MENU

Όταν ολοκληρώσει την πρώτη του εμπειρία ως προπονητής στο Champions League, ο Πέδρο Μαρτίνς θα μπορούσε, αν και φαντάζομαι πως δεν θα θέλει κάτι τέτοιο, να γράψει ένα βιβλίο για το πώς να χάνεις παιχνίδια με πολλούς και διαφορετικούς τρόπους.

Στην φετινή παρουσία του Ολυμπιακού στην κορυφαία διασυλλογική διοργάνωση, έχει γνωρίσει τέσσερις «διαφορετικές» ήττες στα πέντε παιχνίδια που έχει δώσει μέχρι τώρα.

Στο Βελιγράδι γνώρισε την λεγόμενη «τσάμπα ήττα». Χωρίς να κάνει τρομερή εμφάνιση, με πολλές αλλαγές σε σχέση με την βασική ενδεκάδα, ήλεγχε το ματς και το σκορ για πάνω από μια ώρα παιχνιδιού, αλλά όταν έμεινε με δέκα λόγω αποβολής του Γιασίν Μπενζιά, κατέρρευσε εντελώς (3-1).

Στη συνέχεια, στα δύο παιχνίδια με την Μπάγερν Μονάχου, γεύτηκε αρχικά την «τιμητική ήττα» στον Πειραιά, αφού προηγήθηκε στο σκορ, βρέθηκε να χάνει με 3-1 από μια πολύ ανώτερη ομάδα, μείωσε και πίστεψε (μάταια) ότι θα μπορούσε να ισοφαρίσει στο τέλος.

Στο Μόναχο είδαμε την «ήττα με κάτω τα χέρια». Ο Ολυμπιακός δεν βγήκε από το καβούκι του, πέρασε ελάχιστες φορές την σέντρα και ταμπουρώθηκε στην άμυνά του, προκειμένου να περιορίσει την έκταση της τελικής ζημιάς (2-0).

Και στο Λονδίνο, οι Ερυθρόλευκοι μας παρουσίασαν την «ήττα δώρο». Γιατί το γκολ που έβαλε ξανά την Τότεναμ στο παιχνίδι ήταν δώρο του Γιασίν Μεριά, το παιδικό λάθος του οποίου αδίκησε το καλύτερο φετινό ημίχρονο του Ολυμπιακού, σε Ελλάδα και Ευρώπη.

Η ομάδα του Πέδρο Μαρτίνς δεν έπαιξε φοβικά, εκμεταλλεύτηκε τα δεδομένα αμυντικά προβλήματα της ομάδας του Ζοσέ Μουρίνιο, την υποχρέωσε από πολύ νωρίς να κυνηγάει να ανατρέψει δύο γκολ και έδειχνε ικανή ακόμα και να διεκδικήσει δεύτερη νίκη στο Νησί, μετά από εκείνο το απίθανο 3-2 επί της Άρσεναλ, με τον Μάρκο Σίλβα στον πάγκο.

Κάτι, όμως, η… αύρα του Μουρίνιο, κάτι το κακό ξεκίνημα στο δεύτερο μέρος και κάτι ο «εδράκιας» Βούλγαρος διαιτητής Γκεόργκι Καμπάκοφ (λίγος για τέτοιο ματς) και η ευστροφία του ball boy που έδωσε γρήγορα την μπάλα για την επαναφορά σε πλάγιο, έφεραν τα πάνω – κάτω και άφησαν τον Ολυμπιακό στο φινάλε να αναρωτιέται «τι θα μπορούσε να είχε συμβεί αν».

Με τα «αν», όμως, δεν γίνονται πραγματικότητες. Αν ο Ολυμπιακός δεν είχε βάλει τα χέρια του να βγάλει τα μάτια του στο Βελιγράδι, τώρα πιθανόν να είχε ήδη εξασφαλίσει την τρίτη θέση και τη συνέχεια του στο Europa League, την οποία πάντως θεωρώ ότι θα πάρει εντέλει.

Ο Ερυθρός Αστέρας επιβεβαίωσε και με την εντός έδρας εξάρα από την Μπάγερν (είχαν προηγηθεί πεντάρα και τεσσάρα από την Τότεναμ) ότι φέτος δεν έχει καμία σχέση με την περυσινή ομάδα που είχε καταφέρει ακόμα και να νικήσει την μετέπειτα πρωταθλήτρια Ευρώπης Λίβερπουλ.

Ο Ολυμπιακός αποχαιρέτα άδοξα το Champions League, έχοντας παλέψει στα τέσσερα από τα πέντε παιχνίδια, αλλά πληρώνοντας τις αδυναμίες στην άμυνα και τα νεκρά διαστήματα που του στοίχισαν πολλά γκολ και ήττες. 

Στο τελευταίο παιχνίδι, κόντρα σε μια δεδομένα κατώτερη ομάδα, οφείλει να δείξει το καλό εντός έδρας πρόσωπό του, να μην μοιράσει εκ νέου δώρα όπως έκανε κατά κόρον στην μέχρι τώρα ευρωπαϊκή του πορεία και να συνεχίσει στο Europa League, το μίνιμουμ που έπρεπε να πάρει από έναν όμιλο με δύο «θηρία» να κυριαρχούν με άνεση.

Η εμμονή για το πρωτάθλημα, βεβαίως, λειτουργεί πάντα αρνητικά για μια ομάδα που δεν έπεισε πως διαθέτει δύο ενδεκάδες όπως πολλοί διαφήμιζαν, που δεν μπόρεσε σε καμία περίπτωση να καλύψει το (τεράστιο, είναι η αλήθεια) κενό του Κώστα Φορτούνη και που φλερτάρει επικίνδυνα με το να «κάψει» έναν ακόμα καλό προπονητή, ο οποίος στο Λονδίνο πήρε καλό βαθμό, παρά τη νέα ήττα και τα 14 γκολ παθητικό στην διοργάνωση.

Χίλιοι και ένας τρόποι για να χάσεις ένα παιχνίδι