MENU

Το απολαυστικό και άκρως συναρπαστικό ντέρμπι του Παναθηναϊκού με την ΑΕΚ κατέδειξε ως αφεντικό το τριφύλλι και το ξαναέβαλε στο κόλπο της διεκδίκησης του πρωταθλήματος, για έναν βασικό και κύριο λόγο. 

Οι ποδοσφαιριστές του έδειξαν εντυπωσιακή αυταπάρνηση και νοοτροπία νικητή καθ’ όλη τη διάρκεια του αγώνα. Από τον πρώτο μέχρι τον τελευταίο. Σε αυτά τα ματς δεν μετράνε οι τακτικές. Αυτά τα ματς δεν παίζονται. Κερδίζονται. 

Απαντες οι πράσινοι εμφανίστηκαν με το μαχαίρι στα δόντια, δεν λύγισαν από τις κακοτοπίες και τις ατυχείς συγκυρίες (όπως και με τον ΠΑΟΚ, πάλι γκολ στην πρώτη φάση του αντιπάλου από ερασιτεχνικό ατομικό λάθος) που προέκυψαν στο ματς και έβγαλαν αντίδραση μεγάλης ομάδας παίζοντας με την πλάτη στον τοίχο. 

Μα πρώτα και πάνω απ’ όλα αποδείχθηκε στην πράξη ότι είχαν τους κατάλληλους ηγέτες στο χορτάρι. 

Τις ηγετικές προσωπικότητες ορθότερα, με κυρίαρχη ασφαλώς μορφή τον σεληνιασμένο Φώτη Ιωαννίδη και άξιο συμπαραστάτη του τον Τάσο Μπακασέτα. 

Η συνύπαρξη δύο εκ των κορυφαίων Ελλήνων ποδοσφαιριστών ήταν κάτι που περιμέναμε «πώς και πώς» από την ημέρα ανακοίνωσης της μεταγραφικής βόμβας του «Μπάκα» και επιτέλους την απολαύσαμε στο έπακρο σε μία ονειρική Παναθηναϊκή βραδιά, όπου το τριφύλλι έμεινε ζωντανό στη μάχη του τίτλου και μεταξύ άλλων έσπασε το αήττητο σερί των 17 αγώνων της ΑΕΚ δίχως ήττα σε ντέρμπι. 

Δίπλα τους, ήταν ο ογκόλιθος Ακαϊντίν που έγινε ο πρώτος στόπερ του ελληνικού πρωταθλήματος που περιόρισε σε τέτοιο βαθμό το υπερόπλο Λιβάι Γκαρσία κι ο πασπαρτού πολυτελείας Αράο που αποδεικνύεται σε μεταγραφάρα.  

Ουδείς ασφαλώς υστέρησε από τον Παναθηναϊκό και κάθε λεπτομέρεια έπαιξε ξεχωριστό ρόλο στην κατάκτηση της νίκης, ακόμη και η μονομαχία του Μαντσίνι με τον Ρότα, στο τελευταίο δευτερόλεπτο των καθυστερήσεων, λογίζεται ως καθοριστική. 

Ο Αλμέιδα έριξε το βάρος στην αναχαίτιση του φορμαρισμένου Μπερνάρ, τοποθέτησε τον Ρότα «σκιά» του Βραζιλιάνου όπου κι αν πήγαινε στο γήπεδο. Και, πράγματι, περιόρισε σε ένα βαθμό την επιρροή του Μπερνάρ στο ματς, πλην όμως έκανε μία τρύπα στο νερό με την αναχαίτιση των Ιωαννίδη και Μπακασέτα που οργίασαν. 

Αντιθέτως, τα δικά του βαριά χαρτιά είχαν περιοριστεί, με τον Ακαϊντίν άσο στο μανίκι του Τερίμ, στην πιο δύσκολη αποστολή όλων, της αντιμετώπισης του Λιβάι Γκαρσία. Από ένα σημείο και μετά, μόνο ο εντυπωσιακός, κυρίως από πλευράς δύναμης, Αμραμπατ, που δεν έπεφτε με τίποτα, συνιστούσε απειλή. 

Η ΑΕΚ είναι μία ομάδα με εξαιρετική φυσική κατάσταση και αρκετούς παίκτες με φυσικά/σωματικά προσόντα, που χάνει πολύ δύσκολα και φέρει τη μαχητικότητα και το πάθος του Αργεντινού προπονητή της, ενώ διαθέτει το πιο γεμάτο ρόστερ στο πρωτάθλημα. 

Οταν γίνονται πέντε αλλαγές στο δεύτερο ημίχρονο και μπαίνουν στο γήπεδο οι Πινέδα, Αραούχο, Γκατσίνοβιτς, Πόνσε και Αμραμπατ, χωρίς να έχει αγωνιστεί ούτε λεπτό ο Λιούμπιτσιτς, καταδεικνύεται εύλογα του λόγου το αληθές. 

Ο Παναθηναϊκός είναι πιο κοντά από κάθε άλλον ανταγωνιστή της (αποκλειστικά στο βάθος του ρόστερ που συζητάμε κι όχι από αμιγώς ποδοσφαιρικής άποψης) και ειδικά σε σχέση με την αντίστοιχη περυσινή περίοδο το τριφύλλι διαθέτει πολύ περισσότερες λύσεις και βάθος πάγκου. Εχει κάνει, δηλαδή, βήματα προόδου.

Εχει όμως ακόμα δρόμο και θα χρειαστεί 3-4… Μαξίμοβιτς ακόμα το καλοκαίρι για να πάρει το πάνω χέρι στη συγκεκριμένη παράμετρο που δεν σχετίζεται με ένα ματς, αλλά με τον μαραθώνιο του πρωταθλήματος. 
 
Επιστρέφοντας στα του ντέρμπι, αν και ο Μπακασέτας πέτυχε το υπερπολύτιμο γκολ της ισοφάρισης με πανέξυπνο χτύπημα της μπάλας εκτός περιοχής, αφού προηγουμένως είχε σκοράρει δίχως να κατακυρωθεί τέρμα, διότι ο Αράο ήταν οφ σάιντ πριν βγάλει τη σέντρα, ο Ιωαννίδης έκανε το ντέρμπι της ζωής του. Μέχρι το επόμενο.

Ηταν χάρμα οφθαλμού. Θα πρέπει να γυρίσουμε πολλά χρόνια πίσω και να ψαχουλέψουμε καλά στο χρονοντούλαπο της μνήμης μας προκειμένου να θυμηθούμε μία τόσο επιβλητική εμφάνιση από σέντερ φορ του Παναθηναϊκού σε ντέρμπι. 

Τέτοιος οδοστρωτήρας, τόσο εμφατικό παραμάζωμα της αντίπαλης άμυνας από «9άρι» του Παναθηναϊκού, που να καθορίσει σε τόσο μεγάλο βαθμό το αποτέλεσμα, μόνο ο Μπεργκ, ο Σισέ και ο Βαζέχα έχουν πραγματοποιήσει στη σύγχρονη ιστορία του συλλόγου. 

Από Ελληνες ποδοσφαιριστές που αγωνίζονται ως μεσοεπιθετικοί, κι όχι απαραίτητα ως στράικερ, θα πρέπει να γυρίσουμε στην εποχή των ανεπανάληπτων οργίων του Δημήτρη Σαραβάκου, παρότι μία σεζόν-φωτιά την έχει κάνει κι ο Δημήτρης Παπαδόπουλος ως παρτενέρ του Μιχάλη Κωνσταντίνου στη διάρκεια του νταμπλ το 2004.   

Οταν ο Ιωαννίδης πρωτοήρθε από τον Λεβαδειακό, άγουρος ακόμα από πλευράς παραστάσεων και με τοποθέτηση σε θέση αριστερού εξτρέμ (!) από τον Μπόλονι, ίσως ήμασταν λίγοι όσοι πιστέψαμε στην εξαιρετική «πρώτη ύλη» του. 

Ψηλός, δυνατός, με εξαιρετικό κράτημα της μπάλας με πλάτη, αλλά και με έμφυτη ικανότητα να παίξει με πρόσωπο και να ντριμπλάρει σε μικρούς χώρους, με καλές επαφές με τη μπάλα και αντίληψη του χώρου για συνδυαστικό ποδόσφαιρο, ήταν ορισμένα από τα πολλά θετικά που λαμπύριζαν στην πρώτη γνωριμία. 

Αρχικά υπήρξε μπόλικη αμφισβήτηση, όπως είθισται να συμβαίνει με όλους και με όλα, μέχρι την αναγνώρισή του στον Παναθηναϊκό που έγινε την περασμένη σεζόν. 

Τα γκολ από «χρυσάφι» και η επιδραστικότητά του στην ομάδα στα τελευταία λεπτά των αγώνων του περσινού πρωταθλήματος, τον έκαναν πλήρως αποδεκτό, μέχρι και σύνθημα τύπου… Μανωλάκη Ολισαντέμπε. 

Ομως τα δύο ματς του Παναθηναϊκού με τη Μαρσέιγ στα φετινά προκριματικά της Ευρώπης ήταν για τον Φώτη Ιωαννίδη το διαβατήριο της εισόδου του στο υψηλό επίπεδο.

Η ψυχολογική ώθηση και η αυθόρμητη διαπίστωση ότι όσα έκανε στο ελληνικό πρωτάθλημα, κι ακόμα περισσότερα, μπορεί να τα κάνει και με συναδέλφους του που φιγουράρουν σε περίοπτη θέση, πρώτο τραπέζι πίστα, στη διεθνή σκηνή. Το προσωπικό του, «τους έχω». 

Ασφαλώς υπήρχαν και μειονεκτήματα. Τα περισσότερα απ’ αυτά μπορούσαν να «φτιάξουν»: οι τοποθετήσεις ανάλογα με το που βρίσκεται η μπάλα, η ένταση και η διάρκεια στα τρεξίματά  του, αλλά ιδίως οι αποφάσεις του στο επιθετικό τρίτο και δη όταν έπρεπε να υποδυθεί τον ρόλο του εκτελεστή. Κι έφτιαξαν! 

Τώρα πλέον ο Φώτης Ιωαννίδης έχει φτάσει στο σημείο όχι μόνο να συμμετέχει με υψηλή ένταση στο πρες, αλλά και να κλέβει μπάλες εκμεταλλευόμενος το σώμα του, δίνοντας ευκαιρίες για τρανζίσιον, οι δε τακτικές τοποθετήσεις του είναι σχεδόν αψεγάδιαστες. Χρόνο με το χρόνο μεταμορφώνεται προς το καλύτερο.

Κι αν ο Μουκουντί και ο Βίντα δεινοπάθησαν, στο ματς της Εθνικής Ελλάδας με την Ολλανδία στη Νέα Φιλαδέλφεια ήταν η απόλυτη πιστοποίηση για το γεγονός ότι ο Ιωαννίδης έχει αλλάξει επίπεδο και θα πρέπει  να λογίζεται απ' όλους ως ένα από τα πιο ελπιδοφόρα πρότζεκτ του ελληνικού ποδοσφαίρου. Της Εθνικής Ελλάδας και του Παναθηναϊκού. 

Οχι μόνο κοίταξε στα μάτια και αντεπεξήλθε απέναντι σε δίδυμο στόπερ παγκόσμιας κλάσης, τον Φαν Ντάικ τη Λίβερπουλ και τον Ακέ της Μάντσεστερ Σίτι , οι οποίοι όταν τον σταματούσαν είτε το έκαναν με φάουλ είτε μετά κόπων και βασάνων, αλλά τους έκανε να τον νιώσουν για τα καλά. 

Με αυτά τα δεδομένα ήταν εκ των πραγμάτων σαφές ότι δεν θα χαμπάριζε κανέναν στα εγχώρια ντέρμπι. Και κόντρα στην ΑΕΚ όποιος βρέθηκε στο διάβα του, διασύρθηκε.  

Του αξίζουν τα εύσημα για την εξέλιξή του, αλλά κυρίως για τη βελτίωση των αδυναμιών του, που έχουν ακόμα περιθώρια βελτίωσης, έως ότου ολοκληρωθεί ένα πακέτο που θα είναι άκρως ελκυστικό για το κορυφαίο επίπεδο. 

Κανείς δεν έχει τη μαγική σφαίρα που δείχνει τι θα συμβεί στο μέλλον. Αλλά τα σημάδια είναι εδώ. Οπως και η διαπίστωση ότι τόσο ψυχολογικά όσο και αγωνιστικά, η Ευρώπη τον έκανε να μην… βλέπει κανέναν στην Ελλάδα.

Η παρουσία και οι επιδόσεις του Ιωαννίδη αποδείχθηκε για μία ακόμη φορά ότι προσδίδουν χαρακτήρα ποδοσφαιρικής «εξάρτησης» για τους πράσινους.  

Είναι άλλη ομάδα ο Παναθηναϊκός με τον Ιωαννίδη σεληνιασμένο κι άλλη δίχως αυτόν, ενώ είναι δεδομένο ότι η συνύπαρξή του με τον Μπακασέτα δίνει άλλη διάσταση και δυναμική στο παιχνίδι της ομάδας.

Για τον Παναθηναϊκό συνολικά, το μεγάλο στοίχημα πλέον είναι η πολυπόθητη/περίφημη σταθερότητα. Εάν σε κάθε ματς μέχρι το τέλος της διαδρομής δείξει την ίδια αυταπάρνηση με αυτή του ντέρμπι απέναντι στην ΑΕΚ, τότε δεν έχει να φοβηθεί τίποτα και κανέναν.

Στη μεγάλη εικόνα των πλέι οφς, από αγωνιστική σε αγωνιστική, τα συναισθήματα μεταβάλλονται. Τα συμπεράσματα τροποποιούνται. Η μαγική λέξη «ισορροπία» ως προς τη διαχείριση των συναισθημάτων είναι αυτή που θα γείρει την πλάστιγγα στο τέλος της διαδρομής. 

Τέτοια όργια, από την εποχή του Σαραβάκου