μητρόπουλο για τα συμβόλαιά τους. Ο Ολυμπιακός κατακτά άλλα δύο πρωταθλήματα με κορυφαίους παίκτες τον «κοντό και τον ψηλό», όμως θα μείνει εκτός τίτλων τις τρεις επόμενες σεζόν. Κατά τη διάρκεια της περιόδου 1985-86 είναι που έρχεται η πρώτη ξεκάθαρη μεγάλη κόντρα των δύο αστεριών με τον Σταύρο Νταϊφά.

Οι δυο τους ουσιαστικά απειλούν με αποχή από τις προπονήσεις και τις αγωνιστικές υποχρεώσεις της ομάδας προκειμένου να αυξήσει τις αποδοχές τους. Η σεζόν παρόλα αυτά ξεκινά και μετά την έντονη αμφισβήτηση που έχουν γνωρίσει οι δύο «κολλητοί» τα τρία προηγούμενα χρόνια, οδηγούν τον Ολυμπιακό σε ένα ακόμη πρωτάθλημα. Κάπου εκεί ο Νταϊφάς βρίσκει ουρανοκατέβατη τη λύση στα προβλήματα με τους δύο αστέρες της ομάδας τα οποία ολοένα και εντείνονται: πουλάει τον Αναστόπουλο στην Αβελίνο και χωρίζει το «δίδυμο». Παράλληλα, παίρνει μια πρώτης τάξεως οικονομική ανάσα και ρυθμίζει κάποια από τα οικονομικά θέματα που υπήρχαν. Ο Μητρόπουλος μένει στα πέτρινα χρόνια της ομάδας και καταθέτει μέχρι και την ψυχή του για τον σύλλογο. Όταν πια ο Αναστόπουλος επέστρεψε στα τέλη της δεκαετίας δεν ίσχυε το περίφημο «ο κοντός», ακολουθούμενο από το «και ο ψηλός». Οι δύο παίκτες ήταν πλέον ίσοι στα μάτια του κόσμου.

Εκτός πλάνων και αλλαγή στρατοπέδου

Το καλοκαίρι του 1992, ο Νταϊφάς ψάχνει τρόπο να «διασπάσει» για ακόμη μια φορά το «δίδυμο» Αναστόπουλου-Μητρόπουλου που τώρα βρίσκονταν σε προχωρημένη ποδοσφαιρική ηλικία. Μετά την παρότρυνση του Όλεγκ Μπλαχίν που είχε στα πλάνα του για τον Ολυμπιακό μια επίθεση που θα αποτελούταν από τους συμπατριώτες του, Προτάσοφ, Λιτόφτσενκο και Σάβιτσεφ, τελικά τους αποδεσμεύει. Ο Αναστόπουλος δεν δέχεται να συζητήσει με Παναθηναϊκό και ΑΕΚ, όχι όμως και ο Μητρόπουλος που έχει σκοπό να παίξει μπάλα για αρκετά ακόμη χρόνια. Συμφωνεί αμέσως με τον Δημήτρη Μελισσανίδη που ψάχνει τρόπο να πάρει εκδίκηση για την απόκτηση του Ντανιέλ Μπατίστα από τον Ολυμπιακό και υπογράφει στην ΑΕΚ.

Σε αντίθεση όμως με τις προηγούμενες περιπτώσεις παικτών που δήλωναν «Ολυμπιακοί» και μέσα σε μία νύχτα συμφώνησαν με τον αντίπαλο, ο Μητρόπουλος δεν θα αποδοκιμαστεί ποτέ στο Καραϊσκάκη. Ο κόσμος γνώριζε ότι αφενός δεν είχε κάνει σωστή διαχείριση των χρημάτων που είχε κερδίσει στον Ολυμπιακό και είχε ανάγκη από ένα ακόμη καλό συμβόλαιο, αφετέρου κατανοούσε ότι εάν ο Νταϊφάς δεν τον είχε ουσιαστικά ξεφορτωθεί, τότε λογικά θα συνέχιζε να φορά τα ερυθρόλευκα έστω και αν το συμβόλαιό του δεν έφτανε τα επίπεδα αυτού που του πρόσφερε η ΑΕΚ. Έτσι, θα γλίτωνε και το «πράσινο μαρτύριο» που του επεφύλασσε η μοίρα μετά από δύο χρονιές στη Ν.Φιλαδέλφεια. Ο Βαρδινογιάννης έχει ως μοναδικό σκοπό του να πετύχει ένα ακόμη πλήγμα στο γόητρο της Ολυμπιακής οικογένειας και ο Μητρόπουλος πέφτει στην παγίδα. Υπογράφει για ένα χρόνο ο οποίος όμως είναι εφιαλτικός. Γιουχάρεται μονίμως εντός και εκτός γηπέδου από τους Παναθηναϊκούς και τελικά μετά από δική του απαίτηση και μια νέα… φαεινή ιδέα του «Καπετάνιου» δίνεται δανεικός στον Απόλλωνα Αθηνών. Βοηθά την Αθηναϊκή ομάδα να βγει στην Ευρώπη και το Κύπελλο UEFA, ενώ ακολούθως αγωνίζεται σε Ηρακλή και Βέροια.

Αποκατάσταση του ονόματός του

Σε ηλικία 40 ετών πλέον, ο Σωκράτης Κόκκαλης, με τη σύμφωνη γνώμη του Ντούσαν Μπάγεβιτς, του δίνει την ευκαιρία να κλείσει την καριέρα του στον Ολυμπιακό και να αποκαταστήσει την εικόνα του στον κόσμο της ομάδας. Αγωνίζεται για τελευταία φορά με την ερυθρόλευκη στο εντός έδρας 2-2 με τη Ρόζενμποργκ, στο τελευταίο ματς του ομίλου του Τσάμπιονς Λιγκ της περιόδου 1997-98.

Συνολικά στην καριέρα του, αγωνίστηκε σε 459 αγώνες στην Α’ Εθνική, εκ των οποίων οι 241 με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Χρίστηκε διεθνής 77 φορές και πέτυχε 8 γκολ. Με την Εθνική πήρε μέρος στο Μουντιάλ των ΗΠΑ και φόρεσε το περιβραχιόνιο του αρχηγού στο τελευταίο ματς του ομίλου, κόντρα στη Νιγηρία.

Με την ολοκλήρωση της καριέρας του, διατέλεσε γενικός αρχηγός αλλά και βοηθός προπονητή στον Ολυμπιακό, ενώ αργότερα ασχολήθηκε και με την πολιτική ως δημοτικός σύμβουλος και αντιδήμαρχος Πειραιά ενώ έβαλε υποψηφιότητα και για βουλευτής.

Συμμετοχές: 322 (241/54/27)

Γκολ: 63 (52/8/3)

Τίτλοι: 4 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 2 Κύπελλα Ελλάδος

Μάρτιν Νοβοσέλατς

Ο «Μπεκενμπάουερ των φτωχών» ήρθε στον Ολυμπιακό το καλοκαίρι του 1980 και παραμένει μέχρι και σήμερα ο κορυφαίος ξένος αμυντικός που φόρεσε την ερυθρόλευκη. με έναν αστερίσκο να μπαίνει μονάχα δίπλα στο όνομα του Όλοφ Μέλμπεργκ.

Ο Κροάτης αμυντικός είναι ο πληρέστερος ξένος λίμπερο που αγωνίστηκε στα γήπεδα της χώρας μας, εξ ου και ο χαρακτηρισμός «Μπεκενμπάουερ των φτωχών» που έφερε μαζί του από τη Γιουγκοσλαβία. Τον έφερε στο λιμάνι ο σπουδαίος Πολωνός τεχνικός, Κάζιμιρ Γκόρσκι και έχτισε πάνω του την άμυνα του Ολυμπιακού. Γεννήθηκε στις 10 Νοεμβρίου του 1950 στο Βινκόβτσι και ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την τοπική Ντινάμο. Η εξέλιξή του ήταν ραγδαία. Μεταγράφηκε γρήγορα στη Βοϊβοντίνα Νόβι Σαντ (αντιμετώπισε την ΑΕΚ το 1975) και ακολούθως στην θρυλική Ντινάμο Ζάγκρεμπ. Με τα χρώματα της κορυφαίας κροατικής (γιουγκοσλαβικής τότε) ομάδας αντιμετώπισε το 1977 τον Ολυμπιακό με τους Κροάτες να παίρνουν μια επική πρόκριση, μετά από ήττα 3-1 στο Καραϊσκάκη και νίκη 5-1 στο «Μάκσιμιρ». Το καλοκαίρι του 1980, μετά από δική του επιθυμία εφόσον δεν είχε σταθερή θέση βασικού, η Ντινάμο τον παραχωρεί στον Ολυμπιακό. Γρήγορα δείχνει στο γήπεδο περί τίνος πρόκειται: αρχοντικός -παίζοντας πάντα με το κεφάλι ψηλά- ψύχραιμος, μυαλωμένος, μπαλαδόρος, ηγετικός. Με λίγα λόγια, μια άμυνα μόνος του!

Ο σπουδαίος Κροάτης φόρεσε τη φανέλα του Ολυμπιακού σε 101 συνεχόμενα παιχνίδια, χάνοντας σε τρεις σεζόν μονάχα το νικηφόρο μπαράζ επί του ΠΑΟ στον Βόλο το 1982. Στα τρία αυτά χρόνια που έμεινε στον Πειραιά κατέκτησε ισάριθμα Πρωταθλήματα και ένα Κύπελλο, γεγονός που μόνο τυχαίο δεν είναι. Παράλληλα χρίστηκε διεθνής και με την Εθνική Γιουγκοσλαβίας. Μετά τον Ολυμπιακό και σε ηλικία ήδη 33 ετών αγωνίστηκε για μια χρονιά στην ομάδα που ξεκίνησε το ποδόσφαιρο πριν αποχωρήσει από την ενεργό δράση για να ασχοληθεί με την προπονητική και ιδιαίτερα τις μικρές ηλικίες. Οδήγησε την Εθνική Ελπίδων της Κροατίας στην τελική φάση του Παγκοσμίου Πρωταθλήματος Νέων το 1999 και του αντίστοιχου Ευρωπαϊκού το 2004. Αρκετές φορές ήταν υποψήφιος και για την Εθνική Ανδρών της πατρίδας του όμως ο ίδιος ποτέ δεν θέλησε να αναλάβει το συγκεκριμένο πόστο αλλά να συνεχίσει τη δουλειά του με τα νέα παιδιά. Σήμερα είναι ο επικεφαλής του προγράμματος των ακαδημιών των εθνικών ομάδων Νέων και Παίδων στην Κροατία.

Συμμετοχές: 117 (101/11/5)

Γκολ: 3 (3/0/0)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

Λάγιος Ντέταρι

Ο άνθρωπος που έγινε αναπόσπαστο κομμάτι στις προσευχές των οπαδών του Ολυμπιακού για αγωνιστική «ανάσταση»: «Λάγιος ο Θεός, Λάγιος Ισχυρός, Λάγιος Αθάνατος και Ολυμπιακός»!!! Παρά την κατάκτηση του τίτλου το 1987, ο Ολυμπιακός βρίσκεται σε διοικητική, οικονομική και αγωνιστική πτώση. Τις τύχες της ομάδας αναλαμβάνει εν είδη Μεσσία ο Γιώργος Κοσκωτάς και υπόσχεται να φέρει στο λιμάνι τα μεγαλύτερα αστέρια του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Ξεκινά συζητήσεις με Γιούργκεν Κλίνσμαν, Πάολο Φούτρε και Λάγιος Ντέταρι, όμως θετική κατάληξη για τον ένα ή τον άλλο λόγο έχουν μόνο αυτές με τον τελευταίο.

Ο Ούγγρος οργανωτής ήταν τότε ένα από τα 2-3 μεγαλύτερα ονόματα του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου. Αγωνιζόταν στη γερμανική Άιντραχτ Φρανκφούρτης και τη σεζόν πριν μετακομίσει στον Πειραιά είχε αναδειχθεί Κυπελλούχος Γερμανίας και Κορυφαίος Ξένος Ποδοσφαιριστής της χρονιάς στη Μπουντεσλίγκα. Η μεταγραφή του σε σημερινά δεδομένα θα ήταν αντίστοιχη με μια μετακίνηση στον Ολυμπιακό του Λιονέλ Μέσι ή του Κριστιάνο Ρονάλντο! Για να τον ντύσει στα ερυθρόλευκα, ο Κοσκωτάς έβγαλε από τα ταμεία… της Τράπεζας Κρήτης, το εξωπραγματικό ποσό του 1.100.000.000 δραχμών…

Ο Λάγιος Ντέταρι γεννήθηκε στις 24 Απριλίου του 1963 στη Βουδαπέστη και μετά από μια σύντομη παρουσία σε μικρή ομάδα της πόλης, μετακινείται στη Χόνβεντ. Αγωνίστηκε επί σειρά ετών στις ακαδημίες της ομάδας και στα 17 του ντεμπουτάρισε στην πρώτη ομάδα, όπου θα έμενε μέχρι και τα 24 του. Σε 134 συμμετοχές πέτυχε… μόλις 72 γκολ και μάλιστα αγωνιζόμενος ως «δεκάρι» και όχι ως επιθετικός. Το 1984 κάνει το ντεμπούτο του και στην Εθνική Ουγγαρίας και δύο χρόνια μετά αγωνίζεται στο Μουντιάλ του Μεξικού. Στη θητεία του στη Χόνβεντ πανηγύρισε τρία Πρωταθλήματα Ουγγαρίας και ένα Κύπελλο, ενώ επί τρεις σεζόν (1985-87) αναδείχθηκε πρώτος σκόρερ του πρωταθλήματος με 18, 27 και 19 γκολ αντίστοιχα.

Η απόλυτη τρέλα: ο Ντέταρι στον Ολυμπιακό

Πολλές ευρωπαϊκές ομάδες ήδη ερίζουν για την απόκτησή του. Αυτή που τον κερδίζει, έναντι 2.000.000 δολαρίων είναι η Άιντραχτ Φρανκφούρτης, μια μεταγραφή που προκάλεσε πάταγο στη Γερμανία. Εκεί παρέμεινε για μια χρονιά πετυχαίνοντας 11 γκολ σε 33 συμμετοχές, όμως πρόλαβε να κατακτήσει το Κύπελλο Γερμανίας σκοράροντας στον τελικό κόντρα στη Μπόχουμ και να ανακηρυχτεί Κορυφαίος Ξένος του πρωταθλήματος! Εκείνο το καλοκαίρι, προκαλεί το ενδιαφέρον και των ευρωπαϊκών κολοσσών: Μπάγερν Μονάχου, Μπαρτσελόνα, Ρεάλ Μαδρίτης, Γιουβέντους, Ίντερ επιθυμούν να τον αποκτήσουν. Όλοι τους υπολόγιζαν χωρίς τον «ξενοδόχο», Γιώργο Κοσκωτά, ο οποίος διαλύει τον ανταγωνισμό και μετά από έναν πλειστηριασμό χωρίς προηγούμενο, αποσπά το «ναι» των Γερμανών και του Ούγγρου. Βεβαίως, δεν υπάρχουν οι λέξεις για να περιγραφεί το τι προκάλεσε στον ποδοσφαιρικό κόσμο της Ευρώπης η είδηση της μεταγραφής του στον Ολυμπιακό. Όπως αντίστοιχα δεν υπάρχουν λόγια για να αποδώσουν τι συνέβη το καλοκαίρι του 1988 στην Πλατεία Κοραή του Πειραιά από περίπου 50.000 οπαδούς του Ολυμπιακού κατά την παρουσίασή του. Το γεγονός παραμένει μέχρι και σήμερα μετά από δύο και πλέον δεκαετίες, ανεπανάληπτο στα χρονικά του ευρωπαϊκού ποδοσφαίρου.

Ο Ντέταρι αποδεικνύει πολύ γρήγορα στα γήπεδα της χώρας ότι είναι μοναδικός. Τεχνική και κοντρόλ βγαλμένα από άλλο πλανήτη, φαρμακερά σε ακρίβεια και δύναμη σουτ, τόσο με το «καλό» δεξί όσο και με το αριστερό, ντρίπλα που… έσπαγε άλατα και μοναδικές εκτελέσεις σε στημένες μπάλες. Ευστόχησε σε όλα τα πέναλτι που εκτέλεσε, είτε ήταν εντός περιοχής, είτε… εκτός, αφού τα φάουλ γύρω από την περιοχή ήταν ένα και το αυτό για τον Ούγγρο σπεσιαλίστα. Ο μεγάλος Μαγυάρος ήταν ένα «δεκάρι» με τα όλα του!

Ο Γκμοχ στον κόσμο του…

Με το που φτάνει στον Πειραιά για προετοιμασία, ο Ντέταρι ζητά από τον Πολωνό να μην αγωνιστεί στο προγραμματισμένο φιλικό με την Άιντραχτ προκειμένου να αποθεραπευτεί από ένα τραυματισμό που τον ταλαιπωρούσε. Ο Γκμοχ αρνείται, τον βάζει να παίξει κανονικά, το τραύμα παθαίνει υποτροπή και ο Ντέταρι χάνει το μεγαλύτερο μέρος της προετοιμασίας. Οι σχέσεις του με τον προπονητή είναι από την αρχή προβληματικές και θα γίνουν χειρότερες. Ο Πολωνός είχε μάθει να καθοδηγεί απολυταρχικά τους νεαρούς παίκτες της Λάρισας και να μην σηκώνει μύγα στο σπαθί του. Τώρα όμως βρισκόταν στον Ολυμπιακό και έπρεπε να διαχειριστεί τα μεγάλα του αστέρια. Πρώτο και καλύτερο τον Λάγιος Ντέταρι, κάτι που ποτέ δεν κατάφερε.

Τα σχετικά βίντεο της παρουσίας του Ντέταρι στον Ολυμπιακό «μιλούν» μόνα τους όσον αφορά στις μαγικές στιγμές και τα τρομερά γκολ που προσέφερε στον κόσμο της ομάδας. Η κόντρα του με τον Γκμοχ όμως συνεχίζεται και φυσικά ο Ούγγρος δεν κάνει ποτέ πίσω. Τα προβλήματα που προκύπτουν είναι πολλά και συνεχίζονται και μετά το σκάνδαλο Κοσκωτά. Ο Ντέταρι φτάνει στο σημείο να πει στον Σαλιαρέλη πλέον το «ή αυτός ή εγώ». Πίσω του έχει τόσο τους υπόλοιπους παίκτες όσο και τον κόσμο. Ο Σαλιαρέλης δεν έχει επιλογή και διώχνει τον Γκμοχ, με τον Ντέταρι να υπόσχεται ότι θα πάρει μόνος του πρωτάθλημα. Πετυχαίνει το ένα γκολ μετά το άλλο και οδηγεί τη μάχη του τίτλου στο περίφημο ντέρμπι με την ΑΕΚ την Άνοιξη του 1989. Η ιστορία γνωστή: ο Ολυμπιακός και ο Ντέταρι «σφυροκοπούν» την ΑΕΚ για 80 λεπτά όμως η μπάλα δεν μπαίνει μέσα. Σε μια αντεπίθεση στο 83΄ ο Καραγκιοζόπουλος σκοράρει, ΑΕΚ παίρνει τη νίκη και κατακτά τον τίτλο. Έτσι, ο Ντέταρι που δεν θα έμενε για πολύ ακόμα στην Ελλάδα αφού ο Σαλιαρέλης είχε τα δικά του σχέδια, θα μείνει χωρίς τίτλο Πρωταθλητή με τη φανέλα του Ολυμπιακού. Ο Ντέταρι τελειώνει την πρώτη του σεζόν στην Ελλάδα με 27 συμμετοχές και 15 γκολ.

Νέα κόντρα αλλά και πολλά γκολ

Την επόμενη σεζόν, ο Ντέταρι, ως η βεντέτα του Ολυμπιακού, δεν αργήσει να τσακωθεί για αγωνιστικούς λόγους και με το νέο προπονητή της ομάδας, Μίλτο Παπαποστόλου. Ο κόσμος δεν έχει δει με καθόλου καλό μάτι τον νέο προπονητή λόγω του παρελθόντος του με την ΑΕΚ, ενώ τα αποτελέσματα είναι ανάλογα κακά. Ο Ντέταρι ως συνήθως δίνει τις λύσεις μέσα στα γήπεδα. Ο Σαλιαρέλης απομακρύνει με συνοπτικές διαδικασίες τον Παπαποστόλου και προσλαμβάνει την «πρόταση» του Ντέταρι, τον Ούγγρο και πεθερό του Ίμρε Κόμορα! Παρά τις φήμες που ήθελαν πραγματικό προπονητή του Ολυμπιακού τον Ντέταρι, ο οποίος έκανε ότι ήθελε εντός και εκτός γηπέδων, ο Ούγγρος μαέστρος συνεχίζει τις μοναδικές παραστάσεις του στα γήπεδα της χώρας. Ωστόσο, αυτή τη φορά ο Ολυμπιακός δεν πρωταγωνιστεί στο πρωτάθλημα αφού ο Μαγυάρος παλεύει μόνος του. Ωστόσο, στις 17 Μαΐου του 1990 θα καταφέρει να κατακτήσει τον τίτλο που κυνηγούσε έστω και αν δεν ήταν το Πρωτάθλημα. Κόντρα στον ΟΦΗ στον τελικό Κυπέλλου, πετυχαίνει δύο γκολ και οδηγεί τον Ολυμπιακό στην κατάκτηση του τροπαίου με 4-2. Ο κόσμος μπαίνει στο γήπεδο μετά τη λήξη του αγώνα και αφήνει τον Ντέταρι μόνο με το σλιπάκι…

Η ιστορική… έμπνευση του Σαλιαρέλη

Μετά τη λήξη της περιόδου, ο Σαλιαρέλης ανακοινώνει τη συμφωνία του με τον Όλεγκ Μπλαχίν. Ο κόσμος αισιοδοξεί για καλύτερες μέρες, με τον Ουκρανό να καθοδηγεί από τον πάγκο και τον Ούγγρο πρώτο βιολί στο γήπεδο. Ο Σαλιαρέλης όμως ήδη έχει αποδείξει με τις κινήσεις του ότι ο Ολυμπιακός είναι ανύπαρκτος διοικητικά. Τα χρέη συσσωρεύονται, οπότε στο μυαλό του έρχεται μια… μοναδική έμπνευση την οποία πραγματοποιεί με αντίστοιχο τρόπο…

Κατά την επίσημη «πρώτη» της ομάδας και ενώ ο κόσμος περιμένει να δει τον Ντέταρι για να τον αποθεώσει, ο Σαλιαρέλης ανακοινώνει ότι ο παίκτης πουλήθηκε στη Μπολόνια! Ο λόγος κατά τον πρόεδρο της ομάδας; «Ο Ντέταρι ζήτησε ο ίδιος να φύγει, γιατί ο νέος προπονητής είναι Σοβιετικός και οι Σοβιετικοί σκότωσαν τον παππού του στον πόλεμο». Βεβαίως, με το «αστείο» του Σαλιαρέλη δεν γελάει κανείς στον Πειραιά, όμως το γεγονός παρέμενε: ο Ντέταρι, στα 27 του, είχε (ξε)πουληθεί από τον Σαλιαρέλη.

Στη Μπολόνια αγωνίστηκε για δύο περιόδους (1991, 1992) και σε 42 συμμετοχές πέτυχε 14 γκολ. Ακολούθως αγωνίστηκε στην Ανκόνα και μετά στην πατρίδα του και τη Φερεντσβάρος, στην οποία όμως λόγω τραυματισμών αλλά και του παρελθόντος του με τη Χόνβεντ δεν μπόρεσε ποτέ να προσαρμοστεί. Το 1994 επέστρεψε στο Καμπιονάτο για τα χρώματα της Τζένοα και μετά μετακόμισε στην Ελβετία και την Ξαμάξ. Εκεί έμεινε ενάμιση χρόνο προτού συνεχίσει στα γήπεδα της Αυστρίας και την Σεντ Πόλτεν μέχρι το 1998. Τότε επαναπατρίζεται και παίζει αρχικά στην BVSC Βουδαπέστης προτού κλείσει την καριέρα του σε ηλικία 37 ετών με τη φανέλα της Ντουνακέζι.

Συμμετοχές: 81 (61/14/6)

Γκολ: 46 (35/9/2)

Τίτλοι: 1 Κύπελλο Ελλάδος

Όλεγκ Προτάσοφ

Δύο χρόνια μετά την πώληση του Λάγιος Ντέταρι από τον Σαλιαρέλη, στον Ολυμπιακό που ήδη έχει στον πάγκο του τον σπουδαίο Ουκρανό πρώην ποδοσφαιριστή, Όλεγκ Μπλαχίν, έρχονται «πακέτο» οι Προτάσοφ, Λιτόφτσενκο και Σάβιτσεφ, τρία βασικά στελέχη της Σοβιετικής Ένωσης που έπαιξε στον τελικό του Ευρωπαϊκού Πρωταθλήματος του 1988. Ειδικά, η μεταγραφή του πρώτου, Όλεγκ Προτάσοφ, αντιμετωπίστηκε από την ποδοσφαιρική Ευρώπη της εποχής ως αντίστοιχου βεληνεκούς με αυτή του Ντέταρι. Και όντως ήταν! Ο Προτάσοφ ήταν ήδη εκ των κορυφαίων επιθετικών στον κόσμο και αναφερόταν συνήθως δεύτερος πίσω μονάχα από τον σπουδαίο Μάρκο Φαν Μπάστεν. Όπως όμως και ο «προκάτοχός» του, Ντέταρι, ούτε αυτός κατάφερε να πανηγυρίσει Πρωτάθλημα στον Πειραιά, αρκούμενος σε μια κατάκτηση Κυπέλλου…

Το «Μινγκ» όπως ήταν το παρατσούκλι του, γεννήθηκε στο Ντνιπροπετρόφσκ της Ουκρανίας στις 4 Φεβρουαρίου του 1964. Με τη μεγάλη Ντινάμο Κιέβου κατέκτησε δύο Πρωταθλήματα Σοβιετικής Ένωσης (1983, 1990) ενώ το 1987 αναδείχθηκε Παίκτης της Χρονιάς. Συνολικά στο σοβιετικό πρωτάθλημα σκόραρε 125 φορές, επίδοση που τον κατατάσσει στην 8η θέση της σχετικής λίστας όλων των εποχών. Με την Εθνική, πήρε μέρος στα Παγκόσμια Κύπελλα του 1986 και του 1990, στο Ευρωπαϊκό του 1988 και αποτελεί μέχρι σήμερα τον δεύτερο σκόρερ στην ιστορία της ομάδας με 29 γκολ σε 67 συμμετοχές πίσω από τον προπονητή του στον Ολυμπιακό, Όλεγκ Μπαχίν, ο οποίος έχει 42. Μετά την κατάρρευση της Σοβιετικής Ένωσης ο Προτάσοφ έχει την ευκαιρία να παίξει στο εξωτερικό. Αποδέχεται την πρόταση του Σαλιαρέλη και ντύνεται στα ερυθρόλευκα μαζί με τους άλλους δύο συμπατριώτες του, Λιτόφτσενκο και Σάβιτσεφ. Το ταλέντο του δεν αργεί φυσικά να φανεί. Μοναδικά τελειώματα, τρομερή ταχύτητα και οξυδέρκεια ήταν τα στοιχεία ενός ακόμα τρομερού σέντερ φορ στην ιστορία του Ολυμπιακού.

Σε 108 συμμετοχές με την ερυθρόλευκη πέτυχε 56 γκολ και ήταν πρώτος σκόρερ της ομάδας το 1992 και το 1993 όμως κατέκτησε μονάχα το Κύπελλο του 1992. Το 1994 μετακόμισε στη μακρινή Ιαπωνία για λογαριασμό της Γκάμπα Οσάκα όμως το 1996 επέστρεψε στην πατρίδα μας για να αγωνιστεί κατά σειρά σε Βέροια, Προοδευτική και Πανελευσινιακό πριν ολοκληρώσει την ποδοσφαιρική καριέρα του το 1999.

Γρήγορα ξεκίνησε τη νέα καριέρα του στους πάγκους και μάλιστα από τον Ολυμπιακό. Το 2003 κατέκτησε ως προπονητής το Πρωτάθλημα που είχε στερηθεί ως παίκτης με τα ερυθρόλευκα. Ανέλαβε τον σύλλογο στις 9 Φεβρουαρίου του 2003 διαδεχόμενος τον Σρέτσκο Κάτανετς και οδήγησε τον Ολυμπιακό στον τίτλο. Όμως, η σύντομη καριέρα του στον πάγκο του Ολυμπιακού σημαδεύτηκε ανεξίτηλα από τη χειρότερη ήττα του συλλόγου στην ευρωπαϊκή ιστορία του, όταν στις 11 Δεκεμβρίου του 2003 γνώρισε τη συντριβή 7-0 από τη Γιουβέντους στο Τορίνο. Μοιραία, η θητεία του δεν διήρκεσε για πολύ ακόμη, καθώς στις 17 Μαρτίου του 2004, μετά από παρουσία 13 μηνών, απολύθηκε από τον Σωκράτη Κόκκαλη. Έκτοτε εργάστηκε διαδοχικά στις ΑΕ Λεμεσού (Κύπρος), Στεάουα Βουκουρεστίου (Ρουμανία), Ντνίπρο Ντνιπροπετρόφσκ (Ουκρανία), Κούμπαν Κράσνονταρ (Ρωσία), στον Ηρακλή, με τελευταία ομάδα του την ρωσική Ροστόφ, η οποία έχει αρκετά καλή πορεία υπό τις οδηγίες του.

Συμμετοχές: 108 (84/19/5)

Γκολ: 56 (47/8/1)

Τίτλοι: 1 Κύπελλο Ελλάδος

Γκενάντι Λιτόφτσενκο

Ξεκίνησε την καριέρα του από τη Ντνιπροπετρόφσκ το 1981, μετακινήθηκε στη Ντινάμο Κιέβου το 1988 και παράλληλα ήταν διεθνής στη μεγάλη Σοβιετική Ένωση της δεκαετίας του ’80. Στο πλευρό του Όλεγκ Προτάσοφ, έπαιξε στα Μουντιάλ του Μεξικό (1986) και της Ιταλίας (1990) όπως και στο Ευρωπαϊκό της Γερμανίας (1988). Όπως και οι άλλοι δύο Σοβιετικοί, Προτάσοφ και Σάβιτσεφ, έτσι και αυτός άρπαξε το 1990 την ευκαιρία να φύγει από την πατρίδα του μετά την κατάρρευση της ΕΣΣΔ και αποδέχθηκε την πρόταση του Ολυμπιακού. Ο γεννηθείς την 11η Σεπτεμβρίου του 1963 Γκενάντι Βλαντιμίροβιτς Λιτόφτσενκο υπήρξε ένας πολυσύνθετος και πολυτάλαντος ποδοσφαιριστής. Αγωνιζόμενος στη μεσαία γραμμή, μπορούσε να αποδώσει με την ίδια αξιοπιστία σε αρκετές θέσεις, αφού αμυνόταν και επιθετόταν εξίσου αποτελεσματικά. Διέθετε εξαιρετικές εκτελέσεις στα στημένα, εξαιρετική τεχνική κατάρτιση και έπαιζε πάντα για την ομάδα. Κατέκτησε με τον Ολυμπιακό το Κύπελλο του 1992 ανοίγοντας το σκορ στο 2-0 επί του ΠΑΟΚ.

Το 1992 όμως, επί Λιούπκο Πέτροβιτς, έχασε τη θέση του στην ενδεκάδα και το 1993 ολοκλήρωσε την καριέρα του στον Πειραιά με γκολ επί του ΠΑΟ στην εκτός έδρας νίκη με 3-2. Ακολούθως αγωνίστηκε στην ουκρανική Μπορισφέν, στην αυστριακή Αντμίρα Βάκερ, στην ΑΕ Λεμεσού και έκλεισε την καριέρα του στην Τσερνομόρετς της Οδησσού το 1996. Την σπουδαία καριέρα του «στολίζει» ο τίτλος του Κορυφαίου Παίκτη της Σοβιετικής Ένωσης το 1984 όπως επίσης τα Πρωταθλήματα του 1983 και το νταμπλ του 1990. Με την Εθνική της ΕΣΣΔ αγωνίστηκε 57 φορές και πέτυχε 14 γκολ. Αργότερα, ως προπονητής εργάστηκε σε αρκετές ομάδες της πατρίδας του ενώ σήμερα έχει υπό την εποπτεία του τις ακαδημίες ποδοσφαίρου της Ντινάμο Κιέβου.

Συμμετοχές: 104 (81/18/5)

Γκολ: 15 (9/5/1)

Τίτλοι: 1 Κύπελλο Ελλάδος

Μίλος Σέστιτς

Η κλασική… μπαλαδόφατσα! Ο μικρόσωμος (με ύψος 1,68) Γιουγκοσλάβος αγωνίστηκε μονάχα για δύο χρόνια (σε τρεις διοργανώσεις πρωταθλήματος) στον Ολυμπιακό, όμως πρόλαβε να αγαπηθεί από όλους και να πραγματοποιήσει εξαιρετικές εμφανίσεις με την ερυθρόλευκη. Γεννήθηκε στις 8 Αυγούστου 1956 στο Μιλοσάβτσι της Βοσνίας και ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από τις μικρές ομάδες του Ερυθρού Αστέρα. Το 1973 προωθήθηκε στην πρώτη ομάδα και από το 1976, μόλις στα 20 του χρόνια, έγινε βασικό και αναντικατάστατο στέλεχος της εντεκάδας των ερυθρόλευκων του Βελιγραδίου. Τρία χρόνια ήρθε και η κλήση του στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας, σε μια εποχή που για να αγωνιστεί ο οποιοσδήποτε σε αυτή έπρεπε να διαθέτει τεράστιο ταλέντο. Στην τριετία 1979-82 φόρεσε δέκα φορές τη φανέλα της ενωμένης Γιουγκοσλαβίας δύο εκ των οποίων στο Μουντιάλ της Ισπανίας το 1982. Λόγω ενός σοβαρού τραυματισμού έχασε σχεδόν όλο το 1983 όμως επανήλθε δριμύτερος την επόμενη χρονιά, τόσο στον Αστέρα όσο και στην Εθνική, όπου πλέον προπονητής ήταν ο πρώην τεχνικός του Ολυμπιακού την τριετία 1977-80, Τόζα Βεσελίνοβιτς. Μάλιστα συμμετείχε ως βασικός και στα τρία ματς του ομίλου στο Ευρωπαϊκό Πρωτάθλημα του 1984 σε μια γιουγκοσλαβική ομάδα που διέθετε ποδοσφαιριστές όπως ο Στοΐκοβιτς, ο Ζάετς και ο Κάτανετς. Η ομάδα έκανε τρεις ήττες και αποκλείστηκε όμως ο Σέστιτς ήταν από τους λίγους διασωθέντες, πετυχαίνοντας και το ένα από τα δύο συνολικά γκολ των Γιουγκοσλάβων.

Την επόμενη χρονιά, συνεχίζει να πραγματοποιεί εξαιρετικές εμφανίσεις και όταν ο Σταύρος Νταϊφάς αναζήτησε την «απάντηση» στον Γιώργο Βαρδινογιάννη που είχε πάρει στον Παναθηναϊκό τον Ζάετς, φάνηκε ως ο ιδανικός υποψήφιος. Ο Νταϊφάς συμφωνεί με τον Ερυθρό Αστέρα και τον Δεκέμβριο του 1984 ο Σέστιτς γίνεται κάτοικος Πειραιά. Η άψογη τεχνική του κατάρτιση, η εξαιρετική ντρίπλα και το «θανατηφόρο» αριστερό πόδι του αμέσως τον καθιέρωσαν στο δεξί άκρο της μεσαίας γραμμής της του Ολυμπιακού και στις συνειδήσεις των οπαδών του. Με τη φανέλα του Ολυμπιακού πέτυχε ορισμένα εξαιρετικά σε έμπνευση και εκτέλεση γκολ και συμμετείχε στην κατάκτηση του τίτλου της περιόδου 1986-87. Ωστόσο, δεν τελείωσε τη σεζόν για να το πανηγυρίσει αφού… έμπλεξε με τον Αλκέτα Παναγούλια ο οποίος ήθελε να τον αποδεσμεύσει, όπως και έγινε, για να φέρει στη θέση του τον Καναδοσλοβάκο, 21 ετών επιθετικό, Ιγκόρ Βράμπλιτς. Αυτός, σε αντίθεση με τον 21 φορές διεθνή στην Εθνική Γιουγκοσλαβίας, Σέστιτς, κατά τον Παναγούλια είχε τα προσόντα να πρωταγωνιστήσει. Τελικά πρωταγωνίστησε σε... δεκάδες ανέκδοτα, όμως πρόλαβε να πετύχει ένα… τίμιο γκολ στις επτά εμφανίσεις του με τον Ολυμπιακό πριν φύγει κακήν κακώς.

Ο Σέστιτς από την πλευρά του, συνέχισε την καριέρα του στη σερβική Βοϊβοντίνα στην οποία αγωνίστηκε βασικός μέχρι το 1990. Μετά από ένα σύντομο πέρασμα από τη Ζέμουν, έκλεισε την καριέρα του στην ΟΦΚ Μπέογκραντ. Στη Γιουγκοσλαβία πανηγύρισε τρία Πρωταθλήματα (1977, 1980, 1981) και ένα Κύπελλο (1982). Με τον Ολυμπιακό, κατέκτησε το πρωτάθλημα του 1987, παρόλο που έφυγε από την ομάδα στη μέση της σεζόν.

Συμμετοχές: 65 (49/14/2)

Γκολ: 13 (11/2/0)

Τίτλοι: 1 Πρωτάθλημα Ελλάδος

Χουάν Φούνες

Ο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες γεννήθηκε στις 8 Μαρτίου του 1963 στο Σαν Λουΐς της Αργεντινής. Ξεκίνησε το ποδόσφαιρο από την τοπική Ουρακάν και μόλις ένα χρόνο μετά μεταγράφηκε στη Σαρμιέντο ντε Ζουνίν. Μετά από δύο σύντομα περάσματα από τις Νιούμπερι και Χιμνάσια, το 1984 κάνει το μεγάλο βήμα στην καριέρα του και μετακινείται στους Μιλιονάριος της Κολομβίας. Οι εμφανίσεις του σε αυτή τον καθιστούν γρήγορα ένα από το πιο «καυτά» ονόματα της Λατινικής Αμερικής. Κατά την πρώτη σεζόν στην Κολομβία, η ομάδα του τερματίζει στη δεύτερη θέση, ενώ την επόμενη ο «βούβαλος», παρατσούκλι που απέκτησε λόγω της σωματοδομής του, κάνει θραύση πετυχαίνοντας 33 γκολ σε όλες τις διοργανώσεις. Το 1986 η Ρίβερ Πλέιτ πληρώνει αδρά για να τον αποκτήσει και ο Φούνες κάνει απόσβεση στα χρήματά της και με τον παραπάνω, καθώς την οδηγεί στην κατάκτηση του Κόπα Λιμπερταδόρες.

Την ίδια εποχή ο Γιώργος Κοσκωτάς προσπαθεί να βρει «λαβράκια» στη Λατινική Αμερική, στέλνοντας τους «δικούς του» να τα ανακαλύψουν, όμως το μόνο που αυτοί βρίσκουν είναι περιπτώσεις… Ντιέγκο Αγκίρε. Σε αυτή όμως την περίπτωση, η ιστορία αλλάζει, αφού οι άνθρωποι του Κοσκωτά έχουν όντως ανακαλύψει θησαυρό. Βεβαίως, ο 25χρονος Φούνες ήταν ήδη αναγνωρισμένος παίκτης και γι’ αυτό χρειάστηκε μια μικρή περιουσία για να αποκτηθεί. Βεβαίως, η Τράπεζα Κρήτης είχε… απόθεμα, οπότε ο Ολυμπιακός δεν συνάντησε το παραμικρό πρόβλημα στο να τον αποκτήσει. Δυστυχώς όμως, ένας ακόμη εξαιρετικός ποδοσφαιριστής δεν θα στέριωνε στο λιμάνι. Σε 33 αγώνες την περίοδο 1988-89 πέτυχε 14 γκολ όμως και αυτός εκτός από τους αντιπάλους, είχε να… αντιμετωπίσει και τον προπονητή του Γιάτσεκ Γκμοχ, ο οποίος φυσικά ουδέποτε κατάλαβε ότι ο Ολυμπιακός δεν ήταν Λάρισα. Μετά και το σκάνδαλο Κοσκωτά, ο Φούνες αποφασίζει να φύγει από τον Ολυμπιακό. Παρά τις προσπάθειες του Κοσκωτά να «μπλοκάρει» την μετακίνησή του στη γαλλική Νανσί, τελικά ο Αργεντινός κατάφερε να αγωνιστεί σε αυτή έστω και για ένα εξάμηνο.

Το επόμενο καλοκαίρι όμως, διαπραγματευόμενος μεταγραφή στη Νις, έρχεται το σοκ: αυτό το «τέρας» φυσικής δύναμης αντιμετωπίζει σοβαρότατο πρόβλημα στην καρδιά. Οι Γάλλοι γιατροί του διαμηνύουν ότι αν δεν σταματήσει το ποδόσφαιρο η ζωή του κινδυνεύει άμεσα. Τελικά, αποφασίζει να επιστρέψει στην πατρίδα του. Παρά την ξεκάθαρη γνώμη των γιατρών, ο Φούνες προσπαθεί να βρει ομάδα στην Αργεντινή για να συνεχίσει το ποδόσφαιρο. Η Μπόκα Τζούνιορς μετά τις εξετάσεις αρνείται να του προσφέρει συμβόλαιο, δεν έκανε όμως το ίδιο και η Βελέζ Σάρσφιλντ. Μετά το πρόβλημα που διαγνώστηκε όμως δεν ήταν ποτέ ο ίδιος. Αποφασίζει να σταματήσει το ποδόσφαιρο το 1990 αντιλαμβανόμενος ότι εάν συνεχίσει θα χάσει τη ζωή του. Δυστυχώς, η απόφασή του να μην ξαναπαίξει μπάλα δεν θα τον σώσει.

Ο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες πέθανε σε ηλικία 29 μόλις ετών, στις 12 Ιανουαρίου του 1992 από ανακοπή καρδιάς. Εις μνήμην του, το στάδιο της γενέτειράς του, Σαν Λουΐς, μετονομάστηκε από «Στάδιο Σαν Λουΐς» σε Στάδιο Χουάν Χιλμπέρτο Φούνες».

Συμμετοχές: 33 (23/10/0)

Γκολ: 14 (7/7/0)

Νίκος Σαργκάνης

Γεννήθηκε το 1954 στη Ραφήνα και ξεκίνησε την καριέρα του στον Ηλυσιακό, όχι ως τερματοφύλακας αλλά ως δεξί μπακ. Όταν σε κάποιον αγώνα ο βασικός τερματοφύλακας τραυματίστηκε και η ομάδα του δεν είχε άλλες αλλαγές, ο Σαργκάνης πήρε θέση κάτω από τα δοκάρια και έμεινε εκεί με απόλυτη επιτυχία σε όλη την καριέρα του. Το 1978 παίρνει μεταγραφή για την Καστοριά και πρωταγωνιστεί σε μια από τις μεγαλύτερες εκπλήξεις στην ιστορία του ελληνικού ποδοσφαίρου, την κατάκτηση του Κυπέλλου του 1980, η πρώτη από ομάδα της επαρχίας! Ο Σταύρος Νταϊφάς που «σαρώνει» την αγορά, τον αποκτά χωρίς δεύτερη σκέψη και ο ίδιος δηλώνει πανευτυχής που θα αγωνιστεί «στην ομάδα που υποστήριζε από παιδάκι». Την ίδια εποχή καλείται λογικά και στην Εθνική ομάδα. Σε μια μυθική εμφάνιση με τη γαλανόλευκη για τα προκριματικά του Μουντιάλ του 1982 κόντρα στη Δανία στην Κοπεγχάγη, «κατεβάζει τα ρολά», η Εθνική νικά 1-0 και τα «αεροπλανικά» του δίνουν την έμπνευση στους Δανούς δημοσιογράφους να τον χαρακτηρίσουν «Φάντομ». Το παρατσούκλι αυτό τον ακολούθησε μέχρι το τέλος της καριέρας του.

Επρόκειτο για έναν τερματοφύλακα-κέρβερο. Έξυπνος, δυνατός, με καίριες τοποθετήσεις και απίστευτα αντανακλαστικά, αλλά και σπεσιαλίστας στα πέναλτι είτε κάτω από τα δοκάρια είτε ως εκτελεστής, θα μπορούσε κάλλιστα να αγωνιστεί με απόλυτη επιτυχία σε οποιοδήποτε προηγμένο ευρωπαϊκό πρωτάθλημα της εποχής. Στον Ολυμπιακό αγωνίστηκε για πέντε χρόνια, ως το 1985 και ήταν βασικός παράγοντας στην κατάκτηση των τριών από τα τέσσερα σερί Πρωταθλήματα και του ενός Κυπέλλου. Παρόλο που είχε όλα τα φόντα να ξεπεράσει στις συνειδήσεις των Ολυμπιακών τους προγενέστερους σπουδαίους τερματοφύλακες όπως ο Κελεσίδης και ο Θεοδωρίδης, η απόφαση που πήρε το καλοκαίρι του 1985 τα κατέστρεψε όλα…

Στις 11 Ιουνίου 1985 ο Σαργκάνης (μαζί με τον Βαμβακούλα) κάνει χρήση της πενταετίας του και υπογράφει στον Παναθηναϊκό. Ο πέμπτος ποδοσφαιριστής που έκανε κάτι αντίστοιχο και τέταρτος επί Βαρδινογιάννη. Όπως δήλωσε πολλά χρόνια αργότερα, έφυγε επειδή η «εξευτελιστική» όπως την χαρακτήρισε, προσφορά του Νταϊφά ήταν σαν να του έλεγε πως δεν είχε πια θέση στον Ολυμπιακό. Ο Νταϊφάς σίγουρα δεν του πρόσφερε αντίστοιχα υψηλό συμβόλαιο με τον Παναθηναϊκό, όμως η αλήθεια σίγουρα βρίσκεται κάπου στη μέση: οι φήμες ήθελαν τον Σαργκάνη να ζητά ένα εξωπραγματικό ποσό για να μείνει στον Ολυμπιακό, σε σημείο που γνώριζε ότι ο Νταϊφάς δεν μπορούσε να το καλύψει, προκειμένου έτσι να φύγει και να φανεί ότι υπαίτιος ήταν ο πρόεδρος των ερυθρόλευκων.

Στις 8 Μαΐου του 1988 ο Παναθηναϊκός νικά στον τελικό Κυπέλλου τον Ολυμπιακό στη διαδικασία των πέναλτι. Ο Σαργκάνης αποκρούει δύο σουτ από τους Φούνες και Χαντζίδη, ο ίδιος σκοράρει στην δική του εκτέλεση και χαρίζει τον τίτλο στου πράσινους. Λίγο αργότερα τρέχει στον Γιώργο Βαρδινογιάννη, τον ασπάζεται και ξεστομίζει τη φράση «πρόεδρε τους τα ‘χωσα στον κ…», εννοώντας ότι ο Κοσκωτάς που είχε αναλάβει πλέον τον Ολυμπιακό, είχε επιχειρήσει να τον δωροδοκήσει. Σε μεταγενέστερη συνέντευξή του, υποστήριξε ότι ο πρόεδρος του Ολυμπιακού του πρόσφερε 170.000.000 δραχμές για να έχει μειωμένη απόδοση κάτι που αρνήθηκε. Ωστόσο, λίγο πριν τη δημοσίευση της συνέντευξης, επιχείρησε να την «μπλοκάρει» κάτι που δεν όμως δεν πέτυχε. Κάπου εκεί, ανάμεσα στις κλήσεις του από τον Αθλητικό Δικαστή, είναι που δρομολογήθηκε το τέλος του και από τον Παναθηναϊκό. Μετέπειτα αγωνίστηκε στον Αθηναϊκό δύο χρονιές και έκλεισε την καριέρα του στον ΠΑΟΚ το 1993. Με την Εθνική Ελλάδος αγωνίστηκε 58 φορές.

Συμμετοχές: 182 (144/23/15)

Γκολ: 5 (4/1/0)

Τίτλοι: 3 Πρωταθλήματα Ελλάδος, 1 Κύπελλο Ελλάδος

*** Τα στατιστικά αφορούν μόνο επίσημα παιχνίδια σε τελικές φάσεις στο Πρωτάθλημα Ελλάδος, Κύπελλο Ελλάδος και ευρωπαϊκές διοργανώσεις. Στην παρένθεση: (Πρωτάθλημα / Κύπελλο / Ευρώπη).

90 χρόνια Θρύλοι: «Μινγκ», «Φάντομ» και... Λάγιος ο Θεός